Αριθμός 48/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
– Ευθύνη εκείνου που εποπτεύει άλλον. Συντρέχον πταίσμα του εποπτεύοντος στην πρόκληση της ζημίας του εποπτευόμενου. Ανταγωγή. Αναγωγή.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 923 ΑΚ “όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου, ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση ευθύνεται για τη ζημία που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτο, εκτός αν αποδείξει ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί. Την ίδια ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία με σύμβαση”. Εποπτεία είναι η επίβλεψη, επιτήρηση και προφύλαξη του εποπτευομένου, αναλόγως των περιστάσεων, προκειμένου δε περί ανηλίκου ασκείται από τους έχοντες τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1510 ΑΚ και περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και δικαιώματα αυτών αλλά και τις υποχρεώσεις τους. Η ανωτέρω διάταξη έχει ως σκοπό την προστασία των τρίτων από παράνομη πράξη του εποπτευομένου, ενώ η ευθύνη του εποπτεύοντος απέναντι στον εποπτευόμενο για ζημία την οποία ο δεύτερος υφίσταται από αδικοπραξία τρίτου, στην πραγμάτωση της οποίας συνέβαλε και παραμέληση της εποπτείας, δεν καλύπτεται από τη διάταξη αυτή (άρθρο 923 ΑΚ), αλλά κρίνεται με βάση την εκ του νόμου ή τη συμβατική σχέση, από την οποία πηγάζει η υποχρέωση της εποπτείας, είτε ενδεχομένως στη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., συνεπεία παράβασης του καθήκοντος επίβλεψης. Για τη βλάβη του ίδιου του εποπτευομένου υπάρχει εις ολόκληρο ευθύνη μεταξύ του τρίτου και του εποπτεύοντος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 926, 927 του ΑΚ (ΑΠ 239/2010). Όμως το συντρέχον πταίσμα του εποπτεύοντος στην πρόκληση της ζημίας του εποπτευόμενου δεν μπορεί να αντιταχθεί από τον εναγόμενο τρίτο, κατά της αγωγής αποζημιώσεως του εποπτευομένου, εφόσον δεν πρόκειται για πταίσμα του ιδίου του εποπτευομένου. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, ο ισχυρισμός του εναγομένου τρίτου, περί συνυπαιτιότητας των γονέων του παθόντος ανηλίκου (ενάγοντος), κατ’ άρθρο 300 ΑΚ δεν είναι νόμιμος. Είναι, όμως νόμιμος, όταν ο εποπτεύων γονέας ζητεί αποζημίωση από τον τρίτο για ιδία του ζημία (ΑΠ 532/2012, ΑΠ 1106/2011, ΑΠ 239/2010).
– Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή, αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου, του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό, τέτοια δε, (ικανότητα προς καταλογισμό), δεν έχει, κατά τη διάταξη του άρθ. 916 Α.Κ., αυτός που δεν συμπλήρωσε το δέκατο έτος της ηλικίας του. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει λόγος απαλλαγής του εναγομένου από την υποχρέωσή του προς αποζημίωση του θύματος. Ο ευθυνόμενος, αν αποζημιώσει τον ανήλικο σε περίπτωση που το ατύχημα οφείλεται στην παραμέληση της εποπτείας του από το νόμιμο αντιπρόσωπό του (άρθ. 923 ΑΚ) μπορεί να στραφεί αναγωγικώς (άρθ. 927 Α.