Σε αυτό το άρθρο θα δούμε
- Τη φύση της ανταποδοτικής σύνταξης
- Τι είναι ο συντάξιμος μισθός
- Πως υπολογίζεται για μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες
- Τι σημαίνει ποσοστό αναπλήρωσης
- Ποια είναι τα όρια των ασφαλιστέων αποδοχών
- Πως εφαρμόζονται όλα σε ένα κατανοητό παράδειγμα
- Τι διαφορά υπάρχει στους δύο τελευταίους συνταξιοδοτικούς νόμους
Το ποσό που επιστρέφεται στον ασφαλισμένο
Ανταποδοτική είναι το μέρος της κύριας σύνταξης ΕΦΚΑ το οποίο υπολογίζεται με βάση τις εισφορές του ασφαλισμένου για τον κλάδο κύριας σύνταξης.
Δεν είναι σταθερό και σκοπό έχει να αναπληρώσει μέρος του εισοδήματος των πολιτών μετά την έξοδο από την εργασία. Και επειδή συνδέεται με τις ασφαλιστικές εισφορές, έχει χαρακτηριστικά κεφαλαιοποιητικού συστήματος.
Προσπαθεί, δηλαδή, να επιβραβεύσει τους ασφαλισμένους οι οποίοι έχουν συνεισφέρει στα ασφαλιστικά ταμεία μέσω των εισφορών που έχουν πληρώσει.
Σε γενικές γραμμές καθορίζεται από
- Τα έτη εργασίας του ασφαλισμένου για το οποία κατέβαλε εισφορές κύριας σύνταξης
- Τις εισφορές που κατέβαλε σε σημερινές αξίες
Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης υπάρχουν δύο βασικές έννοιες που χρησιμοποιούνται.
- Συντάξιμος μισθός
- Ποσοστό αναπλήρωσης
Ο συντάξιμος μισθός αποτελεί τη βάση υπολογισμού
Αποτελεί μια εκτίμηση του μέσου όρου των αποδοχών κάθε ασφαλισμένου για τα έτη που εργάστηκε. Όχι από την αρχή του εργασιακού του βίου αλλά από το 2002, έτος από το οποίο και έπειτα υπάρχει καλύτερη μηχανογράφηση από τις σχετικές υπηρεσίες.
Δεν πρέπει να συνδέεται με παλιότερες μορφές του συνταξιοδοτικού συστήματος, όπου για τον υπολογισμό της σύνταξης λαμβάνονταν υπόψη απλά ένας μέσος όρος των μισθών των τελευταίων ετών.
Σήμερα υπάρχει μια πολύ πιο δίκαιη απεικόνιση του εργασιακού βίου του ασφαλισμένου, καθώς συνυπολογίζονται τα τελευταία 20 χρόνια και δεν εξαρτάται το τελικό αποτέλεσμα από συγκυρίες – αρνητικές ή θετικές – στα τελευταία χρόνια ασφάλισης.
Επί αυτού του ποσού, δηλαδή το συντάξιμο μισθού, υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη με βάση ένα ποσοστό.
Το ποσοστό αναπλήρωσης το οποίο θα δούμε παρακάτω πως λειτουργεί.
Οι εισφορές είναι το ζητούμενο
Σήμερα, ναι μεν μιλάμε για συντάξιμο μισθό (ή αλλιώς συντάξιμες αποδοχές), αλλά στην πράξη αναφερόμαστε σε ένα έμμεσο τρόπο να υπολογιστούν οι καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές.
Στις περιπτώσεις των μισθωτών, ο συντάξιμος μισθός θα δούμε να συνδέεται άμεσα με τις μικτές ετήσιες αποδοχές.
Αυτός είναι ο γενικός κανόνας και η απλούστερη μορφή υπολογισμού του συντάξιμου μισθού. Είναι εύκολο να εξάγουμε το ποσό που καταβλήθηκε για τον κλάδο κύριας σύνταξης στο ΙΚΑ καθώς αντιστοιχεί στο 20% επί των ετήσιων μικτών αποδοχών, μέρος του οποίου καταβάλει ο ασφαλισμένος και μέρος ο εργοδότης.
Στις περιπτώσεις των ελεύθερων επαγγελματιών, σαν βάση υπολογίζουμε απευθείας τις ασφαλιστικές εισφορές που κατέβαλαν στο ταμείο τους και όχι τα τυχόν συνολικά τους κέρδη από τη δραστηριότητα.
Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος ισχύος του ν. 4387/2016 (ο λεγόμενος ”νόμος Κατρούγκαλου”) όπου προσμετρώνται τα καθαρά κέρδη των αυτοαπασχολούμενων, επειδή όμως αυτά ήταν που καθόριζαν τις εισφορές τους για τον κλάδο σύνταξης, και πάλι στο 20% επί των κερδών.
Με τον νόμο 4670/2020 (τον νόμο Βρούτση όπως έχει επικρατήσει), οι ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολούμενων αποσυνδέθηκαν από τα κέρδη και αντικαταστάθηκαν από την προαιρετική επιλογή ασφαλιστικής κατηγορίας και εισφορών για κύρια σύνταξη.
Μετά από πολλαπλασιασμό επί 5 (ή έστω τη διαίρεση με 0,2 όπως αναφέρεται τυπικά) των ασφαλιστικών εισφορών που έχουν καταβληθεί από τους ελεύθερους επαγγελματίες, γίνεται αναγωγή αυτών στο εισόδημα που ”θεωρητικά” θα είχαν σαν μισθωτοί για να καταβάλουν αυτές τις εισφορές.
