Καθ’ ύλη αρμοδιότητα μονομελούς πρωτοδικείου για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος σε εργατικό ατύχημα ή λόγω ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα, εφόσον η αγωγή στρέφεται κατά του εργοδότη και των υπ’ αυτού προστηθέντων και αποδίδεται σ’ αυτόν ή στους προστηθέντες από αυτόν πταίσμα για την επέλευση του ατυχήματος αυτού και το αξιούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Διαδικασία εργατικών διαφορών. Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του παθόντος ή θανατωθέντος με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Πταίσμα θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των οικοδομικων εργασιών από τους κατά νόμου υπευθύνους. Ο εργολάβος τμήματος του έργου δεν έχει μεν υποχρέωση να λαμβάνει και να τηρεί μέτρα ασφαλείας για προηγούμενα τμήματα του έργου, για τα οποία αντίστοιχη υποχρέωση έχουν οι εργολάβοι ή οι υπεργολάβοι των τμημάτων αυτών, ή αναλόγως ο κύριος του έργου, όμως αν τα μέτρα αυτά δεν έχουν ληφθεί, οφείλει να μην αρχίσει την εκτέλεση του δικού του τμήματος του έργου, διότι διαφορετικά εκθέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του προσωπικού του και υποχρεούται σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας να αποζημιώσει τους παθόντες. Ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση ολόκληρου ή τμήματος του έργου και ανέθεσε την εκτέλεση τμήματος έργου σε υπεργολάβο είναι συνυπεύθυνος με αυτόν για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 306/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Συγκροτούμενο από το Δικαστή Δημήτριο Κοντόπουλο, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πατρών και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 11 Μαΐου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. Της εκκαλούσας …, κατοίκου Πατρών (…), την οποία εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Νικόλαος Παπάκος και Ανδρέας Γούναρης.
Των εφεσίβλητων: 1) … και 4) … από τους οποίους τους 1° και 2° εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Κουκούλης βάσει δήλωσης του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, την 3η εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αλέκος Καρώνης και τον 4° εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Σωτηρία Διαμαντοπούλου.
Β. Του εκκαλούντος …, κατοίκου Πατρών (…), τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Κουκούλης βάσει δήλωσης του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ.
Των εφεσίβλητων: 1) … και 3) … από τους οποίους την 1η εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αλέκος Καρώνης, τη 2η εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Νικόλαος Παπάκος και Ανδρέας Γούναρης και τον 3° εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Σωτηρία Διαμαντοπούλου.
Ο ενάγων, …, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών την από 30-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2195/2014 αγωγή, ενώ η παρεμπιπτόντως ενάγουσα, …, άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 18-2-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 571/2015 παρεμπίπτουσα αγωγή. Επ’ αυτών, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 220/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που διέταξε όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Την παραπάνω απόφαση εκκαλούν: α) η 2η εναγομένη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα με την από 3-8-2016 έφεση της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου 197/2016 και β) ο ενάγων με την από 14-9-2016 έφεση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου 230/2016, αμφότερες δε οι εφέσεις προσδιορίστηκαν να συζητηθούν με τις υπ’ αριθ. 238/2016 και 399/2016 πράξεις της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου, αντίστοιχα, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συνεκφώνηση των υποθέσεων από το πινάκιο και τη συζήτηση τους, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αρμοδίως, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ, φέρονται προς συζήτηση: α) η από 3-8-2016 και με αριθ. καταθ. δικογρ. ενδίκου μέσου 197/2016 έφεση και β) η από 14-9-2016 και με αριθ. καταθ. δικογρ. ενδίκου μέσου 230/2016 έφεση, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 220/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ), αμφότερες δε οι παραπάνω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495, 511, 513 § 1 περ. β, 516 § 1, 517 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα εντός της διετούς προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης, καθόσον από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα δεν προκύπτει το αντίθετο, αν και η εκκαλούσα της από 3-8-2016 έφεσης επικαλείται τέτοια επίδοση στις 19-7-2016 (οπότε και πάλι οι εφέσεις είναι εμπρόθεσμες, έχοντας ασκηθεί εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς όμως να προσκομίζει σχετική έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της εκκαλουμένης με την κατ’ άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ σημείωση του ενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή. Δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, επειδή πρόκειται για διαφορά του άρθρου 663 ΚΠολΔ (άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ), πρέπει αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατόπιν συνεκδίκασής τους, λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της εκ του λόγου τούτου διευκόλυνσης της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 246 και 524 § 1 ΚΠολΔ).
