Αθώος κρίθηκε χθες από το Β’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, 41χρονος πρώην ειδικός φρουρός που είχε προσληφθεί με πλαστό απολυτήριο και υπηρετούσε στη Βουλή.
Τον 41χρονο βάραιναν τα αδικήματα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, από την οποία ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας το Δημόσιο, το δε συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε και η συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν το ποσό των 120.000,00 ευρώ καθώς και της κακουργηματικής απάτης. Μάλιστα πρωτόδικα για τις πράξεις αυτές είχε κριθεί ένοχος και του είχε επιβληθεί συνολική ποινή κάθειρξης 15 ετών.
Χθες η υπόθεσή του εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό από το Β’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, το οποίο κάνοντας δεκτούς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του συνηγόρου υπεράσπισης – ποινικολόγου κ. Στέλιου Κιουρτζή, μετέτρεψε την κατηγορία της πλαστογραφίας σε πλημμέλημα και έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ενώ τον έκρινε αθώο για την απάτη.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου έκρινε ότι δεν υπήρξε ζημία του Δημοσίου, αφού ο 41χρονος προσέφερε υπηρεσίες (δούλευε) που ήταν ωφέλιμες για το Δημόσιο και συνεπώς τα χρήματα που έλαβε (ο μισθός του) ήταν δικαιολογημένα.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο 41χρονος είχε προσληφθεί το 2003 ως ειδικός φρουρός στη Βουλή των Ελλήνων. Κατά τον έλεγχο που έγινε στα έγγραφα που είχε προσκομίσει για την πρόσληψή του, διαπιστώθηκε ότι το απολυτήριο Λυκείου που περιλαμβάνονταν στους φακέλους του ήταν πλαστό.
Ως εκ τούτου σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος του και εν συνεχεία του ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για πλαστογραφία και απάτη κακουργηματικού χαρακτήρα και σε συνδυασμό με τον νόμο περί καταχραστών του Δημοσίου.
Τον Μάρτιο του 2016, ο 41χρονος συνοδευόμενος από τον δικηγόρο – μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου – κ. Στέλιο Κιουρτζή βρέθηκε ενώπιον της ειδικής ανακρίτριας Αθηνών, η οποία χειρίζεται την υπόθεση, όπου και απολογήθηκε αρνούμενος τις κατηγορίες όπως αυτές του αποδίδονται και δήλωσε ότι για την προκήρυξη που είχε γίνει είχε καταθέσει διάφορα έγγραφα, όχι όμως το απολυτήριο, για την πλαστότητα του οποίου και κατηγορούνταν.
Μαζί του είχε απολογηθεί και ένας 43χρονος, ο οποίος κατηγορούνταν για το ίδιο και είχε αθωωθεί σε άλλο δικαστήριο.
Ειδικότερα, και οι δύο κατηγορούμενοι αλλά και ο συνήγορός τους είχαν επισημάνει ότι σε καμία περίπτωση δεν είχε διαπραχθεί το αδίκημα της κατάχρησης του δημόσιου χρήματος (ποσού 450.000 ευρώ, που είχαν εισπράξει για τους μισθούς τους) καθώς τα χρήματα αυτά τα είχαν πάρει επειδή είχαν δουλέψει, είχαν δηλαδή προσφέρει υπηρεσίες από το 2003 έως το 2016, οπότε και απολύθηκαν.
Οι ίδιοι είχαν προσθέσει ότι δεν υπήρχαν επιλαχόντες για τις θέσεις τους, οπότε δεν «πήραν» τη δουλειά αντί κάποιου άλλου, ενώ σε ό,τι αφορά την πλαστογραφία, είχε επισημανθεί μεταξύ άλλων ότι επρόκειτο για πλαστογραφία, πιστοποιητικού δηλαδή κατηγορία σε βαθμό πλημμελήματος, η οποία έχει παραγραφεί.
Και οι δύο πρώην ειδικοί φρουροί είχαν αφεθεί ελεύθεροι χωρίς όρους