Πρόσθετη κάλυψη εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης -. Η πρόσθετη κάλυψη της απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων δεν αποτελεί «κίνδυνο ζωής», δηλαδή κίνδυνο που συναρτάται με τα συμβεβηκότα της ζωής του ασφαλισμένου, όπως είναι η περιέλευσή του σε καθεστώς διαρκούς ολικής ανικανότητας per se, αλλά εμπίπτει στον κλάδο «διάφορες χρηματικές απώλειες» (κλάδος 16) των ασφαλίσεων ζημιών, καθώς ο κίνδυνος που ανέλαβε εν προκειμένω η σφαλιστική εταιρεία συνίσταται στην κάλυψη της δαπάνης (κόστους) που συνεπάγεται για τον ασφαλισμένο η πληρωμή των ασφαλίστρων της ασφάλισης ζωής. Η ισχύς απάντων των πρόσθετων ασφαλίσεων – παραρτημάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και απολύτως εξαρτημένη από την ισχύ της ίδιας της σύμβασης ασφάλισης ζωής, η λήξη της οποίας, -με την παρέλευση της συμβατικής της διάρκειας – επιφέρει την παύση ισχύος όλων των ανωτέρω παραρτημάτων. Η συμβατική πρόβλεψη δυνατότητας παράτασης της ισχύος της πρόσθετης κάλυψης εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης δεν συνεπάγεται παράταση της ισχύος της (ήδη λήξασας) σύμβασης ασφάλισης ζωής (πολλώ δε μάλλον των λοιπών παραρτημάτων αυτής), Περαιτέρω, εφόσον η εν λόγω κάλυψη είναι παράρτημα μιας σύμβασης ασφάλισης ζωής (και όχι μία αυτοτελής, αυθύπαρκτη σύμβαση κάλυψης νοσοκομειακής περίθαλψης), ο όρος «η ισχύς είναι δυνατόν να παραταθεί ισοβίως» ερμηνευόμενος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κατά την αληθή βούληση των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, έχει την έννοια ότι η παράταση της ισχύος θα λάβει χώρα με τον ίδιο τρόπο, ήτοι δεν θα παραταθεί ισοβίως η ισχύς της όλης σύμβασης ασφάλισης ζωής, για την οποία τα μέρη, και ιδίως ο ενάγων, τον οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ως άνω ερμηνευμένος όρος, δεν θα έχει συμφέρον, αφού θα βαρύνεται με την καταβολή ασφαλίστρων για όλη τη ζωή του, η δε σύμβαση ασφάλισης ζωής του από ασφάλιση επιβίωσης κατά την αρχική ημερομηνία λήξης της – θα γίνει ισόβια, και επομένως ο ίδιος ποτέ δε θα εισπράξει το ασφάλισμα.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 414/2022
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(14° Τμήμα)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θωμά Παπαδόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Κωνσταντίνο Σαργιώτη, Εφέτη και Ευθυμία Νικολάου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Αγγελική Κυριαζή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: … κατοίκου …, οδός … με ΑΦΜ … ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βίκτωρα Τσιαφούτη, με ΑΜΔΣ Αθηνών 31580, κατέθεσε προτάσεις και το Π …… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ Θηνών.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφόρος Συγγρού 103-105, ως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ., η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο με την από 29-09-2021 δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ, περί μη παράστασης κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δέσποινα Γρυσμπολάκη, με AM ΔΣ Αθηνών 19893, προκατέθεσε προτάσεις και το Π …. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ Θηβών.
Ο ενάγων, ήδη εκκαλών, με την από 04-09-2017 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2017 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα εκτίθενται σε αυτήν.
Επί της ανωτέρω αγωγής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε την 4327/2019 απόφαση του (τακτική διαδικασία), με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ήδη, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ζητεί να γίνει δεκτή η από 07-01-2020 έφεσή του, κατά της παραπάνω απόφασης, η οποία (έφεση) κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ./2020 και, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό πινακίου ..
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος παραστάθηκε στο ακροατήριο, κατέθεσε έγγραφες προτάσεις και ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα εκτίθενται σε αυτές, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης παραστάθηκε, όπως εκτίθεται παραπάνω, με την από 29-09-2021 έγγραφη δήλωση της, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ, προκατέθεσε προτάσεις και ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα εκτίθενται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 07-01-2020 έφεση του ενάγοντος, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ./2020 και, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2020, κατά της 4327/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία συζήτησε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, την από 04-09-2017 και με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2017 αγωγή του εκκαλούντος και έκανε δεκτή αυτή εν μέρει, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, ήτοι κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 09-01-2020, εντός της οριζόμενης, από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, μετά την αντικατάσταση του, με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, προθεσμίας των δύο (2) ετών, από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, στις 26-11-2019, αφού ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ όπως ισχύει, μετά την αντικατάσταση του, με το άρθρο 4 παρ 2 του ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ 13 του ιδίου ως άνω νόμου). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή, δεδομένου ότι κατατέθηκε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει, μετά την τροποποίηση της, με τη διάταξη του άρθρου 35 παρ. 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 45 του ν. 4446/2016, από τον εκκαλούντα, το νόμιμο παράβολο της, ήτοι το …/2020 e-παράβολο, ποσού εκατό πενήντα (150) ευρώ, ως βεβαιώνεται στην από 09-01-2020 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου από την αρμόδια γραμματέα, και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της, κατά την ίδια, ως πρωτοδίκως, τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε πρωτοδίκως με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, ο ενάγων εκθέτει ότι στις 29-02-2000 σύναψε με την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, διάρκειας δεκαέξι ετών, λήξης στις 29-02-2016, με ασφαλιζόμενο τον ίδιο, έναντι του αναφερόμενου στην αγωγή ετήσιου ασφαλίστρου, το οποίο προέβλεπε μικτή ασφάλιση θανάτου/επιβίωσης, ασφάλιση θανάτου από ατύχημα, ασφάλιση απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας και σοβαρών ασθενειών, ασφάλιση εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης και εξόδων εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων, ασφάλιση καταβολής του ασφαλιζομένου ποσού σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας και σοβαρών ασθενειών και ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτων. Ότι στο παράρτημα Β του ως άνω ασφαλιστηρίου προβλεπόταν η απαλλαγή του ενάγοντος από την πληρωμή ασφαλίστρων τόσο για τη βασική ασφάλιση ζωής όσο και για παραρτήματα της (πλην των Κ και Ζ) σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή κάποιας από τις περιοριστικά αναφερόμενες ως σοβαρές ασθένειες, στις οποίες περιλαμβανόταν και ο καρκίνος, ενώ στο παράρτημα Δ (πρόσθετη ασφάλιση εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης και εξόδων εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων) του αυτού ως άνω συμβολαίου προβλεπόταν η δυνατότητα παράτασης της ισχύος του (παραρτήματος Δ) και μετά τη λήξη πληρωμών του ασφαλιστηρίου ζωής και μάλιστα ισοβίως, μετά από έγγραφη δήλωση του ασφαλισμένου κατά τη λήξη της ασφάλισης. Ότι τον Ιούλιο του 2015 επήλθε στο πρόσωπο του η ανωτέρω ασφαλιστική περίπτωση καθόσον διαγνώσθηκε με καρκίνο του