Βασίλης Κορκίδης
Στο πλαίσιο του 7ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών τα βασικά ερωτήματα που απασχόλησαν τους ομιλητές κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τον πληθωρισμό στην Ευρώπη ήταν πολλά και αναπάντητα.
Τι ευθύνεται για τον πληθωρισμό; Θα μείνει ή θα είναι παροδικός; Πως μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε; Τι θα γίνει με τα επιτόκια της ΕΚΤ; Το θέμα είναι πως έχουμε μια ευρωπαϊκή τράπεζα και πολλές χώρες με διαφορετικά επίπεδα πληθωρισμού.
Στο ερώτημα τι θα συμβεί ως προς την ισορροπία των επιτοκίων και των πληθωριστικών πιέσεων, η απάντηση που επικράτησε ήταν πως κανείς στην παρούσα πραγματικότητα δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες και ποιο θα είναι το μέλλον, λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας στις προβλέψεις για ανάπτυξη και πληθωρισμό στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η ταχεία απεξάρτηση των συναλλαγών των χωρών της ΕΕ με γεωπολιτικά επιθετικές χώρες, όπως η Ρωσία, θα έχει ως συνέπεια να συνεχιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις με κίνδυνο να «στασιμοποιηθεί» ο πληθωρισμός.
Ως εκ τούτου όλες οι εθνικές οικονομίες θα χρειαστούν ευρωπαϊκά κονδύλια και θα αναγκαστούν σε επιπρόσθετες δαπάνες για να βοηθήσουν τους πολίτες που έχουν πληγεί από την ακρίβεια. Εάν μάλιστα υπάρξει μεγάλη πίεση για την αύξηση των κυβερνητικών δαπανών, τότε ενδεχομένως να επηρεάσει και την αγορά εργασίας, ενώ θα υπάρξουν πολλές συνέπειες σε δημοσιονομικό επίπεδο. Αναμένεται επίσης να μειωθεί η διεύρυνση της παγκοσμιοποίησης δημιουργώντας μια νέα παγκόσμια τάξη, η οποία αρχικά θα προκαλέσει μάλλον παγκόσμια αταξία που θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση των τιμών.
Υπάρχουν πολλές απόψεις που λένε πως ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει γιατί οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες ήταν απροετοίμαστες στην εξέλιξη, τις κυρώσεις, και την διάρκεια του πολέμου. Οι εκτιμήσεις των κεντρικών τραπεζών αναγνωρίζουν ότι ο πληθωρισμός στις ευρωπαϊκές οικονομίες είναι πιθανό να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα τους υπόλοιπους μήνες του 2022 πριν υποχωρήσει αργά προς τον στόχο του 2% το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Διχογνωμία υπάρχει στην άποψη πως εάν έως το τέλος του χρόνου η ΕΚΤ αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια μια ή δυό φορές και πότε. Το αποτέλεσμα βεβαίως θα είναι να αυξηθεί το κόστος δανεισμού, ενώ νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα κληθούν να επωμισθούν αυξήσεις στις δόσεις των δανείων τους.
Παράλληλα, όλο αυτό το διάστημα ο υψηλός πληθωρισμός θα «ροκανίζει» τις καταθέσεις των νοικοκυριών και την ρευστότητα των επιχειρήσεων, ενώ θα μειώνεται η κατανάλωση ανοίγοντας νέες πληγές στις εθνικές οικονομίες.
Καθησυχαστική σε ότι αφορά τις επιπτώσεις από την άνοδο των επιτοκίων είναι η αναφορά των επιπτώσεων στο ελληνικό δημόσιο χρέος από το γεγονός ότι η μέση περίοδος ανατιμολόγησης του εξωτερικού μας χρέους είναι η εικοσαετία και άρα το ποσό της αποπληρωμής του δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από το ύψος των επιτοκίων. Θετικό είναι επίσης το γεγονός πως εκταμιεύτηκε η πρώτη δόση των 3,6 δις ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και πως μετά την αποπληρωμή του ΔΝΤ τον Ιούνιο τελειώνει η μακρά περίοδος ενισχυμένης εποπτείας. Η ελληνική οικονομία μπορεί να βρίσκεται σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας σε μια περιόδο ανάπτυξης, άλλα από τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, εύλογα δημιουργείται δημοσιονομική αγωνία και η αναθεώρηση του προϋπολογισμού κατά 2,6 δις ευρώ.
Η «πολεμική ακρίβεια» με τον πληθωρισμό στο 8,9% αναμένεται να κοστίσει στο φετινό ΑΕΠ από 1,9 έως και 3,8 δις ευρώ, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης θα μειωθεί και θα κυμανθεί από 2,8 έως 3,8% σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Το κύριο θέμα όλων είναι η κρίση διαρκείας από τον πόλεμο και το βασικό θέμα των χωρών στην ΕΕ είναι η μονιμότητα του χαρακτήρα του πληθωρισμού που «κρατά αιχμάλωτες» όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού σε εισόδημα, κατανάλωση, δημόσιες δαπάνες, επενδύσεις, επιχειρήσεις, έσοδα και εμπορικό έλλειμα είναι ευρωπαικό πρόβλημα.
Σημειωτέον μάλιστα πως ο πληθωρισμός στην Ολλανδία ξεπερνά το 12%, στην Ισπανία το 10%, την Γερμανία και Ιταλία το 7%, ενώ σε Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία ξεπερνά το 15%. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να κινητοποιηθούν ευρωπαϊκοί πόροι προς όλα τα κράτη-μέλη, ώστε να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των αυξήσεων στις τιμές. Εάν αυτό δεν συμβεί τότε θα είναι υπόθεση των κρατών-μελών να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών με δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ας ελπίσουμε ότι αυτό που πρέπει να συμβεί σε κεντρικό ευρωπαικό επίπεδο θα γίνει στο άμεσο μέλλον και έτσι στο ευρωπαικό πρόβλημα θα δοθεί μια ευρωπαϊκή λύση.