Η ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου είναι ευρέως γνωστή στην ελληνική ιστορία, καθ’ότι οι Έλληνες του Πόντου βρέθηκαν πολλές φορές στο επίκεντρο των συγκρούσεων και των εντάσεων μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων, ήδη από την βυζαντινή περίοδο. Εκτός αυτού, όμως, οι Έλληνες (και οι Τούρκοι) έχουν μια μακρά περίοδο συμβίωσης -ειρηνικής μάλιστα- στην ευρύτερη περιοχή.
Για τους Έλληνες, η περιοχή είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην ελληνική μυθολογία, Καύκασος ονομαζόταν ένας Σκύθης βοσκός, τον οποίο, κατά μία εκδοχή, σκότωσε ο Κρόνος, επειδή βοήθησε τον Δία να γλυτώσει και να τον ανατρέψει. Για να τον τιμήσει, ο Δίας ονόμασε το βουνό Καύκασο, όνομα που διατηρείται και σήμερα. Γνωστές είναι και οι ιστορίες του Ιάσωνα, ο οποίος έφτασε μέχρι την περιοχή σε αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος, του Ηρακλή ο οποίος πολέμησε με την φυλή των Αμαζόνων για την ζώνη της βασίλισσας Ιππολύτης και του βασιλιά των Αθηνών, Θησέα, ο οποίος επίσης έφτασε μέχρι την περιοχή. Αυτές οι παραδόσεις προδίδουν εμπορικές και πολιτικές σχέσεις ήδη από την αρχαιότητα.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων στον Καύκασο είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται από τον 10ο π.Χ. αιώνα, και κορυφώνεται στο πλαίσιο των αποικισμών του 8ου π.Χ. αιώνος, που πραγματοποιούνται από τις ελληνικές πόλεις-κράτη, όταν η Μίλητος ίδρυσε την Ηράκλεια και την Σινώπη, η οποία στην συνέχεια ίδρυσε την Τραπεζούντα. Σταδιακά διαμορφώθηκε στον Καύκασο ακμαίος ελληνικός πληθυσμός, που επεβίωσε εκεί για χιλιετίες.
Αργότερα, ο Καύκασος αποτέλεσε μέρος της Ρωμαϊκής, και ύστερα Βυζαντινής, Αυτοκρατορίας, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στην διατήρηση του Ελληνισμού. Μετά την άλωση της Πόλης το 1204 από τους Σταυροφόρους, ιδρύθηκε από την δυναστεία των Κομνηνών στις βόρειες ακτές της Μικράς Ασίας και του Καυκάσου η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, η οποία αποτέλεσε το τελευταίο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος που κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, το 1461.
Η οθωμανική κατάκτηση του Πόντου διακρίνεται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη άρχισε με την κατάκτηση της Τραπεζούντας το 1461 και έληξε στα μέσα του 17ου αιώνα, κατά την οποία οι Οθωμανοί κρατούν μια μάλλον ουδέτερη στάση σε ό,τι αφορά τον Eλληνισμό του Πόντου. Η δεύτερη περίοδος ξεκινάει από τα μέσα του 17ου αιώνα και λήγει με το τέλος του πρώτου ρωσσοτουρκικού πολέμου και την Συνθήκη του ΚιουτσούκΚαϊναρτζή (1774). Λόγω και του πολέμου με την ορθόδοξη Ρωσσία, η περίοδος χαρακτηρίζεται από θρησκευτική βία σε βάρος των Ελλήνων και από βίαιους ομαδικούς εξισλαμισμούς των Eλληνικών πληθυσμών. Η τρίτη περίοδος ξεκινάει από την Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και λήγει με την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Χαρακτηρίζεται από την συστηματική προσπάθεια των τοπικών αρχών να μην εφαρμόζουν τους φιλελεύθερους νόμους προς όφελος των χριστιανών, και από την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού στις αρχές του 20ού αιώνα.
