ΑΡΙΘΜΟΣ 1/2022
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
– Δικαίωμα τρίτου σε προσφορά και υποκατάσταση. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά το άρθρο 319 ΑΚ “Αν επισπεύδεται αναγκαστική εκποίηση κατά του οφειλέτη, όποιος εξαιτίας της κινδυνεύει να χάσει εμπράγματο δικαίωμα ή την κατοχή πάνω στο πράγμα που εκποιείται, έχει δικαίωμα να ικανοποιήσει το δανειστή με καταβολή, δημόσια κατάθεση ή συμψηφισμό. Εφόσον ο δανειστής ικανοποιείται, αυτός που τον ικανοποίησε υποκαθίσταται στα δικαιώματά του”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποκατάστασης τρίτου στα δικαιώματα του δανειστή είναι: α) να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη, η οποία αρχίζει με την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται αντιγράφου του απογράφου με επιταγή προς εκτέλεση, β) η αναγκαστική εκτέλεση να αφορά πράγμα (κινητό ή ακίνητο) που ανήκει στον οφειλέτη, γ) ο τρίτος να κινδυνεύει από την αναγκαστική εκτέλεση να χάσει εμπράγματο δικαίωμα ή την κατοχή του πράγματος και δ) να ικανοποιήσει αυτός τον δανειστή με καταβολή, δημόσια κατάθεση ή συμψηφισμό. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 997 ΑΚ συνάγεται ότι εννοιολογικά στοιχεία της κατοχής είναι η τοπική σχέση ή επαφή του προσώπου με το πράγμα, η οποία παρέχει στο πρόσωπο τη δυνατότητα να ενεργεί πάνω στο πράγμα (αντικειμενικό στοιχείο) και η θέληση για υλικό- περισσότερο ή λιγότερο μόνιμο- εξουσιασμό του πράγματος (υποκειμενικό στοιχείο). Διακρίνεται δε η ανωτέρω κατοχή σε προστατευόμενη όταν ο κάτοχος έλαβε τη φυσική εξουσία του πράγματος με τη συναίνεση του νομέα ή απευθείας από τον νόμο ή συνεπεία άλλης παρόμοιας σχέσης και σε μη προστατευόμενη όταν απέκτησε κατοχή χωρίς τις προϋποθέσεις του ανωτέρω άρθρου 997 ΑΚ. Από το συνδυασμό τον ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι στην έννοια της κατοχής του άρθρου 319 ΑΚ, νοείται, του νόμου μη διακρίνοντος, τόσο η προστατευόμενη όσο και η μη προστατευόμενη κατοχή, όπως η τελευταία συντρέχει στην περίπτωση της αποκλειστικής χρήσης ολόκληρου του κοινού πράγματος από τον ένα εκ των κοινωνών.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΟλΑΠ 3/2020, ΟλΑΠ 28/1998).
– Το εφετείο, το οποίο έκρινε ότι η αγωγή ήταν νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις περί κοινωνίας και δη σ’ εκείνη του άρθρου 788 παρ. 2 Α.Κ. και όχι σ’ εκείνη του άρθρου 319 Α.Κ., στη συνέχεια δε την έκανε εν μέρει μόνο δεκτή, επιδικάζοντας υπέρ του ενάγοντα μόνο το ήμισυ του καταβληθέντος ποσού, ως αντίστοιχο προς τη μερίδα συγκυριότητάς του στο κοινό ακίνητο, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από το αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. και συγκεκριμένα παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις με εσφαλμένη εφαρμογή, μη εφαρμόζοντας την πρώτη (ΑΚ 319) που ήταν εφαρμοστέα εν προκειμένω και εφαρμόζοντας τη δεύτερη (ΑΚ 788 παρ. 2) που δεν ήταν εφαρμοστέα. Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατ’ εκτίμηση του οποίου ο αναιρεσείων (αν και επικαλείται το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ) αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος.