Απόρριψη αιτήσεως στον πρώτο βαθμό λόγω μη ληξιπροθέσμων οφειλών. Παραδεκτή η παραίτηση σε δεύτερο βαθμό, οφειλέτη, ως προς έναν εκ των δανειστών για ενήμερη οφειλή. Δεκτή η ασκηθείσα έφεση.
Αριθμός αποφάσεως 9134/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα Εφέσεων
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κλεοπάτρα Μουλακάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Παναγιώτα Στρατικοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Φεβρουαρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας-αιτούσας: …, κατοίκου Αθηνών (οδός …), Α.Φ.Μ. …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσάνθη Ντέμου-Παππά.
Των εφεσιβλήτων-καθών η αίτηση: 1) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» (Τ.Π. & ΔΑΝΕΙΩΝ), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Ακαδημίας, αριθμ. 40) κι εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρασκευή Σουρταγγιά και 2) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αμερικής, αριθμ. 4) κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η εκκαλούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 31-12-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 7396/2015 αίτησή της, την οποία απηύθυνε προς το Ειρηνοδικείο Αθηνών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 1017/Φ7396/2016 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αίτηση. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως, η εκκαλούσα άσκησε την από 26-1-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2017 έφεση, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό καταθέσεως …/2017 και αριθμό καταθέσεως δικογράφου …/2017, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, μετά από εκφώνησή της με τη σειρά της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εκκαλούσας και του πρώτου εφεσίβλητου, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221, 223 και 522 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι με την άσκηση της παραδεκτής έφεσης αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε, με την άσκηση της αγωγής, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (μεταβιβαστικό αποτέλεσμα). Επομένως, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων ή αιτών μπορεί, ενόψει της πηγάζουσας από το ανωτέρω αποτέλεσμα εξουσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, να δικάσει απαρχής την αγωγή ή την αίτηση και να αποφασίσει για όλα τα υποβληθέντα για οριστική διάγνωση της διαφοράς αναγκαία ζητήματα, να παραιτηθεί και στο στάδιο αυτό της δευτεροβάθμιας δίκης από το δικόγραφο της αγωγής ή της αίτησης ή από το εξ αυτού δικαίωμα, εκτός και αν ο αντίδικος του προβάλλει αντιρρήσεις, επικαλούμενος έννομο συμφέρον να περατωθεί η δίκη με την έκδοση οριστικής, επί της υπόθεσης, απόφασης, όπως όταν πρωτόδικα είχε ερευνηθεί στην ουσία της η υπόθεση και από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, ο εναγόμενος ή ο καθού η αίτηση πιθανολογεί την έκδοση ευνοϊκής υπέρ των απόψεων του απόφασης, εφόσον, δε, η παραίτηση γίνει κατά τους τύπους του άρθρου 297 ΚΠολΔ, δηλαδή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά του δικαστηρίου, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου ή με δήλωση στις προτάσεις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφαίνεται καταργημένη τη δίκη απαρχής, δηλαδή από τη διαδικασία του πρώτου βαθμού (ΑΠ 270/1987, ΕλλΔικ 29, 1363, ΕφΑΘ 472/2009, ΧρΙδΔ 2010, 55). Στην περίπτωση αυτή, επομένως, καταργείται η δίκη και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ενώ αίρεται εμμέσως και η ισχύς της πρωτόδικης απόφασης, για την εξαφάνιση, όμως, της οποίας ορθότερο είναι να διαλαμβάνει ρητή διάταξη η εφετειακή απόφαση, ώστε να μη συντρέχει περίπτωση αμφιβολίας (ΕφΑΘ 4395/1989, ΕλλΔικ 1993, 1379).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας, η εκκαλούσα, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα, με την παρούσα, πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, η οποία περιελήφθη και στις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της που κατατέθηκαν ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 31-12-2015 αίτησης, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1017/Φ7396/2016 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ως προς τη δεύτερη καθής η αίτηση και ήδη δεύτερη των εφεσίβλητων ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.». Ενόψει, δε, του ότι η δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε προσηκόντως εκ του πινακίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας νόμιμη δικάσιμο, δεν προέβαλε αντιρρήσεις για τη γενόμενη, εκ μέρους της εκκαλούσας, παραίτηση από το δικόγραφο της ένδικης αίτησης, πρέπει, με βάση όσα εκτέθηκαν στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη, να εξαφανισθεί ως προς την δεύτερη των εφεσίβλητων η εκκαλουμένη και να καταργηθεί η δίκη και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κατά τα λοιπά, η υπό κρίση έφεση της αιτούσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμ. 1017/Φ7396//2016 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, ερήμην της δεύτερης καθής η αίτηση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 εδ. β’ του Ν. 3869/2010), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 495 επ., 511, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 741, 760, 761, 762 ΚΠολΔ, 14 Ν. 3869/2010), εφόσον η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 21-2-2017, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (11-11-2016), και δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, αρμοδίως, δε, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3994/2011 και ισχύει για εφέσεις κατά αποφάσεων ειρηνοδικείου που ασκούνται από 25-7-2011 και εξής). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι κατά την κατάθεση της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου, καταβλήθηκε και το απαιτούμενο, από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, ως ισχύει, παράβολο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 8827/297/21-2-2017 έκθεση του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
Με την από 31-12-2015 αίτηση της, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, μεταξύ άλλων και προς το πρώτο καθού η αίτηση και ήδη πρώτο εφεσίβλητο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» (Τ.Π. & ΔΑΝΕΙΩΝ), ζήτησε να επικυρωθεί το προτεινόμενο από αυτή σχέδιο διευθέτησης οφειλών, άλλως να γίνει ρύθμιση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 Ν.3869/2010 και να εξαιρεθεί από την ρευστοποίηση η κύρια κατοικία της αιτούσας και ήδη εκκαλούσας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 του ίδιου Νόμου, ώστε με την τήρηση της ρύθμισης να επέλθει απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, έκρινε ότι η αιτούσα επικαλείται την ύπαρξη μόνο μη ληξιπρόθεσμων οφειλών και υποβάλλει την αίτηση διαβλέποντας ότι δε θα μπορέσει να τις καταβάλει στο μέλλον κι απέρριψε την αίτηση ως μη νόμιμη και ειδικότερα ως προώρως υποβληθείσα, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού περί μη ύπαρξης ληξιπρόθεσμων χρεών του πρώτου καθού η αίτηση και ήδη πρώτου εφεσίβλητου. Κατά της εν λόγω απόφασης παραπονείται ήδη η αιτούσα με την κρινόμενη έφεση της, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, διώκοντας την εξαφάνιση της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτησή της.
