Σε συμφωνία με την ΣτΕ 1833/2021, που έκρινε ότι η εικοσαετής παραγραφή αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου
Δεκτή έγινε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ανακοπή κατά πράξεων ταμειακής βεβαίωσης του Κ.Ε.Α.Ο., λόγω παραγραφής των επίδικων αξιώσεων του καθ’ ου περί καταβολής ασφαλιστικών εισφορών (ΜονΔΠρΑθ 4268/2022).
Το δικαστήριο έλαβε υπόψη του την υπ’ αριθμ. 1833/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε με τη διαδικασία της «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης, με την οποία κρίθηκε ότι ο θεσπισθείς με το άρθρο 95 παρ. 1 του Ν. 4387/2016 γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.
Κατόπιν της ως άνω κρίσης περί αντισυνταγματικότητας του γενικού κανόνα παραγραφής, δημιουργείται κενό, το οποίο, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, πρέπει να πληρωθεί με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων καταβολής εισφορών για το σύνολο των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ο οποίος κρίθηκε ότι αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων και αποτελούσε το προϊσχύσαν δίκαιο για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., του μεγαλύτερου, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών της χώρας.
Εν προκειμένω, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι επίμαχες απαιτήσεις του καθ’ ου κατά τον χρόνο έκδοσης των καταλογιστικών πράξεων είχαν υποπέσει σε παραγραφή, εφαρμόζοντας τον ως άνω κανόνα της δεκαετούς παραγραφής (πρβλ. ΣτΕ 2982/2020 σκ. 3, 2326/2019 σκ. 8, 3643/2013). Και τούτο, διότι η ανακόπτουσα ασφαλίστηκε αρχικά στον Τ.Ε.Β.Ε. και κατόπιν στον Ο.Α.Ε.Ε. από το 1987 έως 31.12.2006, ενώ την 1.1.2007 διαγράφηκε από τον ως άνω Οργανισμό, οι επίμαχες δε απαιτήσεις του καθ’ ου καταλογίστηκαν κατά το έτος 2017.
Κρίθηκε, επιπλέον, ότι δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του καθ’ ου περί διακοπής της παραγραφής των επίμαχων απαιτήσεων κατά το έτος 2007, λόγω υποβολής αίτησης από την ανακόπτουσα για ρύθμιση των οφειλών της, αφού το καθ’ ου δεν προσκόμισε την εν λόγω αίτηση στο δικαστήριο.
Κατόπιν των ανωτέρω, το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του καθ’ ου ασφαλιστικού φορέα προς είσπραξη του συνόλου των επίδικων οφειλών είχε συμπληρωθεί πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ταμειακής βεβαίωσης και, συνεπώς, οι τελευταίες είναι μη νόμιμες.
Απόσπασμα απόφασης
Επειδή, με την 1833/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε με τη διαδικασία της «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης, κρίθηκε ότι ο θεσπισθείς με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016 γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η θεσπιζόμενη με την ανωτέρω διάταξη παραγραφή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής είκοσι ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών, που αξιώνουν, καταρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεων των διοικουμένων. Εν σχέσει προς την οργάνωση και τη λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους, επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, χωρίς να εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια, η οποία, λόγω της χρονικής απόστασης από την παράβαση δεν συμβάλλει στην ορθή, κατά τον χρόνο ισχύος της, εφαρμογή της διαρκώς μεταβαλλόμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη δημιουργία συνείδησης συμμόρφωσης προς αυτή, οδηγεί αναγκαίως, δεδομένης και της σοβαρής υποστελέχωσης των υπηρεσιών, σε ανεπίκαιρους και για τον λόγο αυτό μειωμένης εισπραξιμότητας ελέγχους, συνεπάγεται μη διαχειρίσιμο φόρτο για τις υπηρεσίες και, ενδεχομένως, ενθαρρύνει την απραξία των ασφαλιστικών φορέων. Εν σχέσει προς τους βεβαρυμένους με τις ασφαλιστικές εισφορές υπόχρεους, ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας αυτών έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα. Τα ανωτέρω ισχύουν δε, λαμβανομένου επιπλέον υπόψη ότι η μη καταβολή ή πλημμελής καταβολή ασφαλιστικών εισφορών δεν συνδέεται αναγκαίως με πρόθεση αποφυγής τους, αλλά δύναται να οφείλεται σε δυσχέρειες κατά την ερμηνεία της ασφαλιστικής νομοθεσίας, αποτέλεσμα των συνεχών τροποποιήσεων και του κατακερματισμού των επί μέρους ρυθμίσεών της. Αντιθέτως, απαιτείται να εξασφαλίζεται η έγκαιρη και σε σχετικά σύντομο χρόνο γνώση των υποχρεώσεών τους, ώστε να μην αιφνιδιάζονται, αλλά να δύνανται να προγραμματίζουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα προς όφελος και της εθνικής οικονομίας. Η διαμόρφωση δε της προθεσμίας παραγραφής υπό τους ανωτέρω όρους, που αποτελούν και εκδήλωση της ειρηνευτικής λειτουργίας του δικαίου, συμβάλλει στην καλλιέργεια της αναγκαίας σε ένα κράτος δικαίου σχέσης εμπιστοσύνης των διοικούμενων προς τη Διοίκηση. Επιπλέον, η ανωτέρω διάταξη αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, κατά το μέρος που η εικοσαετής παραγραφή, που θεσπίσθηκε, μάλιστα, σε χρόνο κατά τον οποίο οι υπόχρεοι είχαν ήδη υποστεί διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, ισχύει αναδρομικώς και για απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί έως την έναρξη ισχύος της νέας διάταξης και δεν είχαν ακόμη παραγραφεί. Δεν δικαιολογείται δε τόσο μακρός χρόνος παραγραφής ούτε η αναδρομική εφαρμογή της από λόγους που συνδέονται με τις δυσχέρειες κατά την οργάνωση του νέου ασφαλιστικού φορέα και την ένταξη σε αυτόν του συνόλου των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ούτε από την έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α. ενδεχόμενη αδράνεια των φορέων κοινωνικής ασφάλισης να μεριμνήσουν για την είσπραξη των απαιτήσεών τους. Ωστόσο, κατόπιν της ως άνω κρίσης περί αντισυνταγματικότητας του γενικού κανόνα παραγραφής, που θεσπίστηκε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 4387/2016, καταλείπεται κενό στη ρύθμιση, καθώς δεν υφίσταται προϋφιστάμενο δίκαιο, που να ρυθμίζει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα, δεδομένης και της σαφούς βούλησης του νομοθέτη να θεσπίσει κοινή ρύθμιση για την παραγραφή των αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του συνόλου των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων. Όπως κρίθηκε δε με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το κενό αυτό δεν είναι ανεκτό από το Σύνταγμα, εφόσον από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου απαιτείται η πρόβλεψη προθεσμίας παραγραφής. Πρέπει δε να πληρωθεί με την εφαρμογή του κανόνα της δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων καταβολής εισφορών για το σύνολο των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, ο οποίος κρίνεται ότι αποτελεί εύλογο χρόνο παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων και αποτελούσε το προϊσχύσαν δίκαιο για τις αξιώσεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., του μεγαλύτερου, έως την ίδρυση του Ε.Φ.Κ.Α., φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών της χώρας. Η πλήρωση δε του νομοθετικού κενού με τον ως άνω γενικό κανόνα τελεί σε αρμονία προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, που αξιώνει σαφήνεια και προβλέψιμη εφαρμογή των σχετικών κανονιστικών ρυθμίσεων.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.