Το 1838 στην Αθήνα γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25η Μαρτίου, ως μέρα μνήμης των Ελλήνων Αγωνιστών του 1821 και από τότε καθιερώθηκε με θρησκευτική ευλάβεια σε όλο το πανελλήνιο. Η 25η Μαρτίου, ως ημέρα της Εθνικής Παλιγγενεσίας, γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα του 1838 και από τότε καθιερώθηκε με θρησκευτική ευλάβεια σε όλο το πανελλήνιο. Η καθιέρωση της εορτής οφείλεται στην επιμονή και το πείσμα του Δημάρχου της Αθήνας, Δημητρίου Καλλιφρονά (1805-1897).
Ο Δήμαρχος ήρθε σε ρήξη με τη βαυαρική διοίκηση και συγκεκριμένα με το Υπουργείο των Εσωτερικών το οποίο δεν επιθυμούσε έξοδα για γιορτές όταν οι αγωνιστές δεν είχαν να φάνε.
Κατά μία άλλη εκδοχή το Παλάτι, μάλλον, δεν επιθυμούσε να συνδέσει την εθνική εορτή με την Ορθοδοξία, για να μη δώσει την ευκαιρία στην Εκκλησία να καπηλευτεί την επανάσταση των Ελλήνων. Τελικά, ο Δήμαρχος θα οργανώσει μόνος του τον εορτασμό και εκ του αποτελέσματος κατάφερε να δώσει πανηγυρική ατμόσφαιρα, που ευχαρίστησε τους 17.000 Αθηναίους, οι οποίοι κατοικούσαν τότε στην πρωτεύουσα.
Συγκεκριμένα, σημαιοστόλισε την πόλη και καθάρισε τις, λιγοστές τότε, πλατείες. Ο εορτασμός άρχισε την παραμονή το βράδυ με 21 κανονιοβολισμούς. Και την άλλη μέρα, Παρασκευή πρωί ανήμερα του Ευαγγελισμού, η Αθήνα ξύπνησε με 21 νέους κανονιοβολισμούς. Αριθμός συμβολικός που συνδυάζεται με το ’21 της Επανάστασης. Άρχισαν έπειτα να χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες των εκκλησιών.
Το πρωί της 25ης Μαρτίου 1838, εψάλη δοξολογία στον τότε Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης (στην οδό Αιόλου) στην οποία, και μόνο εκεί, παραβρέθηκε και ο Όθων ντυμένος με την παραδοσιακή φουστανέλα.
Μπροστά στα Παλαιά Ανάκτορα, στη σημερινή Πλατεία Κλαυθμώνος, ο Δήμος Αθηναίων είχε στήσει αψίδα γιορταστική και εκεί άρχισε, μετά την Δοξολογία, το μεγάλο γιορταστικό πανηγύρι, με χορούς και τραγούδια, στο οποίο συμμετείχαν όλοι οι νέοι της πόλης ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη και τους παρακολούθησαν πολλοί από τους Αγωνιστές του 1821. Τη νύχτα ο Δήμαρχος φωταγώγησε με λαδοφάναρα τους κεντρικούς δρόμους και την Ακρόπολη.
Είναι αξιοσημείωτο να τονιστεί ότι τότε η πρωτεύουσα, φωτιζόταν με 70 – 80 λαδοφάναρα του Δήμου και όταν φυσούσε δυνατός άνεμος έσβηναν όλα. Για να περιοριστούν τα περιττά έξοδα (για το φωτισμό ο Δήμος δαπανούσε το 5% του προϋπολογισμού του), κατά τις νύχτες με φεγγάρι άναβαν μόνο 20 – 25 λαδοφάναρα.
Τέλος, οι Αθηναίοι έμειναν αποσβολωμένοι από το υπερθέαμα, όταν αντίκρισαν στο Λυκαβηττό φαναράκια που τα κρατούσαν νεολαίοι της εποχής και σχημάτιζαν ένα τεράστιο φωτεινό σταυρό με τις λέξεις «Εν τούτω Νίκα».
Ιδού και μια συνοπτική περιγραφή της γιορτής που μας διασώζει ο λόγιος και πολιτικός Ρήγας Παλαμήδης:
«Η τελετή εγένετο μεθ’ όλης της πομπής και επισημότητας – είχον δε συνέλθει ενταύθα άπασαι σχεδόν αι δημοτικοί αρχαί της Αττικής και πλήθος λαού των περιχώρων μετά των σημαιών, όπλων και τυμπάνων ώστε η πόλις των Αθηνών παριστά μέχρι της εσπέρας της επιούσης το θέαμα μεγαλοπρεπούς και τερπνής πανηγύρεως, εν πλήρει τάξει και ησυχία τελούμενης».