Κατά την διάρκεια των αιώνων, και όσο η τσαρική Ρωσσία εξαπλωνόταν προς τον νότο, η περιοχή ερημώθηκε από τους Τούρκους. Καθώς κρίθηκε επιτακτική η ανάγκη να εποικιστούν οι εγκαταλελειμμένες περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο από νέους λαούς, προέκυψαν οι Έλληνες αλλά και οι Αρμένιοι. Οι Ρώσσοι προσέφεραν γη και προνόμια σε νέους καλλιεργητές, με την προϋπόθεση την πολιτογράφηση των μεταναστών, καθώς και την ρωσσοποίηση των ονομάτων τους. Παράδειγμα αποτελεί η Μαριούπολη, η οποία από το 1810 ως το 1873 αποτελούσε, με τα γύρω χωριά, Ελληνική Διοικητική Περιοχή, διέθετε ελληνικό δικαστήριο και μέχρι το 1859 δεν επιτρεπόταν η εγκατάσταση στην περιοχή άλλης εθνικότητας.
Οι κυριώτερες μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών προς τον Καύκασο παρατηρούνται από τον 18ο αιώνα μ.Χ. Τότε παρατηρείται μετανάστευση Ελλήνων μεταλλωρύχων από την Ανδριανούπολη προς την Γεωργία, λόγω της εξάντλησης των μεταλλείων. Σημαντικές μετακινήσεις Ελλήνων προς τις ρωσσικές περιοχές πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια της Εθνεγερσίας, όπως και των τριών ρωσσοτουρκικών πολέμων που ακολούθησαν.
Το 1880, το περιοδικό Εύξεινος Πόντος, που εκδιδόταν στην Τραπεζούντα, υπολόγιζε των αριθμό των Ελλήνων που είχαν μετοικήσει στην Κριμαία και τον Καύκασο σε τουλάχιστον 100.000. Από το 1880 άρχισε μετακίνηση των Ελληνικών πληθυσμών και από τα παράλια του Πόντου. Υπολογίζεται ακόμα ότι, μεταξύ 1775-1884, εγκατέλειψαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να εγκατασταθούν στην ρωσσική επικράτεια 300.000-350.000 Έλληνες. Η απογραφή της Ρωσσικής Αυτοκρατορίας που έγινε το 1897 -και ήταν η πρώτη απογραφή- έδειξε ότι οι Έλληνες εκεί ήταν 207.536. Το πιθανότερο είναι ότι ο αριθμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς αρκετές εθνότητες αγνοήθηκαν είτε λόγω προβλημάτων στην μέθοδο είτε λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων, εξαιτίας της πανσλαυϊστικής ιδεολογίας. Ενδεικτικά, η «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» υπολογίζει τον ελληνικό πληθυσμό το 1897 σε 462.000 ανθρώπους.
Τα κίνητρα μετανάστευσης των Ελλήνων του Πόντου προς την Ρωσσία ήταν κυρίως το φτωχό ορεινό έδαφος της περιοχής, που δεν προσφερόταν για καλλιέργειες, η έναρξη των τουρκικών διώξεων, ενώ θετικά λειτούργησαν και τα κίνητρα που προσέφερε η ρωσσική πλευρά, παρά την ψυχρή αντιμετώπιση των Ρώσσων προς τους ομόθρησκούς τους.
Οι Έλληνες στην Ρωσσία δεν στάθηκαν αργοί και συνέχισαν να αναζητούν τον ιδανικό τόπο εγκατάστασής τους εντός της ρωσσικής επικράτειας, δημιουργώντας και νέες κοινότητες, ακόμα και στην Σιβηρία, όπου εντοπίζεται κοινότητα 1.500 Ελλήνων στο Ιρκούτσκ. Έλληνες εντοπίζονται επίσης στην Τασκένδη (Ουζμπεκιστάν) και στο Αχσαμπάντ (Τουρκμενιστάν).
Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Ρωσσία κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερα προβλήματα. Τα προβλήματα για το ελληνικό στοιχείο συνδέθηκαν με την οριστική εγκατάλειψη του «Ελληνικού Σχεδίου» της Μεγάλης Αικατερίνης, για την ανασύσταση υπό ρωσσικό έλεγχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Την εγκατάλειψη του σχεδίου ακολούθησε η υιοθέτηση από την Ρωσσία της πανσλαυϊστικής ιδεολογίας. Μέρος αυτής ο επιχειρηθείς εκσλαυϊσμός του ελληνικού στοιχείου της ρωσσικής επικράτειας, με την επιβολή της ρωσσικής γλώσσας τόσο στα σχολεία όσο και στις θρησκευτικές τελετές, ενώ απαγορευόταν η συστηματική διδασκαλία της ελληνικής. Η ισχυρή εθνική συνείδηση των Ελλήνων του Πόντου, κατά κύριο λόγο, είναι που διατήρησε την ελληνικότητα των πληθυσμών αυτών.
