Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Η Οθωμανική αυτοκρατορία ξεκίνησε από ένα μικρό και μάλλον ασήμαντο εμιράτο της Ανατολίας για να εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες και επιβλητικότερες αυτοκρατορίες της ιστορίας. Η εισβολή των τουρκομανικών φυλών στην Μ. Ασία περί τον 11ο αιώνα κατέλυσε ουσιαστικά την βυζαντινή εξουσία και οδήγησε πολλούς χριστιανούς στους κόλπους του Ισλάμ. Κάτοικοι πολλών χριστιανικών πόλεων και περιοχών ασπάστηκαν από νωρίς το Ισλάμ εκουσίως. Η προϊούσα κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που μαστιζόταν από συνεχείς εμφύλιους πολέμους, είχε κουράσει τους κατοίκους οι οποίοι έβλεπαν στην αναδυόμενη εξουσία των Οθωμανών έναν πόλο σταθερότητας και ειρήνης. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρηγόπουλος: «Πραγματικά οι χριστιανοί κάτοικοι της Ανατολής είχαν πάθει για εκατονταετίες και δεν έπαψαν να πάσχουν αδιάκοπα τόσες συμφορές από αναρίθμητους εμφύλιους πολέμους και ξενικές επιδρομές […] απελπισμένοι απ’ τη διαλυμένη ομόθρησκη πολιτεία (ενν. το Βυζάντιο), δε δίστασαν να έρθουν στην καινούργια κυριαρχία που άνθιζε, μεταπηδώντας στις τάξεις του ισλαμισμού». Ειδικά για τους πλούσιους γαιοκτήμονες ο εξισλαμισμός σήμαινε διατήρηση του κοινωνικού τους status καθώς και της περιουσίας τους. Εκτός τούτων, ο εξισλαμισμός άνοιγε ένα ευρύ πεδίο επαγγελματικής σταδιοδρομίας για τους άνεργους στρατιώτες των βυζαντινών συνόρων και απάλλασσε τους αγρότες από τον κεφαλικό φόρο που πλήρωναν οι άπιστοι. Γενικά οι Οθωμανοί απέναντι στους κατακτημένους φρόντισαν να ακολουθήσουν την τακτική που εφάρμοζαν και οι Σελτζούκοι πριν από αυτούς, δηλαδή της αρμονικής συμβίωσης μαζί τους και του κατευνασμού (Istimalet) υπό ένα συγκεντρωτικό και δεσποτικό καθεστώς, που σκοπό είχε την σταθεροποίηση της κυριαρχίας τους μέσω της αξιοποίησης των υποτελών.
Αξίζει να έχουμε κατά νου ότι οι Οθωμανοί δεν αποτελούσαν έθνος, με την έννοια που δίνουμε σήμερα στη λέξη, αλλά μάλλον ένα μωσαϊκό λαών, το οποίο συνέχεε η ισλαμική πίστη. Πολύ σωστά σχολιάζει ο Κ. Παπαρηγόπουλος ότι: «Απ’ όλη λοιπόν την ιστορία του οσμανικού κράτους μαρτυρείται ότι το κράτος αυτό δεν έγινε από κάποιο έθνος ίδιο, αλλά μόνο από ίδια θρησκεία˙ γι’ αυτό και ποτέ δεν ονόμασε τον εαυτό του τουρκικό αλλά οσμανικό, δημιούργημα δηλαδή του Οσμάν, ή μουσουλμανικό, δηλαδή άθροισμα των πιστών, ανεξάρτητα από κάθε εθνική διαφορά». Πολλοί χριστιανοί που αλλαξοπίστησαν βρήκαν γρήγορα, χάρη κυρίως στην παιδεία τους, θέσεις σε υψηλά αξιώματα. Και ήταν τέτοια η επιτυχία τους που οδήγησε από νωρίς τους Οθωμανούς να δίνουν τις νευραλγικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού σε πρώην χριστιανούς. Πλήθος βεζύρων και πασάδων ήταν πρώην χριστιανοί Έλληνες, Σέρβοι ή Αλβανοί. Έτσι ο εξισλαμισμός αποδείχτηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για επαγγελματική σταδιοδρομία και πλούτο, κυρίως για τις βυζαντινές αρχοντικές οικογένειες.
