ΑΠΟΦΑΣΗ
Stăvilă κατά Ρουμανίας 01.03.2022 (αριθ. προσφ. 23126/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων παραπέμφθηκε σε δίκη για οδήγηση οχήματος χωρίς άδεια. Ο εισαγγελέας έπαυσε με διάταξη την ποινική δίωξη λόγω της μη σοβαρότητας του αδικήματος και επέβαλε διοικητικό πρόστιμο. Ο εισαγγελέας εφετών ακύρωσε την διάταξη και επανέφερε προς εκδίκαση την υπόθεση. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Άσκησε καταγγελία για παραβίαση της δίκαιης δίκης, έλλειψη πραγματικής προσφυγής και παραβίαση του δικαιώματος του να μην δικαστεί δύο φορές.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όσον αφορά την καταγγελία για παραβίαση της δίκαιης δίκης ασκήθηκε εκπρόθεσμα μετά την πάροδο των έξι μηνών από την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης του εγχώριου δικαστηρίου και την απέρριψε κατά το άρθρο 35§1 και 4 της ΕΣΔΑ. Ακολούθως διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε ένδικα μέσα να ασκήσει κατά την απόφασης του εισαγγελέα, τα οποία δεν άσκησε και απέρριψε την καταγγελία ως απαράδεκτη.
Όσον αφορά την παραβίαση του δικαιώματος του για διπλή καταδίκη, το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι τα λάθη των αρχών θα πρέπει να λειτουργούν προς όφελος του κατηγορουμένου. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος οποιουδήποτε λάθους της εισαγγελικής αρχής, ή ενός δικαστηρίου, πρέπει να βαρύνει το κράτος και τα λάθη δεν πρέπει να διορθώνονται σε βάρος του εμπλεκόμενου προσώπου. Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι η επανάληψη της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς από την επίκληση νέων στοιχείων και έκρινε ότι ο προσφεύγων δικάστηκε δύο φορές για το ίδιο αδίκημα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αρχής ne bis in idem (άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 13,
Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 7
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1994 και ζει στο Arăneag. Προσέφυγε στο ΕΔΔΑ ισχυριζόμενος ότι καταδικάστηκε δύο φορές για την ίδια παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.
Μετά από επί τόπου έλεγχο από την αστυνομία τον Απρίλιο του 2013, κινήθηκε ποινική δίωξη κατά του κ. Stăvilă για οδήγηση οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης. Ωστόσο, αργότερα εκείνο το έτος με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα η υπόθεση αρχειοθετήθηκε με την αιτιολογία ότι η πράξη δεν ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να συνιστά ποινικό αδίκημα και επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο.
Τον Αύγουστο του 2014, η εν λόγω διάταξη ακυρώθηκε από την Εισαγγελία της Τιμισοάρα, η ποινική διαδικασία κινήθηκε εκ νέου και ο προσφεύγων καταδικάστηκε στη συνέχεια σε φυλάκιση.
Στηριζόμενος στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ.7 , ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι η επανέναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του και η επακόλουθη καταδίκη του, παραβίασαν τα δικαιώματα υπεράσπισής του, την αρχή της ισότητας των όπλων και της ασφάλειας δικαίου και το δικαίωμά του να μην δικαστεί και τιμωρηθεί δύο φορές για το ίδιο αδίκημα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ
Άρθρο 6§1
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι οι καταγγελίες του προσφεύγοντος είναι διττές. Αφενός, αφορούσαν την εικαζόμενη παραβίαση των δικαιωμάτων του υπεράσπισης, της ισότητας των όπλων και της ασφάλειας δικαίου κατά την προδικασία που εξέτασε τη νομιμότητα της απόφασης του εισαγγελέα εφετών να κινήσει εκ νέου την ποινική διαδικασία εναντίον του. Αφετέρου, αφορούσαν την εικαζόμενη παραβίαση των δικαιωμάτων του υπεράσπισης και της ισότητας των όπλων κατά τη διάρκεια της δίκης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο εξέτασε με την σειρά τις καταγγελίες.
