Ως βασικός λόγος της παρατηρούμενης τάσης της μη εργασίας θεωρείται το εργασιακό περιβάλλον, αλλά κυρίως θεωρούνται οι χαμηλοί μισθοί και η εργασιακή ανασφάλεια.
Σάββας Γ. Ρομπόλης – Βασίλειος Μπέτσης
Η επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs σε πρόσφατη (Μάρτιος 2022) μελέτη της, (Οικονομικός Ταχυδρόμος 30/03/2022), επισήμανε τους κινδύνους που μπορεί να προκαλέσει η τάση της μη εργασίας (anti-work τάση) που παρουσιάζεται κατά τα δύο τελευταία χρόνια της πανδημίας της Covid-19 από την Generation Z (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1997 και 2012) και την Generation X (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ 1981 και 1996).
Πιο συγκεκριμένα, στην προαναφερόμενη μελέτη αναφέρεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Στατιστικών Εργασίας τον Σεπτέμβριο του 2021 4,4 εκατ. άτομα εγκατέλειψαν την εργασία τους, από τα οποία τα 3,4 εκατ. άτομα πιθανόν να αφυπηρετήσουν λόγω συνταξιοδότησης. Ως βασικός λόγος της παρατηρούμενης τάσης της μη εργασίας θεωρείται από την συγκεκριμένη μελέτη το εργασιακό περιβάλλον, αλλά κυρίως θεωρούνται οι χαμηλοί μισθοί και η εργασιακή ανασφάλεια που προκαλούν οι αυξανόμενες εισοδηματικές, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες.
Επιπλέον, στην μελέτη (Goldman Sachs, 2022) αναφέρεται ότι στις ΗΠΑ κατά την διάρκεια της πανδημίας οι δισεκατομμυριούχοι αύξησαν τις περιουσίες τους κατά 2,1 τρισ. δολάρια, ενώ πολλοί αμερικανοί έμειναν χωρίς εργασία, με αποτέλεσμα πολλοί νέοι να έχουν μια απέχθεια προς την εργασία εφόσον αυτή δεν αμείβεται με ένα ικανοποιητικό μισθό και δεν ασκείται σ’ ένα ικανοποιητικό επίπεδο εργασιακού περιβάλλοντος, με την έννοια του σεβασμού των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και της μη ύπαρξης οποιασδήποτε μορφής διακρίσεων (φυλετικές, φύλου, κοινωνικές).
Στο υπόβαθρο αυτών των κριτηρίων επιλογής της εργασίας από ορισμένες κατηγορίες του εργατικού δυναμικού στις ΗΠΑ, παρατηρείται ότι σήμερα, σύμφωνα με την συγκεκριμένη μελέτη, το ποσοστό συμμετοχής (participation rate) του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο εργατικό δυναμικό στην Αμερική ήταν πριν την πανδημία 64%, παρουσιάζοντας μία αυξητική τάση, ενώ μετά την πανδημία το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό δεν υπερβαίνει το 62%.
Στις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που τίθεται στην συγκεκριμένη μελέτη είναι τι θα συμβεί εάν η τάση αυτή εξελιχθεί σε έναν «μακροπρόθεσμο κίνδυνο», ο οποίος θα δημιουργήσει συνθήκες χαμηλής συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό; Βέβαια, είναι προφανές ότι μία τέτοια τάση χαμηλής συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό που θα συντελεστεί σε κάθε χώρα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην αγορά εργασίας, όσο και στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Για παράδειγμα στην Ελλάδα (Διάγραμμα) το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό κατά την περίοδο 2011-2021 διατηρείται σταθερά κάτω από το 60%, με τον μέσο όρο της συγκεκριμένης περιόδου να είναι 59%. Αυτό σημαίνει ότι από τον πληθυσμό που είναι σε ηλικία εργασίας, μόλις το 59% συμμετέχει στο εργατικό δυναμικό.
Παράλληλα, στην τελευταία έκθεση του Ageing Working Group (AWG 2021) στην οποία εξετάζεται, μεταξύ άλλων, η μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας, στις μεθοδολογικές παραδοχές της λαμβάνει υπόψη ότι αυτός ο δείκτης από 59% το 2020 θα αυξηθεί στο 62% μέχρι το 2025, στο 64% το 2030 και θα προσεγγίσει το 71% το 2070. Στην προοπτική αυτή, το ερώτημα που τίθεται είναι: εάν επαληθευτεί ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος που θέτει η Goldman Sachs για την μη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό της Generation Z, τι επιπτώσεις θα έχει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας;
Από την άποψη αυτή, εάν μεθοδολογικά υποθέσουμε ότι ο δείκτης αυτός δεν θα υπερβεί το 60% μέχρι το 2030 και θα αυξηθεί στο 63% μέχρι το 2070 και όχι στο 71% όπως υποθέτει το AWG, τότε το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας, σύμφωνα με τις οικονομικές και δημογραφικές μας προβολές, θα απωλέσει έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές ύψους 0,5% του ΑΕΠ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2022-2070, το οποίο μεταφράζεται σε απώλειες 1,2 δις ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως και συνολικά 42 δις ευρώ σε παρούσες αξίες.
Το εύρημα αυτό της έρευνας μας συνηγορεί στην αναγκαιότητα αποτροπής της σταδιακής μείωσης του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο εργατικό δυναμικό. Όμως, αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται, εκτός από την έγκαιρη και συστηματική παρακολούθηση της συγκεκριμένης τάσης, ο σχεδιασμός, η υλοποίηση και η χρηματοδότηση μίας ολοκληρωμένης δημογραφικής πολιτικής, η οποία, μεταξύ των άλλων, θα εστιάζεται στην αύξηση των γεννήσεων, του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού.
Η στρατηγική αυτή προϋποθέτει επιπλέον την δημιουργία ενός βέλτιστου επιπέδου εργασιακού περιβάλλοντος, τόσο σε όρους δημοκρατίας, ισότητας, αμοιβών και συνθηκών εργασίας, όσο και σε όρους εργασιακών σχέσεων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας και ασφάλειας στην εργασία, με την ολιστική αλλαγή του υφιστάμενου στην Ελλάδα, κατά βάση νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, θεσμικού εργασιακού πλαισίου.
* Σάββας Γ. Ρομπόλης, Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου – Βασίλειος Γ. Μπέτσης, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου