ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 182/2022
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα, Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος, νπδδ, με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΘΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΗΜΟΥ ….», νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Πρόεδρο του δσ αυτού, το οποίο παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του, Κωνσταντίνου Πενταγιώτη και Γρηγορίου Καλαποθαράκου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης, …………. η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Δημητρίου Μαριόλη.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22-11-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../2019) αγωγή της, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 625/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή στο σύνολό της.
Το εναγόμενο με την από 12-5-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./12-5-2021) έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί μετ’αναβολήν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις της, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δήλωσή τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 12-5-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./12-5-2021) έφεση του εναγομένου, ως ολικώς ηττηθέντος πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’ αριθ. 625/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτου του άρθρου 1 κεφάλαιο Β΄του ν.4335/2015 του ΚΠολΔ), και έκανε εν όλω δεκτή την από 22-11-2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2019) αγωγή της ενάγουσας κατ’αυτού, περί αναγνώρισης των συμβάσεων εργασίας που την συνέδεαν με το εναγόμενο, πραγματικό εργοδότη της, ως ενιαίων σχέσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και περί υποχρέωσης του τελευταίου να την απασχολεί στην ίδια θέση και τους ίδιους όρους εργασίας και μετά τον χρόνο της τυπικής λήξης τους, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Έχει δε ασκηθεί νομοτύπως, με την κατάθεσή της στη γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη, και εμπροθέσμως [άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού, και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ)], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (17-3-2021), δεδομένου ότι η επίδοσή της προς το εκκαλούν έπεται χρονικά της άσκησής της (σχετ. η υπ’αριθμ. ….. ΣΤ/20-7-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), ενώ δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου ούτε απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους του εκκαλούντος, λόγω της φύσης της προκειμένης διαφοράς (άρθρο 495 § 4 εδ. τελευταίο σε συνδυασμό με άρθρο 614 αρ.3 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 του ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 του ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως. Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό, που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες αυτή συνήφθη. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν.4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), “είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον… Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου”. Από τις διατάξεις αυτές, πρωτοποριακές για την εποχή τους, με τις οποίες από τότε επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-71920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται, ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, το άρθρο 21 του οποίου ορίζει τα ακόλουθα: “Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων” (παρ. 1). “Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες” (παρ. 2). Στη συνέχεια, στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ’ άρθρο 259 του ΠΚ. Σύμφωνα δε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, ανάμεσα στους οποίους (φορείς) περιλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: “κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α 85/18-42001 συνταγματικών) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης, στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι, με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ΄Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παρ/φων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (OλΑΠ 7/2011, ΕλλΔνη 2011.697, ΑΠ 317/2020, ΑΠ 142/2016, ΑΠ 104/2016, ΑΠ 413/2016 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 3 και ήδη 249 παρ. 