(α) Γενικές αρχές
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 είναι δικαίωμα χωρίς επιφυλάξεις. Ωστόσο, το τι συνιστά δίκαιη δίκη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενιαίου αμετάβλητου κανόνα αλλά πρέπει να εξαρτάται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. Πρωταρχικό μέλημα του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 είναι να αξιολογήσει τη συνολική δίκαιη δίκη της ποινικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι εγγυήσεις του άρθρου 6 ισχύουν από τη στιγμή που υφίσταται «ποινική κατηγορία» κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, μπορεί να είναι σχετικές κατά τη διάρκεια της προδικασίας εάν και στο βαθμό που η δίκη είναι πιθανό να ζημιωθεί σοβαρά από μια αρχική αδυναμία συμμόρφωσης με αυτές.
Όσον αφορά την περίπτωση του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι σύμφωνα με την Κυβέρνηση, η απόφαση του εισαγγελέα να παύσει τη διαδικασία εναντίον του δεν ήταν οριστική απόφαση κατά την έννοια της Σύμβασης επειδή ο προσφεύγων δεν πλήρωσε ποτέ το πρόστιμο που του επιβλήθηκε.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ωστόσο, ότι έχει ήδη αποδείξει ότι μια διάταξη εισαγγελέα με την οποία παύει η ποινική δίωξη με την αιτιολογία ότι οι πράξεις δεν ήταν αρκετά σοβαρές ώστε να συνιστούν ποινικό αδίκημα, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλει εκτελεστή διοικητική ποινή για τις πράξεις που διέπραξε, είναι οριστική , κατά την αυτόνομη έννοια της Σύμβασης του όρου, κατά τη λήξη της νομίμως επιτρεπόμενης προθεσμίας για τον προσφεύγοντα να ασκήσει το ένδικο μέσο που προβλέπονταν για να αμφισβητήσει την απόφαση αυτή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν βλέπει κανένα λόγο να αμφιβάλλει ότι η απόφαση του εισαγγελέα της 4ης Νοεμβρίου 2013 ήταν οριστική κατά την έννοια της Σύμβασης όταν, στις 13 Αυγούστου 2014, ο εισαγγελέας εφετών άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια να κινήσει εκ νέου την ποινική διαδικασία εναντίον του.
Επομένως, αυτό το μέρος της αίτησης κατατέθηκε εκπρόθεσμα και πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4 της Σύμβασης.
Άρθρο 13
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεδομένου οι καταγγελίες του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 6 της Σύμβασης κηρύχθηκαν απαράδεκτες και, ως εκ τούτου, τα παράπονά του σχετικά με αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «αμφισβητήσιμα» από την άποψη της Σύμβασης και ότι σε κάθε περίπτωση ο προσφεύγων θα μπορούσε να εγείρει αντιρρήσεις ως προς το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας και της αρχής ne bis in idem ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία του είναι προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 στοιχ.α της Σύμβασης και την απέρριψε σύμφωνα με το άρθρο 35 § 4 .
Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αρ. 7
Το Δικαστήριο επανέλαβε τις αρχές που ορίζονται στη νομολογία του σχετικά με την επανάληψη ποινικών διαδικασιών.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε ότι οι διαδικασίες που οδήγησαν στην απόφαση της 4 Νοεμβρίου 2013 και εκείνες που οδήγησαν στην τελική απόφαση της 22 Οκτωβρίου 2015 ήταν ποινικής φύσης για τους σκοπούς του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου αριθ.7. Επιπλέον, δεν αμφισβήτησε ότι οι δύο αυτές αποφάσεις αφορούσαν τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Κυβέρνηση αναγνώρισε επίσης ότι η διάταξη του εισαγγελέα να παύσει τη διαδικασία κατά του προσφεύγοντα συνεπαγόταν «καταδίκη» με την ουσιαστική έννοια του όρου. Το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε διαφορετικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εισαγγελέας και ο δικαστής έλαβαν τις αποφάσεις τους με βάση την ίδια δικογραφία, χωρίς να έχουν προσκομιστεί και εξεταστεί νέα στοιχεία. Επομένως, η επανάληψη της υπόθεσης δεν δικαιολογήθηκε από την ανάδειξη νέων ή πρόσφατα ανακαλυφθέντων γεγονότων.