Το άρθρο 1 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά τις επελθούσες τροποποιήσεις του, το οποίο ρυθμίζει τα χρέη των φυσικών προσώπων που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα, ορίζει τα ακόλουθα: «1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. 2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών οι οποίες: είτε α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 είτε β) προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης είτε γ) προέκυψαν από χορήγηση δανείων από Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του Ν. 3586/2007, όπως ισχύουν (Α’ 151). 3. Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη δύναται να γίνει μία μόνο φορά». Εξάλλου, ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 62 του Ν. 2214/1994 «Αντικειμενικό σύστημα φορολόγησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 75 Α’), ότι για την εξυπηρέτηση και ασφάλιση των τοκοχρεωλυτικών δανείων που χορηγούνται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους και λοιπούς δικαιούμενους κατά την κείμενη νομοθεσία, κάθε δανειζόμενος υποχρεούται να εκχωρήσει υπέρ του δανειστή: α) μέχρι τα 6/10 όλων γενικά των τακτικών μηνιαίων απολαβών του (μισθό, επιδόματα, μηνιαία αναλογία δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, ΔΙΒΕΕΤ κ.λπ.), β) μέχρι τα 6/10 της κανονισθησομένης κύριας και επικουρικής συντάξεως του και όλων γενικά των μερισμάτων και άλλων παροχών που τακτικά λαμβάνει από τα ασφαλιστικά του ταμεία, γ) από το εφάπαξ βοήθημα που χορηγείται σε αυτόν από οποιονδήποτε ασφαλιστικό του φορέα ή από την οριζόμενη από την εργατική νομοθεσία αποζημίωση λόγω λύσεως της εργασιακής σχέσεως (παρ. 1). Οι άνω εκχωρήσεις είναι ισχυρές καταργούμενης κάθε αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως. Για την αναγγελία των εκχωρήσεων αυτών αρκεί η τήρηση των κοινών διατάξεων κατά παρέκκλιση τυχόν ειδικών ρυθμίσεων όπως του άρθρου 95 του Ν. 2362/1995 και του άρθρου 53 του ν.δ. 496/1974. Εκχωρήσεις που έχουν γίνει οποτεδήποτε πριν από την εφαρμογή του παρόντος χωρίς την εφαρμογή των αναφερόμενων στο προηγούμενο εδάφιο ειδικών ρυθμίσεων θεωρούνται εξ υπαρχής έγκυρες, εφόσον τηρήθηκαν οι κοινές διατάξεις (παρ. 2). Τροποποιήσεις και συμπληρώσεις στο άρθρο 25 του Ν. 2214/1994 επέφεραν οι Ν. 3453/2006 (ΦΕΚ Α’ 74/7-4- 2006) και Ν. 3867/2010 (ΦΕΚ Α’ 128/3-8-2010).
Κατά το άρθρο 25 παρ. 6 του Ν. 3867/2010, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων μπορεί, ύστερα από αίτηση του υπόχρεου να καθορίζονται όροι εξυπηρέτησης, επιμέρους συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων και η διευθέτηση των τόκων υπερημερίας των μη κανονικά εξυπηρετούμενων οποιουδήποτε είδους δανειακών συμβάσεων που έχει χορηγήσει προς φυσικά πρόσωπα το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Με βάση τα ανωτέρω, επιβάλλεται από την καλή πίστη αλλά και από την ratio του νόμου, ο οποίος αποσκοπεί, μεν, στην προστασία του υπερχρεωμένου φυσικού προσώπου αλλά και στην εξισορρόπηση των συμφερόντων των πιστωτών, η διαφάνεια της περιουσιακής κατάστασης, (καθήκον ειλικρίνειας έναντι των πιστωτών αλλά και της ίσης μεταχείρισης αυτών), η οποία υπαγορεύει την υποχρέωση του αιτούντος-οφειλέτη να συμπεριλάβει στην αίτηση του όλους τους πιστωτές του, αλλά και το σύνολο των ληξιπρόθεσμων και μη, ώστε να μπορεί κάθε δανειστής να καθορίζει την στάση του βάσει της συνολικής οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη του. Συνεπώς, η συλλογική διαδικασία με το γνωστό χαρακτηριστικό της καθολικότητας, σημαίνει ότι η διαδικασία καταλαμβάνει όλη την περιουσία του οφειλέτη και όλους τους πιστωτές, με μόνη εξαίρεση τις οφειλές του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι εκ των στεγαστικών δανείων απαιτήσεις του ΤΠ&Δ. Επομένως, σαφώς προκύπτει ότι στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010, υπάγονται και οφειλές από στεγαστικά δάνεια, τα οποία το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων χορήγησε σε υπαλλήλους που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας και τα οποία δάνεια οι δανειολήπτες εξοφλούν με επιτρεπόμενη κατά νόμο προεκχώρηση του οριζόμενου ποσοστού των μηνιαίων απολαβών τους. Ο Νόμος με την άνω ρύθμιση, θέλησε να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του χρηματικές οφειλές από δάνεια προς όλους τους πιστωτές (ιδιώτες και μη), στην περίπτωση, δε, που ήθελε να εξαιρέσει από το νόμο τις εκ δανείων οφειλές προς το ανωτέρω πιστωτικό ίδρυμα, θα το είχε πράξει ρητώς, όπως τούτο συνέβη στην περίπτωση οφειλών από τέλη προς ΝΠΔΔ. Αντίθετο δεν προκύπτει από τη ρύθμιση του άρθρου 25 παρ. 6 του Ν. 3867/2010, που παρέχει τη δυνατότητα στο δανειολήπτη να ζητήσει-επιτύχει με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΠ&Δ ευνοϊκότερους όρους εξυπηρετήσεως των δανειακών συμβάσεων. Η παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010 αναφέρει τα χρέη εκείνα, των οποίων δεν επιτρέπεται η ρύθμιση με δικαστική απόφαση. Η ένταξη και των έναντι του ΤΠ&Δ χρεών στη ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, θα σήμαινε διεύρυνση των περιπτώσεων της παραγράφου αυτής, πράγμα το οποίο δεν προκύπτει ότι θέλησε ο νομοθέτης.
