Τις 16 Αυγούστου ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ δήλωσε ότι «τα τουρκικά στρατεύματα προχώρησαν πέραν του δέοντος» στην Κύπρο
Άρθρο Ανδρέα Θεοφάνους*
Όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 διακήρυξε ότι στόχος της ήταν «η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος της αμερικανοκίνητης Χούντας εναντίον του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 τόσο η Αθήνα όσο και το πραξικοπηματικό καθεστώς της Λευκωσίας ήταν σε διεθνή απομόνωση. Ως εκ τούτου η τουρκική εισβολή έγινε ανεχτή από τη διεθνή κοινότητα.
Με την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο με την ανάληψη προεδρικών καθηκόντων από τον Πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη στις 23 Ιουλίου, 1974, η Τουρκία δεν είχε πλέον κανένα νομικό έρεισμα για συνέχιση της στρατιωτικής της δράσης στην Κύπρο.
Υπογραμμίζεται συναφώς ότι ο Κληρίδης πρότεινε στις 24 Ιουλίου 1974 στην τουρκική πλευρά την επάνοδο στο Σύνταγμα του 1960 και όχι στην κατ΄ αρχή συμφωνία που είχε επιτευχθεί στις 13 Ιουλίου 1974 μεταξύ των συνταγματολόγων Μιχαήλ Δεκλερή και Ορχάν Αλτικαστή για ένα ενιαίο κράτος. Όμως η απάντηση της τουρκικής πλευράς ήταν: «είναι πλέον αργά». Η Τουρκία συνέχισε να παραβιάζει την κατάπαυση του πυρός και όταν η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν αποδέχθηκε το τελεσίγραφό της στις συνομιλίες στη Γενεύη, εξαπέλυσε στις 14 Αυγούστου νέα επίθεση από θαλάσσης, αέρος και ξηράς και κατέλαβε το 37% του εδάφους της Κύπρου. Και ενώ τα τουρκικά στρατεύματα προήλαυναν, στις 9 το πρωί της 16 Αυγούστου στην Ουάσιγκτον (4 το απόγευμα ώρα Κύπρου) ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ δήλωσε ότι «τα τουρκικά στρατεύματα προχώρησαν πέραν του δέοντος». Δύο ώρες μετά υπήρξε συμφωνία για κατάπαυση του πυρός.
Οι άλλες δύο εγγυήτριες δυνάμεις, Ελλάδα και Βρετανία, δεν αντέδρασαν όπως όφειλαν να πράξουν. Οι ΗΠΑ ανέχθηκαν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο καθώς και την παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βασικός τους στόχος ήταν η αποτροπή ενός ελληνοτουρκικού πολέμου.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ουδέποτε καταδίκασε την τουρκική εισβολή και την κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μάλιστα με τα συναφή ψηφίσματα παρέπεμψε σε συνομιλίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων για την επίλυση του προβλήματος. Εμμέσως πλην σαφώς η διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών ξέπλυνε τις ευθύνες της Τουρκίας στην Κύπρο. Σημειώνεται συναφώς ότι η διακοινοτική διάσταση του Κυπριακού δεν είναι η μόνη. Αντίθετα, υπάρχουν και άλλες πιο σημαντικές διαστάσεις του προβλήματος, μεταξύ άλλων, η διεθνής.
Τα οποιαδήποτε σχέδια επίλυσης του Κυπριακού μετά το 1974 δεν ήταν ισοζυγισμένα. Ως εκ τούτου η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ήταν είτε εναντίον είτε πολύ επιφυλακτικοί στις διάφορες πρωτοβουλίες. Εν πολλοίς στην πορεία του χρόνου η Τουρκία έμεινε στο απυρόβλητο παρά τα εγκλήματά της, την κατοχή και τον συνεχιζόμενο υβριδικό πόλεμο εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εύλογα οι Κύπριοι πολίτες διερωτώνται για την εξέλιξη αυτή αναλογιζόμενοι και την ομοβροντία κυρώσεων από τις ΗΠΑ, την ΕΕ καθώς και άλλες δυτικές δυνάμεις αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι η Ρωσία θεωρείται στρατηγικός ανταγωνιστής της Δύσης ενώ η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και, παρά τις οποιεσδήποτε τριβές, στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ και της Δύσης.
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 επικαλέσθηκε όχι μόνο την προστασία των Ρωσόφωνων της Ανατολικής Ουκρανίας αλλά κυρίως λόγους εθνικής ασφάλειας για την ίδια. Η Μόσχα διακήρυξε ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς και κυρίως το ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.
Ενώ και στην περίπτωση της Ουκρανίας και της Κύπρου υπήρξε/υπάρχει σαφής παραβίαση του διεθνούς δικαίου, οι δύο περιπτώσεις δεν είναι πανομοιότυπες. Το Ουκρανικό δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με επιτυχία χωρίς μια στοιχειώδη συνεννόηση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Σε αντίθετη περίπτωση η σύγκρουση θα διαιωνίζεται με απεριόριστους κινδύνους για την περιφερειακή και διεθνή ασφάλεια.
Υπογραμμίζεται επίσης ότι ιστορικά όταν εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας και Δύσης αναβαθμίζεται ο ρόλος της Τουρκίας. Άλλωστε η Άγκυρα σήμερα και πάλιν τυγχάνει ανοχής από τη Δύση παρά το γεγονός ότι δεν ακολούθησε την ΕΕ και τις υπόλοιπες χώρες του ΝΑΤΟ στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Μάλιστα η Τουρκία παρουσιάζεται σήμερα ως ειρηνοποιός και ως υπέρμαχος του διεθνούς δικαίου και απαιτεί ανταλλάγματα.
Στο σημερινό εξαιρετικά δύσκολο διεθνές περιβάλλον η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να αξιοποιήσει τα νέα δεδομένα. Με το ανάλογο αφήγημα καλείται επίσης να προασπίσει τα συμφέροντά της, το δικαίωμα ύπαρξής της και την ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας της.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.