ΑΡΙΘΜΟΣ 1339/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ
– Ανθρωποκτονία από αμέλεια. Αυτοκινητικό ατύχημα.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, ” όποιος επιφέρει από αμέλεια τον θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών ” και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, ” από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποίαν όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν “. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται, αντικειμενικά μεν πρόκληση θανατώσεως άλλου, από πράξη του δράστη, ενέργεια ή παράλειψη, η οποία να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αξιόποινο αυτό αποτέλεσμα που επήλθε, κατά τις αρχές της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non) που επικρατεί στον χώρο του ποινικού δικαίου, ώστε να είναι βέβαιο ότι το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα προήλθε από την αμελή συμπεριφορά του δράστη και δεν θα επερχόταν, αν ο δράστης τηρούσε την ενδεδειγμένη συμπεριφορά (ΑΠ 726/2015). Υποκειμενικά δε απαιτείται : α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποίαν κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια). Έτσι από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 28 και 302 του ΠΚ προκύπτει ότι, για την θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όταν αυτή δεν είναι ενσυνείδητη, απαιτείται : α) ο δράστης να μην έχει καταβάλει την επιβαλλόμενη, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχή (περίσκεψη – επιμέλεια), την οποίαν, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, συνήθως καταβάλλει ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του οικείου τομέα κοινωνικής δραστηριότητας με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συναλλακτικές συνήθειες και την κοινή πείρα και λογική, β) ο δράστης να είχε τη δυνατότητα, με βάση τις ατομικές ιδιότητες, ικανότητες, γνώσεις και λοιπές προσωπικές περιστάσεις, που συνάπτονται ιδίως με το επάγγελμα ή την υπηρεσία που ασκεί, να προβλέψει και να αποφύγει το συγκεκριμένο αξιόποινο αποτέλεσμα, δηλαδή (να προβλέψει και να αποφύγει) την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος που τελέσθηκε, (και όχι οποιουδήποτε άλλου εγκλήματος ή επιβλαβούς αποτελέσματος) και γ) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως του δράστη, ενέργειας ή παραλείψεως, και του επελθόντος αποτελέσματος της θανατώσεως άλλου, υπό την εκτεθείσα έννοια. Εάν δε η αμελής πράξη δεν συνίσταται μόνο σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του εγκληματικού αποτελέσματος, για την ανθρωποκτονία από αμέλεια που διαπράττεται με αυτόν τον τρόπο και συνιστά έγκλημα που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 του ΠΚ) και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, το οποίο ορίζει ότι, ” όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του ” (με παράλειψη) “τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος”. Από την τελευταία διάταξη αυτή συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου να προβεί σε ενέργεια αποτρεπτική του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Δεν αρκεί δηλαδή η ύπαρξη απλής ηθικής υποχρεώσεως, ούτε γενικής νομικής υποχρεώσεως για συνδρομή, ώστε να προληφθεί το επιβλαβές αποτέλεσμα, αλλά απαιτείται ιδιαίτερη (ειδική) νομική υποχρέωση, η οποία επιφορτίζει τον υπαίτιο της παραλείψεως με τη δημιουργία και διασφάλιση πραγματικής καταστάσεως, που εξυπηρετεί και διαφυλάσσει τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αυτή αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου που επιβάλλει συγκεκριμένη ενέργεια ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου για ενέργεια ή από ειδική έννομη σχέση που απορρέει από σύμβαση ή από προηγουμένη μονομερή ενέργεια του υπόχρεου, με την οποίαν αυτός αυτοβούλως αναδέχεται την αποτροπή μελλοντικών κινδύνων για έννομα αγαθά τρίτων ή από προγενέστερη συμπεριφορά του υπαιτίου που δημιούργησε τον κίνδυνο επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραλείψεως και του εγκληματικού αποτελέσματος που επήλθε, όταν, με μεγάλη πιθανότητα (και όχι βεβαιότητα, όπως συμβαίνει στα άλλα εγκλήματα αμελείας και στα εγκλήματα δόλου), θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (θανάτωση προσώπου, σωματική βλάβη κ.λ.π.), εάν ο υπόχρεος πραγματοποιούσε την ενέργεια, στην οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί και την οποίαν παρέλειψε. Για την θεμελίωση δε αιτιώδους συνδέσμου, αρκεί η σχετική παράλειψη να ήταν ένας μόνο από τους περισσοτέρους όρους παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επερχόταν (ΑΠ 469/2016, ΑΠ 244/2014, ΑΠ 448/2013, ΑΠ 300/2013). Όταν το έγκλημα είναι απότοκο της συγκλίνουσας αμέλειας περισσοτέρων προσώπων, το καθένα από αυτά ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, μέσα στα πλαίσια της αμέλειας που επέδειξε και εφόσον το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν.