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος – μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι’ αυτό απευθύνονται, κατ` ανάγκην, όχι απ’ ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη – μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος – μέλος, που είναι αποδέκτης της Οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η Οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους – μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους – μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει “εθνικό δίκαιο” και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την Οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου. Στις 10.7.1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, ύστερα από τη συμφωνία – πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18.3.1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη – μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10.7.2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10.7.2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκανε χρήση. Στο προοίμιο της Οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους – μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη – μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν : α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης, τα κράτη – μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται “διαδοχικές” και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Τα κράτη – μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ` όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (“όταν χρειάζεται”). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας – πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι “η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων”, καθώς και από την υπ` αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι “η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη – μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος – μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης” (ΑΠ 618/2017, ΑΠ 602/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ήδη, ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα προεδρικά διατάγματα 81/2003 και 164/2004, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα) και το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 2 παρ.1 και 3γ΄ του πδ 164/2004 σε συνδυασμό με άρθρο 51 παρ.1 περ.β΄του ν.1892/1990, όπως αυτή είχε συμπληρωθεί με την παρ. 9 του άρθρου 18 του ν.2198/1994,και αντικαταστάθηκε με την παρ.6 του άρθρου 3 του ν.3229/2004). Το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος ορίζει τα εξής: “1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3… 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου”. Εξάλλου, οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, με επιτρεπόμενη υπέρβαση σε συγκεκριμένες κατηγορίες και περιπτώσεις (άρθρο 6 § § 1,2). Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε, από το άρθρο 7 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό “το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του”, ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι πιο πάνω διατάξεις του π.δ.164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από τις 10-7-2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Έτσι με το άρθρο 11 παρ.1 περ.α, 2 εδ.α και β, 3 και 5 του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος ορίζονται τα εξής: “Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι εκεί οριζόμενες προϋποθέσεις. Συνεπώς, εφόσον δεν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δεν μπορεί να γίνει (ΟλΑΠ 20/2007, Νοβ 2007.2096, ΑΠ 104/2016, ΑΠ 142/2016 ό.π). Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17-4-2001 και εφεξής) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ’ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, βάσει των πιο πάνω διατάξεων ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Συνεπώς στις συμβάσεις αυτές δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 ν.2112/1920 (ΟλΑΠ 20/2007, ΑΠ 413/2016, ΑΠ 142/2016, ΑΠ 104/2016 ό.π). Μάλιστα, στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω διατάξεις του ν. 2190/1994, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιο τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος (ΑΠ 933/2015, ΑΠ 181/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 περ. γ` του π.δ. 164/2004, ως «δημόσιος τομέας» χαρακτηρίζεται αυτός που οριοθετείται «από τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1 του ν. 1892/1990 ή από άλλες ειδικές διατάξεις, όπως εκάστοτε ισχύουν …», ενώ κατά το άρθρο 51 παρ. 1 περ. β` του ν. 1892/1990, στο δημόσιο τομέα υπάγονται και τα ΝΠΔΔ, στα οποία συγκαταλέγονται και οι ΟΤΑ και κατά τα άρθρα 1 παρ. 3 του ν. 2527/1997 και 10 παρ. 5 του ν. 3051/2002, οι επιχειρήσεις των ΟΤΑ υπάγονται στο σύστημα του ν. 2190/1994 ως προς την πρόσληψη του διοικητικού και μη προσωπικού αυτών όλων των κατηγοριών, με εξαίρεση μόνο του ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των διευθυνόντων υπαλλήλων. Έτσι, οι δημοτικές επιχειρήσεις, ως προς την πρόσληψη του προσωπικού τους, λογίζονται φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο ισχύουν οι ως άνω περιοριστικές των προσλήψεων ρυθμίσεις, καθώς και οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος και του ν. 2190/1994 (ΑΠ 628/2015, ΑΠ 184/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντίθετα, η τελευταία αυτή διάταξη μπορεί να εφαρμοσθεί σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα πριν από την έναρξη της ισχύος των τροποποιημένων διατάξεων του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος, οπότε θα μπορούσαν ήδη πριν από την έναρξη της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων να έχουν προσλάβει το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα (ΟλΑΠ 7/2011 ό.π, ΑΠ 107/2017, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 8/2011 ό.π»). Έτσι, ενόψει αφενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920 ούτε κατ’ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του π.δ. 164/2004 αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του προεδρικού αυτού διατάγματος (ΟλΑΠ 13/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΟλΑΠ 20/2007, ΑΠ 104/2016 ό.π, ΑΠ 317/2020 ό.π).
Περαιτέρω ο προϊσχύσας Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων (π.δ. 410/1995, ΦΕΚ Α’ 231), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου σύναψης των αρχικών εκ των επίδικων συμβάσεων, ορίζει στο άρθρο 277 ότι “1. Οι δήμοι […] μπορούν να συνιστούν δικές τους επιχειρήσεις ή να μετέχουν σε επιχειρήσεις που συνιστούν μαζί με άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις που ήδη υπάρχουν: α) για την εκτέλεση έργων που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού, καθώς και για την οικονομική εκμετάλλευση των έργων αυτών, β) για την παραγωγή αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού, γ) την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που έχουν σκοπό την πραγματοποίηση εσόδων […]. 5. Οι παραπάνω δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από αυτόν το νόμο […] 7. Η ευθύνη δήμου ή κοινότητας, που συνιστά ή συμμετέχει σε επιχείρηση του άρθρου 285, περιορίζεται στη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της επιχείρησης”, και στο άρθρο 287 ότι “1. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 277 έως 285 […]. 2. Κατά τα λοιπά στις επιχειρήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 277-285 εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της αστικής και εμπορικής νομοθεσίας”. Περαιτέρω, στον μετέπειτα ισχύοντα Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006) ορίζονται τα εξής: Με το άρθρο 252 παρ. 1 και 3 ότι: “Οι Δήμοι και οι Κοινότητες μπορούν να συνιστούν ή να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται επιχειρήσεις ΟΤΑ, σύμφωνα με τις παρακάτω ρυθμίσεις. Οι επιτρεπόμενες μορφές των επιχειρήσεων αυτών είναι οι εξής: α) δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, β) Ανώνυμες Εταιρείες ΟΤΑ” (παρ. 1). “Οι Ανώνυμες Εταιρείες ΟΤΑ συνιστώνται είτε μόνο από έναν ή περισσότερους Δήμους ή Κοινότητες, είτε….