προστάτη, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε άμεσα την εναγομένη, υποβάλλοντας όλα τα σχετικά ιατρικά έγγραφα, αιτούμενος την ενεργοποίηση του παραπάνω παραρτήματος Β, δηλαδή την απαλλαγή του από περαιτέρω υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων λόγω σοβαρής ασθένειας. Ότι ο ίδιος κάνοντας χρήση της δυνατότητας που του παρείχε το άρθρο 8 του παραρτήματος Δ του προαναφερόμενου συμβολαίου, με την από 22-02-2016 δήλωσή του προς την εναγομένη αιτήθηκε να του αποσταλεί η πρόσθετη πράξη, με την οποία παρατείνεται η ισχύς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ως προς το παράρτημα της νοσοκομειακής περίθαλψης (παράρτημα Δ). Ότι σε συνέχεια της δήλωσης του αυτής, η εναγομένη αποδέχθηκε το αίτημα του, καταρτίζοντας μαζί του το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, με έναρξη ισχύος την 29η-02-2016 και ισόβια διάρκεια, αποτελούμενο από βασική ασφάλιση ζωής, με ασφαλιζόμενο ποσό 300 ευρώ και από το παράρτημα Δ για πρόσθετη ασφάλιση εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης και εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων, η οποία (πρόσθετη ασφάλιση), σύμφωνα με ειδικό όρο της σύμβασης, αποτελούσε συνέχεια αυτής που προβλεπόταν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Ότι η εναγομένη, κατόπιν έγγραφων οχλήσεων του, αναγνώρισε την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης (σοβαρή ασθένεια) και την υποχρέωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων εκ μέρους του ασφαλίστρων ύψους 1.620,92 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 29-08-2015 έως 29-02-2016, αλλά αρνήθηκε παράνομα και αντισυμβατικά να τον απαλλάξει από την περαιτέρω καταβολή των ασφαλίστρων και ως εκ τούτου ο ίδιος της κατέβαλε αχρεωστήτως τα ασφάλιστρα για την χρονική περίοδο από 29-02-2016 έως 28-02-2017, ύψους 2.978,66 ευρώ και για τη χρονική περίοδο από 28-02-2017 έως 28-02-2018, ύψους 3.045,17 ευρώ, καθόσον κατά την άποψη της εναγομένης που διατυπώθηκε στην από 28-09-2016 εξώδικη δήλωση της η κάλυψη της απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων έπαυσε να ισχύει με τη λήξη του … συμβολαίου στις 29-02-2016, ενώ η σύμβαση δεν περιλαμβάνει πρόσθετη ασφάλιση απαλλαγής από την πληρωμή των και των πρόσθετων ασφαλίσεων της (μεταξύ των οποίων και το παράρτημα Δ για τη νοσοκομειακή και εξωνοσοκομειακή ασφαλιστική κάλυψη), και επομένως, σύμφωνα με τους παραπάνω όρους, σε συνδυασμό με τις διαφημιστικές αναρτήσεις της στην ιστοσελίδα της και όσα του είχε τονίσει ο ασφαλιστικός της σύμβουλος, η εναγομένη έχει υποχρέωση να τον απαλλάξει από την πληρωμή του ασφαλίστρου που αντιστοιχεί στο παράρτημα Δ για όσο χρονικό διάστημα αυτός πάσχει από την προαναφερόμενη νόσο, σε κάθε δε περίπτωση για χρονικό διάστημα οκτώ ετών από τη διάγνωση της ασθένειας. Ότι επικουρικά, αν ήθελε κριθεί ότι έχει λήξει η ισχύς της βασικής σύμβασης ασφάλισης ζωής, ότι πρέπει να απαλλαγεί από την πληρωμή του ασφαλίστρου που αντιστοιχεί στο παράρτημα Δ της σύμβασης, διότι έχει παραταθεί η ισχύς του παραρτήματος Δ της αρχικής σύμβασης ασφάλισης ζωής με την σύμβαση (παράρτημα Δ αυτής) και αν η εναγομένη ήθελε το αντίθετο (ήτοι ήθελε να ισχύσει ως προϋπόθεση της απαλλαγής του ασφαλισμένου από την καταβολή ασφαλίστρων η ταυτόχρονη ισχύς τόσο της βασικής ασφάλισης όσο και των πρόσθετων ασφαλιστικών καλύψεων που προσαρτώνται σε αυτή) έπρεπε να το διατυπώσει ρητά με σχετικό όρο στην βασική σύμβαση ασφάλισης, χρησιμοποιώντας τους αναφερόμενους στην αγωγή όρους. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε α) να αναγνωριστεί η απαλλαγή του από την υποχρέωση πληρωμής ασφαλίστρων του παραρτήματος Δ …. της σύμβασης ασφάλισης ζωής για την ανωτέρω αιτία (επικαλούμενος ότι αυτή παρέμεινε σε ισχύ, ως τροποποιήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. … σύμβασης, ως προς την κάλυψη εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης και εξόδων εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων), για όσο χρόνο πάσχει από την αναφερόμενη στην αγωγή του νόσο και σε κάθε περίπτωση για χρονικό διάστημα οκτώ ετών, αρχής γενομένης από τον Ιούλιο του 2015, άλλως επικουρικώς, για τις προαναφερόμενες στην αγωγή αιτίες, να αναγνωρισθεί η απαλλαγή του από την υποχρέωση πληρωμής ασφαλίστρων του παραρτήματος Δ της σύμβασης ασφάλισης ζωής, για όσο χρόνο πάσχει από την αναφερόμενη στην αγωγή του νόσο και σε κάθε περίπτωση για χρονικό διάστημα οκτώ ετών, αρχής γενομένης από τον Ιούλιο του 2015, και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για τις ανωτέρω αιτίες (κύρια και επικουρική) το συνολικό ποσό των 7.607,77 ευρώ, που αντιστοιχεί στα καταβληθέντα εκ μέρους του ασφάλιστρα για το χρονικό διάστημα από 29-08-2015 έως 28-02-2018, που ίσχυε ο όρος απαλλαγής του από την καταβολή τους, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ως προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη 4327/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), με την οποία, αφού κρίθηκε ότι, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, τα αιτήματα της αγωγής ήταν α) να αναγνωριστεί ότι η … ασφαλιστική σύμβαση παραμένει σε ισχύ, όπως αυτή τροποποιήθηκε δυνάμει της ….. σύμβασης ως προς τη διάρκεια της και ορισμένες επιμέρους παροχές από την 29η-02-2016 και εκ του λόγου αυτού να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να διατηρήσει επίσης σε πλήρη ισχύ το παράρτημα Β αυτής (της σύμβασης), ήτοι το καθεστώς απαλλαγής του ασφαλισμένου από την πληρωμή ασφαλίστρων για τις προβλεπόμενες στο παράρτημα Δ του αυτού ως άνω ασφαλιστηρίου παροχές, όπως η ισχύς του παρατάθηκε με την ….. σύμβαση, λόγω εμφάνισης σοβαρής ασθένειας (καρκίνου) και για όσο χρονικό διάστημα αυτός πάσχει από την προαναφερόμενη νόσο, σε κάθε δε περίπτωση για χρονικό διάστημα οκτώ ετών από τη διάγνωση της ασθένειας (Ιούλιος 2015), επικουρικώς δε και σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αρχική βασική ασφαλιστική σύμβαση δεν παραμένει σε ισχύ, αλλά έληξε ήδη από την 29η-02-2016, να αναγνωριστεί ότι διατηρείται σε ισχύ το προβλεπόμενο στο παράρτημα Β αυτής καθεστώς απαλλαγής του ασφαλισμένου από την πληρωμή των αντιστοιχούντων στα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης και εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων του παραρτήματος Δ αυτής, του οποίου η ισχύς παρατάθηκε δυνάμει της σύμβασης, καθώς από κανένα στοιχείο των όρων του εν λόγω παραρτήματος Β της σύμβασης, δεν προκύπτει ως προϋπόθεση της απαλλαγής του ασφαλισμένου από την καταβολή ασφαλίστρων η ταυτόχρονη ισχύς τόσο της βασικής ασφάλισης όσο και των πρόσθετων ασφαλιστικών καλύψεων που προσαρτώνται σε αυτή και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει τα προαναφερθέντα ποσά των 1.620,92 ευρώ, 2.956,50 ευρώ και 3.030,35 ευρώ, ήτοι συνολικά 7.607,77 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, απορρίφθηκε το υπό στοιχείο (α) αίτημα της, ως ουσιαστικά αβάσιμο και έγινε εν μέρει δεκτό το υπό στοιχείο (β) αίτημα της και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.620,92 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, με απόφαση που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, ενώ επιβλήθηκε σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ποσού 300 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεση του για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την απόρριψη της κύριας και επικουρικής βάσης της αγωγής του για το παραπάνω υπό στοιχείο (α) αναγνωριστικό αίτημα, όπως εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και για την εν μέρει απόρριψη του υπό στοιχείο (β) καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του, και να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή αυτή, καθώς και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εφεσίβλητης.