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 § 2 και 663 § 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ποσού δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο), να δικάσει, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 επ. ΚΠολΔ, κάθε διαφορά από σύμβαση ή και απλή σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή των κατά νόμο δικαιουμένων εκ της παροχής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτήρα της διαφοράς ως απορρέουσας από σύμβαση ή απλή σχέση εργασίας ή από αδικοπραξία που προκλήθηκε εξ αφορμής της εργασίας ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το μονομελές πρωτοδικείο δικάζει, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, και τις διαφορές από εργατικά ατυχήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 37 του ΕισΝΚΠολΔ, μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 13 του ν. 551/1915 με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΕισΝΚΠολΔ. Ομοίως, κατά την ορθότερη και κρατούσα στη νομολογία άποψη, υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου και εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος σε εργατικό ατύχημα ή λόγω ψυχικής οδύνης των μελών της οικογένειας του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα, εφόσον η αγωγή στρέφεται κατά του εργοδότη και των υπ’ αυτού προστηθέντων και αποδίδεται σ’ αυτόν ή στους προστηθέντες από αυτόν πταίσμα για την επέλευση του ατυχήματος αυτού και το αξιούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου, δοθέντος ότι πρόκειται περί αδικοπραξίας που τελέστηκε εξ αφορμής της εργασίας (ΟλΑΠ 433/1968 ΝοΒ 16, 1058 – ΑΠ 182/2015 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 1530/2004 ΕλλΔνη 2005, 788). Οι αξιώσεις αυτές υπάγονται στην εν λόγω διαδικασία ανεξάρτητα από το αν πηγάζουν από την εργατική νομοθεσία ή από τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου και ιδίως από τα άρθρα 914, 932 και 938 ΑΚ (Εφθεσ 3555/1996 ΕλλΔνη 39, 599 και 61). Τρίτοι, όμως, οι οποίοι ευθύνονται παράλληλα προς τον εργοδότη ή το μισθωτό, χωρίς να μετέχουν στην εργασιακή σχέση, δεν ενάγονται κατά την εργατική διαδικασία και έτσι, αν το αξιούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αρμόδιο προς εκδίκαση της σχετικής αγωγής είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δικάζον κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 182/2015 ο.π. – ΕφΚρ 473/2007 ΕλλΔνη 2008, 1474 – ΕφΠατρ 695/2007 ΝΟΜΟΣ – ΕφΛαρ 158/2001 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 591 § 2 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η υπόθεση έχει εισαχθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία και, σε αρνητική περίπτωση, οφείλει να διατάξει την εκδίκαση της κατά τη διαδικασία στην οποία αυτή υπάγεται. Η διάταξη έχει εφαρμογή, όχι μόνον όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία, αλλά και όταν εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπάγεται σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Και αν, πέραν της ακαταλληλότητας της διαδικασίας, το δικάζον δικαστήριο είναι και καθ’ ύλην αναρμόδιο, παραπέμπει υποχρεωτικά την υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου (46 ΚΠολΔ), το οποίο και θα εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία. Έτσι, αγωγή υπαγόμενη στην τακτική διαδικασία, που εισήχθη εσφαλμένα στη διαδικασία των άρθρων 664-676 ΚΠολΔ, παραπέμπεται να δικασθεί με την τακτική σε άλλη συνεδρίαση του ίδιου δικαστηρίου, αν είναι αρμόδιο καθ’ ύλην, ή, διαφορετικά, ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην δικαστηρίου. Κατά τον ίδιο τρόπο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ενεργεί και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όταν διαπιστώσει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 146/1995 ΕΕΝ 1996, 154 – ΕφΑΘ 9528/1996 ΕλλΔνη 1997, 688), το εσφαλμένο της διαδικασίας και συγχρόνως την καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οπότε, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, παραπέμπει, υποχρεωτικά (άρθρο 535 § 2 εδ. α’ ΚΠολΔ) την υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην δικαστηρίου, για να δικάσει την υπόθεση κατά την προσήκουσα διαδικασία (ΕφΛαρ 149/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ – Εφθεσ 2492/2001 Αρμ 2002, 67 – Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 591, αρ. 12).
Στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων, …, ισχυρίστηκε με την απευθυνόμενη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών από 30-7-2014 και με αριθ. καταθ. δικογρ. 2195/2014 αγωγή του ότι με σύμβαση έργου που συνήφθη μεταξύ της 1ης και της 2ης εναγομένης η τελευταία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου της κατασκευής και τοποθέτησης ενδοδαπέδιας θέρμανσης στην οικοδομή της 1ης εναγομένης, στην οποία είχε αναλάβει την επίβλεψη των οικοδομικών εργασιών ο 3ος εναγόμενος με την ιδιότητα του πολιτικού μηχανικού. Ότι κατόπιν πρόσληψης του από τη 2η εναγομένη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, παρείχε την εργασία του στην παραπάνω οικοδομή, ως οικοδόμος-πλακοστρωτής, προς εκτέλεση του αναληφθέντος από την εργοδότρια του έργου και συγκεκριμένα για τη διάστρωση του τσιμεντοκονιάματος, καθώς και ότι υπό τις περιγραφόμενες συνθήκες έλαβε χώρα εργατικό ατύχημα, από το οποίο τραυματίστηκε σοβαρά. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, η μεν 1η με την ιδιότητα της κυρίας του έργου, η 2η με την ιδιότητα της εργοδότριας του και συγχρόνως της εργολάβου του έργου και ο 3ος με την ιδιότητα του επιβλέποντος πολιτικού μηχανικού, να του καταβάλουν με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, εις ολόκληρον έκαστος, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την εις βάρος του αδικοπραξία, το ποσό των € 300.040 – μειωμένο κατά € 40, για το οποίο είχε ήδη δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στην ποινική διαδικασία και επρόκειτο να ζητήσει να του επιδικαστεί από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο -νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, με την απευθυνόμενη στο ίδιο Δικαστήριο από 18-2-2015 και με αριθ. καταθ. δικογρ. 571/2015 παρεμπίπτουσα αγωγή η 2η εναγομένη -παρεμπιπτόντως ενάγουσα, Ανδρονίκη Φόη του Ιωάννη, ισχυρισθείσα ότι υπαίτιοι του τραυματισμού του ενάγοντος ήταν οι παρεμπιπτόντως εναγόμενοι για όσους λόγους ανέφερε, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής της από 30-7-2014 αγωγής και υποχρέωσης της να καταβάλει στον ενάγοντα οποιοδήποτε ποσό σε εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί εναντίον της, να αναγνωριστεί αφενός μεν ότι ο 1ος παρεμπιπτόντως εναγόμενος έχει υποχρέωση να της καταβάλει ολόκληρο το ποσό αυτό και επικουρικά να της καταβάλει το 35% του εν λόγω ποσού και αφετέρου ότι οι 2η και 3ος παρεμπιπτόντως εναγόμενοι έχουν υποχρέωση να της καταβάλουν το 35% και το 25%, αντίστοιχα, του ίδιου ποσού. Επί των παραπάνω ενδίκων βοηθημάτων εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 220/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία, χωρίς συνεκδίκασή τους: α) απορρίφθηκε στην ουσία της η αγωγή ως προς τους 1η και 3° εναγόμενους και έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως προς τη 2η εναγομένη, η οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των € 50.000, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β) κρίθηκε ότι η παρεμπίπτουσα αγωγή απαραδέκτως είχε εισαχθεί προς εκδίκαση με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντί της προσήκουσας τακτικής διαδικασίας, και για το λόγο τούτο παραπέμφθηκε αυτή στο καθ’ ύλην αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών για να εκδικαστεί με την τακτική διαδικασία. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις τους, προβάλλοντας ως λόγους την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και περαιτέρω, η μεν εκκαλούσα της από 3-8-2016 έφεσης να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή και σε περίπτωση παραδοχής αυτής, να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της, ο δε ενάγων να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολο της ως προς όλους τους εναγομένους. Όμως, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, τόσο η 1η εναγομένη (κυρία του έργου), όσο και ο 3ος εναγόμενος (πολιτικός μηχανικός), δεν μετείχαν στην ένδικη εργασιακή σχέση, αλλά ήταν τρίτοι ως προς αυτήν, με συνέπεια η ανακύπτουσα μεταξύ του ενάγοντος και αυτών διαφορά για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης να μην υπάγεται στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664-676 ΚΠολΔ), με την οποία εισήχθη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εκδικάστηκε από το τελευταίο, αλλά στην τακτική διαδικασία. Ενόψει δε της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται με βάση το αγωγικό αίτημα (€ 300.000), καθ’ ύλην (και κατά τόπο) αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση της συγκεκριμένης διαφοράς είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών (άρθρα 9, 10, 14 § 2 και 18 ΚΠολΔ), στο οποίο έπρεπε να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς τους παραπάνω δύο εναγόμενους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι με τους 1° και 3° λόγους της από 14-9-2016 έφεσης ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και ως προς το σχετικό με την επί της ουσίας κρίση κεφάλαιο της για τους 1η και 3° εναγόμενους, πρέπει, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και της αναπόσπαστα συνδεόμενης μ’ αυτή καθ’ ύλην αρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 591 § 2 συνδ. με 45 και 46 ΚΠολΔ), να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το αντίστοιχο μέρος της, λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας.
II. Από τη διάταξη του άρθρου 520 § 1 του ΚΠολΔ, κατά την οποία το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 έως 120 του ίδιου κώδικα, για κάθε δικόγραφο, και τους λόγους, για τους οποίους ασκείται, συνάγεται ότι οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, δηλαδή να καθορίζονται με πληρότητα και σαφήνεια τα παράπονα του εκκαλούντος κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, για να παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να κρίνει το νόμιμο και το βάσιμο αυτών. Αν λείπει σαφής και ορισμένος λόγος έφεσης, το δικόγραφο κηρύσσεται άκυρο και η έφεση απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως, ενώ αν ένας από τους περισσότερους λόγους έφεσης είναι αόριστος, τότε μόνο αυτός εξομοιώνεται με ανύπαρκτο λόγο έφεσης και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, ενώ εξετάζονται οι λοιποί ορισμένοι και σαφείς λόγοι έφεσης. Η αοριστία του λόγου έφεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα (ακόμη και της ίδιας δίκης) ή στο δικόγραφο της αγωγής, το οποίο έχει δικαίωμα να ερευνήσει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο μετά την παραδοχή λόγου έφεσης ως βάσιμου και την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης (ΑΠ 1130/2015 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 1709/2013 ΝΟΜΟΣ – Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, εκδ. 2015, σελ. 284-285, παρ. 1075, σελ. 321-322 παρ. 1260 και 1266 με εκεί παραπομπές στη νομολογία).
Ειδικώς για το ορισμένο του λόγου έφεσης, με τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, δεν αρκεί ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, αλλά απαιτείται να αναφέρονται οι συγκεκριμένες νομικές διατάξεις, οι οποίες παραβιάσθηκαν, διαφορετικά ο λόγος έφεσης είναι αόριστος και απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΕφΘεσ 2649/2005 Αρμ 2006, 1578 – ΕφΙωαν 448/2006 ΝοΒ 2007, 1612 – Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, εκδ. 2003, σελ. 219 – Β. Βαθρακοκοαης, Η έφεση, εκδ. 2015, σελ. 285 παρ. 1076). Με βάση τα παραπάνω, ο γενικός (χωρίς αρίθμηση) λόγος της από 3-8-2016 έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για μη παραδοχή της παρεμπίπτουσας αγωγής της, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και επιπλέον λόγω εσφαλμένης εκτίμησης του αγωγικού της δικογράφου, είναι απαράδεκτος λόγω της παντελούς αοριστίας αυτού, καθόσον όχι μόνο δεν προσδιορίζονται οι νομικές διατάξεις που εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά ούτε καν εξειδικεύεται σε τι συνίσταται το σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παρά μόνο αναφέρεται γενικώς και αορίστως ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της εκκαλούσας σε περίπτωση παραδοχής της εναντίον της αγωγής. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον ήθελε εκτιμηθεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης αφορά στην εσφαλμένη παραπομπή της υπόθεσης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών, αυτός και πάλι είναι απαράδεκτος, αφού δεν επιτρέπεται η προσβολή της εκκαλούμενης απόφασης για το λόγο ότι το πρωτοβάθμιο κατώτερο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών) παρέπεμψε την υπόθεση στο ανώτερο από αυτό Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 47 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 για τα κατατιθέμενα μετά την 1-1-2016 ένδικα μέσα (άρθρο ένατο παρ. 2 ν. 4335/2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της υπό κρίση έφεσης (10-8-2016) σε συνδυασμό και με το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (13-6-2016), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 ΕισΝΚΠολΔ.
III. Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στη σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεως του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεως του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005 ΕλλΔνη 2005). Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλιση του στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ’ αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η παράλειψη του εργοδότη να τον ασφαλίσει στο ΙΚΑ κ.λ,π. (ΑΠ 602/2017 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 608/2014 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 2105/2013 ΔΕΕ 2014, 723).
IV. Από τα άρθρα 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του κ.ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 § 1 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όπως είναι και ο τραυματισμός ή ο θάνατος του μισθωτού κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986 – ΑΠ 330/2017 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 534/2017 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 876/2014 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 938/2013 ΔΕΕ 2014, 401). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του παθόντος ή θανατωθέντος, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 (ΑΠ 80/2016 ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 19/2014 ΔΕΕ 2014, 855 – ΑΠ 876/2014 ο.π. – ΑΠ 412/2008 ΝΟΜΟΣ).
