Για την ελληνική οικονομία, η πρόβλεψη για την ανάπτυξη φέτος είναι 3,5% και για το επόμενο έτος 2,6% – δηλαδή υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης – έναντι 4,2% και 2,6%, αντίστοιχα, τον Ιανουάριο
H εαρινή σύνοδος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας τη Μεγάλη Εβδομάδα πραγματοποιήθηκε σε μία κρίσιμη συγκυρία καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ρίξει βαριά σκιά, αυξάνοντας ξανά την αβεβαιότητα που είχε μειωθεί αισθητά το προηγούμενο διάστημα χάρη στα εμβόλια κατά του κορονοϊού και την ανάκαμψη των οικονομιών.
Καθώς ο πόλεμος έχει εντείνει τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και αυξάνουν το κόστος των επιχειρήσεων μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλού χρέους, τα βασικά θέματα στα οποία εστίασε το ΔΝΤ ήταν:
• Η αντιμετώπιση του πληθωρισμού
• Η αντιμετώπιση του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους και
• Η δημοσιονομική πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουν οι χώρες για να περιορίσουν τον αρνητικό αντίκτυπο του πληθωρισμού στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Τα μηνύματα που έστειλε το Ταμείο ήταν τα εξής:
Πρώτον, για να μειωθεί ο πληθωρισμός θα πρέπει οι κεντρικές τράπεζες να προχωρήσουν αποφασιστικά σε αυξήσεις των επιτοκίων, ενδεχομένως σε μεγαλύτερη έκταση από ότι αναμένουν σήμερα οι αγορές. Το μήνυμα αυτό αφορά και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει στείλει σήμα ότι θα προχωρήσει στην πρώτη αύξηση του επιτοκίου της το καλοκαίρι.
Δεύτερον, το δημόσιο χρέος, το οποίο εκτινάχθηκε λόγω της πανδημίας, θα πρέπει να μειωθεί με την εφαρμογή αξιόπιστων μεσοπρόθεσμων προγραμμάτων από τις κυβερνήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος των αναπτυγμένων οικονομιών αυξήθηκε κατά σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2020, φθάνοντας στο 123,2%.
Τρίτον, επανέρχονται οι περιορισμοί στη δημοσιονομική πολιτική, αφενός λόγω του πολύ υψηλού χρέους και αφετέρου της αύξησης του κόστους δανεισμού, η οποία αντανακλάται στην άνοδο των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων παγκοσμίως ως συνέπεια του υψηλού πληθωρισμού.
«Καθώς η νομισματική πολιτική κινείται για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να κινηθεί για να διατηρήσει τη βιωσιμότητα του χρέους. Με άλλα λόγια, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν επανέλθει και είναι δεσμευτικοί», δήλωσε ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Δημοσιονομικής Πολιτικής του Ταμείου, Βίτορ Γκασπάρ.
Στο πλαίσιο αυτό, το Ταμείο θεωρεί ότι οι χώρες θα πρέπει να εστιάσουν τη δημοσιονομική πολιτική τους στην προστασία των ευάλωτων με στοχευμένα μέτρα, για όσο διάστημα διαρκέσουν οι πολύ υψηλές της ενέργειας και των τροφίμων, κατά προτίμηση με απευθείας μεταβιβάσεις στις ομάδες αυτές του πληθυσμού.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει, σύμφωνα με το Ταμείο, μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή οικονομία, λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας και της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Στο βασικό σενάριό του, που δεν προβλέπει μία πλήρη διακοπή των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, αναμένει ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα αυξηθεί 2,8% φέτος και 2,3% το 2023 έναντι 3,9% και 2,5%, αντίστοιχα, που εκτιμούσε τον Ιανουάριο.
Για την ελληνική οικονομία, η πρόβλεψη για την ανάπτυξη φέτος είναι 3,5% και για το επόμενο έτος 2,6% – δηλαδή υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης – έναντι 4,2% και 2,6%, αντίστοιχα, τον Ιανουάριο.
Οσον αφορά τον πληθωρισμό, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα διαμορφωθεί στην Ευρωζώνη φέτος σε μέσα επίπεδα στο 5,3% και το 2023 στο 2,3%, ενώ για την Ελλάδα προβλέπει χαμηλότερα επίπεδα, στο 4,5% και 1,3%, αντίστοιχα.