Στα πλαίσια της αξιοποίησης των υποτελών λαών για τις ανάγκες της αυτοκρατορίας αναπτύχθηκε και ο θεσμός του παιδομαζώματος (devshirme), με σκοπό την επάνδρωση των περιβόητων Γενίτσαρων (Yeni Ceri), των «νέων στρατιωτών», καθώς και την στελέχωση διαφόρων κρατικών υπηρεσιών. Οι απαρχές αυτού του θεσμού βρίσκονται στην βασιλεία του Μουράτ Α΄ στα 1362, ενώ συστηματοποιήθηκε αρτιότερα επί Σουλεϊμάν Α΄ τον 15ο αιώνα. Το παιδομάζωμα αφορούσε αποκλειστικά τους υποτελείς και αλλόθρησκους πληθυσμούς, κυρίως χριστιανικούς, οι οποίοι προμήθευαν περίπου κάθε πέντε χρόνια την αυτοκρατορία με νέα παιδιά, 8 με 15 ετών, τα οποία προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ και έπειτα δέχονταν ειδική εκπαίδευση ανάλογα με τις ικανότητές τους. Στόχος ήταν να δημιουργηθούν στρατιώτες και κρατικοί υπάλληλοι απόλυτα αφοσιωμένοι στον Σουλτάνο. Η επιλογή γινόταν με βάση καταλόγους γεννήσεων που κρατούσαν μεθοδικά οι κοτζαμπάσηδες των χριστιανικών πόλεων και χωριών, από όπου οι στρατολόγοι των Γενίτσαρων επέλεγαν τα πιο ικανά παιδιά των χριστιανικών οικογενειών. Σύμφωνα με το σουλτανικό νόμο κάθε χριστιανική οικογένεια έδινε μέχρι ένα αρσενικό παιδί στην στρατολόγηση, αλλά πολλές φορές οι Γενίτσαροι έπαιρναν δια της βίας περισσότερα τα οποία έπειτα τα πουλούσαν ως δούλους σε πλούσιους άρχοντες. Μάλιστα, συνέβαινε να επιλέγονται και παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, μέχρι και 20 ετών, και για τούτο οι γονείς τους συχνά φρόντιζαν να τα παντρεύουν ανήλικα, αφού ο νόμος όριζε ότι τα παντρεμένα τέκνα εξαιρούνταν του παιδομαζώματος. Σε έκθεσή του ο Βενετσιάνος πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη, Βερνάρδος Ναβαγέρο, το 1513 βεβαιώνει: «Αυτοί οι απεσταλμένοι γυρίζουν πόλεις και χωριά, καλώντας τους Πρωτόγερους να παρουσιάσουν όλα τα παιδιά ηλικίας δώδεκα έως δεκαπέντε χρόνων. Από τον γονέα που έχει 4-5 διαλέγουν το καλύτερο, αλλά και από εκείνον που έχει ένα μόνο, του το παίρνουν κι αυτό».
Η αρπαγή, πάντως, του μοναδικού τέκνου μιας οικογένειας ήταν απαγορευμένη με σουλτανικό φιρμάνι, αφού η αποψίλωση των επαρχιών από τους ικανούς νέους αγρότες θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στα φορολογικά έσοδα της αυτοκρατορίας. Ο περιορισμός αυτός αποτελούσε μια δικλίδα ασφαλείας για να μην αραιώνει ο αγροτικός πληθυσμός, που στις περιοχές των Βαλκανίων αποτελούταν κατά πλειοψηφία από χριστιανούς φορολογούμενους. Οι Γενίτσαροι παραβαίνοντας τις σουλτανικές εντολές είχαν βρει έναν πονηρό τρόπο να πλουτίζουν. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρηγόπουλος: «…οι διατάξεις αυτού του νόμου γίνονταν ακόμη βαρύτερες από τις καταχρήσεις που έκαναν οι υπάλληλοι που τις εκτελούσαν, με το να αρπάζουν περισσότερα παιδιά από όσα χρειάζονταν και να τα πουλούν ως δούλους, και με το να επιτρέπουν στους πιο πλούσιους να απαλλάσσονται πληρώνοντας χρήματα σε βάρος των πιο φτωχών».