Από τις ./18-12-2017 και ./18-12-2017 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ., των μαρτύρων του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, και , οι οποίες συντάχθηκαν, χωρίς την παρουσία του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, κατόπιν της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης αυτής, ως προκύπτει από την .Δ/13-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, … (σημειώνεται ότι η μικρή απόκλιση στα στοιχεία του επωνύμου του πρώτου ως άνω μάρτυρα ήτοι «…» αντί για «…», δεν έχει ως αποτέλεσμα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τη μη λήψη υπόψη -ως ανυπόστατης- της ως άνω ένορκης βεβαίωσης, καθώς όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του μάρτυρα αυτού που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι το όνομα, το επάγγελμα και η κατοικία του, αλλά και άλλα που δεν απαιτεί ο νόμος, και δη το πατρώνυμο, μητρώνυμο και ο αριθμός του δελτίου ταυτότητας του ως άνω μάρτυρα, αναφέρονται ρητώς στην από 13-12-2017 κλήση της εναγομένης, με αποτέλεσμα, σε μια τέτοια παρατυπία, οφειλόμενη σε προφανή παραδρομή, ήσσονος σημασίας, όπως εν προκειμένω, να πρέπει να γίνει συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 424 ΚΠολΔ, αφού επιτυγχάνεται ο σκοπός στον οποίο αποβλέπουν οι συγκεκριμένες διατάξεις του άρθρου 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι δεν δημιουργείται στην εναγομένη ασάφεια ως προς την ταυτότητα του εν λόγω μάρτυρα), από την ./19-12-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, του μάρτυρα της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, η οποία συντάχθηκε χωρίς την παρουσία του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, κατόπιν της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης αυτού, ως προκύπτει από την …./12-12-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …., από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις παρούσες κατ’ έφεση προτάσεις τους, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (μεταξύ των οποίων και το από 28-12-2017 ιατρικό σημείωμα του ακτινοθεραπευτή-ογκολόγου …. το ποίο συντάχθηκε μετά την άσκηση της αγωγής, καθώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου, έχον το ίδιο περιεχόμενο με το από 01-03-2017 προηγούμενο ιατρικό σημείωμα του, δεν έγινε με αποκλειστικό σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην ένδικη δίκη -ΑΠ 1186/2021 ΤΝΠ Νόμος- και με την επισήμανση ότι η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – ΑΠ 386/2015 και ΑΠ 1001/2012 ΤΝΠ Νόμος), από τις ομολογίες, που συνάγονται από τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων (άρθρα 261 και 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Στις 29-02-2000 και μετά από την αίτηση του ενάγοντος καταρτίσθηκε, με τη διαμεσολάβηση του ασφαλιστικού συμβούλου της εναγομένης μεταξύ του ενάγοντος ως συμβαλλόμενου (λήπτη της ασφάλισης) και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, η ασφαλιστική σύμβαση, με αντικείμενο την ασφάλεια επί της ζωής του ιδίου του ενάγοντος (ασφαλισμένου), με ποσό επένδυσης και με πρόσθετες καλύψεις, μεταξύ άλλων, την ασφάλιση θανάτου από ατύχημα (παράρτημα Α), κεφαλαίου 29.700.000 δραχμών, ήτοι 87.160,67 ευρώ, την απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας (παράρτημα Β), την ασφάλιση εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης (κατηγορία ασφάλισης ΑΠΕΝΟΠ 99ΗΔ) συνεπεία ασθένειας ή ατυχήματος καλυπτόμενη σε ποσοστό 100%, με ημερήσιο επίδομα νοσηλείας 20.000 δραχμών, ήτοι 58,69 ευρώ (παράρτημα Δ, κάλυψη I), την ασφάλιση εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων, ποσού 200.000 δραχμών, ήτοι 586,94 ευρώ, ετησίως (παράρτημα Δ, κάλυψη II), την ασφάλιση καταβολής ασφαλιζομένου ποσού 9.900.000 δραχμών, ήτοι 29.053,56 ευρώ, σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας (παράρτημα Ζ) και την ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτων, κεφαλαίου 10.000.000 δραχμών, ήτοι 29.347,03 ευρώ, σε περίπτωση θανάτου από ατύχημα και διπλασιαζόμενο σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος (παράρτημα Η). Ως ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης ορίσθηκε η 29η-02-2000 και η διάρκεια της δεκαεξαετής, ήτοι ως ημερομηνία λήξης ορίσθηκε η 29η-02-2016, ενώ τα ασφάλιστρα συμφωνήθηκε να καταβάλλονται σε ετήσια βάση, την 29η Φεβρουαρίου εκάστου έτους και μάλιστα για την περίοδο 28-02-2015 έως 29-02-2016 (ημερομηνία συμφωνηθείσας λήξης της ασφαλιστικής σύμβασης) ανήλθαν σε 3.690,70 ευρώ. Ορίσθηκε δε με το άρθρο 2° των γενικών όρων της ως άνω ασφαλιστικής σύμβασης (και ειδικότερα αυτών του ασφαλιστηρίου ζωής), ότι την «ασφαλιστική σύμβαση αποτελούν σαν ενιαίο σύνολο τα εξατομικευμένα στοιχεία του ασφαλιστηρίου, οι γενικοί και ειδικοί ασφαλιστικοί όροι και η αίτηση για την έκδοση του μαζί με τις σχετικές με την ασφάλιση δηλώσεις του συμβαλλόμενου και του ασφαλισμένου». Ειδικά για το παράρτημα Β το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής και τιτλοφορείται «Πρόσθετη ασφάλιση απαλλαγής από την πληρωμή ασφαλίστρων σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας» συμφωνήθηκε επί λέξει στους γενικούς όρους αυτού, και συγκεκριμένα στο εισαγωγικό τμήμα τους που τιτλοφορείται «Προδιαγραφές» ότι η εναγομένη: «Δέχεται την αίτηση του Συμβαλλομένου με το Ασφαλιστήριο Ζωής και αναλαμβάνει την υποχρέωση να τον απαλλάξει από την περαιτέρω καταβολή ασφαλίστρων της βασικής ασφάλισης ζωής και των παραρτημάτων της, πλην του παραρτήματος Ζ, σε περίπτωση που ο Ασφαλισμένος πάθει: α) διαρκή ολική ανικανότητα από ασθένεια ή ατύχημα ή β) μία εκ των σοβαρών ασθενειών. Περαιτέρω, στο άρθρο 2° περ. I των γενικών όρων προβλέφθηκε ότι «Η εταιρεία απαλλάσσει τον Συμβαλλόμενο από περαιτέρω καταβολή ασφαλίστρων, αν ο Ασφαλισμένος πάθει διαρκή ολική ανικανότητα ή κάποια από τις σοβαρές ασθένειες (άρθρο 1) και εφόσον η ασφάλεια βρίσκεται σε πλήρη ισχύ. Τα ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν και αφορούσαν το διάστημα από την ημερομηνία αναγγελίας της ανικανότητας (άρθρο 3) μέχρι την ημερομηνία αναγνώρισης επιστρέφονται. Σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότατα του Ασφαλισμένου πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή των ασφαλίστρων και σε αντίθετη περίπτωση εφαρμόζονται οι Γενικοί Όροι του Ασφαλιστηρίου Ζωής», ενώ στο άρθρο 1° περ. II αρ. 4 των γενικών όρων του ίδιου παραρτήματος ως σοβαρή ασθένεια ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, και ο καρκίνος, ήτοι «κάθε ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και επέκταση κακοηθών κυττάρων και διήθηση των ιστών που επιβεβαιώνεται από παθολογοανατομική εξέταση. Ο όρος καρκίνος περιλαμβάνει και τη λευχαιμία, τα λεμφώματα, τα κακοήθη μελανώματα καθώς και τη νόσο του Hodgkin». Επισημαίνεται, δε, ως προς το εν λόγω παράρτημα Β ότι ο κίνδυνος «καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση Διαρκούς Ολικής Ανικανότητας (ΔΟΑ) ή σοβαρής ασθένειας του ασφαλισμένου», ο οποίος συμφωνήθηκε να καλύπτεται στο πλαίσιο ασφάλισης ζωής, δεν αποτελεί «κίνδυνο ζωής», δηλαδή κίνδυνο που συναρτάται με τα συμβεβηκότα της ζωής του ασφαλισμένου, όπως είναι η περιέλευσή του σε καθεστώς διαρκούς ολικής ανικανότητας per se, αλλά εμπίπτει στον κλάδο «διάφορες χρηματικές απώλειες» (κλάδος 16) των ασφαλίσεων ζημιών, καθώς ο κίνδυνος που ανέλαβε εν προκειμένω η ασφαλιστική εταιρεία συνίσταται στην κάλυψη της δαπάνης (κόστους) που συνεπάγεται για τον ασφαλισμένο η πληρωμή των ασφαλίστρων της ασφάλισης ζωής του (βλ. σχόλιο: Κ. Καρανικόλα σε ΕφΑΘ 4634/2020 ΕπΕμπΔ 2021.137).
