Υπάλληλοι Εμπορικής Τράπεζας. Παραγραφή αξιώσεων αποζημίωσης από παράνομες πράξεις και παραλείψεις του Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε. Οι εν λόγω απαιτήσεις παραγράφονται εντός πενταετίας από τον χρόνο κατά τον οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση. Επί αγωγής αποζημιώσεως, αυτοτελείς ισχυρισμοί του εναγομένου Δημοσίου ή νπδδ μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς μόνο με την έκθεση απόψεων της Διοίκησης στην προθεσμία που ορίζεται από τις οικείες διατάξεις και όχι με το υπόμνημα.
Αριθμός Απόφασης 1454/2019
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 10ο Μονομελές
Με δικαστή την Ελευθερία-Μαρία Λούστα, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Ελένη Μιγλάκη, δικαστική υπάλληλο,
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήρια του στις 10 Δεκεμβρίου 2018 για να δικάσει την με χρονολογία καταθέσεως 11 Δεκεμβρίου 2017 (ΑΒΕΜ ΕΦ ./18.1.2018) έφεση,
του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Ασπρούδη, σύμφωνα με την από 7.12.2018 έγγραφη δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του ΚΔΔ. την οποία κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου,
κατά του …, κατοίκου Κιλκίς (.), ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Δικαστήριο, μελέτησε τη δικογραφία και
σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο:
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, επιδιώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 16601/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την εν λόγω απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή η με χρονολογία κατάθεσης 12.7.2010 αγωγή του εφεσίβλητου, όπως συμπληρώθηκε με το από 14.10.2016 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. ως καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας» Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ταμείο Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος» (Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε.), να του καταβάλει ποσό 8.942,04 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (8.9.2015) έως την εξόφληση.
2. Επειδή, η συζήτηση της υπόθεσης έγινε νόμιμα, αν και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ο εφεσίβλητος, ο οποίος κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (βλ. την από 24.7.2018 έκθεση επίδοσης της Ελένης Σωτηροπούλου, Γραμματέως Δ.Ε.Α.).
3. Επειδή, στο άρθρο 48 του ν.δ. 496/1974 (Α’ 204) ορίζεται ότι: «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. 2. … 3. Ο χρόνος παραγραφής των κατά του ν.π. αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ’ αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών. 4. . 5. Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του ν.π. ως και των κληρονόμων αυτών εκ καθυστερουμένων συντάξεων, μερισμάτων, επιδομάτων και βοηθημάτων είναι δύο ετών, έστω και αν ενετάλησαν εσφαλμένως.. Εξάλλου, με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977 (Α’ 134), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 56 του ανωτέρω ν.δ. 496/1974, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί οι τελούντες υπό την εποπτεία του (τότε) Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος, ενώ, εξ άλλου, με το π.δ. 305/1985 (Α’ 113) προβλέφθηκε η εφαρμογή επί των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ορισμένων μόνον διατάξεων του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται το επίμαχο άρθρο 48 αυτού. Περαιτέρω, στο μεν άρθρο 937 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α’ 164), ορίζεται ότι: «Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση …», στο δε άρθρο 137 του ν. 3655/2008 (Α’ 58), η ισχύς του οποίου αρχίζει σύμφωνα με το άρθρο 154 του ίδιου νόμου στις 3.4.2008, ορίζεται ότι: «Α. … Β. Παραγραφή απαιτήσεων κατά των ΦΚΑ. 1. Η παραγραφή αξιώσεων κατά των ΦΚΑ αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά των ΦΚΑ είναι πέντε (5) έτη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το παρόν … Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων και βοηθηματούχων των Φορέων και των κληρονόμων τους από καθυστερούμενες συντάξεις, μερίσματα, επιδόματα και εφάπαξ βοηθήματα είναι πέντε (5) έτη, έστω και αν εκδόθηκε εντολή πληρωμής που πάσχει κατά τον τύπο, αλλά στηρίζεται σε νόμιμη αξίωση …».
