Βασίλειος Παπαβασιλείου Οικονομολόγος, Μ.Β.Α.
1. Ορισμός Απεργίας
Η απεργία είναι το σημαντικότερο μέσο συλλογικής δράσης με αγωνιστικό σκοπό, που συνίσταται στην προσωρινή και συλλογική αποχή των εργαζομένων από την εργασία τους, με σκοπό την άσκηση πίεσης προς τον εργοδότη, προκειμένου να επιτευχθούν οι συλλογικές τους διεκδικήσεις. Δεν νοείται συνδικαλιστική δράση χωρίς τη δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων να μπορούν να ασκούν πίεση για την επίτευξη των συλλογικών διεκδικήσεών τους.
Αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα των εργαζομένων και ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και διεκδίκηση των συμφερόντων των εργαζομένων. Επίσης ασκείται και σαν έκφραση αλληλεγγύης.
Σύμφωνα με το `Αρθρο 91 «Γνωστοποίηση απεργίας και στάσεων εργασίας – Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 19 του Ν. 1264/1982 », του νέου νόμου 4808/2021 (ΦΕΚ Α΄ 101/19-06-2021) «Προστασία Εργασίας – Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής «Επιθεώρηση Εργασίας» – Κύρωση της Σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Δ.Ο.Ε.) – Κύρωση της Σύμβασης 187 της Δ.Ο.Ε. – Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/1158 του Ε.Κ., το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 19 του Ν. 1264/1982 (ΦΕΚ Α΄ 79) τροποποιείται, προστίθεται νέο εδάφιο και η παρ. 1 του άρθρου 19 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα εργαζομένων που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις:
α) Ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους αυτούς σκοπούς.
β) Ως εκδήλωση αλληλεγγύης εργαζομένων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων που εξαρτώνται από πολυεθνικές εταιρίες προς εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή στην έδρα της ίδιας πολυεθνικής εταιρείας και εφόσον η έκβαση της απεργίας των τελευταίων θα έχει άμεσες επιπτώσεις στα οικονομικά ή εργασιακά συμφέροντα των πρώτων. Η απεργία στην περίπτωση β΄ κηρύσσεται μόνο από την πιο αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση.
Για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας, συμπεριλαμβανομένων των ολιγόωρων στάσεων εργασίας, απαιτείται προειδοποίηση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής του οργάνωσης είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες πριν από την πραγματοποίησή της. Η προειδοποίηση είναι έγγραφη, επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες που αφορά και περιλαμβάνει την ημέρα και ώρα έναρξης και τη διάρκεια της απεργίας, τη μορφή αυτής, τα αιτήματα της απεργίας και τους λόγους που τα θεμελιώνουν.».
2. Το δικαίωμα της απεργίας
Η απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων που ασκείται ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους ίδιους σκοπούς. Τα αιτήματα της απεργίας δεν είναι μόνο εργασιακά, αλλά και ευρύτερα, όπως θέματα κοινωνικής ασφάλισης. Οι νομικές διαφορές, π.χ. απόλυση εργαζομένου μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο αίτημα κήρυξης απεργίας, μόνο αν μετατραπούν σε θέματα συλλογικού ενδιαφέροντος (ομαδικές απολύσεις).
Φορέας του δικαιώματος της απεργίας είναι κάθε εργαζόμενος, ανεξάρτητα από το εάν είναι μέλος ή όχι της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία.
Το δικαίωμα για την κήρυξη απεργίας ασκείται αποκλειστικά και μόνο από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, που έχουν συσταθεί και λειτουργούν νόμιμα, με απόφαση του αρμοδίου οργάνου τους. Η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας είναι μια κορυφαία διαδικασία για τα σωματεία.
Το δικαίωμα της απεργίας προστατεύεται από την ελληνική και διεθνή νομοθεσία, αναγνωρίζεται ρητά από το Σύνταγμα (άρθρο 23 παρ. 2), αλλά και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποτελεί δικαίωμα με συλλογική διάσταση (κηρύσσεται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και ασκείται από κοινού από τους περισσότερους εργαζομένους) και ατομική διάσταση (ατομική βούληση του εργαζομένου να μετέχει σε αυτήν) για την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων.
Το Σύνταγμα αναγνωρίζει την απεργία ως δικαίωμα των εργαζομένων για συλλογική αποχή από την εργασία τους. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι το προσωρινό της διακοπής της απασχόλησης, που εκφράζεται με την πρόθεση επανόδου στην εργασία. Από την ανάγνωση των διατάξεων του Συντάγματος, αλλά και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρατηρούμε ότι αναγνωρίζεται ρητά το δικαίωμα σε απεργιακή κινητοποίηση, αλλά ταυτόχρονα συνοδεύεται από περιορισμούς στηνάσκησή του, οι οποίοι εξειδικεύονται από τη νομοθεσία.