Σε ένα υπόμνημά του ο Sieur De Breves, πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη από το 1590 έως το 1606 γράφει για το παιδομάζωμα: «Το παιδομάζωμα γίνεται κάθε πέντε χρόνια σαν φόρος του λαού όλων των ελληνικών περιοχών από ειδικούς επιτρόπους επιφορτισμένους για τη συγκρότηση των γενιτσαρικών σωμάτων. […] Τα παιδιά οδηγούνται στην Πόλη κι εκεί αρχίζει η προσεχτική και συστηματική εκπαίδευση σε ειδικούς χώρους όπου δεν επιτρέπεται διόλου η έξοδος. Φρουρούνται από ευνούχους, όπως ακριβώς οι γυναίκες του χαρεμιού. Έχουν εκπαιδευτές που τους διδάσκουν τη μουσουλμανική γλώσσα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες τους και, προπαντός, την τυφλή υπακοή στους ανωτέρους τους. Τα παιδιά μένουν έγκλειστα εφτά χρόνια, όσο να ολοκληρωθή η εκπαίδευση».
Η εκπαίδευση αυτή άνοιγε δυο δρόμους στους μαθητές, είτε θα ακολουθούσαν καριέρα στρατιωτικού, εντασσόμενοι στο σώμα των Γενίτσαρων, είτε πολιτικού διοικητή ή υπαλλήλου σε κάποια επαρχία. Σε ένα ανώνυμο χειρόγραφο διαβάζουμε τα εξής για την εκπαίδευση των παιδιών: «Τότε λαμβάνουσιν αυτά τα παιδιά και πορεύονται εις Κωνσταντινούπολιν και βάνουν και τα ξυρίζουσι τα κεφάλια και όποιο είναι αρχοντόπαιδο και εύμορφον πολύ του αφήνουν σημάδι από τα μαλλιά του σιμά εις το αυτί και το σημάδι εκείνο λέγεται «τζουλούφιον». Εκείνα τα παιδιά όπου αφήνουσι το τζουλούφι τα παίρνει ο Αγαρηνός, ο μέγας εις το παλάτι του και τα άλλα μοιράζονται οι πασάδες και οι άλλοι άρχοντες οι Τούρκοι της Κωνσταντινουπόλεως έως να μάθουν τα τουρκικά να μιλούν. Και μαθαίνουσι και το τουφέκι και το δοξάριον να το τοξεύωσιν ίσα». Ουσιαστικά, μέσω του παιδομαζώματος η αυτοκρατορία αντλούσε το απαραίτητο έμψυχο δυναμικό για την λειτουργία της κατευθείαν από τους υποτελείς της. Αναφέρει η Ζόελ Νταλέγκρ: «Μεταξύ των ετών 1453 και 1623, στους 47 Μεγάλους Βεζίρηδες 5 μόνο είχαν τουρκική καταγωγή. Όλοι οι άλλοι είχαν εκπαιδευτεί στο σχολείο του παλατιού και ήταν προϊόντα παιδομαζώματος».