Επιπλέον, από την απόφαση της 13 Αυγούστου 2014 και την προσωρινή απόφαση της 24 Σεπτεμβρίου 2014 προέκυψε ότι η επανάληψη της διαδικασίας δικαιολογήθηκε από τη διαφορετική ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας η οποία κατά την άποψή τους θα έπρεπε να είχε εξεταστεί στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει «ελάχιστη επίπτωση» και να τιμωρηθεί με απλό «διοικητικό» πρόστιμο.
Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να συμφωνήσει ότι η επανέναρξη της διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος προκλήθηκε από σφάλματα του εισαγγελέα κατά την αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης του προσφεύγοντος υπό το φως του εφαρμοστέου δικαίου, επανέλαβε ότι τα λάθη των αρχών θα πρέπει να λειτουργούν προς όφελος του κατηγορουμένου. Με άλλα λόγια, ο κίνδυνος οποιουδήποτε λάθους της εισαγγελικής αρχής, ή μάλιστα ενός δικαστηρίου, πρέπει να βαρύνει το κράτος και τα λάθη δεν πρέπει να διορθώνονται σε βάρος του εμπλεκόμενου ατόμου.
Η απλή θεώρηση ότι η έρευνα στην υπόθεση του προσφεύγοντος οδήγησε σε εσφαλμένη διακοπή της διαδικασίας δεν μπορεί από μόνη της, ελλείψει σφαλμάτων δικαιοδοσίας ή σοβαρών παραβιάσεων της δικαστικής διαδικασίας, κατάχρησης εξουσίας, πρόδηλων σφαλμάτων στην εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου ή οποιουδήποτε άλλου σοβαρού λόγου που απορρέουν από το συμφέρον της δικαιοσύνης, να υποδηλώνουν την ύπαρξη θεμελιώδους ελαττώματος στην προηγούμενη διαδικασία. Διαφορετικά, το βάρος των συνεπειών της έλλειψης επιμέλειας των ανακριτικών αρχών κατά την προανάκριση θα μεταφερόταν εξ ολοκλήρου στον κατηγορούμενο και, το πιο σημαντικό, ο απλός ισχυρισμός για ελλείψεις ή αποτυχία της έρευνας, όσο ασήμαντη και θα μπορούσε να δημιουργήσει μια απεριόριστη δυνατότητα της δίωξης να καταχραστεί τη νομοθεσία ζητώντας την επανέναρξη μίας ολοκληρωμένης διαδικασίας.
Έχοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν από τον εισαγγελέα και τον ανακριτή για να δικαιολογήσουν την επανάληψη της διαδικασίας βάσει της απόφασης της 13 Αυγούστου 2014 έρχονται σε αντίθεση με τις αυστηρές προϋποθέσεις που επιβάλλεται από το άρθρο 4 § 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7. Η επανάληψη της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση δεν δικαιολογήθηκε επομένως από την εξαίρεση που ορίζεται στην εν λόγω διάταξη.
Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων καταδικάστηκε βάσει της απόφασης της 4 Νοεμβρίου 2013, η οποία είχε καταστεί αμετάκλητη κατά τη στιγμή που κινήθηκε νέα δίωξη με τις αποφάσεις της 13 Αυγούστου και 24 Σεπτεμβρίου 2014. Δεδομένου ότι καμία από τις καταστάσεις που επιτρέπουν την επανέναρξη της διαδικασίας δεν προέκυψε στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δικάστηκε δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem.
Κατά συνέπεια, το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 5000 ευρώ για ηθική βλάβη και 408 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια echrcaselaw.com).