Στόχος να φτάσει το 60% του μέσου μισθού στη χώρα ως το 2023
Η Iσπανία αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα πολιτικών ρύθμισης της αγοράς εργασίας, καταπολέμησης της επισφάλειας και αύξησης των μισθών. Το μέγεθος της ισπανικής οικονομίας, που είναι η τέταρτη μεγαλύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δίνει ξεχωριστή σημασία στην προσπάθεια της ισπανικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, η ιδιαίτερη εργασιακή πραγματικότητα της χώρας –υψηλά ποσοστά ανεργίας διαχρονικά και ειδικά στους νέους, ποιότητα των θέσεων εργασίας και υψηλός βαθμός επισφάλειας– παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με την Ελλάδα, ειδικά αν συνυπολογιστεί και η ευρείας έκτασης απορρύθμιση του εργατικού δικαίου και στις δύο χώρες στις αρχές της προηγουμένης δεκαετίας, σύμφωνα με το Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2021 του Ινστιτούτου ΕΝΑ.
Τα 2 εργαλεία
Τα δύο βασικά εργαλεία που αξιοποίησε η Ισπανία είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού και η παρέμβαση στο εργατικό δίκαιο στην κατεύθυνση ενίσχυσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Στρατηγικός στόχος για την Ισπανία είναι ο κατώτατος μισθός να φτάσει το 60% του μέσου μισθού στην Ισπανία ως το 2023, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην εξέλιξη του ύψους του από το 2018 μέχρι σήμερα. Το 2018 οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές προσδιορίζονταν σε 735,9 ευρώ, ενώ το 2022 ανέρχονται σε 1.000, σημειώνοντας αύξηση 36% μέσα σε τέσσερα έτη. Η προσήλωση στην ανάγκη αύξησης του κατώτατου μισθού οδήγησε στην αναπροσαρμογή του κάθε χρόνο: ορίστηκε στα 900 ευρώ το 2019 (αύξηση 22,3%), στα 950 το 2020 (αύξηση 5,55%), στα 965 το 2021 (αύξηση 1,58%) και τελικά στα 1.000 ευρώ το 2022 (αύξηση 3,63%).
Τα βασικά σημεία των παρεμβάσεων
Τα βασικά σημεία των μέχρι τώρα νομοθετικών παρεμβάσεων μπορούν να συνοψιστούν σε τρία βασικά σημεία:
• Αναγνώριση των εργαζομένων στις ταχυμεταφορές μέσω ψηφιακών πλατφορμών με την υποχρέωση των εργοδοτών να συνάψουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας σε διάστημα τριών μηνών από την ψήφιση του νόμου
• Κατάργηση της αναφοράς ως βάσιμου λόγου απόλυσης της χρήσης αναρρωτικής άδειας για εκτεταμένο διάστημα από τον εργαζόμενο.
• Θέσπιση συστήματος υποχρεωτικής καταγραφής των ωρών εργασίας.
Η πρόσφατη εργασιακή μεταρρύθμιση (Φεβρουάριος 2022), σύμφωνα με το Ινστιτούτο επικεντρώθηκε στον περιορισμό των επισφαλών μορφών απασχόλησης, στην ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την προώθησης της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου ως κύριας μορφής απασχόλησης.
Τα κύρια σημεία της παρέμβασης:
• Κατάργηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, με τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου να θεωρείται η κανονική μορφή απασχόλησης. Κατ’ εξαίρεση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου για αυστηρά περιορισμένα διαστήματα μπορεί να χρησιμοποιούνται για λόγους όπως η αντικατάσταση εργαζομένων σε άδεια ή η ξαφνική και απρόβλεπτη αύξηση του φόρτου εργασίας, με μέγιστη διάρκεια σε κάθε περίπτωση τους 12 μήνες.
• Υπερίσχυση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων έναντι των περιφερειακών ή των επιχειρησιακών σε μισθολογικά ζητήματα και στον καθορισμό των ωρών εργασίας. Ταυτόχρονα, οι όροι των συλλογικών συμβάσεων ισχύουν και μετά τη λήξη αυτών.
• Υπαγωγή των εργολαβικών εργαζομένων στις συλλογικές ρυθμίσεις του κλάδου στον οποίο εργάζονται, εάν αυτές είναι ευνοϊκότερες της εργολαβικής εταιρείας.
• Η εποχική απασχόληση αντιμετωπίζεται ισότιμα με αυτήν με συμβάσεις αορίστου χρόνου. Τα δικαιώματα του εργαζομένου προσδιορίζονται στη βάση της συνολικής του απασχόλησης στον εργοδότη, ανεξάρτητα από τις διακοπές, ενώ καθιερώνεται το δικαίωμα στην επαναπρόσληψη.
• Θεσπίζεται αυστηρό σύστημα κυρώσεων για την τήρηση των προβλέψεων του νόμου.