Οι εταιρείες αυτές λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1920” (παρ. 3). Στο άρθρο 260 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι “Η διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική διαχείριση” (παρ. 1), ενώ στο άρθρο 265 ορίζεται ότι “Δήμοι ή Κοινότητες …δυνανται να συνιστούν Ανώνυμες Εταιρείες οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις της εμπορικής και φορολογικής νομοθεσίας” (παρ. 1). “Οι Ανώνυμες Εταιρείες ΟΤΑ συγχωνεύονται, διασπώνται ή λύονται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 2190/1920, όπως ισχύει”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 266 του ως άνω Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ” Για την αξιοποίηση της δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας ή για την εκμετάλλευση κοινόχρηστων χώρων είναι δυνατή η σύσταση Ανώνυμης Εταιρείας μόνο από ένα Δήμο ή μία Κοινότητα, οι οποίοι και εισφέρουν το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου” “Οι εταιρείες του άρθρου αυτού διέπονται από τις ρυθμίσεις των ΑΕ ΟΤΑ και του ν. 2190/1920” (παρ. 5). Έτσι, οι προαναφερόμενες δημοτικές επιχειρήσεις δεν αποτελούν ν.π.δ.δ. ούτε ειδικότερα, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), αλλά συνιστούν αυτοτελείς έναντι των Οργανισμών αυτών επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό τη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, για την επίτευξη ορισμένων, αναφερόμενων στις ανωτέρω διατάξεις, σκοπών, η διαχείριση των επιχειρήσεων αυτών γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική διαχείριση, η δε ευθύνη του Δήμου, που συνιστά ή συμμετέχει σε τέτοια επιχείρηση, περιορίζεται στη συμμετοχή του στο κεφάλαιο της επιχείρησης. Για όσα δε ζητήματα δεν ρυθμίζονται ειδικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εμπορικής και αστικής νομοθεσίας (ΑΠ 677/2021, ΑΠ 628/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Συνεπώς, εργοδότης των μισθωτών που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε τέτοιες επιχειρήσεις είναι η επιχείρηση και κατ` αυτής γεννάται αξίωση καταβολής των αποδοχών τους και όχι οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης που τις συνέστησαν ή συμμετέχουν (ΑΠ 628/2015, ό.π, ΑΠ 1009/2001 ΕλλΔνη 2003.465).
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 103 παρ.1 στοιχ. α του Ν. 3852/2010 και με προφανή σκοπό την εξοικονόμηση δαπανών από τους δήμους ορίσθηκε ότι κάθε δήμος μπορεί να συνιστά ή να έχει έως δύο νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ένα για τους τομείς αρμοδιοτήτων κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης και παιδείας και ένα για τους τομείς αθλητισμού, πολιτισμού και περιβάλλοντος), εφόσον δε διαθέτει κοινωφελή επιχείρηση, τότε μπορεί να έχει έως ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που περιέρχονται στον νέο δήμο συγχωνεύονται υποχρεωτικά σε ένα νομικό πρόσωπο για καθένα από τους τομείς αρμοδιότητάς του που προβλέπονται στην περίπτωση α` της προηγούμενης παραγράφου. Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, από τη δημοσίευση της απόφασης του οικείου δημοτικού συμβουλίου, με την οποία ορίζονται το όνομα, ο σκοπός, η διοίκηση, η περιουσία και οι πόροι του νομικού προσώπου που προκύπτει από τη συγχώνευση, το νέο νομικό πρόσωπο που δημιουργείται, υποκαθιστά αυτοδικαίως τα νομικά πρόσωπα που συγχωνεύθηκαν σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, εξομοιούμενο με καθολικό τους διάδοχο και οι εκκρεμείς δίκες, στις οποίες διάδικα μέρη είναι νομικά πρόσωπα που συγχωνεύθηκαν, συνεχίζονται αυτοδικαίως από το νέο νομικό πρόσωπο, χωρίς να απαιτείται ειδική διαδικαστική πράξη συνέχισης για καθένα από τα νομικά πρόσωπα που συγχωνεύθηκαν. Επομένως, στον συσταθέντα ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου οργανισμό, συγχωνεύονται άλλα ήδη λειτουργούντα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κατ` εφαρμογή του άρθρου 103 παρ.1 στοιχ. α και 2 του Ν. 3852/2010 όχι όμως και η τυχόν λυθείσα δημοτική επιχείρηση, η οποία αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου κατά την παρ. 5 του άρθρου 252 του ως άνω Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, για τον λόγο ότι μεταξύ των σκοπών του ούτω συσταθέντος ΝΠΔΔ περιελήφθησαν οι δραστηριότητες που προηγουμένως ασκούσε η λυθείσα και τεθείσα υπό εκκαθάριση δημοτική ή κοινοτική κοινωφελής επιχείρηση. Και τούτο, διότι δεν συντρέχει περίπτωση συγχώνευσης της δημοτικής επιχείρησης στο συνιστώμενο ΝΠΔΔ, αλλά αυτή εξακολουθεί να υφίσταται για τις ανάγκες της εκκαθάρισης μέχρι την έγκριση του τελικού ισολογισμού εκκαθάρισης και κατά συνέπεια είναι νομικά αδιάφορο το γεγονός ότι το συνιστώμενο ΝΠΔΔ ανέλαβε τις δραστηριότητες αυτής στο πλαίσιο των ιδρυτικών του σκοπών (ΑΠ 379/2019 ό.