Τέτοιο πταίσμα κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από την μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι «ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου», καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερουμένης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κ.λπ., αδικοπραξία (ΑΠ 330/2017 ο.π.). Εξάλλου, προκειμένου περί οικοδομικών εν γένει εργασιών, τέτοιο πταίσμα θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του Π.Δ. 778/1980 περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών από τους κατά νόμο υπεύθυνους (άρθρο 1) και το Ν. 1396/1983 «Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα». Έτσι, κατά το άρθρο 2 του Ν. 1396/1983, για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού θεωρούνται: 1) τεχνικό έργο, κάθε οικοδομή ή άλλη εργοταξιακή κατασκευή χρονικής διαρκείας, όπως ανέγερση, προσθήκη, επισκευή, καθαίρεση και ηλεκτρομηχανολογική εγκατάσταση, 2) μέτρα ασφαλείας, όλα τα μέτρα που αφορούν σε τεχνικά έργα και προβλέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν εκάστοτε για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας, 3) κύριος του έργου, ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος του ακίνητου στο οποίο εκτελείται, ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του, τεχνικό έργο, 4) εργολάβος, το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου ή τμήματος του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό, 5) υπεργολάβος, το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου ή τμήματος του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό, όπως επίσης και το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει, σύμφωνα με τα παραπάνω την εκτέλεση τεχνικού έργου ή τμήματος του. Κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου «ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο. 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού. 3. Να εφαρμόζουν σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος», κατά το άρθρο 4 § 1 του ίδιου νόμου, σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σε έναν εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφάλειας, που του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι και κατά το άρθρο 5 § 1 του ίδιου νόμου, ο εργολάβος και ο υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφάλειας που αφορούν στο τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων του Ν. 1396/1983, ο εργολάβος τμήματος του έργου δεν έχει μεν υποχρέωση να λαμβάνει και να τηρεί μέτρα ασφάλειας για προηγούμενα τμήματα του έργου, για τα οποία αντίστοιχη υποχρέωση έχουν οι εργολάβοι ή οι υπεργολάβοι των τμημάτων αυτών ή αναλόγως ο κύριος του έργου, όμως αν τα μέτρα αυτά δεν έχουν ληφθεί, οφείλει να μην αρχίσει την εκτέλεση του δικού του τμήματος του έργου, διότι διαφορετικά εκθέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του προσωπικού του και υποχρεούται συνεπώς σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας να αποζημιώσει τους παθόντες, αφού με την παράλειψη του και την ανοχή του στην έλλειψη των αναγκαίων μέτρων ασφάλειας δημιούργησε και ο ίδιος κατάσταση επικινδυνότητας για το προσωπικό του (ΑΠ 1858/2011 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι σε αντίθεση με τον κύριο του έργου, που δεν ευθύνεται ως προστήσας για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του εργολάβου, αν δεν επιφύλαξε για τον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου, ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση ολόκληρου ή τμήματος του έργου και ανέθεσε την εκτέλεση τμήματος τούτου σε υπεργολάβο, είναι συνυπεύθυνος με αυτόν για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας, έστω και αν δεν επιφύλαξε για τον εαυτόν του το δικαίωμα διεύθυνσης και επίβλεψης του τμήματος που ανέθεσε στον υπεργολάβο ή και αν συμφώνησαν ότι δεν θα έχει τη διεύθυνση και επίβλεψη του τμήματος αυτού. Και τούτο, διότι ο εργολάβος ευθύνεται σε κάθε περίπτωση με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 1396/1983, για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας και η ανάθεση της εκτέλεσης τμήματος του έργου σε υπεργολάβο, με οποιαδήποτε συμφωνία, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση επίβλεψης και ελέγχου του υπεργολάβου, ειδικά για τη λήψη και τήρηση των παραπάνω μέτρων (ΑΠ 179/2015 ΤΝΠ ΔΣΑ – ΑΠ 139/2014 ΝΟΜΟΣ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την υπ’ αριθ. 47372/8-5-2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Γενικής Προξένου της Ελλάδας στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας, η οποία λήφθηκε κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος προ είκοσι τεσσάρων ωρών (βλ. την υπ’ αριθ. 1192Β/5-5-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών …) και αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, κατ’ άρθρο 671 § 1 εδ. δ’ ΚΠολΔ, αφού η ανωτέρω Γενική Πρόξενος εκτελεί στην αλλοδαπή και χρέη συμβολαιογράφου, σύμφωνα με το άρθρο 52 § 1 περ. στ’ Ν. 3566/2007 (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008, 1131 – ΑΠ 54/2003 ΕλλΔνη 2003, 724), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 § 3 ΚΠολΔ), μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται και έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, καθώς και φωτογραφίες, των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα (άρθρα 444 § 1 περ. γ’, 448 § 2 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει της υπ’ αριθ. …/16-2-2000 άδειας οικοδομής της Διεύθυνσης Χ.