Συνεπώς, αν μεταξύ των παραγωγικών όρων του αποτελέσματος στην συγκεκριμένη περίπτωση περιλαμβάνεται και η ανθρώπινη ενέργεια ή αποχή από συγκεκριμένη ενέργεια, τότε υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ενέργειας ή παραλείψεως και αποτελέσματος, έστω και αν συγχρόνως ή μεταγενεστέρως συνέτρεξε προς παραγωγή του αποτελέσματος και άλλη ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη. Έτσι και εκεί που υπάρχει συντρέχουσα αμέλεια του παρεμβαλλομένου, που συχνά μάλιστα είναι και το θύμα, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει τον καταλογισμό ευθύνης στον πράττοντα. Μόνον δε όταν η αμέλεια του παθόντος ή τρίτου συνετέλεσε αποκλειστικά στην επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος διακόπτεται ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος (ΑΠ 524/2015, ΑΠ 304/2012).
– Με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 2 και 3, 5 και 9 παρ. 1, 3, 4 και 10 παρ. 6 του Νόμου 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.) ορίζονται τα εξής: Οι για την σήμανση των οδών τοποθετούμενες πινακίδες είναι κατά κατηγορία, μεταξύ των άλλων και οι εξής: α) Αναγγελία κινδύνου (Κ), δηλωτικές. Οι πινακίδες αναγγελίας κινδύνου (Κ – 1 μέχρι Κ – 41) τοποθετούνται για να εφιστούν την προσοχή αυτών που χρησιμοποιούν τις οδούς για τους κινδύνους που υπάρχουν στην οδό προς την κατεύθυνση της κινήσεώς τους, ώστε να λαμβάνουν έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα και, σε περίπτωση ανάγκης να μειώνουν την ταχύτητα πορείας τους για να τους αποφύγουν. β) Ρυθμιστικές της κυκλοφορίας (Ρ), δηλωτικές. Η δηλωτική ρυθμιστική της κυκλοφορίας (…) πινακίδα σημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος λόγω εκτελουμένων εργασιών στην οδό. Η δηλωτική ρυθμιστική της κυκλοφορίας (…) πινακίδα σημαίνει ότι η μέγιστη ταχύτητα περιορίζεται στον αναγραφόμενο αριθμό (π.χ. 50) χιλιομέτρων την ώρα. Οι ρυθμιστικές της κυκλοφορίας πινακίδες (Ρ – 1 μέχρι Ρ – 77) τοποθετούνται για να πληροφορούν αυτούς που χρησιμοποιούν τις οδούς για τις ειδικές υποχρεώσεις, περιορισμούς ή απαγορεύσεις, προς τις οποίες πρέπει αυτοί να συμμορφώνονται. Οι σημάνσεις των οδοστρωμάτων με διαγραμμίσεις ή σύμβολα χρησιμοποιούνται για την ρύθμιση της κυκλοφορίας ή για την προειδοποίηση ή καθοδήγηση αυτών που χρησιμοποιούν οδούς, είτε μόνες είτε σε συνδυασμό με πινακίδες σημάνσεως ή σηματοδότες, για να τονισθεί ή διευκρινισθεί η σημασία αυτών. Τέτοιες σημάνσεις ή σύμβολα αποτελούν η γραμμή συνεχής, απλή ή διπλή, διακεκομμένη και λοιπά σύμβολα και αναλάμποντες φανοί για την επισήμανση κινδύνου και την οπτική καθοδήγηση των οδηγών. Όταν εκτελούνται στις οδούς εργασίες, τοποθετούνται σε κατάλληλες θέσεις όλες οι πινακίδες σημάνσεως που απαιτούνται κατά περίπτωση (κινδύνου, ρυθμιστικές, πληροφοριακές), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του παρόντος Κώδικα. Τα μέσα σημάνσεως των προηγουμένων παραγράφων τοποθετούνται με μέριμνα και ευθύνη των εργοληπτών ή των εκτελούντων τις εργασίες, σε περίπτωση δε που οι εργασίες εκτελούνται απολογιστικά, από τον επιβλέποντα το έργο. Οι φορείς που κατασκευάζουν τα διάφορα έργα στις οδούς ή αναθέτουν την κατασκευή τους σε τρίτους υποχρεούνται να ελέγχουν την τοποθέτηση των μέσων σημάνσεως. Με απόφαση του Υπουργού Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων καθορίζονται οι λεπτομέρειες και οι προδιαγραφές, τις οποίες πρέπει να πληρούν οι διάφορες σημάνσεις των εργασιών που εκτελούνται στις οδούς. Τέλος, με απόφαση του ιδίου Υπουργού καθορίζονται οι τεχνικές προδιαγραφές, οι όροι και ο τρόπος της κατακόρυφης και οριζόντιας σημάνσεως των οδών, της σηματοδοτήσεώς τους, της σημάνσεως και της σηματοδοτήσεως των εκτελουμένων έργων, της δημιουργίας ειδικών διαμορφώσεων του οδοστρώματος, της τοποθετήσεως κινητών εμποδίων και κάθε άλλη συναφής λεπτομέρεια…Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες της παρ. 3 του Κεφαλαίου της Εισαγωγής της υπ’ αριθμ. ΔΙΠΑΔ/οικ/502/2003 αποφάσεως του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, με τις οποίες ορίζεται,ότι “με τον όρο “εργοταξιακή ζώνη” νοείται κάθε περιοχή του οδικού δικτύου που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζεται από εκτελούμενα έργα επί της οδού ή στην άμεση γειτνίαση αυτής, κατά τρόπο που αυτά να προξενούν, με οποιαδήποτε μορφή, μεταβολή των κανονικών συνθηκών κυκλοφορίας” ως και ότι “η εργοταξιακή ζώνη είναι έννοια ευρύτερη από την “περιοχή έργων” καθ` όσον εκτείνεται και πέραν αυτής, λόγω της αναγκαίας τοποθέτησης συστημάτων ελέγχου (πινακίδων και διαγραμμίσεων σήμανσης και άλλων σχετικών στοιχείων προειδοποίησης) και εκτός της περιοχής έργων, με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση και προειδοποίηση των οδηγών για τους επερχόμενους κινδύνους/αλλαγές των συνθηκών κυκλοφορίας”, προκύπτει ότι η σήμανση των έργων που εκτελούνται στις οδούς, δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνον στην ζώνη όπου εκτελούνται τα έργα αλλά, αντίθετα, επιβάλλεται να υπάρχει στις προηγούμενες αυτής ζώνες και σε όλη την περιοχή των έργων, έτσι ώστε να παρέχεται στους οδηγούς των οχημάτων έγκαιρη και επαρκής πληροφόρηση για την μεταβολή των κανονικών συνθηκών κυκλοφορίας, με σκοπό την ασφαλή διέλευση των οχημάτων (ΑΠ 117/2011).