4. Επειδή, στο Καταστατικό του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος (όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με την απόφαση 137/2565/11/ 21.11.1983 της Υφυπουργού Υγείας και Πρόνοιας, Β’ 668) δεν περιέχεται ειδική διάταξη περί παραγραφής των αξιώσεων από εφάπαξ παροχή. Επομένως, εν όψει αυτού και των προαναφερόμενων διατάξεων, για την παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης από παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων του ως άνω Ταμείου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα, το οποίο, ρυθμίζοντας την παραγραφή απαιτήσεων από αδικοπραξία, προβλέπει ότι οι απαιτήσεις αυτές παραγράφονται εντός πενταετίας από το χρόνο κατά τον οποίο ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημιάς και του υπόχρεου σε αποζημίωση (πρβλ. ΣτΕ 942/2014, 1359/2011, 998/2010, 3761/2005). Για την έναρξη δε της παραγραφής στην περίπτωση αυτή απαιτείται πλήρης γνώση των παρανόμων αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου περί απονομής του εφάπαξ βοηθήματος και δεν συνιστά τέτοια γνώση μόνο η είσπραξή του (πρβλ. ΣτΕ 88/2005, 144/2004), ενώ η παραγραφή των απαιτήσεων αυτών δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 737/2016).
5. Επειδή, στο άρθρο 129 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α’ 97), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), ορίζεται ότι: «1. Το Δημόσιο και το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου προς τα οποία γίνονται οι κατά το προηγούμενο άρθρο επιδόσεις, έχουν υποχρέωση να αποστέλλουν στο δικαστήριο τον, κατά το άρθρο 149, διοικητικό φάκελο, με αναλυτική έκθεση απόψεων για τη διαφορά και, ειδικότερα, για τους προβαλλόμενους νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς. 2. Η έκθεση με τον κατά την προηγούμενη παράγραφο διοικητικό φάκελο διαβιβάζονται στο δικαστήριο δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο … Σε περίπτωση εκπρόθεσμης διαβίβασης, η υπόθεση αναβάλλεται, αν το ζητήσει εκείνος, που έχει ασκήσει το ένδικο βοήθημα ή μέσο ή εκείνος που έχει ασκήσει την παρέμβαση. 3. …». Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 138 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «Υπομνήματα των διαδίκων, για την ανάπτυξη των ισχυρισμών τους, κατατίθενται στη γραμματεία το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες μετά τη συζήτηση. Μέσα σε προθεσμία τριών (3) εργασίμων ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας ο αντίδικος εκείνου, που κατέθεσε το υπόμνημα μπορεί, με δικό του υπόμνημα, να αντικρούσει τις απόψεις, που αναπτύχθηκαν με το υπόμνημα του αντιδίκου του».
6. Επειδή, εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 129 και 138 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας συνάγεται ότι, επί αγωγής αποζημιώσεως, αυτοτελείς ισχυρισμοί του εναγομένου Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., όπως είναι η ένσταση παραγραφής της αξίωσης του ενάγοντος, μπορούν να προβληθούν παραδεκτώς μόνο με την έκθεση απόψεων της Διοίκησης στην προθεσμία, που ορίζεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις και όχι με το υπόμνημα, διότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 138 ΚΔΔ, με το υπόμνημα μπορεί να γίνει μόνο ανάπτυξη ήδη προβληθέντων ισχυρισμών (πρβλ. ΣτΕ 1055/2016, 1293/2015).