Ο.Π της τότε Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας χορηγήθηκε στην 1η εναγομένη, …, άδεια «για προσθήκη καθ’ ύψος σε υπάρχον ισόγειο διωρόφου μονοκατοικίας» στο ευρισκόμενο στη συμβολή των οδών …, στον ʼγιο Βασίλειο Πατρών, ιδιόκτητο οικόπεδο της. Με το από 25-5-2012 «ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης έργου» η 1η εναγομένη ανέθεσε στη 2η εναγομένη, που είναι μηχανολόγος μηχανικός και δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον τομέα της ενεργειακής διαχείρισης κτιρίων και της εμπορίας ειδών κλιματισμού και θέρμανσης, τη μελέτη, την προμήθεια και την κατασκευή συστήματος ενδοδαπέδιας θέρμανσης Multibeton στους ήδη τότε ανεγερθέντες 1° και 2° όροφο της οικοδομής της, συνολικής επιφάνειας 240 τ. μ., σύμφωνα με τις προσφορές, το χρονοδιάγραμμα εργασιών και τα τεχνικά φυλλάδια και σχέδια, που το συνόδευαν και αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του (Ι0ος όρος). Στο ίδιο συμφωνητικό αναφέρθηκε, επίσης, ότι: ι) «Η εργολήπτρια είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας καθώς και τις διατάξεις περί ασφάλειας των εργαζομένων… Η εργολήπτρια, κατά την εκτέλεση του ανατιθέμενου σε αυτήν έργου, υποχρεούται: α) Να χρησιμοποιεί έμπειρο για την εργασία αυτή προσωπικό, αποκλειόμενης απόλυτα της χρησιμοποίησης ανηλίκων, β) να λαμβάνει με σχολαστικότητα κάθε απαιτούμενο μέτρο για την ασφάλεια των εκάστοτε εργαζομένων και να προλαμβάνει κάθε ατύχημα δυνάμενο να προκληθεί κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, γ) να συμμορφώνεται απόλυτα προς τις αστυνομικές και λοιπές διατάξεις» (6ος όρος) και ιι) «Συμφωνείται ρητά ότι με το παρόν εργολαβικό ο εργοδότης αναλαμβάνει μόνο την υποχρέωση καταβολής του εργολαβικού ανταλλάγματος ουδεμία σχέση έχων με το προσωπικό που θα χρησιμοποιήσει για την εκτέλεση του αναλαμβανόμενου έργου η εργολήπτρια, η οποία θα είναι και αποκλειστικά υπεύθυνη για την καταβολή πάσης (ρύσεως αποδοχών σ’ αυτό, εργοδοτικών εισφορών, ασφαλιστικών καλύψεων και γενικά κάθε αξίωσης του προσωπικού που απορρέει από την μεταξύ εργολήπτριας και αυτού σχέση» (Ίος όρος). Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο από 25-5-2012 τεχνικό φυλλάδιο – προσφορά της 2ης εναγομένης, το έργο της κατασκευής ενδοδαπέδιας θέρμανσης προηγείται χρονικά της τελικής επικάλυψης του δαπέδου (π.χ. με πλακίδια) και πραγματοποιείται τεχνικά σε δύο στάδια και συγκεκριμένα κατά το πρώτο στάδιο τοποθετείται και στερεώνεται στο δάπεδο, πάνω σε μονωτικό υλικό, το δίκτυο θέρμανσης, που αποτελείται από εύκαμπτους σωλήνες θέρμανσης Multiplex, ενώ κατά το δεύτερο στάδιο, το οποίο ενδιαφέρει στην ένδικη υπόθεση, γίνεται ρίψη και διάστρωση οπλισμένου με χαλύβδινες ίνες τσιμεντοκονιάματος, που επικαλύπτει το τοποθετηθέν δίκτυο θέρμανσης. Περί τις αρχές Ιανουαρίου 2013 η 2η εναγομένη, έχοντας ήδη ολοκληρώσει το πρώτο εκ των ανωτέρω δύο σταδίων του ανατεθέντος σ’ αυτήν από την 1η εναγομένη έργου (τοποθέτηση θερμοδικτύου), συναντήθηκε με τον αδερφό του ενάγοντος, …, που ήταν τεχνίτης πλακόστρωτης και με τον οποίο είχε συνεργαστεί στο παρελθόν και σε άλλα ομοειδή έργα και ανέθεσε σ’ αυτόν, ως υπεργολάβο, την υλοποίηση του δευτέρου σταδίου του έργου από πλευράς εργασίας και μόνον (τα απαιτούμενα υλικά θα προμήθευε η ίδια), δηλαδή της παρασκευής, ρίψης και διάστρωσης του οπλισμένου τσιμεντοκονιάματος, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που προβλέπονταν από τα τεχνικά φυλλάδια του οικείου έργου, μη έχοντος αποκλειστεί δια του από 25-5-2012 «ιδιωτικού συμφωνητικού σύμβασης έργου» του δικαιώματος της 2ης εναγομένης για εκτέλεση ολόκληρου ή τμήματος του έργου με υπεργολάβο. Μετά ταύτα, προκειμένου ο … να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του έργου, το οποίο συμφώνησε ότι θα ολοκληρωνόταν εντός 5-6 ημερών από την έναρξη του, προσέλαβε ως βοηθούς εργάτες πλακόστρωτες τον ενάγοντα αδερφό του και τον εξετασθέντα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα, …, στους οποίους θα κατέβαλε ο ίδιος το ανερχόμενο στο ποσό των 40-45 ημερομίσθιο τους. Έτσι εχόντων των πραγμάτων στις 23-1-2013 άρχισε η διάστρωση του τσιμεντοκονιάματος στην οικοδομή της 1ης εναγομένης από το 3μελές συνεργείο του …, παρόντος του προστηθέντος της 2ης εναγομένης, μηχανολόγου μηχανικού, …, που εξετάστηκε ως μάρτυρας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος παρείχε τις αναγκαίες τεχνικές και μόνο οδηγίες για την προσήκουσα εκτέλεση του έργου, σύμφωνα με τα συνοδεύοντα το από 25-5-2012 «ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης έργου» σχέδια και τεχνικά φυλλάδια των προδιαγραφών του, χωρίς να επεμβαίνει κατά τα λοιπά στον τρόπο της εκτέλεσης του έργου, που καθοριζόταν αποκλειστικά από το …, με τις υποδείξεις του οποίου και μόνο συμμορφώνονταν ο ενάγων και ο … κατά την προσφορά της εργασίας τους. Στις 29-1-2013, έχοντας ήδη ολοκληρωθεί η επικάλυψη με τσιμεντοκονίαμα του θερμοδικτύου σωληνώσεων στο Β’ όροφο της οικοδομής, το συνεργείο του …, στο οποίο ανήκε ο ενάγων, εργαζόταν πλέον στον Α’ όροφο της ίδιας οικοδομής και συγκεκριμένα εκτελούσε το κυρίως έργο στο εσωτερικό του ορόφου, όπου ήταν τοποθετημένο το προς επικάλυψη θερμοδίκτυο σωληνώσεων, έχοντας ως βοηθητικό χώρο τον εξώστη του ίδιου ορόφου προς την οδό Γαλήνης, μήκους 8 μέτρων και πλάτους 2,20 μέτρων – στον οποίο δεν είχαν ακόμη τοποθετηθεί σταθερά κάγκελα, ούτε είχε τοποθετηθεί κιγκλίδωμα ή δίκτυ προστασίας, ούτε γενικά είχε ληφθεί κάποιο, συλλογικό ή ατομικό μέτρο προστασίας των εργαζομένων έναντι του κινδύνου της πτώσης τους – όπου γινόταν τόσο η εναπόθεση των υλικών και κυρίως της συσκευασμένης σε σάκους του 1-1,5 τόνου άμμου με τη χρήση τηλεσκοπικού γερανού (παπαγαλάκι), ενσωματωμένου στο φορτηγό που μετέφερε τα οικοδομικά υλικά, όσο και η ανάμειξη τους και εν τέλει η παρασκευή του θερμομπετόν. Επειδή περί ώρα 11.30 της ίδιας ημέρας τελείωσε η άμμος, έχοντας διαστρωθεί μέχρι τότε το μεγαλύτερο μέρος του δαπέδου του πρώτου ορόφου, πλην ενός τμήματος 30 τ.