Βαυαρός δημοσιογράφος που παρακολούθησε τις εκδηλώσεις έγραφε σε ρεπορτάζ του: «Κατά την τριετή παραμονή μου στην Ελλάδα, δεν έτυχε να ζήσω παρόμοιες σκηνές ενθουσιασμού και διθυραμβικών εκδηλώσεων όπως εκείνη την ημέρα της 25ης Μαρτίου που γιορτάστηκε για πρώτη φορά ως Εθνική Εορτή του Ελληνισμού στην Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα. Οι Αρβανίτες είχαν κατεβεί με τις σημαίες τους από τα βουνά, οι αγρότες της περιοχής έκαναν παρέλαση με τα νταούλια και το ζουρνά τους αθρόοι στην πόλη, οι συντεχνίες με τα λάβαρα των επαγγελμάτων τους άφηναν χαρούμενοι τις μεταξένιες σημαιούλες τους να κυματίζουν στον αέρα».
Έτσι, το 1838 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25η Μαρτίου, ως μέρα μνήμης των Ελλήνων Αγωνιστών του 1821. Και τούτη η γιορτή έγινε με γκρίνια, με διαφωνίες και με πλουσιοπάροχη μεγαλοπρέπεια (ενώ χρήματα δεν υπήρχαν), κατά την πατροπαράδοτη συνήθεια μας. Οι κακές γλώσσες λένε ότι για τη γιορτή ετούτη δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.
Σημείωση: Στους ιστορικούς μελετητές είναι γνωστό το κείμενο του “Διατάγματος 980/1838” της 15ης Μαρτίου 1838 του Δημάρχου της Αθήνας Δημητρίου Καλλιφρονά, μετά από πρόταση του Γραμματέα της Επικρατείας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γεώργιου Γλαράκη, που καθιέρωνε τη μεγάλη εθνική εορτή, αλλά το κείμενο τούτο κυκλοφόρησε μόνο στον Τύπο και δε δημοσιεύτηκε ποτέ στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (συνεπώς δεν πρόκειται για Διάταγμα).
Το κείμενο του “Διατάγματος” έχει ως εξής:
Επί τη προτάσει της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα, διά την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγιας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος, διά την κατ’ αυτήν έναρξιν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής και διατάττομεν την διαληφθείσαν Γραμματείαν να δημοσιεύση και ενεργήση το παρόν Διάταγμα.
Δύο μέρες μετά την έκδοση του διατάγματος εκδόθηκε από την Γραμματεία της Επικρατείας Εγκύκλιος που κοινοποιούσε το διάταγμα στην Περιφερειακή Διοίκηση και έδινε οδηγίες για τον εορτασμό της μεγάλης ιστορικής ημέρας σε όλη την Ελλάδα.
Η Εγκύκλιος, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΦΗΜΗ στις 19 Μαρτίου 1838 έχει ως εξής:
Η επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της Επικρατείας
Προς τας Διοικητικάς αρχάς του Κράτους
Η Α. Μ. ο Σ. ημών Βασιλεύς, λαβών υπ’ όψιν, ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα δια την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγϊας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος, δια την κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν έναρξιν του υπέρ της Ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, ηυδόκησεν δια Β. Διατάγματος εκδοθέντος την 15ην του παρόντος μηνός υπ. αρ. 980, να καθιέρωση την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ. Τούτο γνωοτοποιούντες εις υμάς δια της παρούσης, σας προσκαλούμε, κύριε Διοικητά, συνεννοούμενοι με την Επιτόπιον Εκκλησιαστικήν Αρχήν, να κάμετε γνωστήν εις τους υπό την ημετέραν Διοίκησιν διατελούντες λαούς την Υ. (=Υψηλοτάτην) ταύτην της Α.Μ. απόφασιν, πανηγυρίζοντες λαμπρώς την Εορτήν ταύτην, προσεγγίζουσα ήδη κατά το ενεστώς έτος και μέλλουσαν να τελήται ενιαυσϊως εις το διηνεκές.
Εν Αθήναις τη 17 Μαρτίου 1838Ο Γραμματεύς Γ. Γλαράκης