π). Τέλος, με την υπ’αριθμ. 85Α/2011 (ΦΕΚ Β΄1432/16-6-2011) απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου …, συγχωνεύτηκαν τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Αθλητικός Οργανισμός Δήμου ….» και «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …», σ’ένα ενιαίο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με την επωνυμία «Οργανισμός Άθλησης και Πολιτισμού Δήμου …», ήδη εναγόμενο, το οποίο θα αποτελεί καθολικό διάδοχο των συγχωνευόμενων νομικών προσώπων, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Στην υπό κρίση η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή της ότι προσελήφθη μεν τυπικά από συνεργαζόμενους ή εποπτευόμενους ή προστηθέντες από το εναγόμενο φορείς, αλλά ουσιαστικά από το ίδιο, την 1-11-1996 και απασχολήθηκε έκτοτε έως και τον χρόνο άσκησής της, με διαδοχικά ανανεούμενες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως δασκάλα μουσικής, καλύπτοντας θέση της αντίστοιχης ειδικότητας, και ότι οι συμβάσεις αυτές δεν δικαιολογούνταν από τη φύση, το είδος και το σκοπό της εργασίας της ούτε υπαγορευόταν από κάποιον ειδικό λόγο αλλά χαρακτηρίστηκαν κατ’επίφαση και με σκοπό καταστρατήγησης των δικαιωμάτων της ως τέτοιες, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και προηγουμένως των εποπτευόμενων φορέων του. Ακολούθως, ζητούσε, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν.2112/1920 και 70 του ΚΠολΔ και επικουρικά, εκείνη του άρθρου 11 του πδ 164/2004 : α) να αναγνωριστεί ότι παρείχε τις υπηρεσίες της στο εναγόμενο με ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της, στη θέση που κατείχε και να της καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές της, υπό την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 100 ευρώ ημερησίως, σε περίπτωση άρνησης συμμορφώσεώς του, και επικουρικά να αναγνωριστεί η ακυρότητα της σιωπηρής καταγγελίας της σχέσης εργασίας της και επικουρικότερα, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μετατροπής των συμβάσεών της σε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, υπ’αριθμ. 625/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως ορισμένη και νόμιμη και ακολούθως ως κατ’ουσίαν βάσιμη, ως προς τα κύρια αιτήματά της, κατά την κύρια βάση της.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, με τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεσή του λόγους, αναγομένους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνισή της και την εν όλω απόρριψη της αγωγής.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, απόδειξης και ανταπόδειξης, …….. και ………., που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, που τηρήθηκαν με τη μέθοδο της φωνοληψίας, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, της υπ’αριθμ. ……../31-1-2020 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, που ελήφθη με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμηπρο δύο τουλάχιστον ημερών, κατ’άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου πρώτου του ν.4335/2015κλήτευσης του εναγομένου, που δεν παρέστη κατ’αυτήν (σχετ. η υπ’αριθμ. ……… β/28-1-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητής το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη είναι δασκάλα μουσικής και από το έτος 1996 παρείχε τις υπηρεσίες της στη Δημοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισμού Ανάπτυξης και Προβολής Επικοινωνίας … (ΔΕΕΠΑΠΕΚ) του Δήμου …., που είναι φορέας υπαγόμενος στην εποπτεία του Δήμου …. (άρθρο 203 πδ 410/1995), με διαδοχικές συμβάσεις, αρχικά έργου και στη συνέχεια εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, εργαζόμενη, σύμφωνα με την ειδικότητά της, ως δασκάλα μουσικής. Ειδικότερα, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων έργου, παρείχε αδιαλείπτως στην άνω επιχείρηση τις υπηρεσίες της, από την 1η-11-1996 έως τις 30-6-1997, από