μ. πλησίον της θύρας του εξώστη, ο … επικοινώνησε τηλεφωνικά με την προμηθεύτρια των υλικών, …, και ζήτησε να του φέρει την απαιτούμενη ποσότητα άμμου για την ολοκλήρωση του έργου, πλην όμως εκείνη τον ενημέρωσε ότι η μεταφορά της θα καθυστερούσε αρκετές ώρες και για το λόγο τούτο, προκειμένου το συνεργείο να μην παραμένει άπρακτο, ο … ενημέρωσε με τη σειρά του το σύζυγο της 1ης εναγομένης, που κατοικούσε στο ισόγειο της ίδιας οικοδομής, ότι αυτός και οι εργάτες του θα αποχωρούσαν από την οικοδομή και θα επανέρχονταν την επόμενη ημέρα για τη διάστρωση του εναπομείναντος τμήματος. Όμως, λόγω αντίδρασης του συζύγου της 1ης εναγομένης και έντονων παραπόνων του προς τη 2η εναγομένη για την μη τήρηση της υπόσχεσης της προς ολοκλήρωση και παράδοση του έργου την ημέρα εκείνη (29-1-2013), η τελευταία επικοινώνησε με την προμηθεύτρια των υλικών και κατάφερε να γίνει η παράδοση της άμμου την ίδια ημέρα, περί ώρα 14.30, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί αυθημερόν το έργο. Η μεταφορά της άμμου, που ήταν τοποθετημένη σε σάκους των 1-1,5 τόνων, έγινε με φορτηγό της προμηθεύτριας των υλικών, η δε ανύψωση των σάκων με την άμμο και η εναπόθεση τους στον προαναφερθέντα εξώστη του Α’ ορόφου θα γινόταν, όπως και τις άλλες φορές, με τη χρήση του τηλεσκοπικού γερανού του φορτηγού, που χειριζόταν ο οδηγός του φορτηγού, όπως και έγινε. Κατά τη διαδικασία της ανύψωσης και εναπόθεσης του πρώτου σάκου με την άμμο, ο χειριστής του γερανού, επαναλαμβάνοντας τη μέθοδο που είχε ακολουθηθεί τις προηγούμενες ημέρες και το πρωινό της ίδιας ημέρας, κράτησε αιωρούμενο το σάκο σε απόσταση περίπου 50 εκ. πάνω από το δάπεδο του εξώστη του πρώτου ορόφου, λόγω περιορισμού της προς τα άνω κίνησης του γερανού από την οροφή του εξώστη, ο δε ενάγων και ο … έλυσαν το άνοιγμα στη βάση του σάκου, με αποτέλεσμα η άμμος να αρχίσει να πέφτει, μέσω του στομίου, στο δάπεδο του εξώστη. Επειδή μετά από λίγα λεπτά της ώρας η άμμος συσσωρεύτηκε στο στόμιο του σάκου και το έφραξε, εμποδίζοντας έτσι να ολοκληρωθεί η πλήρης εκκένωση του, ο μεν …, που βρισκόταν προς το εσωτερικό του εξώστη, άρχισε να απομακρύνει την άμμο από το στόμιο του σάκου με τα χέρια του, ο δε ενάγων, που βρισκόταν στην άκρη του εξώστη με πλάτη προς το κενό, προσπάθησε να κόψει το λαιμό του σάκου με τη χρήση μαχαιριού, ώστε να είναι ευχερέστερη η έξοδος της. Στην προσπάθεια του αυτή ο ενάγων έχασε την ισορροπία του, με αποτέλεσμα να πέσει από τον εξώστη του Α’ ορόφου με την πλάτη προς το κενό, να καταλήξει στο δάπεδο του ισογείου ορόφου και να υποστεί βαρύτατο τραυματισμό σε ολόκληρο το σώμα του και ιδίως στο κεφάλι. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπαίτια για τον τραυματισμό του και συνεπώς για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από αυτόν είναι, μεταξύ άλλων, και η 2η εναγομένη, η οποία ευθύνεται τόσο με την ιδιότητα της εργοδότριας του, όσο και με την ιδιότητα της εργολάβου του έργου, για όσους λόγους εκθέτει στο αγωγικό της δικόγραφο. Όμως, από την προηγηθείσα παράθεση των πραγματικών περιστατικών που έλαβαν χώρα προκύπτει ότι ο ενάγων δεν συνδεόταν με τη 2η εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αφού οι εν λόγω διάδικοι ουδέποτε είχαν έλθει σε προσωπική ή τηλεφωνική ή κατ’ άλλον τρόπο επαφή προς το σκοπό της πρόσληψης του πρώτου από τη δεύτερη, ως εργάτη, για την εκτέλεση του έργου της διάστρωσης του τσιμεντοκονιάματος και επομένως ουδέποτε καταρτίστηκε μεταξύ τους τέτοιου είδους σύμβαση, έγγραφη ή προφορική, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι τον ενάγοντα προσέλαβε ο αδερφός του, …, ενεργώντας κατ’ εντολή και για λογαριασμό της 2ης εναγομένης, καθόσον μάλιστα τούτο δεν επικαλείται ούτε ο ενάγων. Η ανυπαρξία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και της 2ης εναγομένης, εκτός των άλλων, συνάγεται εμμέσως, κατ’ άρθρο 336 § 3 ΚΠολΔ, και από την αποδειχθείσα έννομη σχέση της σύμβασης υπεργολαβίας που συνέδεε τη 2η εναγομένη με το …, η οποία αποκλείει εκ των πραγμάτων οποιαδήποτε συμφωνία της 2η εναγομένης για πρόσληψη απ’ αυτήν του ενάγοντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου (όπως του μάρτυρα …) για τη ρίψη και διάστρωση του τσιμεντοκονιάματος, αφού η εργασία αυτή αποτελεί το αντικείμενο του υπεργολαβικώς ανατεθέντος στο … έργου. Ειδικότερα, η ιδιότητα του … ως υπεργολάβου και αντιστοίχως η έλλειψη εργασιακής σχέσης μεταξύ του ενάγοντος και της 2ης εναγομένης αποδεικνύεται ιδίως από τα εξής: 1) Από την επ’ ακροατηρίου ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος με επιμέλεια του ενάγοντος έτερου εργάτη, …, ο οποίος κατέθεσε με σαφήνεια, μεταξύ άλλων, ότι «… ο … κανόνιζε με την κύρια …. Ο … μου τηλεφώνησε και μου είπε να πάω για δουλειά… εμείς ό,τι κάναμε το κανόνιζε ο … Ο … κανόνιζε πόσοι θα απασχοληθούν και πόσες ημέρες θα απασχολούνταν… Ο … θα κανόνιζε το ακριβές ύψος του μεροκάματου που θα παίρναμε… Δεν είχαμε εποπτεία από κανένα… δεν γνωρίζω τι χρήματα συμφώνησε (ο …) να πάρει συνολικά. Εγώ είχα αφεντικό-μάστορα το …», καθώς και από την από 8-2-2013 έκθεση ένορκης εξέτασης του ιδίου ενώπιον των ενεργήσάντων την αστυνομική προανάκριση αστυνομικών υπαλλήλων, όπου αναφέρει ότι «Είμαι πλακόστρωτης και εργάζομαι με τον …». 