Περαιτέρω, προέκυψε ότι η ισχύς των ανωτέρω πρόσθετων καλύψεων των παραρτημάτων Β και Δ της σύμβασης ασφάλισης ζωής ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συμφωνηθείσα συμβατική δεκαεξαετή διάρκεια αυτής, γεγονός που επισημαίνεται, άλλωστε, σε ειδικότερο όρο που περιλαμβανόταν σε καθένα από τα ως άνω παραρτήματα Β και Δ, ήτοι στο άρθρο 5° περ. β των γενικών όρων του παραρτήματος Β, στο άρθρο 7° περ. β των γενικών όρων του παραρτήματος Δ (κάλυψη I) και στο άρθρο 6° περ. β των γενικών όρων του παραρτήματος Δ (κάλυψη II), ο οποίος με πανομοιότυπη διατύπωση στα ως άνω παραρτήματα προέβλεπε ότι« το παρόν Παράρτημα παύει να ισχύει στις παρακάτω περιπτώσεις…. (β) Αν το Ασφαλιστήριο Ζωής, του οποίου το παρόν είναι Παράρτημα, λήξει ή ακυρωθεί ή εξαγορασθεί ή γίνει ελεύθερο παραπέρα καταβολής ασφαλίστρων..», με την επισήμανση ότι το ασφαλιστήριο καθίσταται ελεύθερο περαιτέρω καταβολής ασφαλίστρων, σύμφωνα με το άρθρο 7° των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής συνδεδεμένου με επενδύσεις α Σε περίπτωση μη καταβολής του ληξιπρόθεσμου και απαιτητού ασφαλίστρου και με την προϋπόθεση ότι το ασφαλιστήριο έχει αποκτήσει αξία εξαγοράς, οπότε ο Συμβαλλόμενος δύναται, μετά από έγγραφη αίτηση του προς την Εταιρεία να δηλώσει ότι επιθυμεί το ασφαλιστήριο συμβόλαιο να καταστεί ελεύθερο περαιτέρω καταβολής ασφαλίστρων και παύουν να ισχύουν όλες οι καλύψεις βασικής ασφάλισης ζωής και των συμπληρωματικών κινδύνων που παρέχονται με το ασφαλιστήριο αυτό και ο Λογαριασμός Επένδυσης Ασφαλιστηρίου παραμένει πιστωμένος με τις μονάδες που δικαιούται ως αξία εξαγοράς, για όσο χρονικό διάστημα επιθυμεί ο Συμβαλλόμενος». Ο ίδιος άλλωστε όρος, με ταυτόσημη διατύπωση, περί παύσης της ισχύος τους στην περίπτωση λήξης του ασφαλιστηρίου ζωής υπήρχε και στα λοιπά προαναφερόμενα παραρτήματα (άρθρο 7° περ. β των γενικών όρων του παραρτήματος Α και Η και άρθρο 5° περ. β των γενικών όρων του παραρτήματος Ζ). Μάλιστα και στη 2η σελίδα της σύμβασης ασφάλισης, ενώ στον οικείο πίνακα καλύψεων-ασφαλίστρων η διάρκεια πληρωμής της βασικής ασφάλισης ζωής αναφερόταν ως δεκαεξαετής (16 χρόνια), για τις καλύψεις ασφάλισης θανάτου από ατύχημα, απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων, εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης, καταβολής του ασφαλιζομένου ποσού λόγω ανικανότητας, ασφάλισης προσωπικών ατυχημάτων, ήτοι για τα παραρτήματα Α, Β, Δ, Ζ, Η αυτής, δεν αναφερόταν η διάρκεια πληρωμής τους, καθώς αυτά ήταν απολύτως εξαρτημένα από την ισχύ της βασικής σύμβασης ασφάλισης ζωής, με την έννοια που ήδη αναφέρθηκε, και δεν ήταν αυθύπαρκτα, αλλά παραρτήματα αυτής, ενώ ως ημερομηνία λήξης τους αναφερόταν ρητώς, χωρίς να καταλείπεται καμία αμφιβολία, στην πρώτη σελίδα εκάστου των ως άνω παραρτημάτων η αναγραφόμενη στα οικεία άρθρα των γενικών όρων εκάστου εξ αυτών [ήτοι ειδικότερα στο άρθρο 7° για το παράρτημα Α, στο άρθρο 5° για το παράρτημα Β, στο άρθρο 7° για το παράρτημα Δ (κάλυψη I), στο άρθρο 6° για το παράρτημα Δ (κάλυψη II), στο άρθρο 5° για το παράρτημα Ζ και στο άρθρο 7° για το παράρτημα Η]. Δυνατότητα παράτασης της ισχύος τους δεν προβλεπόταν για κανέναν από τα προαναφερθέντα παραρτήματα (Α, Β, Ζ, Η), πλην του ανωτέρω παραρτήματος Δ, το οποίο αποτελεί επίσης αναπόσπαστο μέρος του ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής και τιτλοφορείται «Πρόσθετη ασφάλιση εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης (κάλυψη I) και εξόδων εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων (κάλυψη, αναφορικά με την κάλυψη I και μόνο, ήτοι των εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης (όχι των εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων της κάλυψης II). Ειδικότερα, στο άρθρο 8° των γενικών όρων αυτού περιλαμβανόταν ειδική, εξαιρετική πρόβλεψη παράτασης της ισχύος του ως άνω παραρτήματος μετά τη λήξη πληρωμών του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ήτοι προβλεπόταν ότι «η ισχύς του Παραρτήματος είναι δυνατόν να παραταθεί και μετά τη λήξη πληρωμών του Ασφαλιστηρίου Ζωής ισοβίως μετά από έγγραφη δήλωση του ασφαλισμένου κατά τη λήξη της ασφάλισης». Στο ως άνω 8° άρθρο των γενικών όρων χρησιμοποιείται ο όρος «μετά τη λήξη των πληρωμών του Ασφαλιστηρίου Ζωής», ο οποίος παραπέμπει στα άρθρα 5° και 6° των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου ζωής με αντίστοιχους τίτλους «Ασφάλιστρο» και «Πληρωμή ασφαλίστρου», τα οποία ρυθμίζουν τα ζητήματα τα σχετικά με την πληρωμή των ασφαλίστρων, προβλέποντας ότι τα ασφάλιστρα είναι είτε εφάπαξ καταβλητέα είτε τμηματικά, τα δε τελευταία είναι ετήσια και προκαταβλητέα (ήτοι και μετά την πληρωμή της τελευταίας ετήσιας δόσης, η σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει για το τελευταίο της έτος), καθώς και τα σχετικά με τις ημερομηνίες/τόπο πληρωμής των ασφαλίστρων, υποχρεώσεις ειδοποίησης/όχλησης και τις συνέπειες της μη πληρωμής αυτών. Ο ως άνω όρος δεν εξαρτά την παράταση της ισχύος του συγκεκριμένου παραρτήματος από άλλες προϋποθέσεις, ιδίως δε τη βασική προϋπόθεση του ελέγχου ασφαλισιμότητας από την εταιρεία, ο οποίος γίνεται σε κάθε περίπτωση νέου ασφαλισμένου, που πρέπει να απαντήσει σε ερωτηματολόγιο σχετικά με την υγεία του (κυρίως για θέματα ενεργών νόσων ή σοβαρής ασθένειάς του, έστω και στο παρελθόν) και βάσει των απαντήσεων του, της ηλικίας του και άλλων κριτηρίων αποφασίζει η ασφαλιστική εταιρεία αν θα παράσχει και έναντι ποίου ασφαλίστρου ασφαλιστική κάλυψη για την περίπτωση της νοσοκομειακής περίθαλψης του και των εξωνοσοκομειακών εξετάσεών του (βλ. και άρθρα 2, 3 Ν 2496/1997), έλεγχος που δεν τίθεται ως προϋπόθεση της παράτασης της ισχύος του ως άνω παραρτήματος στην περίπτωση ενός ήδη ασφαλισμένου της, εφόσον α) έχει επέλθει λήξη των πληρωμών του ασφαλιστηρίου ζωής (ήτοι έχουν καταβληθεί τα ασφάλιστρα του στο σύνολο τους, είτε εφάπαξ αν έχουν συμφωνηθεί εφάπαξ, είτε το τελευταίο ετήσιο ασφάλιστρο, αν προκαταβάλλονται ετησίως, σύμφωνα