Τα perpetual bonds (ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή
Απορρίπτοντας την σχετική αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη των εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθένων υπαλλήλων της, οι οποίοι δεν τήρησαν είχαν υποχρέωση διαφώτισης, παροχής ορθής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των αναιρεσιβλήτων, αναφορικά με τη φύση και λειτουργία των υποδειχθέντων σ’ αυτούς επενδυτικών προϊόντων και τους συνεπαγόμενους από την αγορά των ομολόγων κινδύνους (ΑΠ 354/2022).
Σύμφωνα με την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 330, 281, 288, 297, 298 του ΑΚ, 8 του Ν. 2251/1994, καθώς και εκείνες του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ.
Πιο αναλυτικά, το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε ότι μεταξύ των αναιρεσειουσών εταιρειών και των αναιρεσιβλήτων καταρτίστηκε σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών – συμβουλών. Οι αναιρεσίβλητοι, μη υπερβαίνοντες το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, ενδιαφέρονταν για ασφαλή επενδυτικά προϊόντα και όχι για ριψοκίνδυνη και υψηλού ρίσκου επένδυση, δεν διέθεταν ειδικότερη εκπαίδευση, εμπειρία ή άλλες εξειδικευμένες γνώσεις, ώστε να μπορούν να επιλέγουν οι ίδιοι τις μορφές επωφελούς τοποθέτησης των κεφαλαίων τους και να κατανοήσουν και αξιολογήσουν το σύνολο των ειδικών και περίπλοκων πληροφοριών που αφορούν εξειδικευμένα επενδυτικά προϊόντα.
Όσον αφορά δε την υπό κρίση επένδυση, το δικαστήριο τόνισε ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στη σύλληψη και στη λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρείες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, εικονική εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς τη νομική φύση και τη λειτουργία τους. Πρόκειται περί προϊόντων υψηλού επενδυτικού κινδύνου και οι αναιρεσίβλητοι δεν είχαν δικαίωμα να αναζητήσουν το κεφάλαιό τους, αν το επιθυμούσαν, ούτε και ήταν εξασφαλισμένη η επιστροφή του κεφαλαίου τους.
Συνεπώς, οι αναιρεσείουσες είχαν υποχρέωση διαφώτισης, παροχής ορθής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των αναιρεσιβλήτων, αναφορικά με τη φύση και λειτουργία των υποδειχθέντων σ’ αυτούς επενδυτικών προϊόντων και τους συνεπαγόμενους από την αγορά των ομολόγων κινδύνους, έτσι ώστε να μπορέσουν οι αναιρεσίβλητοι να διαμορφώσουν συνειδητά την απόφασή τους για τη συγκεκριμένη επένδυση.
Παρ’όλα αυτά, διαπιστώθηκε ότι οι προστηθέντες υπάλληλοι των αναιρεσειουσών παρέβησαν την υποχρέωσή τους αυτή, δεν εκτίμησαν ορθά τα συμφέροντά των αναιρεσίβλητων και, ενεργώντες αντίθετα προς όσα αυτοί ανέμεναν, από τη σχέση εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ τους, τους προέτρεψαν να προβούν στην αγορά των ανωτέρω επενδυτικών προϊόντων, τα οποία ήταν εντελώς άγνωστα σ’ αυτούς και δεν ανταποκρινόταν στο επενδυτικό τους προφίλ, στους στόχους και στις προσδοκίες τους, χωρίς να τους πληροφορήσουν για τους κινδύνους, που περιέκλειαν τα εν λόγω προϊόντα για το κεφάλαιό τους, την εξασφάλιση του οποίου επιδίωκαν, και για το ζημιογόνο αποτέλεσμα που μπορούσαν να έχουν οι εν λόγω κίνδυνοι.
Έτσι, οι αναιρεσίβλητοι προέβησαν στην αγορά των ομολόγων, χωρίς να έχουν λάβει την αναγκαία ενημέρωση, ώστε να κατανοήσουν τη μορφή και το περιεχόμενο της επένδυσής τους και να αποφασίσουν οι ίδιοι, εν συνεχεία δε, λόγω εκμηδένισης της αξίας των ένδικων ομολόγων, υπέστησαν ζημία, ίση με το χρηματικό ποσό που διέθεσαν για την αγορά τους, αφού κατέστη αδύνατη η είσπραξη του επενδεδυμένου κεφαλαίου τους στο σύνολό του.
Το δικαστήριο έκρινε ότι, χωρίς την πλημμελή πληροφόρηση και συμβουλή, δηλαδή υπό συνθήκες σωστής πληροφόρησης για τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης επένδυσης, οι επενδυτές αναιρεσίβλητοι δεν θα είχαν επιλέξει να προχωρήσουν σ’ αυτή και θα απείχαν από την τοποθέτηση των χρημάτων τους.
Απόσπασμα απόφασης
Σύμφωνα, επομένως, με τις διατάξεις του καταργηθέντος, σήμερα, Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος, κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επιδίκων συμβάσεων, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο, εύλογα, κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή, για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6. 1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει, στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής, να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6. 2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ, εντάσσονται πληροφορίες, που αφορούν, γενικά, την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα, αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις, ιδιαίτερα, επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση, αλλά οφείλει να καταστήσει, σε αυτόν, συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας, για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται, ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών, που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με, απολύτως σαφή, τρόπο τον επενδυτή, ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση.
Άλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν.3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MΙFΙD, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 1738/2013).
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.