2) Από την από 8-2-2013 έκθεση ένορκης εξέτασης του … ενώπιον των ενεργησάντων την αστυνομική προανάκριση αστυνομικών υπαλλήλων, σύμφωνα με την οποία «…την 21-1-2013 η … με κάλεσε και μου είπε να ρίξω τα θερμομπετά στην οικοδομή της κας …». Απ’ αυτήν συνάγεται ότι η 2η εναγομένη απευθύνθηκε αποκλειστικά και μόνο στο …, ως επικεφαλής συνεργείου οικοδομικών έργων πλακόστρωσης -τσιμεντόστρωσης, προκειμένου να του αναθέσει υπεργολαβικά το τμήμα του έργου της διάστρωσης του τσιμεντοκονιάματος και δεν κάλεσε ξεχωριστά καθέναν από τους εργαζόμενους στο συνεργείο του (ενάγοντα και …) για να τους προσλάβει η ίδια ως εργαζόμενους της. 3) Εκείνος που προμήθευε τον ενάγοντα και το … με τα εργαλεία της εργασίας τους (φτυάρια κ.λ.π.) δεν ήταν η 2η εναγομένη, όπως θα συνέβαινε αν αυτή ήταν η εργοδότρια τους, αλλά ο …, ο οποίος μετέφερε στο χώρο της οικοδομής και την ιδιόκτητη μπετονιέρα του για την ανάμειξη των οικοδομικών υλικών, όπως είθισται να πράττει κάθε εργολάβος ή υπεργολάβος οικοδομικού έργου, όχι δε ο εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας. 4) Ο … είχε συνεργαστεί με τη 2η εναγομένη και στο παρελθόν, αναλαμβάνοντας υπεργολαβικά τη διάστρωση τσιμεντοκονιάματος σε άλλες οικοδομές, πλην όμως, επειδή δεν είχε κάνει έναρξη επιτηδεύματος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και δεν είχε τη δυνατότητα να εκδώσει αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, παρέδιδε στη 2η εναγομένη τιμολόγια παροχής υπηρεσιών άλλων υπεργολάβων, όπως τούτο προκύπτει από την από 8-5-2015 ένορκη βεβαίωση της έχουσας ιδία αντίληψη περί τούτου υπαλλήλου γραφείου της 2ης εναγομένης, …, και επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από τα προσκομιζόμενα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών τρίτων εργολάβων σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής της αμοιβής του …, που αφορούν στα ίδια έργα (τόσο στα τιμολόγια, όσο και στις αποδείξεις πληρωμής εξειδικεύεται το εκτελεσθέν έργο με αναγραφή του ονοματεπωνύμου του κυρίου του έργου) και ταυτίζονται ως προς τα αναγραφόμενα σ’ αυτά ποσά, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, τον οποίο πληρωνόταν ο … από τη 2η εναγομένη. Όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν δεν αναιρούνται από το ότι: α) η 2η εναγομένη είχε αναθέσει την επίβλεψη του συνολικού έργου της ενδοδαπέδιας θέρμανσης σε μηχανολόγο μηχανικό, που απασχολούσε στην επιχείρηση της, καθόσον ο τελευταίος παρείχε οδηγίες μόνο σε σχέση με την τήρηση των σχεδίων και των τεχνικών προδιαγραφών του έργου, χωρίς να ασκεί συγχρόνως εποπτεία και έλεγχο για λογαριασμό της 2ης εναγομένης στους εργαζόμενους στο συνεργείο του …, παρέχοντας σ’ αυτούς δεσμευτικές οδηγίες σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης του έργου της κατασκευής, ρίψης και διάστρωσης του τσιμεντοκονιάματος, αφού τέτοιες δεσμευτικές οδηγίες προς τον ενάγοντα και το … έδινε μόνο ο …, ο οποίος τους είχε προσλάβει ως αναγκαίο εργατικό προσωπικό του για την εμπρόθεσμη εκτέλεση του υπεργολαβικώς αναληφθέντος απ’ αυτόν έργου και καθόριζε το είδος της απασχόλησης του καθενός, β) ο … δεν είχε κάνει έναρξη επιτηδεύματος και για το λόγο τούτο δεν είχε δικαίωμα να εκδίδει και δεν εξέδιδε τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, αφού τούτο αφορά σε φορολογικής (ρύσης παράβαση του …, η κατάφαση της οποίας δεν αλλοιώνει τη διαμορφωθείσα πραγματική κατάσταση, γ) με τις υπ’ αριθ. 55/9/21-1-2014 και 56/9/21-1-2014 αποφάσεις της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΙΚΑ απορρίφθηκαν οι ασκηθείσες ενστάσεις της 2ης εναγομένης, με τις οποίες αμφισβήτησε την ιδιότητα της ως εργοδότριας του ενάγοντος και του … για την παρασχεθείσα εργασία τους στην οικοδομή της 1ης εναγομένης, καθόσον οι εν λόγω αποφάσεις του ΙΚΑ αφορούν αποκλειστικά και μόνο σε ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης και προσδιορισμού του υπόχρεου σε καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, σύμφωνα με το άρθρο 8 § 5 Α.Ν. 1846/1951 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων», χωρίς να είναι δεσμευτικές για τα πολιτικά Δικαστήρια, ενώ, σημειώνεται, ότι ο χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως υπεργολάβου στα πλαίσια σύμβασης έργου είναι ανεξάρτητος από την ιδιότητα με την οποία το πρόσωπο αυτό φέρεται να είναι ασφαλισμένο σε ασφαλιστικό οργανισμό (άρθρο 2 περ. 5 του Ν. 1396/1983), δ) τα οικοδομικά υλικά για την εκτέλεση του έργου παρείχε κατά κοινή ομολογία των διαδίκων η 2η εναγομένη, καθόσον τούτο αποτελεί αποδεκτό αντικείμενο συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών, στα πλαίσια της σύμβασης υπεργολαβίας, περί του εάν την ύλη για την εκτέλεση του έργου θα παράσχει ο εργολάβος ή ο υπεργολάβος του έργου και ε) κατά την ημέρα του ατυχήματος ο … συμμορφώθηκε με την υπόδειξη της 2ης εναγομένης για αναμονή της μεταφοράς των οικοδομικών υλικών στην οικοδομή προς το σκοπό της ολοκλήρωσης του έργου αυθημερόν, αφού, ενόψει της μικρής επιφάνειας (30 τ.