Γράφει ο Λεωνίδας Παππάς
Αναδημοσίευση από το dropolinews
H πρώτη απογραφή πληθυσμού στην Αλβανία πραγματοποιήθηκετο 1923, δηλαδή 10 χρόνια μετά τη σύσταση του κράτους.Ο συνολικό πληθυσμός ήταν τότε 814.400, από αυτούς οι 37.000 ήταν ελληνόφωνες (4.5%) ενώ ως προς το θρήσκευμα κατανέμονταν ως εξής :
558.000 (68.5%) Μουσουλμάνοι
171.000 (20.5%) Ορθόδοξοι
85.000 (10.5%) Καθολικοί
Είναι μία απογραφή που θεωρείται ως αξιόπιστη από τους μελετητές, αν και κάποιοι εκτιμούν ότι οι ορθόδοξοι ξεπερνούσαν το 25%, κάτι που αποτυπώνεται και στην απογραφή του 1927 που τους ανεβάζει περίπου στο 23%.
Το ελληνικό κράτος και οι τότε εκπρόσωποι των Βορειοηπειρωτών, θεωρούσαν Έλληνες όλους τους ορθοδόξους της τότε ΝότιαςΑλβανίας, άσχετα με τη γλώσσα που μιλούσαν, ελληνικά, βλάχικά ή αλβανικά.Αυτό όχι από μεγαλοϊδεατισμό, όπως κατέκρινετο αλβανικό κράτος τους νότιους γείτονες, αλλά γιατί οι ίδιοι θεωρούσαν πατρίδα τους την Ελλάδα. Άλλωστε ο ένοπλος αγώναςγια την αυτονόμηση της Βορείου Ηπείρου το 1914, έγινε από το σύνολο των ορθοδόξων, με τον αρχηγό Γεώργιο Ζωγράφο (γιος του μεγάλου εθνικούευεργέτη Χριστάκη) να κατάγεται από το αλβανόφωνο χωριό Κεστοράτι Αργυροκάστρου.
Οι απογραφές του κομουνιστικού καθεστώτος
Στα 45 χρόνια της δικτατορίας (1945-1990) πραγματοποιήθηκαν συνολικά έξι απογραφές ( 1945, 1950, 1955, 1960, 1979, 1989). Το καθεστώς αναγνώρισε ως μειονότητα μόνο τα ελληνόφωνα χωριάτων νομών Αργυροκάστρου, Δελβίνου και Αγίων Σαράντα, δίνοντας τους κάποια υποτυπώδη δικαιώματα με κυριότερο αυτό της εκπαίδευσης στη μητρικής τους γλώσσα, στις τέσσερεις τάξεις του δημοτικού.Αφαίρεσε αυτό το δικαίωμα από τους ελληνόφωνεςτης Χιμάρας, τους Έλληνες κατοίκους των πόλεων και φυσικά ούτε λόγος για τους βλαχόφωνους και τους αλβανόφωνους ή δίγλωσσους Έλληνες της Κορυτσάςκαι άλλων περιοχών.
Η πολιτική αφομοίωσης που εφήρμοσε το καθεστώς, στον σχεδόν μισό αιώνα εξουσίαςτου, είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα. Από τους αλβανόφωνους και τους βλαχόφωνους έλληνες, ελάχιστοι διατήρησαν την ελληνική τους συνείδηση. Παρόλα αυτά, κάποιες κοινότητες, όπως το Μουρσί, το Σοπίκι, το Λούκοβο, μεμονωμένες οικογένειες στην Κορυτσά κ.α.αντιστάθηκανστο κύμα αφομοίωσης,με αποτέλεσμα να υποστούν διώξεις με φυλακές και εξορίες.
