ΑΠΟΦΑΣΗ
Povilonis κατά Λιθουανίας της 07.04.2022 (αρ. προσφ. 81624/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Žilvinas Povilonis, είναι υπήκοος Λιθουανίας, ο οποίος γεννήθηκε το 1961 και ζει στο Kaunas. Τον Απρίλιο του 2014 ο προσφεύγων αγόρασε ένα σπίτι, το οποίο ήταν ακόμη υπό κατασκευή, από έναν ιδιώτη, τον R.B., στον οποίο είχε παραχωρηθεί οικοδομική άδεια το 2013 μετά την έκδοση σχεδίου ανάπτυξης από τις τοπικές αρχές, το οποίο χαρακτήριζε την έκταση κατοικήσιμη, σε σχέση με πριν, που είχε ψυχαγωγικό μόνο σκοπό.
Μετά την απόκτηση του σπιτιού, χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα οικοδομική άδεια για συνέχιση της κατασκευής, ωστόσο μια ΜΚΟ έκανε καταγγελία τον Ιούνιο του 2014 με σκοπό να ακυρωθεί το σχέδιο ανάπτυξης και να ανακληθούν οι οικοδομικές άδειες με αποτέλεσμα η πώληση της κατοικίας στον προσφεύγοντα να κηρυχθεί άκυρη και η οικοδομική του άδεια να ανακληθεί. Ο προσφεύγων είχε καταθέσει ανεπιτυχώς αγωγή ζητώντας να του επιτραπεί να κτίσει το σπίτι του και να μην υποχρεωθεί να το κατεδαφίσει. Εντωμεταξύ ο προσφεύγων ήταν κατηγορούμενος για δωροδοκία και εμπορία μέσω άσκησης επιρροής στο πλαίσιο οργανωμένης ομάδας. Ο ίδιος στο πλαίσιο της ανάκρισής του υποστήριξε ότι δεν είχε κανένα λόγο να εμπλακεί σε οποιαδήποτε δωροδοκία σχετικά με το σπίτι καθώς δεν είχε ποτέ την πρόθεση να το κρατήσει για ιδία χρήση.
Επικαλούμενος το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι είχε αναγκαστεί να κατεδαφίσει το σπίτι του με δικά του έξοδα, παρά το γεγονός ότι είχε οικοδομική άδεια για την κατασκευή του.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε αντιφάσεις στον τρόπο που περιέγραψε ο προσφεύγων τα γεγονότα δηλαδή αφενός ότι οι αποφάσεις που διέταζαν την κατεδάφιση του σπιτιού είχαν παρέμβει στο δικαίωμα απόλαυσης «της περιουσίας του» και αφετέρου ότι δεν είχε ποτέ την πρόθεση να διατηρήσει το ακίνητο για δική του χρήση.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή θεωρώντας ότι ασκήθηκε κατά κατάχρηση του δικαιώματος αναφοράς βάσει του άρθρου 35 (προϋποθέσεις παραδεκτού) της ΕΣΔΑ, επειδή ο προσφεύγων είχε προσπαθήσει να παραπλανήσει το Δικαστήριο κατά την κατάθεσή της καταγγελίας του.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Žilvinas Povilonis, είναι υπήκοος Λιθουανίας, ο οποίος γεννήθηκε το 1961 και ζει στο Kaunas.
Τον Απρίλιο του 2014 ο προσφεύγων αγόρασε ένα σπίτι, το οποίο ήταν ακόμη υπό κατασκευή, ευρισκόμενο υπό κρατικό έδαφος στο θέρετρο Druskininkai από έναν ιδιώτη, τον R.B., στον οποίο είχε παραχωρηθεί οικοδομική άδεια το 2013 μετά την έκδοση σχεδίου ανάπτυξης από τις τοπικές αρχές, το οποίο χαρακτήριζε την έκταση κατοικήσιμη, σε σχέση με πριν, που είχε ψυχαγωγικό μόνο σκοπό.
Μετά την απόκτηση του σπιτιού, χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα οικοδομική άδεια για συνέχιση της κατασκευής. Ωστόσο, μετά από καταγγελία μη κυβερνητικής ένωσης, κινήθηκαν αστικές διαδικασίες τον Ιούνιο του 2014 με σκοπό να ακυρωθεί το σχέδιο ανάπτυξης και να ανακληθούν οι οικοδομικές άδειες. Το Περιφερειακό Δικαστήριο του Βίλνιους και στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο, έκριναν ότι οι αποφάσεις για το σχέδιο και τις άδειες παραβίαζαν πολυάριθμες νομικές πράξεις και πράξεις δημοσίου συμφέροντος καθώς η έκταση ήταν σε προστατευόμενη περιοχή.