Έλληνες και ιδεολογικά κινήματα
Ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας της περιοχής αποτελεί η σχέση των Ελλήνων του Πόντου με τα ιδεολογικά κινήματα των περιοχών εκείνων, όσο και με τις ιδέες που προέρχονταν από την κυρίως Ελλάδα. Η ελληνική διανόηση της περιοχής ήταν δέκτης δύο ρευμάτων: των επαναστατικών απόψεων που προέρχονταν από την Ρωσσία και των ιδεών της κυρίως Ελλάδας. Ενεργή ήταν άλλωστε η συμμετοχή των Ελλήνων του Πόντου στην Eθνεγερσία του 1821. Ενεργή ήταν και η συμμετοχή των Ελλήνων στην εξέγερση του 1905 στην Ρωσσία.
Η σχέση των Ελλήνων του Πόντου με την εθνική αφύπνιση έχει ήδη αρχίσει από τον 18ο αιώνα, και συνεχίστηκε τόσο μετά την επίτευξη της Ανεξαρτησίας της κυρίως Ελλάδας, το 1830, όσο και αφού αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην διατήρηση της ελληνικής εθνικής συνείδησης, η Αθήνα βοηθούσε κυρίως με την αποστολή δασκάλων. Σιγά-σιγά, η δημιουργία ελληνικών σχολείων σε περιοχές όπου δεν υπήρχαν επικοινωνίες με το ελληνικό κράτος, οδήγησε τους Έλληνες του Πόντου στην ανάπτυξη ενόςκλίματος αλυτρωτισμού, το οποίο συντηρήθηκε μέσω του ελληνικού Τύπου, και επηρέασε και τους Έλληνες της Ρωσσίας.
Οι τελευταίοι είχαν επηρεαστεί βαθύτατα από την εξέγερση του 1905, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα ιδιαίτερα αιτήματα της εθνικής τους κοινότητας. Αυτό εκφράστηκε με την ίδρυση των Ελληνικών Κοινοτήτων της Ρωσσίας. Επιπλέον, άρχισαν να εκδίδονται και να κυκλοφορούν -μετά την κατάργηση του νόμου περί Τύπου- ελληνόφωνες εφημερίδες στην περιοχή του Πόντου. Μία τέτοια εφημερίδα, ο Κόσμος, έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα της οργάνωσης των Ελλήνων της Ρωσσίας, όπως και της ένωσης των Ελλήνων του Καυκάσου και του Πόντου.
Η έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε προσδοκίες στους Έλληνες της περιοχής, τόσο εντός της τουρκικής όσο και εντός της ρωσσικής επικράτειας. Τον Απρίλιο του 1916, η έκβαση της εκεί ρωσσοτουρκικής σύγκρουσης οδήγησε στην κατάλυση της τουρκικής κυριαρχίας του ανατολικού Πόντου και στην εγκαθίδρυση ελληνικής προσωρινής διοίκησης, η οποία υποστηρίχθηκε θερμά από τα ελληνικά έντυπα. Έμεινε γνωστή και ως Δημοκρατία του Πόντου, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα. Από τις τουρκικές αρχές, η εξουσία παραδόθηκε στον μητροπολίτη Χρύσανθο Φιλιππίδη και σε τριμελή επιτροπή Ελλήνων, ενώ οι Ρώσσοι αποδέχτηκαν την ελληνική διοίκηση. Ενδεικτικό του καλού κλίματος μεταξύ των ντόπιων Ελλήνων και Τούρκων, είναι ότι ο μητροπολίτης έθεσε υπό την προστασία του τους Τούρκους κατοίκους που είχαν παραμείνει στην περιοχή.
Η επικράτηση του κινήματος των Μπολσεβίκων, η αποχώρηση των ρωσσικών στρατευμάτων από τον Πόντο και η επακόλουθη προέλαση του τουρκικού στρατού προς ανακατάληψη της περιοχής, οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνισμού της περιοχής στον ξεριζωμό. Σκοπός τους ήταν να βρουν αρχικά καταφύγιο στην Ρωσσία, και έπειτα να καταφέρουν να φτάσουν στην προαιώνια πατρίδα τους. Όμως, τα δεινά των Ποντίων δεν τελείωσαν τότε.