Στην απογραφή του 1945 ο αριθμός των Ελλήνων που αναγνώρισε η νέα εξουσία ήταν μόνο 26,535 που στο σύνολο του 1,075,500 αντιστοιχούσε σε 2,5%.Στα επόμενα 45 χρόνια ο πληθυσμός της χώρας τετραπλασιάστηκε και για το καθεστώς Χότζα το ποσοστό των Ελλήνων τις τρεις πρώτες δεκαετίες, παρέμενε σταθερά στο 2,5%, ενώ σε αυτήν του 1979 μειώθηκε στο 1,9%
Στην τελευταία και πιο γνωστή απογραφή του 1989, το αλβανικό κράτος, έκανε άλλη μία «διόρθωση» στον αριθμό των Ελλήνων, μειώνοντας τον στο 1,85%.Σε απόλυτους αριθμούς είχαμε 58,758 σε σύνολο 3,117,601.
1991-2022
Πάγιο αίτημα των εκπροσώπων των μειονοτήτων,ήταν η ελεύθερη δήλωση της εθνικής τους καταγωγής. Όχι μόνο η «Ομόνοια» των Eλλήνων αλλά και οι εκπρόσωποι των μικρότερων μειονοτήτων στην Αλβανία ισχυρίζονταν πως ο αριθμός τους ήταν μέχρι και πενταπλάσιος από τον επίσημο του κράτους.
Στην πρώτη απογραφή που πραγματοποίησε η μετακομμουνιστική Αλβανία το 2001,το αίτημα των μειονοτήτων δεν έγινε δεκτό με αποτέλεσμα να μποϊκοτάρουν τη διαδικασία και σε συνδυασμό με πολλές άλλες αστοχίες, ήταν σα να μην έγινε ποτέ. Άλλωστε η αρμόδια στατιστική υπηρεσία της Αλβανίας (INSTAT) δεν εμφανίζει πουθενά τα στοιχεία αυτής της απογραφής.
Το 2011, μετά και από πολλές παροτρύνσεις- πιέσεις του ξένου παράγοντα, αποφάσισε να απογράψει τον πληθυσμό με αυτοπροσδιορισμό της εθνικής καταγωγής και του θρησκεύματος. Όπως ήταν φυσικό, αποτέλεσε το κορυφαίο θέμα στον πολιτικό βίο και τα ΜΜΕ της χώρας. Αρχικά με τις αντιδράσεις εθνικιστικών κύκλων που αντιτίθονταν στην ελεύθερη δήλωσητης εθνικότητας. Ακόμα και σε αγώνες ποδοσφαίρου εμφανίζονταν πανό κατά του νόμο για την απογραφή. Παρά τις πολλές εσωτερικές αντιδράσεις, η κυβέρνηση Μπερίσα, δεν αφαίρεσε τα «επίμαχα»λήμματα της εθνικότητας και του θρησκεύματος αλλά σε μία κίνηση ελιγμού για να ικανοποιήσει τον κυβερνητικό σύμμαχο που ήταν το ανθελληνικό τσάμικο κόμμα PDIU (με 5 βουλευτές) τροποποίησε το “Νόμο περί Απογραφής”, μόλις ένα μήνα πριν την έναρξη της.Ήταν μία τροποποίηση που είχε στόχο να προκαλέσει σύγχυση και τα κατάφερε, χωρίς να αλλάξει τίποτα ουσιαστικό. Η τροποποίηση που συγκέντρωσε το ενδιαφέρον, ήταν αυτή που προέβλεπε πρόστιμο 1.000 δολαρίων, σε περίπτωση ψευδούς δήλωσης. Ένα πρόστιμο που θαμπορούσε να αφορά π.χ. έναν παραποιημένο αριθμό τέκνων,σπιτιών κ.α. αλλά αυτοί που « ήθελαν να κοσκινίζουν και όχινα ζυμώνουν», αποφάνθηκαν ότι αυτό το πρόστιμο αφορά την εθνικότητα!
Η Ομόνοια – ΚΕΑΔ που τότε βρισκόταν στο απόγειο της εξουσίας, οργάνωνε πομπώδεις συγκεντρώσεις στην Αθήνα(!) για να εκφραστούν οι ανησυχίες για το φορτισμένο αρνητικό κλίμα.