Κ.) κατά του εποπτεύοντος γονέα για να απαιτήσει όσα κατέβαλε, ισχυριζόμενος και αποδεικνύων ότι ο τραυματισμός του ανηλίκου οφείλεται σε παράβαση του καθήκοντος εποπτείας εκ μέρους εκείνου (ΑΠ 1743/2007). Επίσης, κατά την διάταξη του άρθ. 927 ΑΚ εκείνος που κατά το προηγούμενο άρθρο κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών. Η ως άνω διάταξη ρυθμίζει τη δυνατότητα που έχει εκείνος από τους περισσότερους συνοφειλέτες που κατέβαλε όλη την αποζημίωση να στραφεί κατά των άλλων συνοφειλετών και να απαιτήσει από αυτούς να αναλάβουν μέρος ή και όλη την αποζημίωση (δικαίωμα αναγωγής). Το δικαίωμα αναγωγής στην εσωτερική σχέση μεταξύ των περισσότερων συνοφειλετών, κατά κανόνα ασκείται με αγωγή. Η αγωγή έχει τη μορφή αυτοτελούς ή παρεμπίπτουσας, αναλόγως, του αν α) ο οφειλέτης στην εξωτερική σχέση αποκατέστησε όλη τη ζημία του ζημιωθέντος ή κατέβαλε περισσότερα από τη μερίδα του ή β) αν ο συνοφειλέτης, που ενήχθη, είτε μόνος, είτε μαζί με άλλους συνοφειλέτες στη δίκη αποζημιώσεως δεν έχει ακόμη καταβάλει τίποτε και για την περίπτωση ήττας του, εγείρει αγωγή (αναγωγή) κατά των λοιπών συνοφειλετών. Στην πρώτη περίπτωση το δικαίωμα αναγωγής ασκείται με αυτοτελή αγωγή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ασκείται με παρεμπίπτουσα αγωγή – ή και με ανταγωγή όταν ασκήθηκε αγωγή του εποπτεύοντος γονέα που ζητεί αποζημίωση από τον τρίτο για ίδια ζημία είτε χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη (ΑΠ 218/2014, ΑΠ 64/2011). Και στη μία όμως και στην άλλη περίπτωση, για να είναι νόμιμη η (αν)αγωγή, πρέπει ο ενάγων να αποδέχεται εξαρχής και τη δική του συνυπαιτιότητα. Αντίθετα, εάν δεν την αποδέχεται και υποστηρίζει ότι αποκλειστικά υπαίτιος είναι ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος ή ο ενάγων, τότε δεν έχει θέση η αναγωγή, διότι αυτή προϋποθέτει συνενοχή. Σε περίπτωση όμως αποκλειστικής υπαιτιότητας, μία μόνον ενοχή γεννάται, εκείνη του υπαιτίου και συνεπώς δεν νοείται αναγωγή. Περαιτέρω, τόσο στην αυτοτελή όσο και στην παρεμπίπτουσα αγωγή εξ αναγωγής ο ενάγων πρέπει να επικαλεστεί το βαθμό πταίσματος του εναγομένου και τα πραγματικά περιστατικά που το θεμελιώνουν, αν δε ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα και γι’ αυτό πρέπει τη ζημία, στην εσωτερική σχέση, να φέρει αποκλειστικά ο εναγόμενος, οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό αυτό. Στην περίπτωση που δεν μπορέσει να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ή ο καθ’ ου η αναγωγή προβάλλει γεγονότα που δικαιολογούν τον ισχυρισμό ότι ο βαθμός υπαιτιότητας και αιτιότητας καθενός από τους συνοφειλέτες δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί, το δικαστήριο θα εφαρμόσει τον κανόνα της ΑΚ 927 εδ. 3 και θα κατανείμει τη ζημία μεταξύ όλων των συνυποχρέων κατ’ ίσα μέρη (ΑΠ 1491/2011). Το δικαστήριο της ουσίας στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που έχει από το άρθρο 932 ΑΚ δύναται να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του δικαιούχου, με βάση τους οικείους προσδιοριστικούς παράγοντες, όπως είναι το πταίσμα του υποχρέου, το συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών. Το συντρέχον πταίσμα του θύματος λαμβάνεται υπόψη έστω και αν αυτό λόγω ηλικίας (π.χ. κάτω των 10 ετών) δεν έχει ικανότητα για αδικοπραξία. Επίσης λαμβάνεται υπόψη και το συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου της χρηματικής ικανοποίησης π.χ. του ενάγοντος πατέρα, ο οποίος δεν άσκησε επαρκώς το καθήκον εποπτείας του στο θανατωθέν ανήλικο τέκνο του. Στην περίπτωση αυτή το συντρέχον πταίσμα του πατέρα ή της μητέρας λαμβάνεται υπόψη προς μείωση της χρηματικής ικανοποίησης και των λοιπών δικαιούχων όπως είναι τα αδέλφια, ο παππούς και η γιαγιά (ΑΠ 861/2012, ΑΠ 1261/2007 και ΑΠ 1676/2006).