Του Λεωνίδα Στεργίου
Στα γραφεία των CEO των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών -και των τεσσάρων ελληνικών- έφτασε η επιστολή του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της ΕΚΤ, κ. Ανδρέα Ένρια, η οποία εστάλη από την Φρανκφούρτη στις 28 Μαρτίου. Στην 21 σελίδων επιστολή, ο κ. Ενρία καλεί τις συστημικές τράπεζες να περιορίσουν τους κινδύνους και να βελτιώσουν τα συστήματα πιστωτικής αξιολόγησης, καθώς συγκεκριμένοι δείκτες κινδύνων έχουν φτάσει σε ύψη ρεκόρ -ακόμα και υψηλότερα από εκείνα της κρίσης του 2008.
Η κύρια σύσταση αφορά στον περιορισμό και την προσεκτικότερη διαχείριση του κινδύνου που συνδέονται με μοχλευμένες συναλλαγές -ειδικά υψηλού ρίσκου-, όπως για παράδειγμα υψηλή μόχλευση σε δάνεια προς επιχειρήσεις ή ευάλωτους κλάδους, σε χρηματοδοτήσεις επιχειρηματικών deal και αντλήσεις κεφαλαίων, κλπ. Ακριβώς η ίδια σύσταση, μαζί με εκείνη της βελτίωσης των συστημάτων πιστωτικού κινδύνου περιλαμβάνεται στην Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για το 2021.
Τι σημαίνει για τις ελληνικές τράπεζες
Σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι οι προειδοποιήσεις από την επιστολή του SSM δεν αφορούν άμεσα τις ελληνικές τράπεζες, λόγω του μικρού επιπέδου μόχλευσης, σε σχέση με τα κεφάλαιά τους, σε επίπεδα καλύτερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΒΑ.
Επειδή ο δείκτης μόχλευσης (ίδια κεφάλαια προς έκθεση σε κίνδυνο από μόχλευση) αποτελεί ένα κλάσμα και αν συνδυαστεί με άλλους δείκτες κινδύνους που επικαλείται η επιστολή του SSM, η Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ και η έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα, τότε προκύπτει το συμπέρασμα ότι εμμέσως τις αφορά και πιθανότατα να αναμένονται βελτιωτικές κινήσεις. Αναλύοντας το ζήτημα αυτό με κορυφαία τραπεζικά στελέχη, τα θέματα που αγγίζουν τις ελληνικές τράπεζες και οι πιθανές επιπτώσεις συνοψίζονται ως εξής:
Πρώτον, ο δείκτης μόχλευσης είναι ικανοποιητικός, λόγω της μικρής έκθεσης σε μοχλευμένα δάνεια. Όμως, ο αριθμητής είναι τα εποπτικά κεφάλαια (Tier 1 ή CET1), τα οποία -αν και υψηλότερα από τα χαμηλότερα όρια- υστερούν σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Δεύτερον, μπορεί ο κίνδυνος που συνδέεται άμεσα με συναλλαγές υψηλής μόχλευσης και ρίσκου να είναι μικρός για τις ελληνικές τράπεζες, ωστόσο, το κόστος ρίσκου είναι 11 φορές υψηλότερο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και βρίσκεται στην υψηλότερη θέση, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΒΑ. Αυτό οφείλεται κυρίως στον υψηλό δείκτη κόκκινων δανείων και το υψηλό ποσοστό δανείων στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου (stage 2 και stage 3).
Τρίτον, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας υστερούν σε μέγεθος, αλλά και σε ποιότητα, λόγω του υψηλού ποσοστού αναβαλλόμενης φορολογίας και των κόκκινων δανείων. Αυτό έχει επισημανθεί αρκετές φορές από την Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ γίνεται αναφορά και στην τελευταία έκθεση συμπερασμάτων του ΔΝΤ για την Ελλάδα. Το ΔΝΤ αναφέρει ότι μπορεί να μειώθηκαν ταχύτατα και σημαντικά τα κόκκινα δάνεια, αλλά δεν έχουν γίνει σημαντικά βήματα ως προς τη βελτίωση της βιωσιμότητας και της εξυγίανσης, όπως για παράδειγμα, μέσω χρηματοδοτήσεων ή του πτωχευτικού κώδικα (ρύθμιση ή πτώχευση και 2η ευκαιρία).
Τέταρτον, το ΔΝΤ αναφέρει, όπως άλλωστε έχει σημειώσει και η ΤτΕ, ότι οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους, ακόμα και με αυξήσεις κεφαλαίων και δημιουργώντας κυκλικά εσωτερικό κεφάλαιο για την αντιμετώπιση κρίσεων και άλλων προκλήσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η τρέχουσα αβεβαιότητα, οι κυβερνοεπιθέσεις ή ο ανταγωνισμός από τις fintech.
Επιπτώσεις
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τους μακροοικονομικούς κινδύνους λόγω πληθωρισμού, ενεργειακής κρίσης, πολέμου, κλπ, οι ελληνικές τράπεζες ενδεχομένως να προχωρήσουν σε βελτιώσεις και αναθεωρήσεις των εσωτερικών μοντέλων πιστωτικού κινδύνου.
Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι μπορεί να γίνουν πιο συντηρητικές στις χρηματοδοτήσεις ή να προχωρήσουν σε επανατιμολόγηση των επιτοκίων, του επιτοκιακού περιθωρίου και του περιθωρίου δανεισμού. Πρακτικά, ίσως ενσωματωθούν κίνδυνοι σε κατηγορίες δανείων όπου τα επιτόκια είναι αρκετά συμπιεσμένα λόγω ανταγωνισμού (άρα να υπάρξει μικρή άνοδος) ή να μειωθούν τα επιτόκια σε άλλες κατηγορίες.
Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από το επιχειρησιακό σχέδιο ενίσχυσης κεφαλαίων, το ύψος του κόστους κινδύνου, ο βαθμός και ο τρόπος αλλαγής των μοντέλων πιστωτικών κινδύνων, ο βαθμός ανάληψης κινδύνων, αλλά και το ισοζύγιο από την αύξηση επιτοκιακών εσόδων (από άνοδο των επιτοκίων) και από μείωση εσόδων λόγω οικονομικής δραστηριότητας, πιθανής αύξησης κινδύνων από κόκκινα δάνεια και από τιμολογήσεις των ομολόγων (κυρίως του ελληνικού Δημοσίου).
Σε όλα αυτά, η παράμετρος της αβεβαιότητας από τις γεωπολιτικές εξελίξεις είναι σημαντική, καθώς επηρεάζει τις πηγές που διατηρούν τον πληθωρισμό στα ύψη, όπως η επιδείνωση στις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις τιμές ενέργειας. Οι κίνδυνοι αυτοί συνδέονται με χαμηλότερη ανάπτυξη λόγω πληθωρισμού και με αυξημένη πιθανότητα ανόδου επιτοκίων, είτε από την ΕΚΤ είτε από την ίδια την αγορά (όπως έχει ήδη συμβεί και φαίνεται στις καμπύλες αποδόσεων και τα spreads).
Η επιστολή
Μολονότι η επιστολή του SSM δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες τράπεζες, παραθέτει στοιχεία που δείχνουν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν αυξήσει σημαντικά τους κινδύνους και έχουν γίνει πιο ευάλωτες σε ενδεχόμενα σοκ, όπως απότομη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, αδυναμίας αποπληρωμής δανείων ή πτώσης των τιμών ομολόγων και άλλων αξιών. Παράλληλα, αναφέρει αδυναμίες στα συστήματα πιστωτικού ελέγχου των τραπεζών, αλλά και ανομοιομορφία ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει, μετρά και αναφέρει κάθε κίνδυνο η κάθε τράπεζα στην Ευρωζώνη.
Για τους λόγους αυτούς καλεί τις τράπεζες να συμμορφωθούν με τις οδηγίες που επισυνάπτει στην επιστολή του, ενώ θα ακολουθήσουν επαφές με τους επόπτες για βελτίωση της συμμόρφωσης, αλλά και στενή παρακολούθηση.
Εκθέσεις ΕΚΤ και ΕΒΑ
Σχεδόν ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) δημοσίευσε την αξιολόγηση κινδύνων των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών, περιλαμβάνοντας και τους κινδύνους από τη μόχλευση, δηλαδή τη σχέση μεταξύ ιδίων κεφαλαίων και εκθέσεων σε μοχλευμένα δάνεια. ΕΚΤ, SSM και EBA αναφέρονται στην πιθανότητα σοκ από πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και από πτώση στις τιμές ομολόγων και άλλων αξιών. Στους κινδύνους περιλαμβάνουν την αναζήτηση υψηλότερων αποδόσεων σε περιόδους χαμηλών επιτοκίων, την υψηλή μόχλευση σε δάνεια προς επιχειρήσεις, εκδόσεις ομολόγων, χρηματοδοτήσεις εξαγορών και συγχωνεύσεων, υψηλή έκθεση με αντισυμβαλλόμενους από ευάλωτους κλάδους κά (πχ επιπτώσεις από την πανδημία και την απόσυρση μέτρων, τον πόλεμο, την ενεργειακή κρίση).
Επίσης τέλος Μαρτίου, η ΕΚΤ, στην Ετήσια Έκθεσή της, αναφερόμενη στους κινδύνους του 2022 περιλαμβάνει και αυτή τα υψηλά ποσοστά μόχλευσης, την αύξηση των κινδύνων στις τράπεζες, σε μια προσπάθεια αναζήτησης υψηλότερων αποδόσεων σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Και η ΕΚΤ, στην Έκθεση που δημοσίευσε χθες υπενθυμίζει τους κινδύνους που προέρχονται από την εξέλιξη της πανδημίας, τις επιπτώσεις της και τη σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης, από τις δομικές αδυναμίες και από τις επερχόμενες προκλήσεις, όπως είναι οι κυβερνοεπιθέσεις και η κλιματική αλλαγή. Καλεί και η ΕΚΤ τις τράπεζες να γίνουν πιο προσεκτικές και να εντοπίσουν κινδύνους που σήμερα υποτιμώνται από τα συστήματά τους. Επιπλέον, καλεί τις τράπεζες να είναι προσεκτικές σε σχέση με τους κινδύνους των αντισυμβαλλόμενων, ειδικά σε κλάδους που παρακολουθούνται στενά από την ΕΚΤ, καθώς εμφανίζονται σε κάποιες χώρες ευάλωτες, όπως η αγορά των εμπορικών ακινήτων (η παρατήρηση αυτή από τις αναλύσεις της ΕΚΤ δεν αφορά στην Ελλάδα).