με το άρθρο 5° των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου ζωής) και β) υποβάλει ο παλιός αυτός ασφαλισμένος έγγραφη δήλωση στην εταιρεία κατά τη λήξη της βασικής ασφάλισης ζωής, περί της επιθυμίας του για ισόβια παράταση της ισχύος του παραρτήματος αυτού. Ήτοι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ενεργοποιείται και δεν εφαρμόζεται ούτε το άρθρο 2° των γενικών όρων των ασφαλιστηρίου ζωής που προβλέπει «Κατά τη σύναψη της σύμβασης ο Συμβαλλόμενος και ο Ασφαλισμένος υποχρεούνται να δηλώσουν στον Ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζουν, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσουν σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Στοιχεία και περιστατικά για τα οποία ο Ασφαλιστής έθεσε σαφείς γραπτές ερωτήσεις, τεκμαίρεται ότι είναι τα μόνα τα οποία επηρεάζουν την από μέρους του εκτίμηση και αποδοχή του κινδύνου», ούτε το άρθρο 1° των γενικών όρων του παραρτήματος Δ (κάλυψη I) του ασφαλιστηρίου ζωής, σύμφωνα με το οποίο «Στο παρόν παράρτημα θεωρούνται Ασθένεια κάθε αρρώστια καλυπτομένου προσώπου που προέρχεται από αιτίες οι οποίες δεν υπήρχαν ή υπήρχαν, αλλά το καλυπτόμενο πρόσωπο δικαιολογημένα αγνοούσε την ύπαρξη τους κατά τη σύναψη της σύμβασης». Προσέτι, δε, ανεξαρτήτως της λήξης της βασικής σύμβασης ασφάλισης ζωής, με τη δήλωση αυτή του ασφαλισμένου παρατείνεται η ισχύς του παραρτήματος Δ. Ο ως άνω όρος «μετά τη λήξη πληρωμών του ασφαλιστηρίου ζωής», ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με αναζήτηση της αληθινής βούλησης των μερών, με βάση τις αρχές της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, τα συμφέροντα των μερών, τη φύση της σύμβασης ασφάλισης, δεν έχει ταυτόσημη έννοια με τον όρο «απαλλαγή των πληρωμών του ασφαλιστηρίου ζωής», ο οποίος χρησιμοποιείται στο παράρτημα Β, ήτοι η παράταση της ισχύος του παραρτήματος Δ δεν συνδέεται καθοιονδήποτε τρόπο με την απαλλαγή του ασφαλισμένου από την πληρωμή των ασφαλίστρων στην περίπτωση που πάθει είτε διαρκή ολική ανικανότητα από ασθένεια, ατύχημα είτε μία εκ των σοβαρών ασθενειών του παραρτήματος Β, ούτε ταυτόσημη έννοια με τον όρο «λήξη του ασφαλιστηρίου ζωής», κατά τα ήδη αναφερθέντα, ούτε εξάλλου έχει την έννοια ότι η διάρκεια ισχύος του παραρτήματος Δ είναι ισόβια, εκτός αν ο ασφαλισμένος δεν υποβάλει στον ασφαλιστή δήλωση μέχρι τη λήξη της ασφάλισης, ως αβασίμως διατείνεται ο ενάγων με το αγωγικό δικόγραφο και τον πρώτο λόγο της έφεσης του, αλλά αποκλειστικά και μόνο αναφέρεται στη λήξη των πληρωμών των ασφαλίστρων, κατά τα συμφωνηθέντα στη βασική σύμβαση ασφάλισης ζωής, σύμφωνα με τα ήδη αναφερθέντα αμέσως προηγουμένως. Τουναντίον, η διάρκεια του παραρτήματος αυτού είναι συγκεκριμένη, συνδεόμενη άμεσα με την ισχύ της σύμβασης ασφάλισης ζωής και δύναται να παραταθεί ισοβίως, μετά τη λήξη της πληρωμής των ασφαλίστρων, αν υποβληθεί αίτηση πριν τη λήξη της ασφάλισης, χωρίς πάντως οι δύο έννοιες (λήξη πληρωμών των ασφαλίστρων και λήξη της ασφάλισης ζωής) να ταυτίζονται, ως ήδη αναπτύχθηκε παραπάνω. Εξάλλου, η παράταση της ισχύος του παραρτήματος Δ δεν συνεπάγεται παράταση της ισχύος της (ήδη λήξασας) σύμβασης ασφάλισης ζωής (πολλώ δε μάλλον των λοιπών παραρτημάτων αυτής), αφού στο 8° άρθρο των γενικών όρων του ρητώς γίνεται λόγος για δήλωση του ασφαλισμένου «κατά τη λήξη της ασφάλισης» και για «παράταση της ισχύος του συγκεκριμένου (χρησιμοποιώντας τον όρο «του παρόντος») παραρτήματος» και μόνο του παραρτήματος αυτού, και όχι της σύμβασης ασφάλισης ζωής στο σύνολο της ή οιουδήποτε εκ των λοιπών παραρτημάτων αυτής (και εν προκειμένω του ένδικου παραρτήματος Β). Περαιτέρω, εφόσον το παράρτημα Δ είναι παράρτημα μιας σύμβασης ασφάλισης ζωής (και όχι μία αυτοτελής, αυθύπαρκτη σύμβαση κάλυψης νοσοκομειακής περίθαλψης), ο όρος «η ισχύς είναι δυνατόν να παραταθεί ισοβίως», ερμηνευόμενος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κατά την αληθή βούληση των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και με βάση τις αρχές τις καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, έχει την έννοια ότι η παράταση της ισχύος θα λάβει χώρα με τον ίδιο τρόπο, ήτοι δεν θα παραταθεί ισοβίως η ισχύς της όλης σύμβασης ασφάλισης ζωής, για την οποία τα μέρη, και ιδίως ο ενάγων, τον οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ως άνω ερμηνευόμενος όρος, δεν θα έχει συμφέρον, αφού θα βαρύνεται με την καταβολή ασφαλίστρων για όλη τη ζωή του, η δε σύμβαση ασφάλισης ζωής του από ασφάλιση επιβίωσης -κατά την αρχική ημερομηνία λήξης της- θα γίνει ισόβια, και επομένως ο ίδιος ποτέ δε θα εισπράξει το ασφάλισμα. Ειδικότερα, το εν λόγω παράρτημα Δ θα πρέπει να αποτελέσει πάλι παράρτημα σε μία (βασική) σύμβαση ασφάλισης ζωής, εννοείται νέα, αφού η αρχική θα έχει λήξει, η δε νέα σύμβαση θα μπορεί να είναι είτε συνδεδεμένη με επενδύσεις είτε όχι, ανάλογα με τη συμφωνία των μερών, το δε ασφαλιζόμενο ποσό της θα αποτελεί επίσης αντικείμενο συμφωνίας των μερών, αφού με βάση το ύψος αυτού θα διαμορφωθεί και το ύψος των τελικών οφειλομένων ετήσιων ή εφάπαξ καταβαλλομένων ασφαλίστρων αυτής, θα έχει όμως γενικούς όρους ίδιους με αυτούς του παραρτήματος Δ της λήξασας σύμβασης ασφάλισης ζωής, αφού το παραπάνω παράρτημα Δ είναι αυτό του οποίου η ισχύς παρατείνεται, μετά τη δήλωση του ασφαλισμένου, και δεν πρόκειται για ένα νέο καταρτιζόμενο παράρτημα, έστω και αν αποτελεί παράρτημα μίας νέας σύμβασης ασφάλισης ζωής, μετά τη λήξη της ισχύος της αρχικής σύμβασης ασφάλισης ζωής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, τον Ιούλιο του 2015, σε ηλικία 64 ετών, έπειτα από σειρά εξειδικευμένων εξετάσεων, διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο στον προστάτη, για την αντιμετώπιση του οποίου υποβλήθηκε την 01η-10-2015 στο νοσοκομείο …… σε λαπαροσκοπική ρομποτική επέμβαση ριζικής προστατεκτομής, ενώ ακολούθως λόγω μετεγχειρητικής λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος νοσηλεύθηκε στη συμβεβλημένη με την