Στην ελληνική νομοθεσία, ο αρχικός νόμος που εξειδικεύει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία άσκησης του δικαιώματος για απεργία είναι ο Ν. 1264/1982. Με τα άρθρα 91 έως και 95 του Κεφαλαίου Δ΄ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» του πρόσφατου νόμου 4808/2021 (ΦΕΚ Α΄ 101), τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του Ν. 1264/1982 (ΦΕΚ Α΄ 79) και του Ν. 2224/1994 (ΦΕΚ Α΄ 112), σχετικά με τη νόμιμη άσκηση του απεργιακού δικαιώματος και μεταρρυθμίστηκαν τα θέματα που αφορούν:
Α) Στην υποχρέωση γνωστοποίησης απεργίας και στάσεων εργασίας (`Αρθρο 91), σε συνάρτηση με το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών (`Αρθρο 92).
Β) Στην υποχρέωση διεξαγωγής Δημόσιου Διαλόγου, στο δημόσιο, τους Ο.Τ.Α., τα Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και στις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας (`Αρθρο 94).
Γ) Στην υποχρέωση παροχής Προσωπικού Ασφαλείας και Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας (`Αρθρο 95).
Δ) Στην υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος στην εργασία για τους εργαζόμενους που δεν απεργούν, το οποίο θεσπίζεται για πρώτη φορά (`Αρθρο 93).
3. Εγγυήσεις υπέρ του δικαιώματος της απεργίας
Ο Νομοθέτης παρέχει εγγυήσεις υπέρ του δικαιώματος της απεργίας. Ειδικότερα, με το άρθρο 95 του Ν. 4808/2021 στο άρθρο 22 του Ν. 1264/1982 προστίθεται η παρ. 6 και το άρθρο 22 διαμορφώνεται ως εξής:
«`Αρθρο 22. Απαγόρευση προσλήψεων απεργοσπαστών – απαγόρευση ανταπεργίας – νομιμότητα απεργίας.
1. Απαγορεύεται κατά τη διάρκεια νόμιμης απεργίας η πρόσληψη απεργοσπαστών.
2. Απαγορεύεται η ανταπεργία (lockout), δηλαδή να αρνηθεί να αποδεχθεί την εργασία των μισθωτών (κλείσιμο επιχείρησης).
3. Δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα.
4. Για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 19 – 22 αποφασίζει το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που έχει κηρύξει την απεργία, κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 έως 676 του Κώδικα πολιτικής Δικονομίας. Σε επείγουσες περιπτώσεις οι πρόεδροι των αρμόδιων πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων προσδιορίζουν σύντομη δικάσιμη και συντέμνουν τις προθεσμίες επίδοσης των δικογράφων, ώστε η συζήτηση να πραγματοποιηθεί μέσα σε πέντε ημέρες από την κατάθεσή τους ανεξάρτητα από τον αριθμό των υποθέσεων που εκκρεμούν. Η προθεσμία της έφεσης είναι τρεις (3) μέρες.
5. Με τη διαδικασία της παραγράφου 4 και τηρουμένων των ίδιων ως άνω προθεσμιών εκδικάζονται οι διαφορές που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα σε περίπτωση κήρυξης απεργίας στην επιχείρηση.
6. Εάν απεργία ή στάση εργασίας που έχει κηρυχθεί από πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση κριθεί παράνομη σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 4, δεν επιτρέπεται, μετά την έκδοση της απόφασης, η κήρυξη απεργίας κατά του ίδιου εργοδότη και με ίδια ημερομηνία έναρξης από την αντίστοιχη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση.».
4. Συνέπειες συμμετοχής σε νόμιμη απεργία
Η απεργία θεωρείται νόμιμη μέχρι τη χρονική στιγμή που θα κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο παράνομη η απόφαση της συνδικαλιστικής οργάνωσης για την κήρυξή της.
Ο εργαζόμενος που συμμετέχει σε νόμιμη απεργία θεωρείται ότι απουσιάζει για δικαιολογημένη αιτία. Κατά συνέπεια νομιμοποιείται η αποχή του από την εργασία και ο χρόνος αποχής εξομοιώνεται με χρόνο εργασίας, σημαντικό γεγονός για τα δικαιώματά του, όπως π.χ. προϋπηρεσία.
Η συμμετοχή του εργαζόμενου σε νόμιμη απεργία οδηγεί στην άρση της υποχρέωσης του εργοδότη για καταβολή του ημερομισθίου κατά την ημέρα της απεργίας (με εξαίρεση το προσωπικό ασφαλείας).
Ο εργαζόμενος απεργός προστατεύεται από την απόλυση, δεδομένου ότι η συμμετοχή του σε απεργία δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο λόγο απόλυσης. Η τυχόν απόλυση κατά τη διάρκεια απεργίας ή μετά από συμμετοχή σε απεργία για λόγους εκδίκησης, θεωρείται παρεμπόδιση της άσκησης της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης και είναι άκυρη ως καταχρηστική. Ταυτόχρονα, απαγορεύεται και κάθε άλλο εκδικητικό και ζημιογόνο μέτρο για τον εργαζόμενο-απεργό, όπως π.χ. η μετάθεση ή ο εξαναγκασμός σε παραίτηση.
