ΑΡΙΘΜΟΣ 777/2021
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας.
– Ο θεσμός της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας στις ποινικές υποθέσεις (στο εξής:ΕΕΕ) διέπεται από τον Νόμο 4489/2017, δια του οποίου εναρμονίσθηκε η Ελληνική νομοθεσία με την Οδηγία 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η Οδηγία αυτή αποσκοπούσε στην αντικατάσταση του κατακερματισμένου θεσμικού πλαισίου και στη δημιουργία ενός ενιαίου, αποτελεσματικού και ευέλικτου νομικού μέσου για την κτήση αποδείξεων ευρισκόμενων σε ένα άλλο κράτος-μέλος με αφορμή ορισμένη ποινική διαδικασία και ο ψηφισθείς νόμος 4489/2017 στο μεγαλύτερο μέρος του υιοθέτησε σχεδόν αυτολεξεί τις διατάξεις της Οδηγίας. Το νομικό μέσο αυτό, όπως και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Συλλήψεως, υλοποιεί τη μετάβαση από το μηχανισμό της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής (κατά τον οποίο το κράτος από το οποίο ζητείται η συνδρομή είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να συμμορφωθεί ή μη με την αίτηση του εκζητούντος κράτους), σε εκείνον της αμοιβαίας αναγνώρισης (κατά τον οποίο το κράτος εκτέλεσης αντιμετωπίζει την εντολή έρευνας που προέρχεται από άλλο κράτος, όπως ακριβώς και μια αντίστοιχη εντολή προερχόμενη από αρμόδιες εσωτερικές αρχές) και συμβάλλει στην ταχεία ανάληψη ερευνητικών μέσων, μερικά από τα οποία μπορούν να αφορούν στην παραγωγή, συγκέντρωση και διαβίβαση αποδεικτικών μέσων από το ένα κράτος-μέλος στο άλλο. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, στα κράτη-μέλη η ΕΕΕ και παράγει νομικά αποτελέσματα χωρίς περαιτέρω ουσιαστική έρευνα ή έλεγχο (ΑΠ 319/2021). Ως ειδικές, οι ρυθμίσεις του παραπάνω Νόμου κατισχύουν των ρυθμίσεων των γενικών διατάξεων των άρθρων 458 επ. του ΚΠΔ, οι οποίες, επί διαδικασίας που αφορά σε εκτέλεση ΕΕΕ στην Ελλάδα ως Κράτος Εκτέλεσης του “ερευνητικού μέτρου” (ΧΧΧ), μόνον κατ’ αναλογίαν μπορούν να εφαρμοσθούν, για ζητήματα ως προς τα οποία διαπιστούται η ύπαρξη νομοθετικού κενού, και μόνον στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις ειδικές ρυθμίσεις του Ν.4489/2017 και της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ, ως προς τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις εκδόσεως και εκτελέσεως μιας ΕΕΕ. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, επί ΕΕΕ, εκ των διατάξεων του άρθρου 459 ΚΠΔ εφαρμοστέα, κατ’ αναλογίαν, τυγχάνει μόνον και αυτοτελώς η διάταξη της 4ης παραγράφου αυτού, δια της οποίας καθιερούται η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, ως προς την επίλυση και απόφανση επί των αυτόθι ζητημάτων, ως και η δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών. Η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 459 § 4 ΚΠΔ επιβάλλεται εν προκειμένω, επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 16 § 1 Ν.4489/2017, “Για ερευνητικά μέτρα για τα οποία εκδίδεται ΕΕΕ, μπορούν να ασκηθούν ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία και εντός των προθεσμιών που αντίστοιχα τάσσονται”. Σημειωτέον ότι κατά την § 2 του ίδιου άρθρου “Η έκδοση της ΕΕΕ μπορεί να προσβληθεί για ουσιαστικούς λόγους μόνον ενώπιον αρμοδίων αρχών του κράτους έκδοσης, υπό τον όρο τήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα”.