εναγομένη κλινική στη …… Αττικής από τις 10-10-2015 έως τις 16-10-2015 και από τις 17-10-2015 έως τις 20-10-2015. Ο ίδιος ενημέρωσε προφορικώς τους αρμόδιους υπαλλήλους της εναγομένης, μετά την αρχική διάγνωση του, και στις 27-11-2015 κατέθεσε στην εναγομένη τον φάκελο των ιατρικών του εγγράφων που πιστοποιούσαν την κατάσταση της υγείας του, γνωστοποιώντας εγγράφως όλα τα απαιτούμενα κατά την ασφαλιστική σύμβαση επιμέρους στοιχεία σχετικά με την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και υποβάλλοντας συγχρόνως αίτημα για ενεργοποίηση τόσο του όρου (άρθρο 2 περ. I) του παραρτήματος Β αυτής περί απαλλαγής του από την πληρωμή ασφαλίστρων λόγω σοβαρής ασθένειας, όσο και του όρου (άρθρο 2° περ. β) του παραρτήματος Ζ αυτής περί καταβολής του ορισθέντος στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ποσού, ως αποζημίωση λόγω σοβαρής ασθένειας. Με την από 13-04-2016 επιστολή της προς τον ενάγοντα η εναγομένη αναγνώρισε την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου (σοβαρή ασθένεια) στο πρόσωπο του ασφαλισμένου της, τον οποίο και ενημέρωσε για την ενεργοποίηση του παραρτήματος Ζ με την καταβολή εκ μέρους της σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος της πρώτης δόσης της αποζημίωσης του ασφαλισθέντος κεφαλαίου, στις 30-12-2015, ποσού 9.684,5 ευρώ, καθώς και για την ενεργοποίηση του παραρτήματος Β του ασφαλιστηρίου, ήτοι την απαλλαγή του ενάγοντος από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων, ποσού 1.620,92 ευρώ, ήδη από τον χρόνο γνωστοποίησης στην ίδια της διάγνωσης, τον οποίο η εναγομένη τοποθέτησε -καλή τη πίστει, αφού η έγγραφη αναγγελία επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης έγινε στις 27-11-2015- στην έναρξη του δευτέρου εξαμήνου του τρέχοντος ασφαλιστικού έτους, ήτοι στις 29-08-2015. Παρά το γεγονός όμως ότι η ίδια αναγνώρισε την απορρέουσα από το παράρτημα Β της σύμβασης ως άνω υποχρέωση της, ουδέποτε επέστρεψε στον ενάγοντα το ως άνω ποσό ασφαλίστρων, ύψους 1.620,92 ευρώ, το οποίο εντέλει υποχρεώθηκε να του καταβάλει με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά τη μη εκκληθείσα εν προκειμένω καταψηφιστική διάταξη της τελευταίας. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι λίγες μέρες πριν τη λήξη της συμβατικής διάρκειας του προαναφερόμενου ασφαλιστηρίου, ο ενάγων με την από 22-02-2016 επιστολή του προς την εναγομένη, κάνοντας χρήση της δυνατότητας που του παρείχε το παράρτημα Δ της σύμβασης, αιτήθηκε εγγράφως την ισόβια παράταση της ισχύος του εν λόγω παραρτήματος Δ, ήτοι της ασφαλιστικής κάλυψης της νοσοκομειακής του περίθαλψης. Κατόπιν δε της υποβολής της …. /08-02-2016 αίτησης του προς την εναγομένη, στην οποία αφού δηλωνόταν θετική απάντηση στην ερώτηση του περιλαμβανομένου σε αυτή ερωτηματολογίου αν είχε καρκίνο ή νεοπλασία οποιασδήποτε μορφής και διατυπωνόταν ειδικό αίτημα για «ασφάλιση νοσοκομειακής περίθαλψης σε συνέχιση και με τους όρους της υπάρχουσας στο συμβόλαιο κατόπιν αιτήματος του ασφαλισμένου», καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων η /29-02-2016 σύμβαση ασφάλισης ζωής του ενάγοντος, με έναρξη ισχύος την 29η-02-2016, ισόβιας διάρκειας, με ασφαλιζόμενο ποσό αυτό των 300 ευρώ, καταβλητέο με το θάνατο του ασφαλιζομένου, με μοναδική δε πρόσθετη ασφαλιστική κάλυψη αυτή της νοσοκομειακής του περίθαλψης συνεπεία ασθένειας ή ατυχήματος (κατηγορία ασφάλισης ΑΠΕΝΟΠ 99ΗΔ-παράρτημα Δ), και με τον πρόσθετο ειδικό όρο με το κάτωθι περιεχόμενο «Πρόσθετος ειδικός όρος. Παράρτημα Δ: «Η κάλυψη νοσοκομειακής περίθαλψης αποτελεί συνέχεια αυτής που υπήρχε στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο No … από την 29-02-2016. Οι παροχές και οι γενικοί όροι της κάλυψης περιγράφονται στα επισυναπτόμενα παραρτήματα», ενώ τα ασφάλιστρα, ποσού 2.585,54 ευρώ (εκ των οποίων ποσό 14,82 ευρώ για τη βασική ασφάλιση ζωής και ποσό 2.570,72 ευρώ για τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης) για το πρώτο έτος, συμφωνήθηκε να καταβάλλονται άπαξ ετησίως, και δη στις 28 Φεβρουαρίου εκάστου έτους. Ο δε πίνακας καλύψεων και παροχών του παραρτήματος Δ της σύμβασης είχε το ίδιο ημερήσιο επίδομα νοσηλείας όπως το παράρτημα Δ της σύμβασης, ήτοι 58,69 ευρώ (προηγουμένως 20.000 δραχμές) και η κάλυψη για έξοδα εξωνοσοκομειακών διαγνωστικών εξετάσεων ανερχόταν στο ίδιο ποσό των 586,94 ευρώ (προηγουμένως 200.000 δραχμές). Επισημαίνεται μάλιστα επί λέξει στο ως άνω ασφαλιστήριο, κάτωθι του πίνακα καλύψεων και παροχών, ότι« τα ποσά που αναγράφονται στο παρόν παράρτημα είναι αυτά που ίσχυαν στο αρχικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο No … και αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τους γενικούς όρους του Παραρτήματος Δ». Η νέα αυτή σύμβαση, από κανένα περιλαμβανόμενο στο ασφαλιστήριο της γενικό ή ειδικό όρο δε συνάγεται ότι αποτελεί στο σύνολο της παράταση ή τροποποίηση των όρων της αρχικής ασφαλιστικής σύμβασης, ούτως ώστε με τον τρόπο αυτό η τελευταία να διατηρείται σε ισχύ, ως αβασίμως διατείνεται ο ενάγων, ήδη εκκαλών, αντιθέτως, δε, αποτελεί μία νέα συμφωνία, τεθείσα σε ισχύ με τη λήξη της ανωτέρω αρχικής σύμβασης, με εμφανώς πιο περιορισμένο αντικείμενο ασφάλισης (αφού εν προκειμένω υφίσταται μόνο μία πρόσθετη ασφάλιση, αυτή του παραρτήματος Δ), με άλλο ασφαλιζόμενο κεφάλαιο και διεπόμενη από διακριτούς -σε σχέση επίσης με την αρχική και ήδη λήξασα ασφαλιστική σύμβαση- γενικούς και ειδικούς όρους, οι οποίοι διατρέχουν το ασφαλιστήριο, την αίτηση για την έκδοση του και τις δηλώσεις των συμβαλλομένων ως ενιαίο σύνολο, χωρίς να παραπέμπουν -άμεσα ή έμμεσα-στα όσα ειδικότερα ορίζονται στην προγενέστερη σύμβαση, πλην του παραρτήματος Δ αυτής, που είναι όμοιο με το παράρτημα Δ της προγενέστερης σύμβασης, αφού άλλωστε αποτελεί, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, ισόβια παράταση της ισχύος του, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση η παράταση της ισχύος του παραρτήματος Δ να συνεπάγεται