ΑΡΙΘΜΟΣ 1328/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
– Ανθρωποκτονία από πρόθεση. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Αυτοτελείς ισχυρισμοί. Τοξικομανία χρήστη.
– Kατά την παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ “όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη” κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου “αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη οφειλομένης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση αφαιρέσεως της ζωής του άλλου ανθρώπου διαγιγνώσκεται δε από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη. Από τη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του ανωτέρω άρθρου του ΠΚ προκύπτει ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, γίνεται διάκριση του δόλου σε προμελετημένο και απρομελέτητο. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως. Για την ύπαρξη βρασμού ψυχικής ορμής, που αποτελεί προϋπόθεση της επιεικεστέρης μεταχείρισης, πρέπει η υπερδιέγερση ενός συναισθήματος να έχει εξελιχθεί σε τέτοια ψυχική κατάσταση, ώστε να αποκλείεται η δυνατότητα του δράστη να σταθμίσει τα αίτια που τον ώθησαν στην τέλεση της πράξεως και εκείνα που τον συγκρατούσαν απ’ αυτήν, όχι όμως και να έφθασε σε κατάσταση διαταράξεως της συνειδήσεώς του κατά την έννοια των άρθρων 34 και 36 ΠΚ.
– Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 193 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ιδίου Κώδικος λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν, με γενική αναφορά στο είδος τους και χωρίς ανάγκη χωριστής μνείας σε κάθε μία από αυτές και αξιολογικής συσχετίσεως, καθώς και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Για το δόλο δεν υπάρχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των εκτιθέμενων περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιοποίνου πράξεως και εξυπακούεται, εκτός αν ο νόμος αξιώνει για την ύπαρξη αυτού πρόσθετα στοιχεία ή είναι ενδεχόμενος. Η ως άνω αιτιολογία απαιτείται επίσης και για κάθε αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που οδηγούν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, στην άρση ή τη μείωση του καταλογισμού του δράστη ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι και οι ισχυρισμοί, οι οποίοι θεμελιούνται στις διατάξεις των άρθρων 34 και 36 ΠΚ. Σύμφωνα με την πρώτη τούτων “η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό”. Ενώ κατά την παρ.1 του άρθρου 36 ΠΚ αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83 ΠΚ). Επίσης και το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ποινή ελαττωμένη σε όποιον κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη, είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο, όχι όμως και το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση δε αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 130 ( άρθρο 133 ΠΚ ).
– Η τοξικομανία του εξαρτημένου χρήστη κατά την έννοια του άρθρου 30 παρ. 1 του Ν. 3459/2006 δηλαδή εκείνου που έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλλει με δικές του δυνάμεις, δεν οδηγεί στην έλλειψη της ικανότητας προς καταλογισμό, αν δεν συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο 34 ΠΚ προϋποθέσεις και τέλος ως προς τον προσδιορισμό της ηλικίας του κατηγορουμένου για την εφαρμογή του άρθρου 133 ΠΚ, δεν αρκεί η δήλωση αυτού περί του καθορισμού της ηλικίας του αλλά πρέπει να προκύπτει αυτή από τις παραδοχές της απόφασης.