– Κατά το άρθρο 2 §§ 1 και 2 Ν.4489/17), “1. Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) είναι δικαστική απόφαση ή απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους-μέλους της ΕΕ (“κράτος έκδοσης”) με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος-μέλος (“κράτος εκτέλεσης”) για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων. 2. Οι ΕΕΕ εκτελούνται από τις ελληνικές αρχές με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου”. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρχή εκτελέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δ?, της εν λόγω Οδηγίας, η οποία προβαίνει στην αναγνώριση και την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιφορτισμένη με την “έκδοση δικαστικής αποφάσεως”, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Συναφώς, εναπόκειται αποκλειστικώς στις αρμόδιες δικαστικές αρχές του κράτους μέλους εκδόσεως της ΕΕΕ να αποφανθούν οριστικώς επί των επίμαχων αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο της κινηθείσης στο κράτος αυτό ποινικής διαδικασίας (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 2-9-2021 [C-66/2020] σκ. 42). Σύμφωνα με το άρθρο 3 περιπτ. γ’ και δ’ του ως άνω Ν.4489/2017, ως “αρχή έκδοσης της ΕΕΕ” νοείται:… “γβ) κάθε άλλη αρμόδια αρχή που έχει ορισθεί από το κράτος έκδοσης για να ενεργεί ως ανακριτική αρχή σε ποινικές διαδικασίες στη συγκεκριμένη περίπτωση, αρμόδια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο να διατάσσει τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων…”, ενώ ως “αρχή εκτέλεσης” νοείται “κάθε αρχή αρμόδια να αναγνωρίζει ΕΕΕ και να εξασφαλίζει την εκτέλεσή τους. Αρμόδια δικαστική αρχή για την εκτέλεση ΕΕΕ στην Ελλάδα ορίζεται η αρχή της παραγράφου 1 του άρθρου 11 [σημ. ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών], η οποία εξασφαλίζει την εκτέλεση της ΕΕΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και τις ισχύουσες διαδικασίες σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση”. Εξάλλου κατά το άρθρο 11 § 2 του ίδιου νόμου “Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει κάθε ΕΕΕ που της διαβιβάζεται και μεριμνά για την εκτέλεσή της σαν να πρόκειται για ερευνητικό μέτρο που διατάχθηκε, όπως προελέχθη, από ελληνική αρμόδια αρχή, εκτός αν, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συντρέχει λόγος μη αναγνώρισης, μη εκτέλεσης ή αναβολής”, ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, “Η αρχή εκτέλεσης τηρεί τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που ρητά ορίζονται από την αρχή έκδοσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, και υπό την προϋπόθεση, ότι οι σχετικές διατυπώσεις και διαδικασίες δεν αντιβαίνουν στο ελληνικό δίκαιο”. Προβλέπεται δηλ. από τις διατάξεις του Ν.4489/2017, ότι ως Κράτος εκτέλεσης η Ελλάδα οφείλει να εκτελέσει την ΕΕΕ χωρίς διατυπώσεις, αλλά σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες (locus regit actum), ως αν επρόκειτο δηλ. για πράξεις ελληνικής διωκτικής Αρχής. Οι λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης ΕΕΕ καθορίζονται στο άρθρο 13 § 1 Ν.4489/2017, κατά το οποίο “1. Η αναγνώριση ή η εκτέλεση ΕΕΕ απορρίπτεται από την αρχή εκτέλεσης όταν: α) προβλέπεται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία ασυλία, προνόμιο ή εξαίρεση δικαιοδοσίας ή εκτέλεσης που εμποδίζει την εκτέλεση της ΕΕΕ ή υπάρχουν διατάξεις που ορίζουν ή περιορίζουν την ποινική ευθύνη σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης που εμποδίζουν την εκτέλεση της ΕΕΕ, β) στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εκτέλεση της ΕΕΕ θα έβλαπτε ουσιώδη συμφέροντα εθνικής ασφάλειας ή την πηγή των πληροφοριών ή θα απαιτούσε τη χρήση διαβαθμισμένων πληροφοριών που σχετίζονται με συγκεκριμένες δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών, γ) η ΕΕΕ έχει εκδοθεί στο πλαίσιο διαδικασιών που αναφέρονται στις περιπτώσεις β’ και γ’ του άρθρου 5 και το ερευνητικό μέτρο δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση, δ) η εκτέλεση της ΕΕΕ αντίκειται στην αρχή της απαγόρευσης δίωξης ή ποινικής τιμωρίας δύο (2) φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (ne bis in idem), ε) η ΕΕΕ αφορά έγκλημα για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι τελέσθηκε εκτός του εδάφους του κράτους έκδοσης και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, η δε πράξη για την οποία εκδόθηκε η ΕΕΕ δεν συνιστά έγκλημα στην Ελλάδα, στ) υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου που αναφέρεται στην ΕΕΕ θα ήταν ασύμβατη με τις υποχρεώσεις της Ελλάδας σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ζ) η πράξη για την οποία έχει εκδοθεί η ΕΕΕ δεν συνιστά έγκλημα κατά την εσωτερική νομοθεσία, εκτός αν η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ ότι πρόκειται για έγκλημα του Παραρτήματος Δ’ για το οποίο απειλείται στο κράτος έκδοσης στερητική της ελευθερίας ποινή με ανώτατο όριο τουλάχιστον τα τρία (3) έτη ή η) η χρήση του ερευνητικού μέτρου περιορίζεται, κατά την εσωτερική νομοθεσία, σε εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή που υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο, στα οποία δεν περιλαμβάνεται το έγκλημα που αφορά η ΕΕΕ”.