Περίληψη:
Αγωγή χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης από αδικοπραξία λόγω βιασμού 8ετούς ανηλίκου τέκνου αναιρεσιβλήτων εναγόντων από 17ετή πρώτο εναγόμενο – αναιρεσείοντα, του οποίου οι δύο λοιποί αναιρεσείοντες – εναγόμενοι γονείς του παρέλειψαν να ασκήσουν εποπτεία (923 ΑΚ). Λόγοι αναίρεσης: 1) από άρθρ. 559 αρ. 1, 19 ΚΠολΔ, αβάσιμος διότι υπάρχει πλήρης αιτιολογία Εφετείου ως προς εφαρμογή άρθρων 914, 923, 926, 932 Α.Κ. και 336 περ. Α. Π.Κ., 2) παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας ως πρ. 923 Α.Κ. (559 αρ. 1 ΚΠολΔ) αόριστος λόγος, 3) παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου (359 αρ.20 ΚΠολΔ) αόριστος λόγος.
Αριθμός 1529/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Εμμανουήλ Καλούδη και του αρχαιοτέρου της συνθέσεως Αρεοπαγίτη Γεωργίου Γιαννούλη), Νικόλαο Λεοντή, Γ. Γεωργέλλη Δημήτριο Τίγγα και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Σεπτεμβρίου 2011, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1. Ά. Σ. του Χ., 2. Χ. Σ. του Α. και 3. Ο., συζύγου Χ. Σ., το γένος Μ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Ακριτίδη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.Δ. Φ. του Γ. και 2. Α. Τ. του Μ., συζύγου Δ. Φ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Ταμβάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9 Μαΐου 2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 29/2008 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 1914/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες, με την από 13 Νοεμβρίου 2009 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Τίγγας, ανέγνωσε την από 7 Σεπτεμβρίου 2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 923 παρ. 1 του ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 του Ν. 2447/1996, “όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου, ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, ευθύνεται για τη ζημία, που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτον, εκτός αν αποδείξει, ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί. Την ίδια ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία με σύμβαση”. Εποπτεία, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, είναι η επίβλεψη, επιτήρηση και προφύλαξη του εποπτευομένου, αναλόγως με τις περιστάσεις, ασκείται δε κατ’ αρχήν, προκειμένου περί ανηλίκου, από τους έχοντες τη γονική μέριμνα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1510 του ΑΚ. Με τις πιο πάνω διατάξεις, καθιερώνεται τεκμήριο μαχητό σε βάρος του γονέα (εποπτεύοντος) για την ύπαρξη πταίσματος του περί την άσκηση της εποπτείας, το μέτρο της οποίας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων και ιδίως την ηλικία, την ωριμότητα, τη μόρφωση, αλλά και την κατάσταση της υγείας (σωματικής και πνευματικής) εποπτεύοντος και επoπτευομένου. Το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί, εφόσον ο εποπτεύων γονέας επικαλεστεί, ότι άσκησε στη συγκεκριμένη περίπτωση την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία παρά την άσκηση της προσήκουσας εποπτείας δεν μπορούσε να αποτραπεί. Το ίδιο ισχύει (ανατροπή του τεκμηρίου) και όταν ο πατέρας ισχυριστεί και αποδείξει, ότι εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατή η άσκηση της εποπτείας ή όταν η ζημία προκλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα, που την εποπτεία στον ανήλικο ασκούσε άλλος κατόπιν συμβάσεως με τον πατέρα του. Στην τελευταία περίπτωση, ο πατέρας δεν ελευθερώνεται οπωσδήποτε από τη δική του ευθύνη, παρά μόνο εάν έχει βεβαιωθεί, ότι ο τρίτος έχει τις αναγκαίες ικανότητες για να αναλάβει την εποπτεία και είχε ελέγξει, ότι αυτός εκπληρώνει προσηκόντως την υποχρέωση που ανέλαβε ή εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατή η παράλληλη άσκηση της εποπτείας από τον πατέρα και του ελέγχου του τρίτου (Α.Π. 731/2008, 1328/2007, 1366/2003). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 336 § 1 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτούνται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή με σωματική βία, που είναι φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι άλλον να υποστεί χωρίς τη θέλησή του ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Για την κατάφαση του εξαναγκασμού δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη το θύμα να αντιστάθηκε σθεναρά, αλλά αρκεί ότι η ασελγής πράξη τελείται παρά την αντίθετη θέλησή του, που εξωτερικεύθηκε και έγινε εμφανώς από δράστη με οποιοδήποτε τρόπο και ότι αυτός άσκησε σωματική βία που εξουδετέρωσε την βούληση του θύματος να αντισταθεί. Επιπλέον απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη βούληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον στις παραπάνω πράξεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο οποίος περιλαμβάνει ακόμη τη γνώση ότι ο παθών δεν συναινεί στην τέλεση αυτής (ΑΠ 1608/07, 1785/2009). Κατά δε το άρθρο 932 του ΑΚ “σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης …”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση σ’ αυτόν έννοιας μη αληθινής (μη αρμόζουσας), είτε με εσφαλμένη (μη ορθή) εφαρμογή, που υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου εφαρμόζεται ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή δεν εφαρμόζεται ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα (Ολ. Α.Π. 7/2006, 4/2005). Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. Α.Π. 1/1999, 28/1997, 12/1995). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως του νομικού συλλογισμού προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως έστω και με συνοπτικές αιτιολογίες, από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες οι ελλείψεις που ανάγονται στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αξιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς (Ολ. Α.Π. 661/1984). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: Την 9-6-2002, ημέρα Κυριακή και ώρα 21:00 περίπου, ο ηλικίας 8 ετών Μ. Φ., (γεν. την 27-4-1994), μετέβη με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Γ., ηλικίας 10 ετών, στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας της Μεγάλης Παναγίας Ν. Χαλκιδικής, προκειμένου να παρακολουθήσουν παιδική θεατρική παράσταση, που θα δινόταν στο χώρο αυτό, περί ώρα 21:30. Αναμένοντας την έναρξη της παράστασης πήγαν με φίλους τους στο προαύλιο του παρακείμενου δημοτικού σχολείου, όπου έπαιξαν ποδόσφαιρο. Ακολούθως, ο Γ. Φ. και οι φίλοι του αποχώρησαν, αφήνοντας τον ανήλικο Μ. μόνο του στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου. Τότε, τον πλησίασε ο ομοχώριός του και γνώριμός του, πρώτος εναγόμενος, ηλικίας κατά το χρόνο εκείνο 17 ετών, (γεν. την 28-7-1985) και κάθισε για λίγο μαζί του, συζητώντας για αθλητικά. Στη συνέχεια, όμως, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι επικρατούσε σκοτάδι και στο προαύλιο δεν υπήρχε κανένας άλλος, πλην του ιδίου και του ανηλίκου Μ., τον έπιασε από τα χέρια και τον οδήγησε βιαίως, σε απόμερο σημείο, όπισθεν του νηπιαγωγείου, όπου ο αύλειος χώρος περιβάλλεται από τοίχο ύψους 2,5 μ., περίπου. Εκεί, ασκώντας σωματική βία και συγκεκριμένα χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις, ακινητοποίησε τον ανήλικο, κρατώντας τον από τα χέρια, του κατέβασε με τη βία το παντελόνι και το εσώρουχό του και τον εξανάγκασε να ανεχθεί ασελγή πράξη. Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος προσπάθησε να εισαγάγει το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του ανωτέρω ανηλίκου, πιέζοντάς το για να εισέλθει, με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, μολονότι αυτός έκλαιγε και του ζητούσε να σταματήσει διότι πονούσε. Αφού ικανοποίησε τη γενετήσια επιθυμία του πάνω στο σώμα του ανηλίκου, ντύθηκαν αμφότεροι και ο πρώτος εναγόμενος έδωσε σ’ αυτόν το χρηματικό ποσό των 8,30 ευρώ, λέγοντάς του να μην πει τίποτε στους γονείς του. Στη συνέχεια, ο ανήλικος Μ. μετέβη σε καφετερία, όπου υπήρχαν ηλεκτρονικά παιγνίδια και ο πρώτος εναγόμενος τον ακολούθησε και έπαιξαν μαζί. Εκεί τους βρήκε ο πατέρας του ανήλικου Μ., Δ. Φ., περί ώρα 11:00, ο οποίος αναζητούσε το γιο του, ανήσυχος για την απουσία του. Τις επόμενες ημέρες οι οικείοι του ανηλίκου Μ. και κυρίως η γιαγιά του, Π. Φ., παρατήρησαν κάποια ύποπτη αλλαγή στη συμπεριφορά του. Ο ανήλικος ήταν στεναχωρημένος, αμίλητος, απομονωνόταν και αντιδρούσε στα αγγίγματα και τους εναγκαλισμούς τους. Με υπομονή και επιμονή η γιαγιά του, Π. Φ., κατάφερε να αποσπάσει από τον εγγονό της το μυστικό που τον στεναχωρούσε και έτσι, το ανωτέρω συμβάν κατέστη γνωστό στην οικογένεια του ανήλικου θύματος. Όπως μάλιστα, εξομολογήθηκε ο τελευταίος στη γιαγιά του, το ίδιο είχε πράξει σε βάρος του ο πρώτος εναγόμενος, στο ίδιο απόμερο και σκοτεινό σημείο και στις αρχές του μηνός Απριλίου του ίδιου έτους, εξαναγκάζοντάς τον, χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις, να ανεχθεί τις ίδιες ως άνω ασελγείς πράξεις. Στην κρίση αυτή το Δικαστήριο οδηγείται πλην των άλλων κυρίως από τη σαφή κατάθεση της μάρτυρος, Π. Φ., γιαγιάς του ανηλίκου, που υπήρξε και η πρώτη αποδέκτης της περιγραφής από τον ανήλικο εγγονό της του βιασμού και της αποπλάνησής του. Τα ανωτέρω κατέθεσε, επανειλημμένως, με λεπτομέρεια και πειστικότητα και ο ίδιος ο ανήλικος παθών κατά τη διάρκεια της ποινικής προδικασίας, αλλά και ενώπιον του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Χαλκιδικής, το οποίο με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. 3/2004 απόφασή του δέχθηκε ότι ο ανήλικος τότε Ά. Σ., στις αρχές Απριλίου 2002 και την 9-6-2002, τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκου νεώτερου των 10 ετών. Τα ίδια κατέθεσε ο ανήλικος, χωρίς παρεκκλίσεις, και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, το οποίο, με την επίσης προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. 15/2006 απόφασή του, κήρυξε τον πρώτο εναγόμενο ποινικά υπεύθυνο για τις ανωτέρω πράξεις, επιβάλλοντάς του ποινή φυλακίσεως 2 ετών για καθεμία από αυτές, τελεσθείσες κατ’ εξακολούθηση και συνολικά ποινή φυλακίσεως 3 ετών. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναχθεί από την κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων Σ. Κ., ομοχώριου των διαδίκων, ο οποίος κατέθεσε γενικώς περί του ήθους της οικογένειας των εναγομένων. Και ναι μεν, από την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1802/13-6-2002 ιατροδικαστική έκθεση του ιατρού Δ. Ψ., αν. καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος εξέτασε τον ανήλικο Μ. Φ. στις 13-6-2002, προκύπτει ότι δεν έλαβε χώρα διείσδυση του πέους στον πρωκτό του ανηλίκου παθόντος, αφού ο πρόδρομος του πρωκτού ήταν φυσιολογικός, όπως και ο τόνος των σφιγκτήρων μυών, ενώ δεν παρατηρήθηκαν κακώσεις ή άλλα στοιχεία παρά φύσιν ασέλγειας, τούτο, όμως, δεν αποκλείει την τέλεση βιασμού, ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, στοιχειοθετείται και με τον εξαναγκασμό σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως. Εξάλλου, από την ίδια ιατροδικαστική έκθεση προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί εάν έλαβαν χώρα ασελγείς προστριβές. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος γεννήθηκε την 28-7-1985, κατά τον άνω χρόνο ήταν 17 ετών και είχε πλήρη συνείδηση της μεγάλης απαξίας της πράξεώς του, η οποία παρίσταται πιο έντονη, αφενός λόγω της επανειλημμένης τελέσεώς της και, αφετέρου, λόγω της αδιαφορίας του στα κλάματα και τις παρακλήσεις του ανηλίκου θύματός του. Ωστόσο, δεν επέδειξε κανένα δείγμα μετανοίας, αφού μέχρι την τελευταία στιγμή αρνήθηκε την πράξη του και ισχυρίστηκε ότι τα ανωτέρω είναι κατασκευάσματα της οικογένειας Φ. για να τον εκδικηθούν, είτε λόγω διαφορών που είχαν σε παλαιότερο χρόνο σχετικά με κάποιο ποδήλατο, είτε διότι, όταν ήταν μαθητής, ανέτρεψε έναν κουβά με νερό, με τον οποίο η γιαγιά του ανηλίκου ενάγοντος, Π. Φ., καθάριζε το σχολείο τους. Οι γονείς του ανηλίκου πρώτου εναγομένου, δεύτερος και τρίτη εναγόμενοι, ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού και έχοντες το δικαίωμα της επιμελείας και της επιβλέψεώς του, περιλαμβάνουσας και την προφύλαξη αυτού από διάφορους κινδύνους, όπως και από τον κίνδυνο τελέσεως από μέρους του αδικοπραξιών και αξιόποινων πράξεων, δεν άσκησαν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους την προσήκουσα εποπτεία, όπως αυτή επιβαλλόταν από τις περιστάσεις. Ο ανήλικος γιος τους είχε επιδείξει, επανειλημμένως, στο παρελθόν απείθαρχη και παραβατική συμπεριφορά, όπως άλλωστε και ο ίδιος απολογούμενος κατέθεσε στην προσκομιζόμενη από 13-6-2002 προανακριτική του απολογία, χωρίς οι εναγόμενοι γονείς του να τον προφυλάξουν, καθοδηγώντας τον σε συμμόρφωση σύμφωνη με τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς. Αντιθέτως, όπως κατέθεσε η μάρτυρας, γιαγιά του παθόντος ενάγοντος, φρόντιζαν πάντοτε να συγκαλύπτουν τις όποιες παραβάσεις του. Επίσης, συνήθιζε να επιδιώκει τη συντροφιά ανήλικων παιδιών πολύ μικρότερών του στην ηλικία, γεγονός που σχολιαζόταν στο μικρό κύκλο του χωριού τους και γνώριζαν και οι εναγόμενοι γονείς του, χωρίς όμως να το αξιολογήσουν αναλόγως, να το διερευνήσουν και να νουθετήσουν το ανήλικο τέκνο τους. Στην κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Θεσσαλονίκης, ο δεύτερος εναγόμενος κατέθεσε ότι την 9-6-2002, επιστρέφοντας με το γιο του από το κτήμα τους, περί ώρα 18:00, τον άφησε στην αλάνα του χωριού “για να παίξει μπάλα με άλλα παιδιά”. Τα παιδιά αυτά, όμως, όπως προκύπτει και από την ως άνω απολογία του πρώτου εναγομένου κατά την προανάκριση, ήταν ο Χ. Τ., 11 ετών, ο Χ. Σ., 11 ετών, ο Α. Β., 13 ετών, ο Σ. Β., 10 ετών και οι Ν. και Ι. Σ., 12 και 5 ετών αντίστοιχα, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος, στην κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Χαλκιδικής, παραδέχθηκε ότι ο γιος του “έκανε παρέα” με μικρά παιδιά, ισχυριζόμενος ότι “στο χωριό τα παιδιά παίζουν όλα μαζί”. Η συμπεριφορά αυτή του ανηλίκου και η επιλογή φίλων κατά πολύ μικρότερών του σε ηλικία, θα προβλημάτιζε το μέσο συνετό γονέα, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου. Παρά ταύτα όμως, οι εναγόμενοι γονείς του δεν άσκησαν την προσήκουσα, εν όψει των περιστάσεων, εποπτεία στο ανήλικο τέκνο τους, μολονότι είχαν αυτή τη δυνατότητα, δεδομένου και ότι ζούσαν σε μια μικρή κοινωνία, που διευκολύνει ποικιλοτρόπως την επίβλεψη και επιτήρηση των ανηλίκων τέκνων από τους γονείς τους. Η ελλειμματική εποπτεία και καθοδήγηση του ανήλικου τέκνου τους, διαφαίνεται και από την αδιαφορία που επέδειξαν οι ίδιοι οι εναγόμενοι γονείς απέναντι στην οικογένεια Φ., μετά την αποκάλυψη των αποτρόπαιων πράξεων του τέκνου τους. Όπως κατέθεσε η μάρτυρας, γιαγιά του παθόντος, ο δεύτερος εναγόμενος, σε τηλεφωνική επικοινωνία του με τον πατέρα του ανήλικου Μ., αντέδρασε προσβλητικά και προκλητικά, υπαινισσόμενος ότι ο τελευταίος προκάλεσε μόνος του το βιασμό του. Κατ’ ακολουθία αυτών, η ένσταση των δευτέρου και τρίτης των εναγομένων για άσκηση εκ μέρους τους της προσήκουσας εποπτείας επί του ανηλίκου τέκνου τους πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος με τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις του τραυμάτισε ψυχικά τον ανήλικο Μ. Φ. και προσέβαλε την προσωπικότητά του στον τομέα της γενετήσιας ελευθερίας και της ανάπτυξης του συναισθηματικού του κόσμου. Τα γεγονότα αυτά στιγμάτισαν τον ανήλικο σε μία ιδιαιτέρως τρυφερή ηλικία και κατέλιπαν στην ψυχή του φοβίες και ανασφάλειες, θα απαιτηθεί δε πολύς χρόνος και αμέριστη στήριξη και αγάπη από τους οικείους του, προκειμένου να επουλωθούν τα τραύματά του. Ενόψει όλων αυτών το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ανήλικος Μ. Φ. υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, ύψους 100.000 ευρώ, ποσό το οποίο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων κρίνεται εύλογο και ανάλογο της ηθικής βλάβης που υπέστη, ενόψει του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, της έκτασης της βλάβης, των εν γένει συνθηκών, της έντασης του δόλου του πρώτου εναγομένου και του πταίσματος των δευτέρου και τρίτης από αυτούς ως προς την παραμέληση της εποπτείας του, της ανηλικότητας του παθόντος και του πρώτου εναγομένου, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών”. Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο και απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 914, 923, 926, 932, 297, 299, 346 του ΑΚ και 336 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες εφάρμοσε, καθ’ όσον διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό του σαφείς, επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση: 1) Η κατά την 9-6-2002, από τον τότε 17ετή πρώτο αναιρεσείοντα, γυιό των δύο λοιπών αναιρεσειόντων-εναγομένων, εκμετάλλευση της αδυναμίας αντιστάσεως του ηλικίας τότε μόλις 8 ετών ανηλίκου γυιού των αναιρεσιβλήτων Μ. Φ. και ο εξαναγκασμός του με σωματική βία να ανεχθεί παρά φύση ασέλγεια, ήτοι προσπάθεια εισόδου, στον πρωκτό του, τού γεννητικού μορίου του πρώτου αναιρεσείοντος προς ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, πράξη που είναι άδικη και συνιστά το έγκλημα του βιασμού (άρθρο 336 παρ. 1 ΠΚ), χωρίς να ασκεί επιρροή για τη συγκρότησή του το αν εισχώρησε το γεννητικό μόριο του πρώτου αναιρεσείοντος στον πρωκτό του ανηλίκου παθόντος ή αν ολοκλήρωσε εκείνος την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. 2) Η από τους δύο λοιπούς αναιρεσείοντες γονείς του πρώτου παραμέληση της εποπτείας αυτού, στα πλαίσια άσκησης της γονικής τους μέριμνας, με την παράλειψη νουθεσίας και καθοδήγησής του από έκνομες, ηθικώς επίμεμπτες και κοινωνικώς αποδοκιμαζόμενες συμπεριφορές, μολονότι μάλιστα είχαν ενδείξεις παραβατικότητάς του και εκδηλώσεών του αντίθετων με τα κοινωνικά πρότυπα, όπως η επιλογή των φίλων και συμπαικτών του από άτομα πολύ μικρότερης από αυτόν ηλικίας (και υποδιπλάσιας), με τα οποία δεν υπήρχε πάντοτε κοινότητα ενδιαφερόντων ή εμφανών επιδιώξεων, περιστατικά τα οποία καθιστούσαν αβάσιμη την ένσταση των δύο τελευταίων αναιρεσειόντων, ότι άσκησαν τη δέουσα εποπτεία στον ανήλικο γυιό τους ή ότι η αδικοπραξία του, παρά την άσκηση της προσήκουσας εποπτείας, δεν θα μπορούσε να αποτραπεί. 3) Η ηθική και κοινωνική μείωση και το συνεπαγόμενο ψυχικό άλγος που προξενήθηκε στο ανήλικο τέκνο των αναιρεσιβλήτων από τη σε βάρος του αδικοπραξία, που δικαιολογούσε την επιδίκαση, ως χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης του, του ποσού των 100.000 ευρώ. Επομένως οι αντίθετοι πρώτος από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. και τέταρτος από το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δικ. λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι.