Αντιθέτως, ο τελευταίος, με την άνω διάταξη, έστω και αν δεν χρησιμοποιεί σχετική διατύπωση, ορίζει τις περιπτώσεις των μη υπαγόμενων στη ρύθμιση του νόμου χρεών. Είναι πρόδηλο ότι η εξαίρεση από τη ρύθμιση του νόμου των έναντι του ΤΠ&Δ χρεών, θα δημιουργούσε προνομιακή κατάσταση του τελευταίου έναντι των λοιπών δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων υπάγονται στη ρύθμιση του νόμου και κατά τις περιστάσεις υφίστανται την οριζόμενη με τη δικαστική απόφαση περικοπή. Στην πράξη, η εξαίρεση από τη ρύθμιση του νόμου των έναντι του ΤΠ&Δ χρεών, θα οδηγούσε σε απαλλαγή του οφειλέτη έναντι των λοιπών μετεχόντων στη διαδικασία πιστωτών, αφού ο οφειλέτης, όντας υποχρεωμένος να εξυπηρετεί τα έναντι του Ταμείου χρέη, κατά κανόνα δεν θα είχε διαθέσιμα στοιχεία για την ικανοποίηση των λοιπών πιστωτών. Συνεπώς, το γράμμα του άρθρου 25 του Ν. 3867/2010, που προβλέπει μια διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του χρέους του οφειλέτη, δεν αναιρεί οποιαδήποτε άλλη διαδικασία δικαστική, όπως η προκείμενη του Ν. 3869/2010, καθώς εν προκειμένω πρόκειται για μια συνολική διευθέτηση των οφειλών, που αποσκοπεί στην ελάφρυνση της θέσης του δανειολήπτη, με την όσο δυνατόν δικαιότερη μεταχείριση των δανειστών, επί τη βάσει των ήδη υπαρχόντων προνομίων τους. Εξάλλου, από τη γραμματική διατύπωση των προμνησθεισών διατάξεων του άρθρου 62 παρ. 1 και 2 του Ν. 2214/1994 «Ρύθμιση θεμάτων χορήγησης στεγαστικών δανείων από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων», προκύπτει ότι ο πραγματικά επιδιωκόμενος σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι μόνον η εξασφάλιση του εκδοχέα και η παραχώρηση ασφαλείας προς αυτόν ως προς την είσπραξη της απαίτησης από τον εκδοχέα-ΤΠ&Δ και όχι η οριστική απόκτηση από αυτόν (ΤΠ&Δ) της απαίτησης. Εν προκειμένω, υφίστανται δύο συμβάσεις, η της αιτίας (βασική-σύμβαση δανείου) και η της εκχωρήσεως μελλοντικών περιοδικών παροχών, δηλαδή των έναντι του Δημοσίου μελλοντικών περιοδικών αποκτήσεων των μηνιαίων αποδοχών χάριν καταβολής, περιεχόμενο της οποίας, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι η δια μόνης της εκχωρήσεως απόσβεση των εν λόγω μελλοντικών περιοδικών εκ του στεγαστικού-επισκευαστικού δανείου οφειλών προς το ΤΠ&Δ και κατ’ επέκταση και του χρέους, αλλά η παροχή ασφάλειας από το δανειολήπτη αιτούντα προς το ΤΠ&Δ. Επομένως, το γεγονός ότι ο δανειολήπτης έχει εκχωρήσει τις μελλοντικές περιοδικές απαιτήσεις του κατά του Δημοσίου στο ΤΠ&Δ με σύμβαση, που έχει συνάψει με το τελευταίο, δεν αποτελεί εμπόδιο για να ζητήσει την υπαγωγή του στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010, διότι αυτός, παρά την εκχώρηση, εξακολουθεί να οφείλει εκ δανείου, καθόσον η ένδικη εκχώρηση δεν απέσβεσε την εκ δανείου οφειλή του. Συνακόλουθα, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του Ν. 3869/2010, 62 του Ν. 2241/1994, 455, 460 και 461 ΑΚ, αντιστοίχως, δεν προκύπτει υποχρέωση εξαίρεσης της οφειλής προς το ΤΠ&Δ, λόγω της κατά το ανωτέρω άρθρο εκχωρήσεως μελλοντικών περιοδικών παροχών-απαιτήσεων και συγκεκριμένα ποσοστού του μελλοντικού μισθού του αιτούντος (ΑΠ 1031/2015, NOMOS).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το Ν. 4161/2013, «ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ή σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, και χωρίς ανατοκισμό. Οι απαιτήσεις των πιστωτών που έχουν εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο ικανοποιούνται προνομιακά από τις καταβολές του οφειλέτη με βάση την παρούσα παράγραφο». Η προπαρατεθείσα διάταξη τυγχάνει εφαρμοστέα στην προκείμενη υπόθεση, ως ισχύον κατά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης δίκαιο (βλ. σχετ. σημειώσεις Αθ. Κρητικού στην ΑΠ 236/2015, ΕλλΔικ 2015, 1061), δοθέντος και του ότι, ναι μεν το άρθρο 9 αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του άρθρου 1 της υποπαρ. Α. 4 της παρ. Α του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, αλλά η αντικατάσταση αυτή καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της υποπαρ. Α.4 της παρ. Α του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, μόνον τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, δημοσιεύθηκε, δε, αυτός με το ΦΕΚ Α 94/14-8-2015, ενώ και η αντικατάσταση του άρθρου 9 του Ν. 3869/2010 (όπως είχε ήδη αντικατασταθεί) εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 7 και 11 Ν. 4346/2015, σύμφωνα με την παρ. 11 του αυτού άρθρου και Νόμου, αρχίζει να ισχύει από 1-1-2016 και επίσης δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς και αιτήσεις που έχουν κατατεθεί έως και 31-12-2015. Η εξαίρεση αυτή της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από τη ρευστοποίηση εκπορεύεται καταρχάς από την ανάγκη προστασίας του υπερχρεωμένου οφειλέτη, ώστε να αποκατασταθεί γενικά η κοινωνική συνοχή (που αποτελεί πάντοτε σκοπό του θετού δικαίου), η οποία έχει διαρραγεί, λόγω του μεγάλου αριθμού ιδιωτών οφειλετών στο κοινωνικό πεδίο των συμβατικών εννόμων σχέσεων προς πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και ειδικά, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα σε έκαστο υπερχρεωμένο κοινωνό (φυσικό πρόσωπο), να αποτελέσει εκ νέου δυναμικό παράγοντα της οικονομικής-συναλλακτικής κοινωνίας. Δικαιολογείται, όμως, ειδικότερα από την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας του, η οποία, υπό την έννοια της οικογενειακής στέγης, ως κοινωνικό αγαθό, απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας, κατ’ άρθρο 21 του Συντάγματος. Από τη γραμματική και μόνο διατύπωση του νόμου συνάγεται ευθέως ότι το ποσό των απαιτήσεων, που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται σε ποσοστό 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας κατ’ ανώτατο ύψος και όχι κατά κατώτατο.
Περαιτέρω, ο νόμος δεν παραθέτει κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών για το χρέος αυτό, που επιβάλλεται στον οφειλέτη ως πρόσθετο, ώστε να επωφεληθεί από τη εξαίρεση της εκποίησης της κύριας κατοικίας. Γενικά κριτήρια είναι η ηλικία του οφειλέτη, η παρούσα οικονομική του κατάσταση και η προοπτική βελτίωσής της, όπως τα κριτήρια αυτά συνάγονται με συστηματική ερμηνεία από την ανάλογη ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 5 του Ν. 3869/2010, καθώς εξάλλου η προστασία αυτή δεν παρέχεται σε όλους τους οφειλέτες, αλλά σε αυτούς που η αξία της κατοικίας τους δεν υπερβαίνει ένα όριο. Συνεπώς, όταν το επιτρέπουν εξαιρετικοί λόγοι, όπως ηλικίας, προβλημάτων υγείας και ανεργίας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει και κατώτερο ποσό από το ανώτατο επιτρεπόμενο. Αντίθετη άποψη θα οδηγούσε στο άτοπο, σε περίπτωση που συντρέχουν οι εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 8 παρ. 5 του ως άνω Νόμου και ο οφειλέτης έχει ανεπαρκές εισόδημα, να ορίζονται μεν μηδενικές καταβολές για την υπαγωγή στη ρύθμιση, πλην όμως να ορίζονται μηνιαίες δόσεις για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, τη στιγμή μάλιστα που θα έχει ήδη κριθεί ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να ανταποκριθεί λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων και του ανεπαρκούς του εισοδήματος σε οποιαδήποτε καταβολή (ΜονΠρωτΧαν 197/2017, NOMOS, ΜονΠρωτΧαν 236/2017, NOMOS, ΜονΠρωτΘεσ 500/2016, NOMOS, ΜονΠρωτΚορ 187/2014, NOMOS, I. Βενιέρης-Θ. Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η έκδοση, παρ. 1427-1435, σελ. 613- 619).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της αιτούσας και ήδη εκκαλούσας, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα, με την εκκαλουμένη, πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνεκτιμώνται στο σύνολο τους χωρίς να παραλειφθεί κανένα και ειδικότερα και -από εκείνα που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκληση τους-παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παράγραφος 3 ΚΠολΔ (Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, υπό άρθρον 759, αριθμ. 5, ΑΠ 174/1987, ΕλλΔικ 29, 129)-και εκείνα που παραδεκτώς μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται από την εκκαλούσα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ και λαμβάνονται υπόψη, εφόσον κρίνονται αναγκαία και δεν αποδίδεται στην εκκαλούσα πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια, τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ) και τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων, (άρθρο 744 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 31-12-2015 αίτηση της για ρύθμιση της οφειλής που είχε αναλάβει κατά χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης έναντι του πρώτου καθού η αίτηση και ήδη εφεσίβλητου ΝΠΔΔ Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων από την από 4-12-2001 σύμβαση στεγαστικού δανείου, η οποία ανερχόταν κατά κεφάλαιο έως 31-12-2015 στο ποσό των 49.725,18 ευρώ και στο ποσό των 78.044,04 ευρώ ως την εξόφληση του δανείου στις 31-12-2031. Επισημαίνεται ότι το ύψος της επίδικης οφειλής καθορίζεται από τις αναλυτικές καταστάσεις αυτής, που απεστάλησαν από το πρώτο καθού και ήδη εφεσίβλητο στην αιτούσα, μετά από αίτηση της τελευταίας, καθότι σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, το Δικαστήριο, προκειμένου να προχωρήσει στη ρύθμιση, ελέγχει μόνο την ύπαρξη των αμφισβητούμενων απαιτήσεων. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής και σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 8, η ένταξη της απαίτησης στη ρύθμιση θα γίνει με τη μορφή και το ύψος που την εισφέρει ο οφειλέτης, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα τροποποίησης του ύψους ή των δεδουλευμένων τόκων από το Δικαστήριο (Δ. Μακρή «Κατ’ άρθρο Ερμηνεία του Ν. 3869/2010», Β’ Έκδοση, σελ. 82, υπό άρθρο 8). Το δε αμέσως αναφερθέν χρέος προς το άνω ΝΠΔΔ καθού η αίτηση και ήδη εφεσίβλητο, είναι εξασφαλισμένο με πρώτη προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 23.000.000 δρχ. και ήδη 67.498,166 ευρώ, επί διαμερίσματος ισογείου ορόφου, επιφανείας 110 τ.μ., εκ των οποίων τα 95 τ.μ. αντιστοιχούν στο διαμέρισμα και τα 15 τ.μ. σε στεγασμένο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου συνεχόμενου του διαμερίσματος, που κείται στην Αθήνα, επί της οδού …, στη θέση «Πολύγωνο». Πέραν της άνω οφειλής, η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα οφείλει, κατά το χρόνο συζήτησης της έφεσης της, από σύμβαση πιστωτικής κάρτας, το ποσό των 780 ευρώ στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», η οποία, ωστόσο, δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη καθώς εξυπηρετείται κανονικά και εξοφλείται τμηματικά από φιλικό πρόσωπο της εκκαλούσας με μηνιαίες καταβολές (βλ. το από 2-1-2018 αντίγραφο μηνιαίου λογαριασμού της άνω τράπεζας, καθώς και τις από 3-1-2018 και 25-1-2018 αποδείξεις καταβολής προς την ίδια τράπεζα) κι ως εκ τούτου δεν καταλαμβάνεται από τη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 (βλ. σχετ. ΜονΠρωτΑΘ 8932/2017, NOMOS).
Εξάλλου, από τα προμνησθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω στεγαστικό δάνειο που έλαβε η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ικανοποιείται με την παρακράτηση του ποσού των 406,49 ευρώ μηνιαίως από τα εισοδήματα της μέχρι τις 31-12-2031. Δηλονότι, η επίμαχη οφειλή εξυπηρετείται, μεν, κανονικά με απευθείας παρακράτηση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης από το μισθό της αιτούσας και ήδη εκκαλούσας, όπως προκύπτει άλλωστε και από τις προσκομιζόμενες από την ίδια, κατά τα κατωτέρω αναλυτικώς εκτιθέμενα, βεβαιώσεις αποδοχών της, ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τούτο δύναται να ενταχθεί στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010. Ειδικότερα, κατά τα προδιαληφθέντα, στόχος της, εκ μέρους της δανειολήπτριας και ήδη εκκαλούσας, εκχώρησης δεν είναι η παγιοποίηση του ποσού της οφειλής της προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, αλλά η σε κάθε περίπτωση εξασφάλιση της αποπληρωμής της οφειλής, σε όποιο ποσό και αν ανέρχεται αυτή, με συνέπεια, αφενός μεν τα παρακρατούμενα χρηματικά ποσά να αποτελούν μέρος του εισοδήματος της εκκαλούσας δανειολήπτριας και αφετέρου το Δικαστήριο να δύναται να προβεί σε αναπροσαρμογή της οφειλής της δανειολήπτριας προς το άνω ΝΠΔΔ και, αντιστοίχως, στον περιορισμό της μηνιαίας δόσης με βάση τις οικονομικές δυνατότητες της οφειλέτιδος, οπότε η εκχώρηση θα ισχύει, πλέον, για το ποσό, που θα διατάξει το Δικαστήριο. Τούτων δοθέντων, οι ισχυρισμοί του ήδη εφεσίβλητου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, τους οποίους το τελευταίο επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς αντίκρουση της κρινόμενης έφεσης και με τους οποίους υποστηρίζεται ότι η υπαγωγή στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 της ήδη εκχωρηθείσας απαίτησης μέρους του μισθού της εκκαλούσας, που έχει ήδη εκχωρηθεί ταυτόχρονα με την κατάρτιση του ένδικου στεγαστικού δανείου πολυετούς διάρκειας, παραβιάζει ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 62 του Ν. 2214/1994, 25 του Ν. 3867/2010 και των άρθρων 455, 460, 461 ΑΚ, είναι αβάσιμοι κι απορριπτέοι. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε την από 31-12-2015 αίτηση της εκκαλούσας για την υπαγωγή της στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 με την προεκτεθείσα αιτιολογία, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή των λόγων της υπό κρίση έφεσης ως ουσιαστικά βασίμων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου άσκησης της έφεσης στην εκκαλούσα και να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο η από 31-12-2015 αίτηση, η οποία είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που προδιαλήφθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προς εξέταση και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Περαιτέρω, από τα προμνησθέντα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα, ηλικίας σήμερα 50 ετών, εργάζεται ως τραπεζοκόμος στο νοσοκομείο «ΕΛΠΙΣ» και είναι έγγαμη με τον ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενόρκως εξετασθέντα μάρτυρα …, ο οποίος εργάζεται στο νοσοκομείο «ΛΑΪΚΟ» ως μεταφορέας ασθενών, από το μεταξύ τους, δε, γάμο, έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, το …, ηλικίας σήμερα 19 ετών και το …, ηλικίας σήμερα 15 ετών. Η αιτούσα διαμένει στο επί της οδού …, στο Πολύγωνο Αθηνών, ήδη αναφερθέν διαμέρισμα της κυριότητας της, το οποίο περιήλθε σε αυτήν, με το προϊόν του ανωτέρω στεγαστικού δανείου από το καθού η αίτηση ΝΠΔΔ, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 1752/27-7-2003 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …, νομίμως μεταγεγραμμένου, η αντικειμενική αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των (78.104,25 ευρώ το διαμέρισμα +4.567,50 η θέση