Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ένα σοκ για την παγκόσμια οικονομία. Διεθνείς οργανισμοί και κυβερνήσεις προσπαθούν να υπολογίσουν τις επιπτώσεις
Παναγιώτης Σωτήρης
Τον τόνο τον έδωσε η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, επικεφαλής του ΔΝΤ, όταν περιέγραψε τον πόλεμο στην Ουκρανία ως έναν «ισχυρό σεισμό» που θα στείλει αναταράξεις σε όλη την παγκόσμια οικονομία, ιδίως τις πιο φτωχές χώρες, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη και οδηγώντας σε ταχύτερη αύξηση του πληθωρισμού.
Ένα κείμενο στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ αποτυπώνει μια σειρά εκτιμήσεις του Ταμείου για το πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει αρνητικές επιπτώσεις σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου.
Οι συντάκτες του υποστηρίζουν ότι η επίπτωση του πολέμου θα είναι τριπλή: Πρώτον, οι υψηλότερες τιμές για εμπορεύματα, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα θα αυξήσουν ακόμη περισσότερο τον πληθωρισμό, κάτι που θα μειώσει την αξία των εισοδημάτων και θα επιβραδύνει τη ζήτηση. Δεύτερον, ιδίως οι χώρες που συνορεύουν με την πολεμική ζώνη θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις διαταραχές στο εμπόριο, τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις μεταβιβάσεις καθώς και την άφιξη πολύ μεγάλων προσφυγικών κυμάτων. Τρίτων, η επιδείνωση του επιχειρηματικού κλίματος και η μεγαλύτερη επενδυτική αβεβαιότητα θα έχουν επίπτωση στις τιμές των διάφορων στοιχείων ενεργητικού, διαμορφώνοντας μια πιο «σφιχτή» χρηματοοικονομική συνθήκη, πυροδοτώντας και την έξοδο κεφαλαίων από αναδυόμενες αγορές.
Όλα αυτά θα ενταθούν ανάλογα και με τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχή. Η Ευρώπη θα πληγεί από την αύξηση του κόστος ενέργειας, οι χώρες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας από την ύφεση στη Ρωσία και τις κυρώσεις, η Μέση Ανατολή από τη μεγάλη αύξηση της τιμής των σιτηρών και την υποχώρηση του τουρισμού, η Υποσαχάρια Αφρική θα πληγεί από τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας, ενώ το δυτικό ημισφαίριο κυρίως από τις πληθωριστικές πιέσεις.
Πόσο πλήττονται Ουκρανία και Ρωσία
Καταρχάς ο πόλεμος έχει τεράστιο οικονομικό κόστος και για τις δύο χώρες. Ως προς την Ουκρανία μια πρώτη εκτίμηση του ΔΝΤ ήταν για συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας κατά 10% μέσα στο 2022 και συνολική υποχώρηση 13,5%. Και αυτό στη βάση μιας εκτίμησης για σύντομο πόλεμο και σοβαρή υποστήριξη από κράτη-δωρητές μετά. Συγκριτικά το 2014 το ΑΕΠ της Ουκρανίας είχε υποχωρήσει 6,6% και λίγο κάτω από 10% το 2015. Πάντως η ίδια αρχική εκτίμηση του ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι η εμπειρία χωρών όπως το Ιράκ ή ο Λίβανος που είχαν την εμπειρία μεγάλων πολέμων έδειξε συρρίκνωση της οικονομίας ακόμη και 25%-35%.
Όμως, και η Ρωσία θα έχει σημαντική οικονομική συρρίκνωση. Πέραν του κόστους της ίδιας της πολεμικής επιχείρησης, υπάρχει και το κόστος των κυρώσεων, η αναστάτωση συνολικά στην οικονομία και την κοινωνία και οι αναπόφευκτες πληθωριστικές πιέσεις.
Στην αρχή των πολεμικών επιχειρήσεων το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (Institute of International Finance), μια συνεργασία χρηματοοικονομικών οίκων με έδρα την Ουάσιγκτον, έκανε πρόβλεψη για συρρίκνωση της ρωσικής οικονομίας τουλάχιστον κατά 10% και διψήφιο πληθωρισμό. Αργότερα έκανε εκτίμηση και για ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση της ρωσικής οικονομίας.
ΟΟΣΑ: εμπόδια στην ανάπτυξη και ενίσχυση πληθωριστικών τάσεων
Από τη μεριά του ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι έχουμε να κάνουμε με ένα μεγάλο ανθρωπιστικό και οικονομικό σοκ, το οποίο έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα και τα οποία κατέτειναν σε μια συνεχιζόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας το 2022 και το 2023, με τις προηγούμενες προβλέψεις του οργανισμού να είναι για παγκόσμια ανάπτυξη 4,5% το 2022 και 3,2% το 2023.
Τώρα το ερώτημα είναι ποια θα είναι η επίπτωση του πολέμου. Από τη μια, Ρωσία και Ουκρανία αθροιστικά αντιπροσωπεύουν το 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ σε τιμές αγοράς. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις στη Ρωσία και οι άμεσες επενδύσεις της Ρωσίας αντιπροσωπεύουν 1-1,5% του παγκόσμιου συνόλου.
Όμως, την ίδια στιγμή η Ρωσία και η Ουκρανία αντιπροσωπεύουν το 30% των παγκόσμια εξαγωγών σιταριού, το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών καλαμποκιού, το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών φυσικού αερίου και το 11% των παγκόσμιων εξαγωγών πετρελαίου. Η Ρωσία παίζει καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή νικελίου και παλλάδιου, αλλά και άλλων μετάλλων. Οι τιμές πολλών από αυτά τα εμπορεύματα εκτινάχτηκαν μετά την εκκίνηση των πολεμικών επιχειρήσεων.
Χώρες όπως η Τυνησία, η Αίγυπτος, το Ισραήλ και η Τουρκία παίρνουν το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών τους σε σιτηρά από τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Η αρχική εκτίμηση του ΟΟΣΑ είναι ότι παγκοσμίως η συρρίκνωση του ΑΕΠ σε βάθος ενός χρόνου θα ξεπεράσει το 1%. Εάν εξαιρέσουμε τη Ρωσία, τότε θα είναι στο 0.8%. Στις ΗΠΑ θα είναι λίγο πάνω από 0,8%, στις χώρες του ΟΟΣΑ στο 1% και στην Ευρωζώνη, που θα πληγεί περισσότερο, στο 1,4%.
Ως προς την αύξηση του πληθωρισμού η εκτίμηση του ΟΟΣΑ είναι για αύξηση παγκοσμίως 2,5%, για τον κόσμο πλην Ρωσίας στο 2%, για τις ΗΠΑ στο 1,5%, για τον ΟΟΣΑ στο 2% και για την ευρωζώνη στο 2,3%.
Όλα αυτά θα εξαρτηθούν και από το εάν οι χώρες θα αναγκαστούν πέραν του να αντιμετωπίσουν πέραν του αυξημένου κόστος ενέργειας και μείωση των συνολικών εισαγωγών ενέργειας – ιδίως σε περίπτωση που διακοπούν οι ροές ενέργειας από τη Ρωσία προς την Ευρώπη – που θα σήμαινε σημαντική υποχώρηση και του παραγόμενου προϊόντος.
Πάντως ο ΟΟΣΑ πιστεύει ότι υπάρχει η δυνατότητα να αντιμετωπιστούν πλευρές των αρνητικών επιπτώσεων με μέτρα δημοσιονομικής υποστήριξης, που σε ορισμένες χώρες μπορούν να χρηματοδοτηθούν και από τη φορολόγηση των έκτακτων υπερκερδών που γεννά η συγκυρία.