Κάποιες «ασήμαντες» λεπτομέρειες:
1. Η Ομόνοια – ΚΕΑΔ ήλεγχε τότε δέκα δήμους. Τουςοκτώ που αποτελούσαν τους σημερινούς Φοινίκης και Δρόπολης , τη Χιμάρακαι την Λουντζουριά.
2. Η απογραφή θα γίνοντανσε συνεργασίαμε την τοπική εξουσία.
3. Τους απογραφείς τους όριζε η δημοτική αρχή.
Μετά την τροποποίηση του νόμου στη Βουλή της Αλβανίας, η “Ομόνοια” συγκάλεσε Γενικό Συμβούλιο για να πάρει την πιο ανόητη απόφαση της ιστορίας της: Να απευθύνει έκκληση για αποχή από την απογραφή. Ήμουν ο μοναδικός που εξέφρασα την αντίθεση στα όργανα της Ομόνοιας. Είχα τοποθετηθεί τότε δημοσίως και επειδή κάποια σημεία παραμένουν επίκαιρα, όποιος επιθυμεί μπορεί να διαβάσει το άρθρο στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://borioipirotis.blogspot.com/…/09/blog-post_5120.html
Εάν συμμετείχαμε μαζικά σε αυτή την απογραφή, σήμερα θα μπορούσαμε να καταγγείλουμε έναν εξαψήφιο αριθμό Ελλήνων στην Αλβανία και όχι τους 24.243 που μας έχει η INSTAT. Η αποχή μέρους των ελλήνων από την απογραφή, επηρέασε και τα αποτελέσματα των ορθοδόξων,όχι μόνο στο ποσοστό που αναλογεί στο σύνολο αλλά κυρίως στο να επηρεάσει – εγκλωβίσειτην ιεραρχία στο να μην πάρει θέση. Έτσι το παραδοσιακό 20-25% των ορθοδόξων στην Αλβανία έφτασε στο 6.75%
Η Καθολική Εκκλησία που είχε αναλάβει εκστρατεία ενημέρωσης παροτρύνοντας των πιστούς να συμμετέχουν και να δηλώσουν το θρήσκευμα τους, είδαν το ποσοστό τους να παραμένει σταθερά στο 10% αλλά αν συνυπολογίσουμε και ένα σημαντικό μέρος (περίπου 25%) που αρνήθηκε να απαντήσει, το ποσοστό τους φτάνει στο 13.5%.
Αμφισβήτηση της απογραφής του 2011 από τους ξένους
Οι εκθέσεις του State Departmentκαι της Ε.Ε. επέκριναν τελικά την απογραφή, όχι τόσο από τα δικά μας «παιδιαρίσματα» αλλά από τις ουσιαστικές και τεκμηριωμένες αντιδράσεις της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία.
Πολιτική χρήση – επιπτώσεις των αριθμών της απογραφής.
Οι απογραφές δεν γίνονται για την ιστορία και να εμπλουτιστούν οι στατιστικές αλλάνα αποτελέσουν χρήσιμα εργαλεία της εξουσίας στη χάραξη πολιτικών. Ειδικότερα για την Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία, τα αποτελέσματα της απογραφήςθα σχετίζονται άμεσα 1) με την εφαρμογή του Νόμου Μειονοτήτων που ψηφίστηκε το 2017 και 2) στη διανομή των κρατικών κονδυλίων στους δήμους όπου ζει η Ε.Ε.Μ. Η κυβέρνηση Μπερίσα,στα δύο χρόνια κυβέρνησης μετά την απογραφή(2011-2013), δεν έκανε χρήση των αποτελεσμάτων του 11′, υπολογίζοντας ίσως τις αντιδράσεις.Αντίθετα η κυβέρνηση Ράμα, παρόλο που δεν είχε πάρει καμία θέση (ως αντιπολίτευση) για την απογραφή του 11′, στα χρόνια που ακολούθησαν (2013-2022), διένειμε τα κονδύλια προς τους δήμους υπολογίζοντας και τους αριθμούς από την τελευταία απογραφή, στερώντας με αυτόν τον τρόπο σημαντικά ποσά από τους δήμους της Ε.Ε.Μ.