Έτσι η πώληση της κατοικίας στον προσφεύγοντα κηρύχθηκε άκυρη και η οικοδομική του άδεια ανακλήθηκε. Εκδόθηκε εντολή κατεδάφισης του σπιτιού, κάτι που τελικά έγινε τον Αύγουστο του 2020.
Εν τω μεταξύ, ο προσφεύγων είχε καταθέσει ανεπιτυχώς αγωγή ζητώντας να του επιτραπεί να χτίσει το σπίτι του σύμφωνα με τις απαιτήσεις για τον χώρο αναψυχής, και να μην υποχρεωθεί να το κατεδαφίσει.
Πάνω από 30 άτομα έχουν κατηγορηθεί έκτοτε ότι προσπάθησαν να επιδιώξουν ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα στην εν λόγω διαδικασία και η προανακριτική ποινική έρευνα βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Ο προσφεύγων είναι ένας από τους κατηγορουμένους: κατηγορείται για δωροδοκία και εμπορία μέσω άσκησης επιρροής, που διαπράχθηκε σε οργανωμένη ομάδα.
Όταν ανακρίθηκε στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας τον Νοέμβριο του 2019, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι δεν είχε κανένα ενδιαφέρον και κανέναν λόγο να εμπλακεί σε οποιαδήποτε δωροδοκία σχετικά με το σπίτι καθώς δεν είχε ποτέ την πρόθεση να το κρατήσει για ιδία χρήση. Συγκεκριμένα, κατέθεσε ότι είχε αγοράσει το σπίτι μόνο για να βοηθήσει τον φίλο του, R.M., δήμαρχο της περιοχής, ο οποίος δεν είχε τότε την οικονομική δυνατότητα να το αγοράσει. Σε αυτό που ο προσφεύγων περιγράφει ως «μια τιμητική συμφωνία μεταξύ δύο ανδρών», ο R.M. σκόπευε να το αγοράσει από αυτόν σε μια μεταγενέστερη ημερομηνία, με τον προσφεύγοντα στο μεταξύ να το επιπλώνει σύμφωνα με το γούστο του. Είχε μάλιστα συντάξει και διαθήκη αφήνοντας το σπίτι σε τρίτο πρόσωπο ορισμένο από τον R.M.
Τόσο η κατασκευή του σπιτιού όσο και η διαμάχη για τη νομοθεσία που επιτρέπει την οικοδόμηση σε προστατευόμενες περιοχές έχει προσελκύσει μεγάλη προσοχή του κοινού και των μέσων ενημέρωσης στη Λιθουανία.
Επικαλούμενος το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι είχε αναγκαστεί να κατεδαφίσει το σπίτι του με δικά του έξοδα, παρά το γεγονός ότι είχε οικοδομική άδεια για την κατασκευή του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι ο προσφεύγων είχε υποστηρίξει συγκεκριμένα στο έντυπο της προσφυγής και στις παρατηρήσεις του ότι οι δικαστικές αποφάσεις που διέταζαν την κατεδάφιση της κατοικίας είχαν προσβάλει το δικαίωμα απόλαυσης «στην ιδιοκτησία του».
Ωστόσο, στην κατάθεσή του στις εθνικές αρχές για την πρόσφατη ποινική έρευνα, είχε δηλώσει ότι δεν είχε ποτέ την πρόθεση να διατηρήσει το ακίνητο για δική του χρήση. Φάνηκε μάλιστα ότι η εικονική συναλλαγή είχε συναφθεί από την πρώτη στιγμή, με τον R.M. να σκοπεύει να αποκτήσει το σπίτι μακροπρόθεσμα.
Οι δύο αποκλίνουσες εκδοχές του προσφεύγοντα για τα γεγονότα θέτουν σοβαρές αμφιβολίες για την ακρίβεια και την αξιοπιστία των ισχυρισμών του ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν έχει δώσει καμία εύλογη εξήγηση σχετικά με αυτήν την αντίφαση.
Το υπόβαθρο της φερόμενης διαφθοράς στην υπόθεση, στην οποία η Κυβέρνηση είχε αναφερθεί ως «ένα άνευ προηγουμένου σκάνδαλο στη Λιθουανία» και απόδειξη «γνήσιου νομικού εκμηδενισμού», απλώς πρόσθεσε περισσότερη βεβαιότητα ως προς το ότι ο προσφεύγων είχε προσπαθήσει να παραπλανήσει το Δικαστήριο κατά την κατάθεσή της καταγγελίας του.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο του Στρασβούργου απέρριψε την προσφυγή θεωρώντας την κατάχρηση του δικαιώματος αναφοράς βάσει του άρθρου 35 (προϋποθέσεις παραδεκτού) της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι τα πορίσματά του στην υπόθεση δεν είχαν καμία σχέση με την έκβαση της εν εξελίξει ποινικής διαδικασίας στη Λιθουανία (επιμέλεια: echrcaselaw.com)