Για τις χριστιανικές οικογένειες αυτός ο θεσμός ήταν επαχθής και σκληρός. Πολλά παραδοσιακά τραγούδια αποτύπωσαν την οδύνη που προκαλούσε η αρπαγή των παιδιών από το οικογενειακό περιβάλλον που γεννήθηκαν. Το παιδομάζωμα, όμως, προσέφερε, σε κάποιο βαθμό, την ευκαιρία στους νέους να ξεφύγουν από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης της αγροτικής ζωής. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο D. Brewer: «Το ντεβσιρμέ ήταν τουλάχιστον ένας τρόπος να ξεφύγουν από τον μόχθο της αγροτικής δουλειάς, και στην καλύτερη περίπτωση ίσως ανοιγόταν «ο δρόμος προς τη δόξα». Πολλές φορές οι ίδιες οι οικογένειες προσέφεραν οικειοθελώς τα παιδιά τους θέλοντας να τα γλιτώσουν από τις κακουχίες. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος παραθέτει σχετικά την μαρτυρία του λουθηρανού ιερέα St. Gerlach: «Αλλά όμως είναι τόσο ισχυρό το αίσθημα του συμφέροντος στον άνθρωπο ώστε ο ίδιος Γέρλαχ βεβαιώνει ότι άλλοι πάλι γονείς παρέδιδαν πρόθυμα τα παιδιά τους, ενώ τα παιδιά και οι νέοι ονειρεύονταν με λαχτάρα την πολυτελή ζωή που θα ζούσαν στο σεράϊ». Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, μουσουλμανικές οικογένειες προσέφεραν τα παιδιά τους στις χριστιανικές, με την ελπίδα ότι θα επιλεγούν μαζί με τα χριστιανόπουλα για την αυτοκρατορική εκπαίδευση. Συνεχίζει ο Κ. Παπαρηγόπουλος: «Και το πιο παράδοξο, η επιθυμία που είχαν οι οσμανίδες να συμμετάσχουν στην καλή τύχη των χριστιανών έγινε τόσο μεγάλη ώστε κατάντησαν να δανείζουν τα παιδιά τους στους δικούς μας για να συμπεριληφθούν στους γενίτσαρους».
Το παιδομάζωμα διήρκεσε περίπου τρεις αιώνες, με το τελευταίο να λαμβάνει χώρα το 1637. Μέχρι εκείνη την εποχή οι Γενίτσαροι, από πιστοί και αφοσιωμένοι πολεμιστές του Σουλτάνου είχαν καταντήσει μάστιγα για την οθωμανική κοινωνία και οικονομία. Στις περιοχές που διορίζονταν καταπίεζαν υπέρμετρα του ντόπιους, ενώ προϊόντος του χρόνου άρχισαν να επιβάλουν εκβιαστικά τις επιθυμίες τους στους Σουλτάνους. Οι γενίτσαροι σταδιακά άρχισαν να αποκτούν συνείδηση της εξουσίας τους και κατέληξαν να αποτελούν μια κλειστή πολεμική κάστα, όπου το αξίωμα μεταβιβαζόταν κληρονομικά στα παιδιά τους, παρότι απαγορευόταν να παντρεύονται… Και για την οικονομία, όμως, της αυτοκρατορίας αποτελούσαν έρμα. Το αυτοκρατορικό ταμείο ήταν πλέον υποχρεωμένο να συντηρεί ένα στρατιωτικό σώμα του οποίου η μαχητική αξία έβαινε συνεχώς μειούμενη, αφού τα νέα όπλα και οι νέες τακτικές του πολέμου άρχισαν να ξεπερνούν τους φανατικούς προσήλυτους του παρελθόντος. Επιπρόσθετα το κόστος της στρατολόγησης μέσω του παιδομαζώματος κατέστη με την πάροδο του χρόνου απαγορευτικό. Μάλιστα, όταν στα 1622 ο Οσμάν Β΄ προσπάθησε να αντικαταστήσει το παρηκμασμένο σώμα με Αιγύπτιους μισθοφόρους αντιμετώπισε την οργή των Γενίτσαρων οι οποίοι και τον σκότωσαν…. Παράλληλα και μια σειρά άλλων λόγων οδήγησαν στην εγκατάλειψη της σκληρής πρακτικής του παιδομαζώματος. Γράφει σχετικά ο D. Brewer: «Οι Τούρκοι αντιδρούσαν όλο και περισσότερο στην παραχώρηση προνομιούχων θέσεων σε υποτελείς: οι αξιωματούχοι ήθελαν τις υψηλότερες θέσεις για τον εαυτό τους και τη φατρία τους […]. Επιπλέον, το παιδομάζωμα συναντούσε αντίσταση, όχι μόνο από τους υποτελείς του Σουλτάνου […] αλλά και από τοπικούς Τούρκους αξιωματούχους και γαιοκτήμονες, οι οποίοι δεν ήθελαν να χάσουν το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό τους». Έτσι σε μια προσπάθεια να περιορίσει την ισχύ του σώματος των Γενίτσαρων και να διασκεδάσει και τις διαμαρτυρίες πολλών Οθωμανών αξιωματούχων, ο Μουράτ Δ΄ κατήργησε τελικά το παιδομάζωμα στα 1638.