Πόσοι είναι τελικά οι Έλληνες ;
Οι ελληνικής καταγωγής πολίτες της Αλβανίας δεν είναι εύκολο να υπολογιστούν. Μεταξύ των δύο λαών δεν είναι εύκολο να βάλεις γεωγραφικά και ανθρωπολογικά σύνορα. Η περιοχή που ορίζουν τα δύο σημερινά κράτη, για περισσότερα από 2.000 χρόνια ανήκαν στιςίδιες διοικήσεις των μεγάλων αυτοκρατοριών,Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και Οθωμανικής. Στο μεγάλο αυτό χρονικό διάστημαείχαμε εκτεταμένες συγχωνεύσεις και αφομοιώσεις.
Από«το όμαιμον, το ομόγλωσσον, το ομότροπον και το ομόθρησκον»ως τέσσερα συστατικά στοιχεία του έθνους που όριζε ο Ηρόδοτος, στην σημερινή Αλβανία θα βρεις όλους τους συνδυασμούς. Ένα ποσοστό διατήρησε και τα τέσσερα στοιχεία και σε κάποιους άλλους απέμειναν κάποια από αυτά.
Αν δεχτούμε το κριτήριο της συνείδησης (αυτοπροσδιορισμός)- κάτι που δέχεται και το Συμβούλιο της Ευρώπης για τις Εθνικές Μειονότητες – τότε ο πιο αξιόπιστος αριθμός είναι αυτός του Υπουργείου Εσωτερικών της Ελλάδος. Είναι οι 250.000 πολίτες από την Αλβανία που έλαβαν το Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς.Βεβαίως έγιναν και καταχρήσεις αλλά ο αριθμός των παράνομων χορηγήσεων, εκτιμάται ότι είναι περίπου ίδιος με αυτώντων Βορειοηπειρωτών που για διάφορους λόγους δεν έλαβαν αυτή την ταυτότητα.
Το 2012, η ΔΕΕΕΜ «ΟΜΟΝΟΙΑ» δημοσιοποίησε την δική της καταγραφή για τους πολίτες ελληνικής καταγωγής της Αλβανία. Ανακοίνωσε 286.000 Έλληνες, από τους οποίους περίπου οι μισοί έχουν ως μητρική γλώσσα την Ελληνική και οι υπόλοιποι τη Βλάχικη και την Αλβανική.
Η Απογραφή του 2022 και οι προκλήσεις μας
Το Census, όπως επίσημα αποκαλείται από τις αλβανικές αρχές, είναι ένα σημαντικό θέμα με βεληνεκές δεκαετίας αλλά δεν πρέπει ούτε να το υπερτιμούμε και ούτε να το υποτιμούμε.
Τα μεγαλύτερα νούμερα της INSTAT, δε θα λύσουν το δημογραφικό πρόβλημα της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, δε θα αυξήσουν τον αριθμό των παιδιών στις ελληνικές τάξεις των σχολείων μας. Όπως και το μεγαλύτερο ποσοστό ορθοδόξων που θα βγάλει η απογραφή, δε θα αυξήσει το ποίμνιο και αυτών που εκκλησιάζονται.
Δεν παύειόμως να είναι πολύ σημαντικό ζήτημα γιατί όπως προανέφερα αποτελεί εργαλείο στη χάραξη πολιτικών τους κράτους. Είναι διπλά σημαντικό για τους Έλληνες εκτός «μειονοτικών ζωνών» να δηλώσουν την ελληνικότητα τους.
Πριν αναφερθώ στις δικές μας ευθύνες και υποχρεώσεις, το Census αποτελεί πρόκληση πρώτα για την ίδια την Αλβανία που πρέπει επιτέλους να αποδειχτεί τον αυτοπροσδιορισμό των πολιτών της, κάτι που αποτελεί βασική αρχή της Σύμβασης Πλαισίου του Συμβουλίου της Ευρώπης, επικυρωμένη από την Αλβανική Βουλή από το 1999.
Την προηγούμενη εβδομάδα, η «Ομόνοια» μας υπενθύμισε την ύπαρξη της με κάποιες φωτογραφίες συναντήσεων στην Αθήνα και μετά από δύο μέρες ανακοινώνοντας την απόφαση του Γ.Σ. να επεκτείνει την θητεία της «ηγεσίας» πέραν του προβλεπόμενου χρονικού ορίου του καταστατικού, λόγω απογραφής πληθυσμού!!! Προσωπικά νοιώθω άβολα και δεν ξέρω αν έχει νόημα να γίνει κρητική σε κάτι που σωριάστηκε. Εξαιρώ το Παράρτημα Ομόνοιας Χιμάρας που δεν σταμάτησε να ηγείται της κοινότητας και να παράγει πολιτική αλλά στο σύνολο είμαστε εντελώς ακέφαλοι και η θλιβερή αυτή εικόνα δεν μπορεί να χρεωθεί μόνο σε πολιτικά πρόσωπα, είναι και το αποτύπωμα των αντανακλαστικών που έχουμε ως κοινότητα.
Προσωπικά δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω στην ανεξάρτητη πολιτική εκπροσώπηση της Ε.Ε.Μ στην Αλβανία. ‘Έρχονταικάποιες τέτοιες προκλήσεις όπως η Απογραφή Πληθυσμού για να πεισθούν και οι πιο δύσπιστοι πως απαιτείται σοβαρή εκπροσώπηση του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού για να αποτελέσει αξιόπιστο συνομιλητή του Αλβανικού και Ελληνικού κράτους.Διαφορετικά θα μας εκπροσωπούν οι καλλιτέχνες και να λέμεδόξα το θεό που υπάρχουν και οι influencers.
Για την φετινή απογραφή, πρέπει να μαζέψουμε τα «κομμάτια» μας, αφήνοντας στην άκρη, ιδεολογίες, κόμματα και πικρίες του παρελθόντος. Μπορούμε να διαφωνούμε για πολλά άλλα ζητήματα αλλά για το συγκεκριμένο, δε χωράνε διαφωνίες.
Όλοι οι θεσμικοί φορείς πρέπει να μπουν κάτω από την ίδια ομπρέλα εκφράζοντας και υπηρετώντας την ίδια άποψη και σκοπό. Και μόνο για ιστορικούς λόγους αυτή η προσπάθεια πρέπει να στεγαστεί στην Ομόνοια και να κληθούν σε αυτήν πρωτίστως οι εκλεγμένοι δήμαρχοι και βουλευτές αλλά και άλλοι παράγοντες της μειονότητας από το εσωτερικό και εξωτερικό.Είναι ένα μοντέλο που εφαρμόσαμε με εξαιρετική επιτυχίαστην «Ομόνοια» του 2015-2018.Τα τότε αιτήματα της Ομόνοιας προς το Αλβανικό κράτος που αφορούσαν τα ζητήματα Παιδείας και του Νόμου Μειονοτήτων, εκτός των πρόεδρων Ομόνοιας και Κεαδ, τα συνυπέγραψαν ο πρόεδρος του Μέγκα, οι δύο δήμαρχοι και όλοι οι ελληνικής καταγωγής βουλευτές. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αγνοήσει κανείς και επιπλέον εξουδετέρωνε το επιχείρημα της αλβανικής πλευράς προς τους ξένους, ισχυριζόμενη πως «η Ομόνοια είναι μία ακραία οργάνωση που εκφράζει τη μειοψηφία των Ελλήνων στην Αλβανία».
Πέραν όμως του ρόλου των θεσμικών φορέων, είναι σημαντικό να αναλογιστεί ο καθένας την ευθύνη που έχει. Δεν είναι απλά μία κοινωνική υποχρέωση αλλά ένα κάλεσμα το τόπου μας και της ιστορίας.
Λεωνίδας Παππάς
ΠΗΓΗ antibaro.gr