την παράταση της ισχύος της αρχικής σύμβασης και των λοιπών παραρτημάτων αυτής, κατά τα ήδη αναφερθέντα. Συνάγεται, δε, ευχερώς και με ασφάλεια από τη μελέτη του ισχύς απάντων των πρόσθετων ασφαλίσεων-παραρτημάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και απολύτως εξαρτημένη από την ισχύ της ίδιας της σύμβασης ασφάλισης ζωής, η λήξη της οποίας -με την παρέλευση της συμβατικής της διάρκειας- επέφερε την παύση της ισχύος όλων των ανωτέρω παραρτημάτων, όπως άλλωστε ειδικότερα οριζόταν σε συγκεκριμένο όρο που περιλαμβανόταν σε έκαστο εξ αυτών (παραρτημάτων) και σε καμία περίπτωση η λήξη της ισχύος του παραρτήματος Β δεν συνδεόταν με τη λήξη του παραρτήματος Δ ή έτερου παραρτήματος, αφού ο σχετικός γενικός όρος αυτού (7° άρθρο) είναι σαφώς διατυπωμένος, κατά τα ήδη αναφερθέντα, και προέβλεπε ότι εφόσον έληγε η σύμβαση ασφάλισης ζωής θα έπαυε η ισχύς του παραρτήματος Β, ανεξάρτητα αν για κάποιο παράρτημα, όπως εν προκειμένω το παράρτημα Δ, θα παρατεινόταν η ισχύ του. Θα πρέπει να επισημανθεί εξάλλου επιπροσθέτως, ότι κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στους γενικούς όρους του παραρτήματος Β (άρθρο 2° περ. I) της αρχικής ως άνω σύμβασης, η ασφαλιστική κάλυψη της απαλλαγής του ασφαλισμένου από την πληρωμή ασφαλίστρων λόγω σοβαρής ασθένειας, προϋπέθετε η ασφάλεια να βρίσκεται «σε πλήρη ισχύ». Ο ως άνω όρος «πλήρης ισχύς» χρησιμοποιείται και στο άρθρο 7° των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου ζωής το οποίο προβλέπει «Αν λόγω μη πληρωμής των ασφαλίστρων, το Ασφαλιστήριο ακυρωθεί, ή μετατραπεί σε ελεύθερο παραπέρα καταβολής Ασφαλίστρων (εξαιρούνται τα ασφαλιστήρια που είναι συνδεδεμένα με επενδύσεις και είναι ελεύθερα παραπέρα καταβολής ασφαλίστρων) χωρίς σε καμία περίπτωση να έχει εξαγοραστεί, είναι δυνατό να αποκτήσει πάλι την πλήρη ισχύ του, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις…». Ερμηνευόμενος λοιπόν ο όρος «ασφάλεια σε πλήρη ισχύ» στο πλαίσιο του άρθρου 2° περ. I των γενικών όρων του παραρτήματος Β, κατά τους προαναφερθέντες κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, καθίσταται προφανές ότι η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί σε αυτόν είναι ότι απαιτούσε να μην είχε επέλθει η περίπτωση παύσης της ισχύος της βασικής ασφάλειας ζωής, ήτοι να ήταν αυτή σε πλήρη ισχύ, με την αυτονόητη επίσης απαίτηση, αν επρόκειτο να απαλλαγεί ο ασφαλισμένος από τα ασφάλιστρα ενός παραρτήματος, να βρισκόταν σε πλήρη ισχύ τόσο η βασική ασφάλεια ζωής όσο και το συγκεκριμένο παράρτημα. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή που υποστηρίζει ο ενάγων, ήδη εκκαλών, με το δεύτερο λόγο της έφεσης του, ότι αρκεί να βρισκόταν σε ισχύ, λόγω της παράτασης της ισχύος του, το παράρτημα Δ, ώστε να απαλλάσσεται της καταβολής ασφαλίστρων για το παράρτημα αυτό, αντίκειται στο σκοπό και στη φύση της σύμβασης και στις ανωτέρω αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και δεν προκύπτει, ούτε από τη θεώρηση του ως άνω όρου σε σχέση με το περιεχόμενο της περ. II του άρθρου 2ου που ρυθμίζει το ζήτημα των επιπτώσεων της απαλλαγής από τα ασφάλιστρα προβλέποντας ότι «Η απαλλαγή από παραπέρα καταβολή ασφαλίστρων λόγω Διαρκούς Ολικής Ανικανότητας ή Σοβαρής Ασθένειας του Ασφαλισμένου δεν μειώνει με κανένα τρόπο τα δικαιώματα που πηγάζουν από τους όρους της βασικής ασφάλισης ζωής (χορήγηση δανείων, εξαγορών κ.λπ.) καθώς και τους όρους των παραρτημάτων της, επίσης σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να τροποποιηθούν η βασική ασφάλιση ζωής (τιμολόγιο, διάρκεια) καθώς και τα παραρτήματα της», καθώς ο σκοπός του παραπάνω όρου της περ. II ήταν να διασφαλίζει την κανονική συνέχιση της σύμβασης και των παραρτημάτων της, σύμφωνα με τους ήδη συμφωνημένους όρους, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση όμως που ήδη προαναφέρθηκε και περιλαμβάνεται στην περ. I του άρθρου 2ου, ήτοι εφόσον η σύμβαση ήταν σε πλήρη ισχύ, αλλά και ούτε από τις λοιπές συνθήκες που επικαλείται ο ενάγων, που προηγήθηκαν της σύναψης της σύμβασης ασφάλισης, δηλαδή τη διαφημιστική ανάρτηση της εναγομένης στην ιστοσελίδα της σχετικά με την κάλυψη απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων η οποία είχε τα κάτωθι περιεχόμενο «η απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων αποτελεί μια συμπληρωματική ασφαλιστική κάλυψη στα Προγράμματα Ζωής της Εθνικής Ασφαλιστικής, με την οποία εξασφαλίζετε την απρόσκοπτη συνέχιση του Ασφαλιστικού σας Προγράμματος. Στη δύσκολη στιγμή που οποιαδήποτε αιτία έχει ως συνέπεια τη διαρκή ολική ανικανότητα σας για εργασία, η Εθνική Ασφαλιστική σας απαλλάσσει από την πληρωμή των ασφαλίστρων διατηρώντας την ισχύ της κάλυψης σας. Απευθύνεται σε όλους τους ασφαλισμένους που ενδιαφέρονται για τη διασφάλιση της συνέχισης του Προγράμματος τους αλλά και σε όσους θέλουν να διασφαλίσουν εφ’ όρου ζωής τους την ισχύ της ασφαλιστικής κάλυψης των αγαπημένων τους προσώπων. Επιλέγοντας αυτή την κάλυψη εξασφαλίζεται συνέχιση των ασφαλιστικών Προγραμμάτων σας και των Καλύψεων που τα συνοδεύουν, όπως τα είχατε σχεδιάσει, χωρίς να καταβάλλετε ασφάλιστρα, εάν από οποιαδήποτε αιτία προκληθεί διαρκής ολική ανικανότητα για εργασία. Σημαντικοί λόγοι για να επιλέξετε την κάλυψη της απαλλαγής πληρωμής ασφαλίστρων 1. Πολύτιμη κάλυψη για εσάς, που μπορεί να συνδυασθεί με ένα βασικό Πρόγραμμα Ζωής και Προστασίας, καθώς και με ένα Αποταμιευτικό ή Συνταξιοδοτικό Πρόγραμμα, 2 Η απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων αφορά τόσο στο Βασικό Πρόγραμμα Ζωής, Αποταμίευσης ή Σύνταξης που έχετε στην Εθνική Ασφαλιστική όσο και σε όλες τις συμπληρωματικές ασφαλιστικές καλύψεις που το συνοδεύουν πχ προγράμματα Νοσοκομειακής Περίθαλψης, Διαγνωστικών Εξετάσεων κ.