Ποιο ήταν, όμως, το ανθρώπινο κόστος αυτού του θεσμού για τους υποτελείς χριστιανικούς πληθυσμούς; Το ζήτημα ακόμη και σήμερα παραμένει ανοιχτό. Το πρόβλημα σχετίζεται με την απουσία στοιχείων σχετικά με τον αριθμό των παιδιών που αποσπάστηκαν από τις οικογένειες τους κατά τη διάρκεια των τριών περίπου αιώνων που εφαρμόστηκε το παιδομάζωμα. Ο Κ. Παπαρηγόπουλος υπολογίζει ότι περίπου 1 εκ. παιδιά εντάχτηκαν σε αυτή την μακρά περίοδο στις τάξεις των Γενίτσαρων και των κρατικών υπαλλήλων. Η Ζοέλ Νταλέγκρ από τη μεριά της υπολογίζει ότι η αποψίλωση των χριστιανικών πληθυσμών δια του παιδομαζώματος ήταν της τάξης των 500 χιλ., ενώ πιο συντηρητικός ο Peter Sugar υπολογίζει αυτό το νούμερο στις 200 χιλ. παιδιά. Τα περισσότερα από αυτά όταν έφταναν στην ηλικία των 25 ετών είχαν ήδη αποκτήσει συνείδηση οθωμανική, χωρίς, όμως, να ξεχνούν εντελώς την καταγωγή τους και την οικογένεια τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του μεγάλου αρχιτέκτονα Σινάν Πασά, Έλληνα ή Αρμένιου χριστιανού, που απέτρεψε την μετοίκιση της οικογένειας του από την Καππαδοκία στην Κύπρο. Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση δυο Σέρβων αδερφών, με τον ένα να γίνεται, μέσω του παιδομαζώματος, ο περίφημος μεγάλος Βεζίρης Μεχμέτ Σοκολλού και ο αδερφός του, Μακάριος, επικεφαλής της σερβικής Ορθόδοξης εκκλησίας. Οι σχέσεις τους παρέμειναν αγαστές και αδελφικές σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Δεν ήταν, όμως όλα τα παιδιά το ίδιο ικανά ή τυχερά. Η πλειοψηφία των παιδιών κατέληγαν χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι στο παλάτι του Σουλτάνου ή κάποιου περιφερειακού Βεζίρη, ενώ κάποια καταντήσουν να περιφέρονται στους δρόμους ταράσσοντας την κοινωνική γαλήνη, αντί να την προστατεύουν. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο D. Brewer: «Οι λιγότερο επιτυχημένοι, λέει ο Κρούσιος, τριγύριζαν άσκοπα στους δρόμους βρίζοντας τους χριστιανούς, ιδιαίτερα τους ταξιδιώτες, και μερικές φορές έκαναν επιθέσεις εναντίον τους, αλλά ούτε καν οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να τα βάλουν μαζί τους. Μεγάλος Βεζίρης ή αλήτης στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης˙ το παιδομάζωμα μπορούσε να οδηγήσει και στα δύο».
Ο Μανόλης Πλούσος είναι ιστορικός.
ΠΗΓΗ eranistis.net