Οι Έλληνες στην Σοβιετική Ένωση
Μετά τον ξεριζωμό από τον Πόντο, οι Έλληνες κατέφυγαν στην Σοβιετική Ρωσσία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ελληνικών προξενείων στην Νότια Ρωσσία και την Γεωργία, ο αριθμός των Ελλήνων προσφύγων το 1918 έφτανε τους 750.000. Σύμφωνα με την ελληνική απογραφή του 1928, την δεκαετία εκείνη είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα 58.500 πρόσφυγες προερχόμενοι από την Ρωσσία. Σε αυτούς, προστέθηκαν άλλοι 20.000 κατά την περίοδο 1937-1938, εξ αιτίας των διώξεων που πραγματοποίησε το σοβιετικό καθεστώς, και την δεκαετία του ’60 άλλοι 13.000.
Πριν την αναγκαστική αποχώρηση των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης, η ελληνική κοινότητα παρουσίασε μια ιδιαίτερη δυναμική, όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς. Ενδεικτικά μόνον, το 1926 πραγματοποιήθηκε συνδιάσκεψη των Ελλήνων εκπαιδευτικών της Σοβιετικής Ένωσης, όπου αποφασίστηκε, έπειτα από διχογνωμίες, η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στα ελληνόγλωσσα σχολεία.
Το σταλινικό καθεστώς όμως, φρόντισε να ανακόψει την πορεία και την ανάπτυξη της ελληνικής αυτής κοινότητας. Στο πλαίσιο των διώξεων του 1937-38, κλείστηκαν τα ελληνικά σχολεία, τα θέατρα, οι εκδοτικοί οίκοι και τα ελληνόφωνα περιοδικά. Κατά την διάρκεια του 1938, μεγάλο μέρος της ελληνικής διανόησης της περιοχής εκτοπίστηκε στην Κεντρική Ασία, πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις και εκτελέσεις Ελλήνων και κατάσχεση της περιουσίας τους, καταστροφή των ελληνικών σχολείων. Ολόκληρη η περιοχή της Μαριούπολης εκκαθαρίστηκε, ενώ όλοι οι Έλληνες άνω των 17 ετών δικάστηκαν και καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Σιβηρία. Ακόμα και εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και παρά την ηρωική στάση των Ελλήνων, εκτοπίστηκαν αρκετές χιλιάδων Ελλήνων στις ανατολικές περιοχές της Σιβηρίας.
Το 1957, όπως και το 1965-1967, επαναπατρίστηκαν συνολικά 35.000 Έλληνες. Οι απόγονοι των Ελλήνων του Πόντου επέστρεψαν τελικά στην πατρίδα τους μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1989 αναγνωρίστηκαν οι παράνομες διώξεις των Ελλήνων και αποφασίστηκε η αποκατάσταση των διωχθέντων, ενώ κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, σύμφωνα με την απογραφή της Γενικής Γραμματείας Παλιννοστούντων Ομογενών του υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα 152.204 Έλληνες.
Παρά τα δεινά που πέρασαν, οι Έλληνες του Καυκάσου δεν ξέχασαν ποτέ την προαιώνια πατρίδα τους. Είναι γεγονός ότι, κατά περιόδους, το ελληνικό κράτος έκανε σημαντικές προσπάθειες να ενισχύσει και να τονώσει το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων στις περιοχές αυτές. Επίσης είναι γεγονός ότι, όταν οι απόγονοι αυτών αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, δεν υπήρξε κάποιο οργανωμένο σχέδιο ώστε να επιτευχθεί η ομαλή αφομοίωσή τους στην ελληνική κοινωνία, και να καλυφθεί και το γλωσσολογικό κενό που υπήρχε.
Σήμερα, με την περιοχή του Καυκάσου να δοκιμάζεται από διακρατικές εντάσεις, όπως και την άνοδο του ισλαμισμού, το ελληνικό κράτος πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον του στις ελληνικές κοινότητες που ακόμη υπάρχουν στα κράτη της περιοχής.
Γιώργης Πουλάκος, Η Νέα Πολιτική
ΠΗΓΗ cognoscoteam.gr