Kατά το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, όταν αυτά λαμβάνονται ή δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου, δηλαδή την εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών ή την υπαγωγή σ’ αυτούς των πραγματικών γεγονότων, όχι όμως και όταν χρησιμοποιούνται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή την εκτίμηση των αποδείξεων ή την ερμηνεία των δικαιοπραξιών (Ολ. Α.Π. 23/1988, Α.Π. 1609/1987, 377/1998). Για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, α) ποιά διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάσθηκαν, β) ο κανόνας δικαίου, στου οποίου την εξειδίκευση εσφαλμένα δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν και γ) σε τι συνίσταται η παράβαση. Με τον δεύτερο από το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναίρεσης αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια, ότι θα έπρεπε να μην απορρίψει την ένσταση των δύο τελευταίων αναιρεσειόντων από το άρθρο 923 του ΑΚ, διότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε ένα 17ετές τέκνο είναι μειωμένες οι δυνατότητες εποπτείας από τους γονείς του, όταν πρόκειται για τις τοπικές και χρονικές συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε η αδικοπραξία του γυιού εκείνων, η οποία δεν θα μπορούσε να αποτραπεί από αυτούς. Επομένως, εφόσον δεν προσδιορίζεται με το αναιρετήριο σε τί συνίσταται η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 923 του ΑΚ ή την υπαγωγή σ’ αυτή των πραγματικών γεγονότων, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος, κατά το μέρος δε που υπό την επίκλησή του πλήσσεται η από το Εφετείο εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και η αξιολόγηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.). Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 20 του Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως της παραμορφώσεως εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δικ., έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Για το ορισμένο του ως άνω λόγου αναιρέσεως πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4 και 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., να αναφέρονται στο αναιρετήριο τα εξής: 1) το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, ώστε από τη σύγκριση με εκείνο που δέχθηκε η απόφαση να υπάρχει δυνατότητα στον Άρειο Πάγο να κρίνει, αν υφίσταται διαγνωστικό λάθος, 2) Το από την προσβαλλόμενη απόφαση δεκτό γενόμενο διαφορετικό από το αληθινό περιεχόμενο, 3) το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, για το ότι υπάρχουν ή όχι τα κρίσιμα γεγονότα, 4) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο. Με τον τέταρτο και τελευταίο, από το άρθρο 559 αρ. 20 του Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναίρεσης μέμφεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραμόρφωση του περιεχομένου της 1.802/13-6-2002 ιατροδικαστικής εκθέσεως του ιατρού Δ. Ψ., παραθέτοντας μεμονωμένες φράσεις αυτής και το κατά την κρίση των αναιρεσειόντων συμπέρασμα στο οποίο έπρεπε να οδηγηθεί το Εφετείο. Επομένως, εφόσον δεν προσδιορίζεται με το αναιρετήριο ποιό ήταν το ακριβές περιεχόμενο της επίμαχης ιατροδικαστικής έκθεσης και τί δέχθηκε ως περιεχόμενο αυτής το Εφετείο, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν υφίσταται διαγνωστικό λάθος, ούτε αν την κρίση του σχημάτισε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το ως άνω έγγραφο, ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι προεχόντως αόριστος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 του Κ.Πολ.Δικ.).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 13 Νοεμβρίου 2009 αίτηση των Ά. Σ. κ.λ.π. για αναίρεση της 1914/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων από δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2011. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Οκτωβρίου 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