στάθμευσης) 82.671,75 ευρώ, όπως προκύπτει από τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από την αιτούσα φύλλα υπολογισμού αξίας διαμερίσματος και θέσης στάθμευσης και δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολόγητου ποσού προσαυξημένου κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεση του από την εκποίηση. Το εν λόγω διαμέρισμα χρησιμεύει ως κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειας της. Οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της αιτούσας ανέρχονται σήμερα (βλ. την από Ιανουαρίου 2018 βεβαίωση αποδοχών του νοσοκομείου «ΕΛΠΙΣ») στο ποσό των 854,66 ευρώ, από το οποίο, όμως, παρακρατείται μηνιαίως το ποσό των 406,49 ευρώ ως μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση προς το καθού η αίτηση ΝΠΔΔ Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την εξόφληση του εκ μέρους της ληφθέντος ανωτέρω στεγαστικού δανείου, το δε παρακρατηθέν από το μισθό της αιτούσας ποσό, συμπεριλαμβάνεται στο διαθέσιμο εισόδημα της. Εξάλλου, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του συζύγου της από τη ρηθείσα εργασία του στο νοσοκομείο «ΛΑΪΚΟ» ανέρχονται σήμερα (βλ. την από Φεβρουαρίου 2018 ανάλυση αποδοχών και κρατήσεων του νοσοκομείου «ΛΑΪΚΟ») στο ποσό των 908,22 ευρώ.
Περαιτέρω, το δηλωθέν συνολικό εισόδημα της αιτούσας ανέρχονταν κατά τα οικονομικά έτη 2009, 2010, 2011, 2012, 2013, 2014, 2015 και 2016, αντιστοίχως, σε 15.696,67 ευρώ, 16.360,59 ευρώ, 15.496,69 ευρώ, 14.296,75 ευρώ, 10.827,24 ευρώ, 10.098, ευρώ, 10.114,85 ευρώ και 10.272,54 ευρώ προερχόμενο από μισθωτέ υπηρεσίες, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των αντίστοιχων ετών, ενώ του συζύγου της κατά τα ρηθέντα οικονομικά έτη, αντιστοίχως, σε 16.004,31 ευρώ, 17.243,11 ευρώ, 15.888,49 ευρώ, 14.922,15 ευρώ, 11.928,56 ευρώ, 12.455,86 ευρώ, 12.369,57 ευρώ και 11.908,29 ευρώ προερχόμενο επίσης από μισθωτές υπηρεσίες και σύμφωνα με τις ίδιες δηλώσεις φορολογίας των σχετικών ετών. Από την προαναφερόμενη αναλυτική παράθεση των εισοδημάτων της αιτούσας και του συζύγου της, προκύπτει προοδευτική μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων της από το έτος 2009 και εφεξής, που οφείλεται στη σημαντική και οπωσδήποτε απρόβλεπτη μείωση των αποδοχών τους, λόγω της επελθούσας οικονομικής κρίσης, ενώ γνωστή είναι και η ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής, λόγω των αυξημένων φόρων, που επίσης για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης επιβλήθηκαν. Παρεκτός, όμως, της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης στην οποία περιήλθε η αιτούσα λόγω της μείωσης των αποδοχών της, η ίδια εμφάνισε καρκίνο του μαστού και το έτος 2014 υποβλήθηκε σε διπλή μαστεκτομή και αποκατάσταση (βλ. το από 25-1-2014 ιατρικό εξιτήριο του νοσοκομείου «ΛΑΪΚΟ»). Προσέτι, το ήδη ενήλικο τέκνο της αιτούσας Σταμάτης εισήχθη στο Τ.Ε.Ι. Στερεάς Ελλάδος (τμήμα μηχανικών τεχνολογίας αεροσκαφών Τ.Ε.) που εδρεύει στα Ψαχνά Ευβοίας και από το ακαδημαϊκό έτος 2017-2018 φοιτά σε αυτό (βλ. την από 21-9-2017 βεβαίωση σπουδών του εν λόγω εκπαιδευτικού ιδρύματος), οι δε μεταβάσεις του για την παρακολούθηση των μαθημάτων της σχολής του, αύξησαν το κόστος των οικογενειακών δαπανών. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι μοναδικό αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο της αιτούσας αποτελεί το προαναφερθέν διαμέρισμα στο Πολύγωνο Αθηνών που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία της ίδιας και της οικογένειας της. Η αιτούσα έχει στην συγκυριότητα της, κατά το ποσοστό των 3,4% εξ αδιαιρέτου ένα οικόπεδο εντός του οικισμού Καμαρούλας του Δήμου Αγρινίου Αιτωλοακαρνανίας, εκτάσεως 550 τ.μ., καθώς και κατά το ποσοστό των 6,81% εξ αδιαιρέτου της συγκυριότητας της πέντε αγροτεμάχια ξερικά και μη καλλιεργήσιμα, άπαντα κείμενα στο Δήμο Παρακαμπυλίων Αιτωλοακαρνανίας και δη, ένα στη θέση ΤΣΙΚΑΠ εκτάσεως 3.000 τ.μ., ένα στη θέση ΣΤΑΛΟΣ εκτάσεως 6.000 τ.μ., ένα στη θέση ΓΡΙΑ εκτάσεως 3.000 τ.μ., ένα στη θέση ΠΕΤΡΙΝΟ εκτάσεως 6.000 τ.μ. και ένα στη θέση ΜΑΥΡΟΧΩΡΑΦΑ εκτάσεως 5.000 τ.μ. (βλ. τη σχετική βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης της αιτούσας), ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η αιτούσα διαθέτη άλλη πηγή εισοδήματος πλην του μηνιαίου μισθού της. Υπό τα προεκτεθέντα, το ποσό που απαιτείται μηνιαίως για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της αιτούσας, του συζύγου της και των δύο τέκνων τους, ήτοι για διατροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ένδυση, υπόδηση, μετακίνηση, λειτουργικά έξοδα κατοικίας, δαπάνες εκπαίδευσης, επισκευή και συντήρηση οικιακού εξοπλισμού, είδη οικιακής κατανάλωσης και ατομικής φροντίδας, δαπάνες εστίασης κ.