την 1η-10-1997 έως τις 30-6-1998, από την 1η-10-1998 έως τις 30-6-1999, από την 1η-11-1999 έως τις 30-6-2000, από την 1η-10-2000 έως τις 30-6-2001, ως δασκάλα μουσικής (επιμελήτρια πιάνου ή αρμονίου), με τόπο παροχής των υπηρεσιών της το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου …., και στη συνέχεια, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως καθηγήτρια μουσικής και δη επιμελήτρια αρμονίου (πλήρους ή μερικής απασχόλησης), από τις 10-10-2001 έως τις 30-6-2002, από την 1η-10-2002 έως τις 30-6-2003, από την 1η-10-2003 έως τις 30-6-2004, από την 1η-10-2004 έως τις 30-6-2005 (σημειώνεται ότι στη σχετική έγγραφη σύμβαση αναγράφεται εκ παραδρομής ως ημερομηνία λήξης της εργασιακής σχέσης η 30-6-2004, που δεν είναι λογικό να ισχύει, αφού προηγείται της ημερομηνίας πρόσληψής της, αντί του ορθού 30-6-2005), από τις 5-10-2005 έως τις 30-6-2006, από τις 11-9-2006 έως τις 30-6-2007, από την 1η-10-2007 ως τις 30-6-2008, από τις 11-9-2008 έως τις 30-6-2009, με τόπο παροχής των υπηρεσιών της το Δημοτικό Ωδείο …, ενώ παράλληλα δυνάμει όμοιων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήψε με την παραπάνω δημοτική επιχείρηση, απασχολήθηκε ως δασκάλα μουσικής, στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση» του Γ΄Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης για το πρόγραμμα «Αερόστατο» του Κέντρου Δημιουργικής Απασχόλησης (ΚΔΑΠ), από τις 18-6-2007 έως τις 30-6-2007, από τις 2-7-2007 έως τις 31-8-2008, από την 1η-9-2008 έως τις 31-7-2009, από την 1η-8-2009 έως τις 31-7-2010-εντός του οποίου εμπίπτει και η απασχόλησή της, από 1-10-2009 έως 30-6-2010, δυνάμει του από 1-10-2009 προσαρτήματος στην από 1-8-2009 σύμβασηαπό την 1-8-2010 έως τις 31-7-2011-εντός του οποίου εμπίπτει και η απασχόλησή της από 9-9-2010 έως 30-6-2011, δυνάμει του από 9-9-2010 προσαρτήματος στην από 1-8-2010 σύμβαση-από την 1-8-2011 έως τις 31-7-2012-εντός του οποίου εμπίπτει και η απασχόλησή της από την 1η-11-2011 έως τις 31-7-2012, δυνάμει του από 1-11-2011 προσαρτήματος στην από 1-8-2011 σύμβασηκαι από την 1η-8-2012 έως τις 31-10-2012, με τόπο παροχής των υπηρεσιών της το ΚΔΑΠ «Αερόστατο», με εξαίρεση τα χρονικά διαστήματα που αφορούν τα παραπάνω προσαρτήματα, δυνάμει των οποίων παρείχε τις υπηρεσίες της ως δασκάλα αρμονίου και πάλι στο Δημοτικό Ωδείο …. 2) Από τις 19-12-2012 έως τις 30-6-2013 και από την 1-11-2013 έως τις 30-6-2014, μέσω σύναψης προγραμματικής σύμβασης με την Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (ΚΟΙΝΣΕΠ), μέλος της οποίας ήταν και η ενάγουσα, για την υλοποίηση του προγράμματος «Διαμόρφωση των βέλτιστων προϋποθέσεων για την καλλιτεχνική, εκπαιδευτική και εν γένει κοινωνική δραστηριότητα του Δημοτικού Ωδείου …..» και 3) στο εναγόμενο, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ως ωρομίσθια δασκάλα αρμονίου, από τις 10-10-2014 έως τις 7-7-2015, από τις 14-10-2015 έως τις 30-6-2016, από τις 13-10-2016 έως τις 12-6-2017, από τις 3-10-2017 έως τις 30-6-2018, από τις 3-1-2019 έως τις 30-7-2019 και από τις 15-10-2019 έως τις 30-6-2020. Η παραπάνω αμιγής δημοτική επιχείρηση με την επωνυμία «Δημοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισμού Ανάπτυξης και Προβολής Επικοινωνίας …» (ΔΕΕΠΑΠΕΚ), το έτος 2010 μετατράπηκε σε κοινωφελή δημοτική επιχείρηση με την ονομασία «Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση ….» (ΔΗ.Κ.Ε.ΚΟ) με την υπ’αριθμ. 07/ΔΤΑ/…. (ΦΕΚ Β΄ …../2009) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, ως καθολική της διάδοχο, επιδοτούμενη, μεταξύ άλλων, από χορηγήσεις του Δήμου ……. Σημειώνεται ότι και προ της σύναψης των ανωτέρω συμβάσεων, η ενάγουσα απασχολείτο στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου ….., ως δασκάλα μουσικής, με το ίδιο αντικείμενο εργασίας. Μετά το έτος 1996, όμως, το Πνευματικό Κέντρο δεν μπορούσε να δικαιολογήσει θέσεις μουσικών και έτσι το έργο αυτό ανατέθηκε στην άνω Δημοτική Επιχείρηση και κατά τα έτη 2012 έως 2014, για τον ίδιο λόγο, προτάθηκε στους καθηγητές μουσικής να συστήσουν Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση, κατ’εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4019/2011, όπως και πράγματι συνέβη, μέσω της σύναψης προγραμματικής σύμβασης, με αντικείμενο τη λειτουργία του Δημοτικού