μ.) του τμήματος του εσωτερικού χώρου του Α’ ορόφου, που απέμενε προς διάστρωση τσιμεντοκονιάματος για την ολοκλήρωση του έργου, οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά του …, ως υπεργολάβου (και όχι ως εργαζόμενου που ακολουθεί τις εντολές του εργοδότη του), θα ήταν αντίθετη προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και επιπλέον θα παραβίαζε το ανώτατο χρονικό όριο των 6 ημερών που είχε συμφωνηθεί μεταξύ αυτού και της 2ης εναγομένης για την ολοκλήρωση της κατασκευής του θερμομπετόν (όπως ήδη εκτέθηκε, η ρίψη και διάστρωση του θερμομπετόν είχε αρχίσει στις 23-1-2013 και έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι την 29-1-2013, εξαιρουμένης της ενδιάμεσης αργίας της Κυριακής). Συναφώς επισημαίνεται ότι ο ενάγων (όπως και ο …) δεν έλαβε καμία εντολή ή οδηγία από τη 2η εναγομένη να παραμείνει για εργασία στην οικοδομή της 1ης εναγομένης προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο, όπως θα συνέβαινε αν υφίστατο μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, παρά ακολούθησε την εντολή του αδερφού του, …, ο οποίος και μόνον διατηρούσε επικοινωνία με τη 2η εναγομένη και κανόνιζε τα της εργασίας του συνεργείου του. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αποδεικνύεται ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγή κατά το μέρος που αυτή στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του συναφούς 2ου λόγου της από 14-9-2016 έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτού και της 2ης εναγομένης. Συνέπεια της παραδοχής αυτής είναι να μην μπορεί να χαρακτηριστεί το ένδικο ατύχημα, εντός των καθορισθέντων με το αγωγικό δικόγραφο υποκειμενικών ορίων της παρούσας δίκης, ως «εργατικό ατύχημα» και έτσι να μην μπορεί να εφαρμοστεί για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής – η οποία στηρίζεται σωρευτικά στις διατάξεις για τη σύμβαση εργασίας και στις διατάξεις του κοινού δικαίου για την ευθύνη της 2ης εναγομένης ως εργολάβου του οικοδομικού έργου – η ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 664-676 ΚΠολΔ, με την οποία εισήχθη προς εκδίκαση, αφού τηρητέα είναι η τακτική διαδικασία, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου του είδους της εφαρμοσθείσας διαδικασίας. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι το αιτούμενο με την αγωγή ποσό χρηματικής ικανοποίησης (€300.000) υπερβαίνει το ποσό των € 250.000, που έχει οριστεί με το άρθρο 14 § 2 ΚΠολΔ ως το ανώτατο όριο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου, έπεται ότι καθ’ ύλην (και κατά τόπο) αρμόδιο δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση, είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών, σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10, 14 § 2 και 18 ΚΠολΔ. Επομένως, λόγω της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του δικάσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως συνδυαστικά με το είδος της προσήκουσας διαδικασίας (άρθρα 591 § 2 συνδ. με 45 και 46 ΚΠολΔ), πρέπει, κατά ουσιαστική παραδοχή αμφοτέρων των εφέσεων, με τις οποίες προβάλλονται λόγοι έφεσης επί της ουσίας της διαφοράς και σε σχέση με την ύπαρξη ή μη ευθύνης της 2ης εναγομένης ως εργολάβου, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και κατά το μέρος τούτο και εν τέλει πρέπει αυτή να εξαφανιστεί για το σύνολο των διατάξεων της που αφορούν στην από 30-7-2014 αγωγή (παραμένουσας αυτής ισχυρής ως προς τις διατάξεις της που αφορούν στην από 18-2-2015 παρεμπίπτουσα αγωγή), παρέλκουσας της έρευνας των εμπεριεχόμενων σ’ αυτές λόγων έφεσης, με τους οποίους προβάλλονται παράπονα που άπτονται της ουσίας της διαφοράς και εκφεύγουν των ορίων της ήδη προηγηθείσας έρευνας του είδους της έννομης σχέσης που συνδέει τον ενάγοντα και τη 2η εναγομένη. Ακολούθως, εφόσον κρίθηκε ότι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών, τόσο ως προς τους 1η και 3ο εναγόμενους, με την ιδιότητα της κυρίας του έργου και του επιβλέποντος πολιτικού μηχανικού, αντίστοιχα, κατά τα εκτεθέντα στην αρχή της παρούσας, όσο και ως προς τη 2η εναγομένη, με την ιδιότητα της εργολάβου και μόνο, πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί στο σύνολο της στο ως άνω Δικαστήριο προς εκδίκαση με την προσήκουσα τακτική διαδικασία. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 3-8-2016 και με αριθ. καταθ. δικογρ. ενδίκου μέσου 197/2016 έφεση και β) την από 14-9-2016 και με αριθ. καταθ. δικογρ. ενδίκου μέσου 230/2016 έφεση.
– Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.
– Δέχεται κατ’ ουσίαν την από 3-8-206 έφεση, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
– Δέχεται κατ’ ουσίαν την από 14-9-2016 έφεση.
– Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 220/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, κατά το μέρος που έκρινε επί της από 30-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2195/2014 αγωγής.
– Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς την παραπάνω αγωγή, στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών, προκειμένου να εκδικαστεί με την τακτική διαδικασία.
– Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Πάτρα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 30 Ιουλίου 2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»