λπ., ανέρχεται στο ύψος των 1.200 ευρώ, το οποίο άλλωστε ανταποκρίνεται στην απαίτηση διατήρησης του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης τους (άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.), λαμβανομένου, όμως, υπόψη και του ότι ο οφειλέτης, ο οποίος αιτείται την υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010, πρέπει, από την πλευρά του, να μειώσει τις δαπάνες του στις απολύτως απαραίτητες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα των τριών έως πέντε ετών. Ακολούθως, ενόψει της μη αναμενόμενης ουσιαστικής βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης της αιτούσας, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερα δυσμενών οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα, προκύπτει ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις υπαγωγής της στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 και ειδικότερα σε αυτή των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ: 2 του Νόμου αυτού, δοθέντος ότι, όσον αφορά τη δεύτερη ρύθμιση, η αιτούσα οφειλέτιδα έχει υποβάλει νομίμως αίτημα εξαίρεσης, από την εκποίηση, για την ικανοποίηση του καθού ΝΠΔΔ, του προαναφερθέντος διαμερίσματος της κυριότητας της, το οποίο αποτελεί το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία της, το εν λόγω δε αίτημα, πρέπει υποχρεωτικά να γίνει δεκτό από το Δικαστήριο, εφόσον αξία της κατοικίας τούτης δεν υπερβαίνει, ως προελέχθη, το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%. Θα πρέπει, δηλαδή, να γίνει συνδυασμός των ρυθμίσεων του ως άνω Νόμου και, συγκεκριμένα, αυτής του άρθρου 8 παρ. 2 για μηνιαίες καταβολές επί πενταετία, μέχρι το συνολικό ποσό που ανέρχεται στο 80% της αντικειμενικής αξίας επί της ως άνω κύριας κατοικίας της κυριότητας της αιτούσας, προκειμένου να εξαιρεθεί αυτή από την εκποίηση. Εξάλλου, η εκποίηση των ως άνω, μικρών ποσοστών συγκυριότητας της αιτούσας στα προεκτεθέντα αγροτεμάχια, πέραν της κύριας κατοικίας της, δεν θα επέφερε σημαντικό ποσό για την ικανοποίηση του καθού ΝΠΔΔ πιστωτή της, αφού πρόκειται για ακίνητα χαμηλής αξίας κι ως εκ τούτου δεν κρίνεται απαραίτητη η εκποίηση τους, με δεδομένο το υψηλό κόστος της διαδικασίας ρευστοποίησης, οπότε, ακόμα κι αν εκποιηθούν το όφελος υπέρ του καθού Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, θα είναι αμελητέο και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται από το τελευταίο, τυγχάνουν αβάσιμα κι απορριπτέα. Εξάλλου, η επιδίωξη για ρύθμιση δε συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, καθώς η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικοοικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Αντιθέτως, κρίνεται ότι είναι απολύτως σύμφωνη με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου και δεν ασκείται άσκοπα, αλλά σύμφωνα με το σκοπό των διατάξεων του Ν. 3869/2010, κατά την αιτιολογική έκθεση αυτού και σύμφωνα με τους παγιωμένους ηθικούς κανόνες που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του καθού. Ωσαύτως, η ρύθμιση των χρεών της αιτούσας θα γίνει, κατά πρώτο λόγο, με μηνιαίες καταβολές στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, από τα εισοδήματα της, για το χρονικό διάστημα των πέντε ετών (60) μηνών, που αρχίζουν από την επίδοση της παρούσας απόφασης. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, η αιτούσα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δύναται να διαθέσει το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως για την κάλυψη της χρηματικής οφειλής της έναντι του καθού, η οποία, ως προελέχθη, συμποσούται σε 78.044,04 ευρώ. Έτσι, η αιτούσα, κατά την πρώτη πενταετία θα καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 200 ευρώ (το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα) στο καθού, μετά, δε, την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της πενταετίας, το καθού ΝΠΔΔ θα έχει λάβει το ποσό των (200χ60) 12.000 ευρώ. Περαιτέρω, ως προελέχθη, η αμέσως εκτεθείσα ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 ρύθμιση, εφόσον με τις καταβολές επί πενταετία της πρώτης ρύθμισης, δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων του καθού έναντι της αιτούσας και προβάλλεται αίτημα για εξαίρεση της κατοικίας της από την εκποίηση. Δηλονότι, ο οφειλέτης, προκειμένου να διασώσει την κύρια κατοικία του, είναι αναγκασμένος να καταβάλλει, στο πλαίσιο του άρθρου 9 παρ. 1 του άνω Νόμου, τις δόσεις που θα ορίσει το δικαστήριο, έστω και αν έχει ελάχιστα εισοδήματα που μόλις αρκούν για τη διαβίωση του. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ίδιου Νόμου, να ορίσει κάποια περίοδο χάριτος, κάποια δηλαδή χρονική περίοδο, κατά την οποία ο οφειλέτης δεν υποχρεούται να καταβάλει κανένα ποσό στο πλαίσιο της ανωτέρω διάταξης, για δε την χορήγηση της περιόδου χάριτος, δεν απαιτείται αίτημα του οφειλέτη, ενώ η διάρκεια της δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά επαφίεται στην εύλογη κρίση του δικαστηρίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, από το ποσό οφειλής της αιτούσας έναντι του καθού των 78.044,04 ευρώ, αφαιρουμένου του ποσού των 12.000 ευρώ, το οποίο με την παρούσα απόφαση έχει ρυθμισθεί να καταβάλει η αιτούσα, απομένει υπόλοιπο (78.044,04-12.000) 66.044,04 ευρώ. Για τη διάσωση δε της κύριας κατοικίας της αιτούσας, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές και η εν λόγω διάδικος θα πρέπει να καταβάλει το 70% της αντικειμενικής αξίας του προπεριγραφέντος διαμερίσματος της κυριότητας της, ήτοι το ποσό των (82.671,75 ευρώ χ 70%) 57.870,22 ευρώ, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Το παρόν Δικαστήριο ήχθη στην κρίση του αυτή αφού έλαβε υπόψη του ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και δη το σοβαρό πρόβλημα υγείας που εμφάνισε η αιτούσα, το οποίο επιτάσσει τη μείωση του προβλεπομένου, στο άρθρο 9 παρ. 2 του άνω Νόμου του Ν. 3869/2010, ορίου του 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της αιτούσας που εξαιρείται από την εκποίηση. Δηλονότι, με βάση τη ρύθμιση του προδιαληφθέντος άρθρου του άνω Νόμου, εφόσον το υπόλοιπο του χρέους του οφειλέτη μετά τις καταβολές του χρονικού διαστήματος των πέντε ετών που ορίστηκαν κατά τα προεκτεθέντα, υπερβαίνει το ποσό του 70% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο ρυθμίζει το χρέος μέχρι το ποσό του 70% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας, εφόσον εν προκειμένω συντρέχει ο άνω εξαιρετικός προς τούτο λόγος και η αιτούσα απαλλάσσεται του πέραν του 70% του ποσού. Η αποπληρωμή, δε, του ποσού των 57.870,22 ευρώ, θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει δε, πέντε χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, διότι, το μεν κρίνεται ότι πρέπει να παρασχεθεί στην αιτούσα η ως άνω περίοδος χάριτος, το δε προκειμένου να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση με την προμνησθείσα των μηνιαίων καταβολών για το χρονικό διάστημα των πέντε ετών, ενώ ο χρόνος εξόφλησης του πρέπει να οριστεί σε 17 έτη, ήτοι σε 204 μηνιαίες δόσεις, συνεκτιμωμένων, της διάρκειας της δανειακής σύμβασης, της οικονομικής δυνατότητας της αιτούσας και της ηλικίας της. Επομένως, η μηνιαία δόση που θα καταβάλλει η αιτούσα κατά το πρώτο πενθήμερο εκάστου μήνα, σε αυτό το στάδιο της ρύθμισης, θα ανέρχεται στο ποσό των (57.870,22:204) 283,67 ευρώ, αρχής γενομένης από το πρώτο πενθήμερο του πρώτου μήνα, πέντε έτη μετά τη δημοσίευση της παρούσας, τα οποία ορίζονται ως περίοδος χάριτος. Ως προς το υπόλοιπο της απαίτησης του καθού ΝΠΔΔ από το προεκτεθέν δάνειο, κατά το μέρος που δεν καλύφθηκε από τις ορισθείσες, εντός του χρονικού διαστήματος των πέντε ετών, καταβολές, μετά την εξάντληση του ποσού των 57.870,22 ευρώ που αποτελεί το 70% της αντικειμενικής αξίας της κατοικίας της αιτούσας, τούτη δε μπορεί να ικανοποιηθεί και η αιτούσα, μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που της επιβλήθηκαν ως ανωτέρω, απαλλάσσεται (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν.3869/2010).
Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμιστεί το αναφερόμενο στην αίτηση χρέος της αιτούσας έναντι του καθού η αίτηση ΝΠΔΔ, με σκοπό τη μερική απαλλαγή της με την τήρηση των όρων της ρύθμισης (άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 3869/2010), εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν .3869/2010, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Καταργεί τη δίκη μεταξύ της εκκαλούσας και της δεύτερης των εφεσίβλητων και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Δικάζει αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου κατάθεσης έφεσης, στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 1017/Φ7396/2016 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Δέχεται εν μέρει την από 31-12-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 7396/2015 αίτηση.
Ρυθμίζει το χρέος της αιτούσας, με μηνιαίες καταβολές ποσού διακοσίων (200) ευρώ προς το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» (Τ.Π.&ΔΑΝΕΙΩΝ), επί πέντε (5) έτη, οι οποίες αρχίζουν το πρώτο πενθήμερο του πρώτου μήνα μετά την επίδοση της παρούσας απόφασης.
Εξαιρεί της εκποίησης την κύρια κατοικία της κυριότητας της αιτούσας, ήτοι το ευρισκόμενο επί της οδού …, στην Αθήνα, διαμέρισμα του ισογείου ορόφου, επιφανείας 93,76 τ.μ. επιφανείας 110 τ.μ., εκ των οποίων τα 95 τ.μ. αντιστοιχούν στο διαμέρισμα και τα 15 τ.μ. σε στεγασμένο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου συνεχόμενου του διαμερίσματος.
Επιβάλλει στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει, για τη διάσωση της άνω κύριας κατοικίας της, επί 204 μήνες (17 έτη) στο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ» (Τ.Π.& ΔΑΝΕΙΩΝ), το ποσό των 283,67 ευρώ. Οι μηνιαίες καταβολές θα αρχίσουν μετά την παρέλευση πέντε ετών από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα γίνονται εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό τωνΠράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 27-8-2018 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»