Για παράδειγμα
Εάν ένας αυτοαπασχολούμενος (έστω έμπορος) κατέβαλε για εισφορές στο ΤΕΒΕ (στον κλάδο κύριας σύνταξης) το 2005 4.000€, τότε οι εκτιμώμενες ετήσιες αποδοχές του θα είναι 4.000€ X 5 = 20.000€ για εκείνη τη χρονιά.
Δεν έχει σημασία εάν τα κέρδη του ήταν μεγαλύτερα, ή ακόμα και αν είχε ζημιές από τη δραστηριότητά του. Εφόσον αυτά πλήρωνε, αυτή ήταν και η συνεισφορά του.
Αντίστοιχα, ένας μισθωτός το 2005 με ετήσιες μικτές αποδοχές 20.000€ είχε καταβάλει για εισφορές σύνταξης 20.000€ X 20% = 4.000€
Ο μηνιαίος συντάξιμος μικτός μισθός για το έτος αυτό είναι: 20.000€ / 12 μήνες = 1.666€
Για τον τελικό υπολογισμό του συντάξιμου μισθού κάθε περιόδου, το ποσό που προκύπτει το πολλαπλασιάζουμε με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή εκείνης της χρονιάς.
Έτσι, τα χρήματα των προηγούμενων ετών ανάγονται σε σημερινές αξίες.
Μόνο για τα έτη που πληρώθηκαν εισφορές
Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης λαμβάνονται υπόψη μόνο τα έτη για τα οποία πληρώθηκαν εισφορές καθώς και τα έτη που έχουν εξαγοραστεί (δεν είναι πραγματικά χρόνια αλλά ο ασφαλισμένος έχει καταβάλει γι αυτά ασφ. εισφορές).
Τυχόν πλασματικά έτη που αναγνωρίστηκαν λόγω π.χ. σπουδών ή στρατιωτικής θητείας αλλά δεν πληρώθηκαν εισφορές γι αυτά, δεν μετρούν στον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης.
Για τα εξαγορασμένα έτη, βρίσκουμε το ποσό που καταβλήθηκε ανά έτος και το ανάγουμε σε συντάξιμες αποδοχές με την παραπάνω μεθοδολογία. Το αποτέλεσμα το προσθέτουμε στα πραγματικά χρόνια και διεξάγουμε κανονικά τους υπολογισμούς που πρέπει.
Περισσότερα χρόνια, περισσότερες εισφορές, μεγαλύτερη ανταπόδοση
Δεν αρκεί να δούμε ποιος είναι ο μέσος όρος των εισφορών κάθε έτους. Ή, έστω, των αποδοχών, εφόσον αυτό επικρατεί στην ορολογία.
Είναι προφανές πως, όσο περισσότερα χρόνια εργάζεται κάποιος τόσο περισσότερο έχει συνεισφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Τουλάχιστον στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Άμεσα γιατί πληρώνει εισφορές, έμμεσα γιατί δεν πληρώνεται από το κράτος.
Δεν αρκεί κάποιος να έχει έναν υψηλό συντάξιμο μισθό (άρα και υψηλές ετήσιες εισφορές) αλλά λίγα χρόνια εργασία. Μεγάλο ρόλο για την τελική ανταποδοτική σύνταξη παίζουν και τα χρόνια για τα οποία έχει συνεισφέρει.
Αυτό έρχεται να αποτυπώσει το λεγόμενο ”ποσοστό αναπλήρωσης”.
Ένας συντελεστής με τον οποίο πολλαπλασιάζεται ο συντάξιμος μισθός και παράγει την τελική ανταποδοτική σύνταξη.
Το ποσοστό αναπλήρωσης, με τον πιο πρόσφατο νόμο 4670/2020 ξεκινάει από 11,55% για 15 έτη ασφάλισης (δηλαδή 4.500 ημερομίσθια), φτάνει το 50% για 40 έτη ασφάλισης (12.000 ημερομίσθια) και αυξάνεται κατά 0,5% για κάθε επιπλέον έτος.
Με αυτόν τον τρόπο ”πριμοδοτείται” όποιος έχει μείνει για πολλά χρόνια στην αγορά εργασίας και έχει δώσει τα περισσότερα χρήματα συνολικά. Θεωρητικά έστω, καθώς σε ακραίες περιπτώσεις ίσως ένας μισθωτός με πολύ υψηλές αποδοχές για λίγα έτη να έχει καταβάλει περισσότερα χρήματα από κάποιον με 40 χρόνια και τον βασικό μισθό.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ανώτατα και κατώτατα όρια αποδοχών για τις οποίες καταβάλλονται εισφορές (ονομάζονται ασφαλιστέες αποδοχές) και πρόκειται για το 10πλάσιο του βασικού μισθού και τον βασικό μισθό αντίστοιχα. Ο κατώτατος μισθός το 2021 ορίζεται σε 650€.
Έτσι, ακόμα και αν ένας μισθωτός έχει 10.000€ μηνιαίες αποδοχές, θα πληρώσει εισφορές για τις 6.500€ και επ αυτών θα υπολογιστεί ο συντάξιμος μισθός.
Κίνητρο για παραμονή στην εργασία
Με την κλιμάκωση του ποσοστού αναπλήρωσης στο ελληνικό σύστημα δίνεται και ένα έμμεσο αντικίνητρο στην πρόωρη συνταξιοδότηση. Πέραν αυτού που προκύπτει από την εθνική σύνταξη όπου υπάρχει μείωση του ποσού σε ηλικίες κάτω των 67.
Συμφέρει τον ασφαλισμένο να παραμείνει για περισσότερα χρόνια στη δουλειά καθώς, πιθανώς, θα εισπράξει μεγαλύτερη σύνταξη.
https://www.syntaksi.com/ypologistis-syntaksis-efka/antapodotiki-syntaksi