5. Υποχρέωση γνωστοποίησης απεργίας και στάσεων εργασίας σε συνάρτηση με τους κλάδους των παρεχόμενων υπηρεσιών
Με το άρθρο 91 του Ν. 4808/2021 , τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 19 «ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΕΡΓΙΑΣ» του Ν. 1264/1982 ως προς τον τρόπο γνωστοποίησης της απεργίας, συμπεριλαμβανομένων των ολιγόωρων στάσεων εργασίας, στον εργοδότη ή τη συνδικαλιστική του οργάνωση, είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες πριν την πραγματοποίησή της.
Η προειδοποίηση, η οποία ήταν υποχρεωτική και πριν από την τροποποίηση της διάταξης με τον Ν. 4808/2021, γίνεται πλέον μόνο εγγράφως και επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες που αφορά. Στο περιεχόμενο της προειδοποίησης πρέπει να περιλαμβάνονται η ημέρα και η ώρα έναρξης, η διάρκεια της απεργίας, η μορφή αυτής, τα αιτήματα της απεργίας και οι λόγοι που τα θεμελιώνουν.
Σημειώνεται ότι, για τις επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 2 του άρθρου 20 «ΚΗΡΥΞΗ ΑΠΕΡΓΙΑΣ» του Ν. 1264/1982, στην οποία ορίζεται ότι για τους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας της παρ. 2 του άρθρου 19, κήρυξη απεργίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν περάσουν τέσσερις (4) πλήρεις ημέρες από τη γνωστοποίηση των αιτημάτων και των λόγων που τα θεμελιώνουν, με έγγραφο που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή τους εργοδότες, στο Υπουργείο το οποίο ασκεί τη σχετική εποπτεία και στο Υπουργείο Εργασίας. Επίσης, ορίζεται ότι η απεργία δεν μπορεί να αφορά αιτήματα διάφορα από εκείνα που γνωστοποιήθηκαν.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, παραμένει η υποχρέωση ειδοποίησης του εργοδότη για απεργίες και στάσεις εργασίας τουλάχιστον 24 ώρες πριν την πραγματοποίησή τους (4 ημέρες για τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας).
Κλάδοι επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας. Αναφορικά με τους κλάδους των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας της παρ. 2 του άρθρου 19, των οποίων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, τροποποιήθηκαν με το άρθρο 92 του Ν. 4808/2021 (αφαιρέθηκαν οι κλάδοι της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης), και διαμορφώθηκαν ως εξής:
α) Παροχής υγειονομικών υπηρεσιών από νοσηλευτικά εν γένει ιδρύματα.
β) Διύλισης και διανομής ύδατος.
γ) Παραγωγής και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος ή καύσιμου αερίου.
δ) Παραγωγής ή διύλισης ακάθαρτου πετρελαίου.
ε) Μεταφοράς προσώπων και αγαθών από την ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα.
στ) Τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων.
ζ) Αποχέτευσης και απαγωγής ακάθαρτων υδάτων και λυμάτων και αποκομιδής και εναποθέσεως απορριμμάτων.
η) Φορτοεκφόρτωσης και αποθήκευσης εμπορευμάτων στα λιμάνια.
θ) Τραπέζης της Ελλάδος, Πολιτικής Αεροπορίας και κάθε είδους υπηρεσιών ή τμημάτων υπηρεσιών που απασχολούνται με την εκκαθάριση και πληρωμή των μισθών του προσωπικού του κατά το άρθρο 14 του Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α΄ 143) δημόσιου τομέα.
Σημειώνεται ότι, βάσει της παρ. 7 του άρθρου 30 του Ν. 1264/1982 , η ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 19 εφαρμόζεται και για το δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 30. Επιπρόσθετα, στην παρ. 8 α) του άρθρου 30 του Ν. 1264/1982 ορίζεται ότι για τους δημόσιους υπαλλήλους (άρθρο 30 παρ. 1), κήρυξη απεργίας (περιλαμβάνονται και οι στάσεις εργασίας), δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν περάσουν τέσσερις πλήρεις μέρες, από τη γνωστοποίηση των αιτημάτων και των λόγων που τα θεμελιώνουν, με έγγραφο που κοινοποιείται, με δικαστικό επιμελητή, στο (ανάλογο) Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, στο Υπουργείο Οικονομικών, στο Υπουργείο που υπάγονται οι υπάλληλοι αυτοί, καθώς επίσης και στις διοικήσεις των φορέων που εποπτεύονται από αυτό, όταν πρόκειται για απεργία των υπαλλήλων τους.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το ομότιτλο άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2021 του περιοδικού Epsilon7, στο οποίο αναλύονται επιπλέον και οι υποχρεώσεις διεξαγωγής δημόσιου διαλόγου, διάθεσης Προσωπικού Ασφαλείας και Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας και προστασίας του δικαιώματος στην εργασία, καθώς και το θέμα τήρησης Μητρώου Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων και Οργανώσεων Εργοδοτών.