Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, βρίσκεται ήδη σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, από τις αρχές του έτους. Οι οικονομολόγοι εκφράζουν φόβους ότι το φαινόμενο αφορά και άλλους και θα διαρκέσει.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η γερμανική, βρίσκεται ήδη σε μια κατάσταση την οποία οι οικονομολόγοι έχουν χαρακτηρίσει ως «στασιμοπληθωρισμό»: Τον Μάρτιο, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν μηδενικός (αν όχι οριακά αρνητικός), ενώ την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός έτρεχε με 7,3%, που είναι και το υψηλότερο ποσοστό το οποίο έχει καταγραφεί στη χώρα εδώ και 40 χρόνια.
«Βρισκόμαστε στην αρχή μιας δεκαετίας στασιμοπληθωρισμού;». Αυτό το ερώτημα έθεσε την Δευτέρα ο Γιούλιαν Ολκ, μέσα από την ανάλυσή του στην Handelsblatt. Έσπευσε δε να διατυπώσει τέσσερις λόγους που ενισχύουν αυτό το σενάριο – μαζί με την εκτίμηση του γνωστού Αμερικανού οικονομολόγου, Νουριέλ Ρουμπινί: «Η απειλή του στασιμοπληθωρισμού είναι πραγματική».
Ο πόλεμος και η παγκοσμιοποίηση
Ο πρώτος λόγος, σύμφωνα με τον Ολκ, είναι ο πόλεμος και η απειλή που αντιπροσωπεύει για τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Αν και θεωρεί ότι η ρήξη των οικονομικών δεσμών με την Ρωσία «δεν συνιστά δράμα», εξαιτίας του περιορισμένου ειδικού βάρους της στην παγκόσμια οικονομία, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο η σύγκρουση της Δύσης να επεκταθεί σταδιακά και σε άλλες χώρες.
Η μεγαλύτερη ανησυχία έχει να κάνει, προφανώς, με την Κίνα, η οποία άλλωστε έχει χαρακτηριστεί ως ο μεγάλος και στρατηγικός ανταγωνιστής ΗΠΑ και ΕΕ. Δεν αποκλείεται, όμως, να ακολουθήσουν και άλλες χώρες, όπως Ινδία και Βραζιλία – κάτι που, όπως εκτιμά το ινστιτούτο IfW, θα κοστίσει στις δυτικές οικονομίες τουλάχιστον 700 δισ. δολάρια ετησίως ή 1,3% σε επίπεδο ΑΕΠ.
Το δημογραφικό πρόβλημα
Ο δεύτερος λόγος που εντοπίζεται έχει να κάνει με το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Δύση και κυρίως η Ευρώπη. «Με δεδομένο ότι και η παραγωγικότητα αυξάνεται αργά εδώ και χρόνια, η τεχνολογική πρόοδος δεν θα είναι σε θέση να καλύψει το κενό», σημειώνει η ανάλυση.
Όπως προβλέπουν δύο γνωστοί οικονομολόγοι των ΗΠΑ, ο Τσαρλς Γκούντχαρτ και ο Μάνοτζ Πράντχαν, εάν υπάρχουν στην αγορά λιγότεροι εργαζόμενοι, ο ανταγωνισμός για να τους κερδίσουν οι επιχειρήσεις θα είναι μεγαλύτερος και θα αναγκάζονται να πληρώνουν μεγαλύτερους μισθούς – κάτι που, με τη σειρά του, να ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Ίσως, λοιπόν, οι δεκάδες χιλιάδες Ουκρανοί που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω του πολέμου να αποτελούν μια κάποια λύση σε αυτό το πρόβλημα για τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ουδέν κακόν, αμιγές καλού, όπως θα έλεγαν και οι πρόγονοί μας.
Οι αυξήσεις των μισθών
Ο τρίτος λόγος αφορά στις ολοένα πιο επιτακτικές απαιτήσεις των εργαζομένων για αυξήσεις μισθών οι οποίες να είναι σε θέση να καλύψουν την τεράστια και απότομη αύξηση στο κόστος ζωής των τελευταίων μηνών. Αυτό, μάλιστα, είναι κάτι που αφορά τόσο την ΕΕ όσο και τις ΗΠΑ, παρά τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν στην αγορά εργασίας στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Είναι πιθανό, μάλιστα όπως εκτιμά ο Ολκ, οι πιέσεις αυτές να ενταθούν το επόμενο διάστημα, καθώς οι εξελίξεις στις τιμές μοιάζουν να είναι απρόβλεπτες.
Η άλλη όψη της «πράσινης οικονομίας»
Ο τελευταίος λόγος παραπέμπει στην κλιματική αλλαγή και την μετάβαση στην «πράσινη οικονομία». «Οι προσπάθειες για τη διάσωση του κλίματος φέρνουν μαζί τους ευθείες αυξήσεις στις τιμές, ειδικά μέσω της τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα», σημειώνει στην ανάλυσή του.
Κι αυτό, εξηγεί, έχει να κάνει με την αλλαγή της παραγωγικής διαδικασίας και του μηχανολογικού και κτιριακού εξοπλισμού, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι υπάρχουσες υποδομές δεν έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής τους.
Παρ’ όλα αυτά, όπως τονίζει, η ενεργειακή κρίση μπορεί να οδηγήσει αναγκαστικά την ανθρωπότητα σε μειωμένη κατανάλωση ενέργειας, κάτι που με τη σειρά του θα οδηγήσει σε περιορισμό των πληθωριστικών πιέσεων. Ευσεβείς πόθοι ή ρεαλιστικό σενάριο;