Ωδείου ….., την οργάνωση και διεξαγωγή καλλιτεχνικών και εκπαιδευτικών εκδηλώσεων, και καθορίστηκε ως φορέας υλοποίησής της η παραπάνω Επιχείρηση. Η υλοποίηση των στόχων θα γινόταν με πόρους από τον προϋπολογισμό του εναγομένου, από ίδια έσοδα, δηλαδή εισφορές των εγγεγραμμένων μελών του Δημοτικού Ωδείου, από χορηγίες φυσικών και νομικών προσώπων, από την αξιοποίηση κοινοτικών κονδυλίων και προγραμμάτων, από τον προϋπολογισμό του Δήμου …. αλλά και του εναγομένου, αναφορικά με τις δαπάνες, που αφορούσαν την κοινωνική πολιτική του Δήμου …., με την παροχή εκπτώσεων και απαλλαγών σε ορισμένο αριθμό δημοτών και μαθητών του Δημοτικού Ωδείου, βάσει κριτηρίων. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, και παρ’ ότι όπως ήδη εκτέθηκε, η παραπάνω δημοτική επιχείρηση συνιστούσε αυτοτελές νπιδδ, διεπόμενο από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων, εργοδότης της ενάγουσας ήταν το προαναφερόμενο νπδδ με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου ….», καθολικός διάδοχος του οποίου τυγχάνει κατά τα άνω το εναγόμενο, αφού, αρχικά η παραπάνω δημοτική επιχείρηση και στη συνέχεια η συνεταιριστική επιχείρηση, τελούσαν υπό τον έλεγχο, συντονισμό και καθοδήγηση του άνω νπδδ, όπως σαφώς κατέθεσε ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο μάρτυρας απόδειξης, …….., ο οποίος επιβεβαιώνοντας τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δήλωσε ότι η ενάγουσα ελάμβανε οδηγίες και εντολές από το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου …., το οποίο ασκούσε ουσιαστική εποπτεία στην άνω δημοτική επιχείρηση αλλά και στο πλαίσιο της προγραμματικής σύμβασης, ελέγχοντας όλες τις συμβάσεις και τις εισπράξεις. Αντιθέτως, ο μάρτυρας ανταπόδειξης δήλωσε άγνοια για το καθεστώς που η ενάγουσα απασχολείτο στους προηγούμενους φορείς, πριν δηλαδή τη σύναψη συμβάσεων εργασίας με το ίδιο το εναγόμενο, μετά το έτος 2014. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του άνω νπδδ (Πνευματικό Κέντρο Δήμου …), και δη εκείνη της μουσικής παιδείας των δημοτών και μαθητών του Δήμου …., όπως συνάγεται και από την αδιάλειπτη παροχή των υπηρεσιών της, διαδοχικά στους παραπάνω φορείς, που το ίδιο νπδδ επόπτευε διοικητικά και οικονομικά, και τελικώς και στο εναγόμενο, το οποίο κατέστη μετά το 2014 και τυπικά εργοδότης της, σε χρονικά διαστήματα που συνέπιπταν ως επί το πλείστον με την εκάστοτε σχολική χρονιά-ή και πέραν αυτής-με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η διακοπή της εργασίας της για 2-3 μήνες, κατά τη διάρκεια του θέρους, με συμβάσεις, που άλλοτε χαρακτηρίστηκαν ως έργου και άλλοτε εργασίας ορισμένου χρόνου. Στο πλαίσιο αυτών, η ενάγουσα παρείχε κάθε φορά όμοιες υπηρεσίες, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, με συγκεκριμένο ωράριο, ενώ για την ορθή εκτέλεση της εργασίας της ελεγχόταν από τα αρμόδια όργανα του ίδιου νπδδ και ήδη του εναγομένου. Εξάλλου, τα διάδικα μέρη, με τις συμβάσεις αυτές απέβλεπαν στην παροχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, αυτή καθεαυτή και όχι στην επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου αποτελέσματος, γεγονός που υποδηλώνει η μακροχρόνια, για δεκαοκτώ (18) συναπτά έτη, απασχόλησή της με το ίδιο αντικείμενο, από τους προηγούμενους φορείς αλλά και από το ίδιο το εναγόμενο για έξι (6) περίπου έτη ακόμη. Άλλωστε, όπως ήδη εκτέθηκε, ο λόγος της απασχόλησής της με αυτόν τον τρόπο ήταν ότι δεν υπήρχαν θέσεις με αντίστοιχη ειδικότητα στο Πνευματικό Κέντρο και, επομένως, το μόνιμο προσωπικό του δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες λειτουργίας του Δημοτικού Ωδείου. Η εξυπηρέτηση δε πάγιων και διαρκών αναγκών του, εκ μέρους της ενάγουσας, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η προσέλευση ενδιαφερομένων δεν ήταν σταθερή, καθώς το Πνευματικό Κέντρο όφειλε να εξασφαλίσει εκ των προτέρων τη δυνατότητα κάλυψης της ανάγκης για μουσική εκπαίδευση των δημοτών και μαθητών του Δήμου …… Έτσι, δεν δικαιολογείτο η ορισμένη χρονική διάρκεια των συμβάσεων της ενάγουσας από τη φύση, το είδος και τον σκοπό των παρεχόμενων από αυτήν υπηρεσιών, αλλά ούτε και από οποιονδήποτε αντικειμενικό λόγο, όπως η παροδική αναπλήρωση άλλων κωλυόμενων συναδέλφων της ή για την εκτέλεση παροδικού χαρακτήρα εργασίας, ή την αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών και τέθηκε από το Πνευματικό Κέντρο …. προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας διατάξεων του ν.2112/1920, με συνέπεια να καθίσταται άκυρος ο όρος των συμβάσεών της, ως προς τον χρονικό περιορισμό αυτών, και το σύνολο των διαδοχικών αυτών συμβάσεων να αποτελεί ουσιαστικά μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, κατ’ορθό νομικό χαρακτηρισμό αυτών, η οποία δεν έληξε αυτοδικαίως κατά την ημερομηνία λήξης της τελευταίας χρονικά σύμβασης που συνήψε με το εναγόμενο αλλά εξακολουθούσε να υφίσταται και μετά το χρονικό αυτό σημείο. Όλες, δηλαδή οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου της ενάγουσας έφεραν εξ αρχής τα χαρακτηριστικά μίας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` εφαρμογή των άνω διατάξεων των άρθρων 648 § 1 ΑΚ, 6 Ν. 765/1943 και 8 του Ν. 2112/1920, αφού αυτή τελούσε σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη της, είχαν τον χαρακτήρα της διαδοχικότητας και, τέλος, δεν υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνταν από τη φύση τους, δηλαδή κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη και ο καθορισμένος χρόνος διάρκειάς τους έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές. Επομένως, εφόσον η χρονική αφετηρία τους τοποθετείται προ της 17-4-2001, εφαρμοστέες τυγχάνουν εν προκειμένω οι παραπάνω διατάξεις και αυτές είχαν ήδη προσλάβει τον χαρακτήρα της ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα, χωρίς αυτό να προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 103 § § 7 και 8 του Συντάγματος, μετά την αναθεώρησή τους αλλά ούτε και στην παραπάνω Οδηγία 1999/70/1999, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που εκτίθενται στην αρχή της παρούσας. Ως εκ τούτου, δεν καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις παραπάνω μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του πδ 164/2004. Σημειώνεται ότι, λόγω της συγχώνευσης του πραγματικού εργοδότη της ενάγουσας, νπδδ με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …..», στο εναγόμενο, το τελευταίο, υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκ της προαναφερθείσας σύμβασης εργασίας της, ενώ και οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που το ίδιο συνήψε με αυτήν, υποδηλώνει πέραν της εξυπηρέτησης της παραπάνω πάγιας και διαρκούς ανάγκης, που κατέστη πλέον ανάγκη του ιδίου, μετά τη σύστασή του, τη συνέχεια της εργασιακής σχέσης της, και αυτό υποχρεούτο έκτοτε να την απασχολεί υπό τους ίδιους όρους. Η κρίση αυτή, σύμφωνα και με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, δεν θεμελιώνεται απλώς και μόνον στο γεγονός ότι το εναγόμενο ανέλαβε, κατά τον ιδρυτικό του σκοπό, την ίδια δραστηριότητα με εκείνη της προαναφερθείσας δημοτικής επιχείρησης, αλλά στο ότι η σχέση εργασίας που τη συνέδεε την ενάγουσα με αυτό μετά το 2014 αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια της εργασιακής σχέσης της με τη δημοτική επιχείρηση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τον νόμο αλλά και εκτιμώντας το αποδεικτικό υλικό, κατέληξε στην ίδια κρίση αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, και πρέπει όλοι οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, διατεινόμενο ότι πραγματικός εργοδότης της ενάγουσας ήταν ο εκάστοτε φορέας απασχόλησής της (α΄λόγος), ότι οι συμβάσεις αυτές εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες ανάγκες και γι’αυτό έφεραν τα χαρακτηριστικά των συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου (β΄λόγος), ότι δεν κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες (γ΄λόγος), και ότι η κρίση αυτή της εκκαλουμένης αντιβαίνει στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των διατάξεων του Συντάγματος (δ΄λόγος), να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να συμψηφιστούν, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 106, 1179, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 12-5-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/12-5-2021) έφεση του εναγομένου, κατά της υπ’αριθ. 625/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτήν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 29-3-2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