7. Επειδή, από την επανεξέταση των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Ο εφεσίβλητος, μόνιμος υπάλληλος της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος από 10.7.1970 έως 30.7.2004, αποχώρησε έχοντας συμπληρώσει στην ασφάλιση του Τ.Α.Π.Ε.Τ.Ε. 34 έτη (31 έτη και 8 μήνες πραγματικής υπηρεσίας και 2 έτη και 19 ημέρες πλασματικού χρόνου ασφάλισης κατόπιν εξαγοράς). Όπως προκύπτει από το από 30.7.2004 σημείωμα χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος του Διευθυντή του Κλάδου Προνοίας του Τ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και το οικείο ένταλμα πληρωμής (απόδειξη) της αυτής χρονολογίας, ο εφεσίβλητος έλαβε εφάπαξ χρηματικό βοήθημα, με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα πριν την αποχώρησή του από την υπηρεσία, ύψους 1.784,46 ευρώ (βλ. σχ. το ./30.7.2004 έγγραφο του Τομέα Οικονομικού και Μέριμνας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.). Το εν λόγω εφάπαξ βοήθημα υπολογίσθηκε αρχικώς με βάση τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου στο ποσό των 62.456,10 ευρώ (μηνιαίος μισθός 1.784,46 ευρώ Χ 14 Χ 250%), περιορίστηκε όμως στη συνέχεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 2084/1992, στο ποσό των 53.514,06 ευρώ. Με τη με χρονολογία κατάθεσης 12.7.2010 αγωγή και τους επ’ αυτής πρόσθετους λόγους, ο εφεσίβλητος προέβαλε ότι οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του επίδικου εφάπαξ βοηθήματος, το οποίο έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, εισάγει συνταγματικά ανεπίτρεπτη παρέκκλιση από τον κανόνα ότι το ύψος του βοηθήματος υπολογίζεται βάσει του χρόνου υπηρεσίας και των αποδοχών του υπαλλήλου και είναι ανάλογο με τις καταβληθείσες απ’ αυτόν εισφορές. Ως εκ τούτου, ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων που ως εκ του χρόνου υπηρεσίας τους και του ύψους των αποδοχών τους, υπεβλήθησαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις, σε σχέση με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι λόγω μικρού χρόνου υπηρεσίας και χαμηλών αποδοχών, κατέβαλαν λιγότερα. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε, μετά την μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με το από 10.11.2016 υπόμνημά του, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. να του καταβάλει, εντόκως, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, άλλως, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 20.401,27 ευρώ, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του εφάπαξ χρηματικού βοηθήματος που έλαβε κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία και εκείνου που προέκυπτε κατά τους ισχυρισμούς του, λαμβάνοντας υπόψη 31 χρόνια και 8 μήνες υπηρεσίας, και μηνιαίο μισθό 2.067,66 ευρώ (σχ. από 30.7.2004 απόφαση απονομής σύνταξης), χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992. Αντιθέτως, το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ως καθολικός διάδοχος του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., με το από 26.5.2017 υπόμνημά του ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, προβάλλοντας, καταρχάς, ότι η αξίωση του εφεσίβλητου έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 137 του ν. 3655/2008, καθώς από την ημερομηνία έκδοσης του σημειώματος χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος και του οικείου χρηματικού εντάλματος πληρωμής (30.7.2004) έως την ημερομηνία κατάθεσης της κρινόμενης αγωγής (12.7.2010) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, άλλως ότι η ένδικη αξίωση έχει υποπέσει στην επίσης πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 Α.Κ., διότι από την έκδοση του σημειώματος χορήγησης του εφάπαξ βοηθήματος, με το οποίο ο εφεσίβλητος έλαβε γνώση της παρανομίας – αφού σε αυτό γίνεται αναλυτικός υπολογισμός του εφάπαξ βοηθήματος και του επίμαχου περιορισμού βάσει του άρθρου 57 του ν. 2084/1992 -, σε κάθε δε περίπτωση, από την είσπραξη του εφάπαξ βοηθήματος και έως την κατάθεση της εν λόγω αγωγής, έχει παρέλθει πενταετία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού απέρριψε τους περί παραγραφής ισχυρισμούς του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. με την αιτιολογία ότι στην προκειμένη περίπτωση έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 937 του ΑΚ., από κανένα δε στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυπτε ότι ο εφεσίβλητος έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης του Διευθυντή Ασφάλισης Προσωπικού, με την οποία του χορηγήθηκε το ένδικο εφάπαξ βοήθημα, ούτε άλλωστε η είσπραξη του μειωμένου εφάπαξ σημαίνει πλήρη γνώση της ζημίας για την έναρξη του χρόνου της παραγραφής της επίδικης αξιώσεως, με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει το ένδικο βοήθημα του εφεσίβλητου κατά τα μνημονευόμενα στη πρώτη σκέψη.
8. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση η προβληθείσα ένσταση παραγραφής. Τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 137 του ν. 3655/2008, από τη θέση της σε ισχύ (3.4.2008) αποκλείει, ως ειδικότερη, την εφαρμογή του άρθρου 937 του Α.Κ. περί παραγραφής της απαίτησης από αδικοπραξία. Ως εκ τούτου, η παραγραφή της ένδικης αξίωσης άρχισε από 30.7.2004 (και όχι από 6.7.2001 όπως προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης), ημερομηνία έκδοσης του σημειώματος χορήγησης εφάπαξ βοηθήματος και του οικείου εντάλματος πληρωμής. Εν όψει αυτών, η ένδικη αξίωση του εφεσίβλητου είχε υποπέσει στην προβλεπόμενη στον παραπάνω νόμο πενταετή παραγραφή, έως την άσκηση της αγωγής του (12.7.2010). Περαιτέρω προβάλλεται ότι ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι εφαρμοστέες, εν προκειμένω, ήταν οι περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 937 του Α.Κ., και πάλι η επίδικη αξίωση είχε υποκύψει σε παραγραφή, διότι το από 30.7.2004 σημείωμα υπολογισμού εφάπαξ περιέχει αναλυτικό υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος και του γενομένου βάσει του άρθρου 57 ν. 2084/1992 περιορισμού.
9. Επειδή, ο πρωτοδίκως προβληθείς λόγος του εκκαλούντος, ότι η επίδικη αξίωση είχε υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 137 του ν. 3655/2008, άλλως στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 του Α.Κ., συνιστούσε αυτοτελή ισχυρισμό, ο οποίος θεμελίωνε τη σχετική – καταλυτική (εν όλω) της αγωγής – ένσταση παραγραφής αυτού. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην έκτη σκέψη, έπρεπε να προταθεί με πληρότητα με τη σχετική έκθεση των απόψεών του εναγόμενου Ταμείου και όχι με το υπόμνημα, όπως εν προκειμένω, αφού άλλωστε, κατά τα μνημονευόμενα στην τέταρτη σκέψη, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το πρωτόδικο δικαστήριο. Όμως, η με αριθμό πρωτ. ./11.11.2016 έκθεση απόψεων του εκκαλούντος ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου περιλάμβανε μόνον στοιχεία ως προς τον χρόνο συνταξιοδότησης του εφεσιβλήτου και τα σχετικά ποσά εφάπαξ βοηθήματος και ουδόλως περιείχε ισχυρισμό περί παραγραφής. Συνεπώς, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε το πρώτον με το κατατεθέν (επί της αγωγής) υπόμνημα του ήδη εκκαλούντος, δεν έπρεπε να εξετασθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά το βάσιμο σχετικό ισχυρισμό του εφεσιβλήτου. Τούτο ανεξαρτήτως ότι, αφενός μεν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο (30.7.2004), σύμφωνα με το εκκαλούν, άρχισε να κινείται η προθεσμία της παραγραφής, δεν είχε τεθεί σε ισχύ ο προαναφερόμενος ν. 3655/2008, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 3.4.2008, αφετέρου δε η είσπραξη του επίμαχου βοηθήματος δεν συνιστά πλήρη γνώση της παράνομης απόφασης περί απονομής αυτού, μη προσκομιζόμενου άλλωστε εγγράφου στοιχείου από το οποίο να προκύπτει επίδοση προς τον εφεσίβλητο του από 30.7.2004 σημειώματος υπολογισμού εφάπαξ. Επομένως, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, έκρινε ότι η αξίωση του ήδη εφεσιβλήτου δεν είχε υποπέσει σε παραγραφή, ήτοι κατέληξε τελικώς στην ίδια κρίση που θα οδηγείτο αν δεν εξέταζε την ένσταση παραγραφής, είναι νόμιμη και ορθή η κρίση του, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου της κρινόμενης έφεσης.
10. Επειδή, κατ’ ακολουθία, μη προβαλλομένων άλλων λόγων, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί, εκτιμωμένων όμως των περιστάσεων, να απαλλαγεί το εκκαλούν από τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την έφεση.
Απαλλάσσει το εκκαλούν από τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 29 Μαρτίου 2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΣΤΑ ΕΛΕΝΗ ΜΙΓΛΑΚΗ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/MonDEfAth.1454.2019.htm