Στα 113 δισ. ευρώ ανήλθαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο στο τέλος Ιανουαρίου 2022, σύμφωνα με στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) που επικαλείται το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Ιανουαρίου του 2022, διαμορφώθηκε στα, αυξημένο κατά 4,1 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021. Η αύξηση αυτή υπολογίζεται τις νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 7,3 δισ. ευρώ συν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές κατά την 1/2/2021 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα ύψους 2,1 δισ. ευρώ, μείον τις εισπράξεις και διαγραφές 5,3 δισ. ευρώ.
Παράλληλα κατά τον πρώτο μήνα του 2022 το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών αυξήθηκε κατά 1,5 δισ. ευρώ, καθώς οι εκροές από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή οι εισπράξεις και οι διαγραφές (396,3 εκατ. ευρώ) ήταν λιγότερες από τις εισροές, οι οποίες περιλαμβάνουν τα νέα ληξιπρόθεσμα ύψους 1,7 δισ. ευρώ και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στο τέλος του 2021 που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα (218,6 εκατ. ευρώ) .
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ποσοστό 22,2% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 25 δισ. ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης . Κατά συνέπεια το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου ανέρχεται στα 87,9 δισ. ευρώ την 1/2/2022, σημειώνοντας αύξηση κατά 3,1 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Εξετάζοντας την ποιοτική διάρθρωση του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου διαπιστώνουμε ότι μόνο το 51,1% αυτού, που αντιστοιχεί σε 45 δισ. ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κτλ.).
Το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης. Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 28,2% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24,8 δισ. ευρώ.
Επίσης, εκτός από τα πρόστιμα, χαμηλή εισπραξιμότητα διαπιστώνεται και στις μη φορολογικές οφειλές, οι οποίες αποτελούν το 20,7% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 18,2 δισ. ευρώ.
Βασική συνιστώσα των μη φορολογικών οφειλών είναι η κατηγορία των «δανείων» που αφορούν σε καταπτώσεις εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου. Το κυριότερο μέρος αυτής της κατηγορίας οφειλής (85% των δανείων) αποτελεί το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ), ύψους 10,7 δισ. ευρώ, για το οποίο έχει διαμορφωθεί το νομοθετικό πλαίσιο σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα διαγραφής του.
Αναλύοντας περαιτέρω τις φορολογικές οφειλές που περιλαμβάνονται στο πραγματικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο (45 δισ. ευρώ), διαπιστώνεται ότι και σε αυτές συμμετέχουν οφειλές με χαμηλό ποσοστό είσπραξης. Ειδικότερα, 8,9 δισ. ευρώ πηγάζουν από οφειλές αφερέγγυων οφειλετών (κυρίως πτωχών και υπό εκκαθάριση οφειλετών), ενώ 9,2 δισ. ευρώ αφορούν σε οφειλές με λήξη δόσεων πέραν της τελευταίας δεκαετίας. Συνεπώς, απομένουν 26,9 δισ. ευρώ οφειλών από τις οποίες, σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, πηγάζει άνω του 90% των εισπράξεων.
Με άλλα λόγια το σύνολο σχεδόν των εισπράξεων προέρχεται από μόλις το 30,6% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που ισοδυναμεί με το 23,8% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Αναφορικά με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών, στο τέλος του Ιανουαρίου του 2022 παρατηρείται μείωση κατά 61.687 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021 με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στους 4.049.913 οφειλέτες.
Η ανωτέρω μείωση πηγάζει πρωτίστως από την κατηγορία οφειλής μέχρι 50 ευρώ, με τον αριθμό των οφειλετών να εμφανίζεται μειωμένος κατά 126.594 πρόσωπα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Στη μείωση αυτή συνέβαλε κυρίως η περιοδική διαγραφή βεβαιωμένων ανείσπρακτων οφειλών νομικών προσώπων ή τρίτων με εισπρακτέο υπόλοιπο ανά βασική οφειλή μικρότερο του 1 ευρώ.
Η συγκεκριμένη διαγραφή οδήγησε σε μείωση του πλήθους των οφειλετών στην κατηγορία οφειλής μικρότερης του 1 ευρώ κατά 126.593 πρόσωπα σε ετήσια βάση, με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών να διαμορφώνεται σε 125.956.
Μείωση του αριθμού των οφειλετών παρατηρείται επίσης στην κατηγορία οφειλής μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ (κατά 4.874 πρόσωπα), η οποία ωστόσο πηγάζει από τους οφειλέτες που οφείλουν μεταξύ 500 και 5.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα, στο εν λόγω εύρος οφειλής παρατηρείται μείωση των οφειλετών κατά 8.695 πρόσωπα, η οποία συνοδεύεται από μείωση ληξιπρόθεσμων οφειλών κατά 15,5 εκατ. ευρώ. Αντίθετα, στις λοιπές κατηγορίες οφειλής διαπιστώνεται αύξηση τόσο στο πλήθος των οφειλετών, όσο και στο ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο.
Ειδικότερα, στην κατηγορία οφειλής μεταξύ 50 και 500 ευρώ, στην οποία συσσωρεύεται το 37% των οφειλετών, εντοπίζεται η μεγαλύτερη αύξηση στο πλήθος τους σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους (κατά 59.061 οφειλέτες), η οποία ωστόσο συνοδεύεται από περιορισμένη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών (κατά 12,9 εκατ. ευρώ), καθώς στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται μόλις το 0,3% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Από την άλλη πλευρά, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε ετήσια βάση πηγάζει από τους οφειλέτες με ύψος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ (αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτήν την κατηγορία κατά 3,3 δισ. ευρώ), ο αριθμός των οποίων σημείωσε αύξηση κατά 336 πρόσωπα.
Σημειώνεται ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία οφειλής συγκεντρώνεται το 80% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου και μόλις το 0,2% των οφειλετών. Στην αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου στο εύρος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ σημαντική είναι η συνεισφορά των νομικών προσώπων καθώς οι οφειλές που προέρχονται από αυτά αυξήθηκαν κατά 2,7 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Σημειώνεται ότι από τα νομικά πρόσωπα προέρχεται το 73% των οφειλών στο συγκεκριμένο εύρος οφειλής με το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπό τους να αγγίζει στο τέλος του Ιανουαρίου του 2022 τα 66 δισ. ευρώ.
Αντίστοιχα το πλήθος των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 5.378, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 193 νομικά πρόσωπα.