α». Τούτο, διότι και η διαφημιστική αυτή ανάρτηση ρητώς τόνιζε ότι, κατά πρώτον, αυτή η κάλυψη συνδυάζεται με ένα βασικό πρόγραμμα ασφάλισης ζωής, και όχι με μια συμπληρωματική αυτού ασφαλιστική κάλυψη, όπως είναι ένα πρόγραμμα νοσοκομειακής περίθαλψης, πράγμα το οποίο αποτυπώνεται και στη διατύπωση του άρθρου 2ου περ. I των γενικών όρων του παραρτήματος Β με τον όρο «εφόσον η ασφάλεια βρίσκεται σε πλήρη ισχύ» και ότι, κατά δεύτερον, αφορά, σε περίπτωση που το βασικό πρόγραμμα έχει και συμπληρωματικές καλύψεις, και τις καλύψεις αυτές, όπως άλλωστε αναφέρει ρητώς το παράρτημα Β στις προδιαγραφές του. Άλλωστε, η διαφημιστική αυτή ανάρτηση, η οποία σημειώνεται ότι κάνει λόγο μόνο για διαρκή ολική ανικανότητα για εργασία και όχι για σοβαρή ασθένεια, θεωρούμενη σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του ως άνω γενικού όρου (άρθρο 2 περ I), που αποτέλεσε περιεχόμενο της σύμβασης ασφάλισης, δεν ήταν ικανή να δημιουργήσει την εύλογη προσδοκία στον ενάγοντα- ασφαλισμένο ότι η νοσοκομειακή κάλυψη του θα είναι ισοβίως εξασφαλισμένη με απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων, σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας, πολλώ δε μάλλον που προβλεπόταν ρητώς «Σε περίπτωση που έχει αποκατασταθεί η ικανότητα του ασφαλισμένου πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή των ασφαλίστρων και σε αντίθετη περίπτωση εφαρμόζονται οι γενικοί όροι του ασφαλιστηρίου ζωής» (άρθρο 2°, περ 1 § 3) και «Ο Ασφαλισμένος οφείλει επίσης, δύο (2) μήνες πριν από κάθε ετήσια επέτειο της αναγνώρισης, να παρέχει με δικά του έξοδα ιατρική έκθεση σχετική με την ανικανότητά του» (άρθρο 3° με τίτλο «Υποχρεώσεις σε περίπτωση διαρκούς ολικής ανικανότητας ή σοβαρής ασθένειας»).
Τέλος, δεν αποδείχθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος της εναγομένης ….. παρουσίασε στον ενάγοντα και τον έπεισε, ως προς το περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης, ότι η εναγομένη του προσφέρει εφ’ όρου ζωής του απαλλαγή πληρωμής ασφαλίστρων νοσοκομειακής περίθαλψης στην περίπτωση σοβαρής ασθένειας, ακόμη και αν λήξει η βασική σύμβαση ασφάλισης ζωής, εφόσον παραταθεί η κάλυψη των εξόδων νοσοκομειακής περίθαλψης, αφού η γενικόλογη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, η οποία ουδέν κατέθεσε περί της πηγής γνώσης της, ήτοι αν ήταν παρούσα κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης ή αν τα όσα πληροφορήθηκε τα πληροφορήθηκε από τον ενάγοντα, δεν ενισχύθηκε από έτερο αποδεικτικό μέσο. Συνεπώς, προκειμένου η εναγομένη εταιρεία να συνεχίσει να ενεργοποιεί το σχετικό όρο του παραρτήματος Β περί απαλλαγής του ασφαλισμένου από την καταβολή περαιτέρω ασφαλίστρων λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου (σοβαρή ασθένεια) θα έπρεπε η σύμβαση, με την οποία άλλωστε το παράρτημα Β αποτελούσε ενιαίο σύνολο, να βρισκόταν σε πλήρη ισχύ, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθώς με τη λήξη της ισχύος της βασικής σύμβασης ασφάλισης ζωής, λόγω της παρόδου του χρόνου ισχύος της, συμπαρασύρθηκε σε παύση της ισχύος του και το παράρτημα Β, για το οποίο δεν είχε προβλεφθεί ρητά, όπως αντιθέτως είχε συμβεί για το παράρτημα Δ αυτής, η δυνατότητα παράτασης με οιονδήποτε τρόπο της ισχύος του. Εξάλλου, ούτε και ο ενάγων αιτήθηκε στην ./08-02-2016 αίτηση του προς την εναγομένη την παράταση της ισχύος του παραρτήματος Β ή την εκ νέου επισύναψη του ως άνω παραρτήματος, άνευ καταβολής ασφαλίστρων, για την αιτία αυτή, στη νεότερη σύμβαση ασφάλισης ζωής που θα κατήρτιζε με την εναγομένη, ώστε να απαλλαγεί των ασφαλίστρων του παραρτήματος Δ αυτής. Επιπροσθέτως, και στην από 22-02-2016 επιστολή του προς την εναγομένη ο ενάγων αιτήθηκε επί λέξει« να μου αποσταλεί η πρόσθετη πράξη με την οποία παρατείνεται η ισχύς του συμβολαίου μου ως προς το προσάρτημα της νοσοκομειακής περίθαλψης», ήτοι επικαλέσθηκε και ζήτησε την παράταση της ισχύος μόνο του παραρτήματος Δ και όχι όλης της σύμβασης ασφάλισης ζωής, ούτε όλων των λοιπών παραρτημάτων αυτής και ειδικότερα του παραρτήματος Β αυτής. Συνεπώς, τα όσα υποστηρίζει ο ενάγων με το αγωγικό δικόγραφο και με τους σχετικούς λόγους της έφεσης του περί του ότι η ρητώς προβλεπόμενη δυνατότητα παράτασης της ισχύος του παραρτήματος Δ της σύμβασης ασφάλισης συνεπάγεται τη διατήρηση σε ισχύ του συνόλου της αρχικής σύμβασης, ήτοι τόσο της περιλαμβανομένης σε αυτή ασφάλισης ζωής, όσο και των λοιπών πρόσθετων καλύψεων-παραρτημάτων, μεταξύ των οποίων και το παράρτημα Β, του οποίου την εφαρμογή αξιώνει εν προκειμένω ο ενάγων, κατά την κύρια αγωγική βάση του στο πλαίσιο της αρχικής σύμβασης ασφάλισης ζωής και επικουρικώς στο πλαίσιο της σύμβασης ασφάλισης ζωής, δεν αποδεικνύονται ουσιαστικά βάσιμα και ο ενάγων δεν δικαιούται απαλλαγής από την υποχρέωση πληρωμής ασφαλίστρων του παραρτήματος Δ μετά την 29-02-2016, ούτε να αναζητήσει τα ασφάλιστρα τα οποία κατέβαλε για το μετέπειτα χρονικό διάστημα, στα πλαίσια της σύμβασης ασφάλισης ζωής, ποσού 2.956,50 ευρώ για την περίοδο 29-02-2016 έως 28-02-2017 και ποσού 3.030,35 ευρώ για την περίοδο 28-02-2017 έως 28-02-2018. Κατόπιν αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την ένδικη αγωγή κατά τα λοιπά αγωγικά αιτήματα της, που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας κατ’ έφεση δίκης, έστω και με διαφορετικές αιτιολογίες, τις οποίες το Δικαστήριο αυτό αντικαθιστά με τις διαλαμβανόμενες στην απόφαση του που στηρίζουν το ίδιο διατακτικό (άρθρο 534 ΚΠολΔ) δεν έσφαλε, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι, όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της κατ’ ουσία. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος που ηττήθηκε (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. 1, 68 παρ 1. 69 και 166 του Ν. 4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς την έφεση κατά της 4327/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) και
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα ./2020 ηλεκτρονικού παραβόλου έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13-01-2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 31-01-2022.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/TrEfAth%20414.2022.htm