ΑΠΟΦΑΣΗ
Bjarki H. Diego κατά Ισλανδίας της 15.03.2022 (αρ. προσφ. 30965/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αμεροληψία δικαστή, δίκαιη δίκη και δικαίωμα έγκαιρης ενημέρωσης του υπόπτου για την ιδιότητα του αυτή στο στάδιο της προανάκρισης και δικαίωμα κατηγορουμένου για νομική συνδρομή.
Ο προσφεύγων ως διευθύνων σύμβουλος μίας τράπεζας που πτώχευσε παραπέμφθηκε για απάτες. Ο εισαγγελέας διέταξε άρση του απορρήτου και παρακολούθηση των τηλεφωνικών του συνομιλιών. Στο στάδιο της προανάκρισης κατέθεσε ως μάρτυρας χωρίς να γίνει γνωστοποίηση σε αυτόν ότι θεωρούνταν ύποπτος για απάτη και χωρίς νομική συνδρομή. Στην σύνθεση του δικαστηρίου συμμετείχε δικαστής που είχε μετοχές στην τράπεζα που πτώχευσε. Άσκησε καταγγελία στηριζόμενος στο άρθρο 6 § 1 και 3 στοιχ. α και γ για παραβίαση του δικαιώματος του για έγκαιρη ενημέρωση της κατηγορίας και δικαίωμα σε νομική συνδρομή δικής του επιλογής και ότι δικάστηκε από μη αμερόληπτο δικαστήριο.
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι η μεροληψία μπορεί να διαπιστωθεί στις πεποιθήσεις ή τη συμπεριφορά ενός μεμονωμένου δικαστή ή στη σύνθεση ολόκληρου του Δικαστηρίου και στη συνολική δίκη, στις οποίες δεν εφαρμόστηκαν οι απαραίτητες εγγυήσεις για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης. Στην παρούσα υπόθεση διαπίστωσε ότι οι μετοχές του δικαστή στην τράπεζα που πτώχευσε είχαν πολύ μικρή αξία περί τα 140 ευρώ. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η συμμετοχή του συγκεκριμένου δικαστή στην σύνθεση του δικαστηρίου δεν επηρέασε την αμεροληψία του λόγω της μικρής αξίας των οικονομικών του συμφερόντων.
Αντιθέτως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η μη ενημέρωση του προσφεύγοντος για την ιδιότητα του ως υπόπτου και η μη παροχή νομικής συνδρομής καθώς και η παρακολούθηση των τηλεφωνικών του συνομιλιών υπονόμευσαν τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι παραβιάστηκε το άρθρο 6§1 και 3 στοιχεία (α) και (γ) της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1
Άρθρο 6 § 3 στοιχεία (α) και (γ)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Bjarki H Diego, είναι Ισλανδός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1968 και ζει στο Ρέικιαβικ.
Το 2008 η παγκόσμια κρίση ρευστότητας άρχισε να επηρεάζει τον ισλανδικό τραπεζικό τομέα. Οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες πτώχευσαν, συμπεριλαμβανομένης της Kaupþing Bank hf. Ο προσφεύγων ήταν διευθυντής του τμήματος δανείων και μέλος της ομάδας για τον πιστωτικό κλάδο πιστωτικής επιτροπής μέχρι την πτώχευση της Kaupþing.
Ένα ειδικό τμήμα εισαγγελίας ιδρύθηκε ως αποτέλεσμα της τραπεζικής κρίσης. Ξεκίνησε έρευνες για την Kaupþing, συμπεριλαμβανομένης και έρευνας για τον προσφεύγοντα. Στο πλαίσιο της έρευνας, ο ειδικός εισαγγελέας εξέδωσε εντολή άρσης απορρήτου και παρακολούθησε το τηλέφωνο του προσφεύγοντος.
Ο τελευταίος κατέθεσε ως μάρτυρας σε σχέση με δύο από αυτές τις έρευνες. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του σχετικά με την έρευνα Holt το 2010, δεν είχε καμία νομική συνδρομή και προφανώς δεν ενημερώθηκε ότι είχε αυτό το δικαίωμα. Όταν κατέθεσε για δεύτερη φορά το 2011 σε σχέση με την εν λόγω έρευνα, ο δικηγόρος του ήταν παρών και ενημερώθηκε ότι ήταν ύποπτος. Κατά την ανάκρισή του, ο προσφεύγων ενημερώθηκε για το δικαίωμά του στη σιωπή και μην αυτοενοχοποίησης κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Το 2013 ασκήθηκαν επτά κατηγορίες απάτης λόγω κατάχρησης θέσης (umboðssvik) εναντίον του προσφεύγοντος.
Δύο φορές αιτήθηκε να παύσει η δίωξη ως απαράδεκτη λόγω υποκλοπής και καταγραφής των συνομιλιών του που υποβλήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία, αλλά οι αιτήσεις του απορρίφθηκαν. Στις 26 Ιουνίου 2015 το Περιφερειακό Δικαστήριο του Ρέϊκιαβικ καταδίκασε τον προσφεύγοντα για έξι κατηγορίες απάτης, επιβάλλοντας του ποινή φυλάκισης δυόμισι ετών. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας αργότερα ότι είχε ανακριθεί ως μάρτυρας και όχι ως ύποπτος και ως εκ τούτου η υπόθεση έπρεπε να απορριφθεί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καταδικάζοντας τον προσφεύγοντα για όλες τις επτά κατηγορίες.
Το 2016 τα μέσα ενημέρωσης αποκάλυψαν πληροφορίες σχετικά με τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με ορισμένες από τις μετοχές να μην έχουν δηλωθεί από ορισμένα μέλη του δικαστηρίου.
Ένας δικαστής ο οποίος συμμετείχε στην σύνθεση του Δικαστηρίου στην υπόθεση του προσφεύγοντος, ο δικαστής V.M.M., είχε μετοχές στην Kaupþing, μαζί με σημαντικές μετοχές στη Landsbanki. Η αξία αυτών των μετοχών είχαν ουσιαστικά εκμηδενιστεί όταν αυτές οι τράπεζες πτώχευσαν .
Στηριζόμενος στο άρθρο 6 § 1 και 3 στοιχεία α) και γ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη / δικαίωμα έγκαιρης ενημέρωσης για κατηγορία / δικαίωμα σε νομική συνδρομή δικής του επιλογής), ο προσφεύγων συμμετέχοντας στην σύνθεση του Δικαστηρίου στην δίκη δικάζοντας την υπόθεση του, ο δικαστής V.M.M. , το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο είχε παραβιαστεί και ότι είχε δώσει καταθέσεις ως μάρτυρας σε ανακριτή χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ύποπτος και έτσι χωρίς να μπορεί να κάνει χρήση των δικαιωμάτων υπεράσπισής του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ
Άρθρο 6 § 1 σχετικά με την απαίτηση ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η μεροληψία μπορεί να διαπιστωθεί στις πεποιθήσεις ή τη συμπεριφορά ενός μεμονωμένου δικαστή ή στη σύνθεση ολόκληρου του Δικαστηρίου και στη συνολική δίκη, στις οποίες δεν εφαρμόστηκαν οι απαραίτητες εγγυήσεις για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης.
Συγκεκριμένα είχε κρίνει στην υπόθεση Sigríður Elín Sigfúsdóttir κατά Ισλανδίας (αρ. προσφ. 41382/17) ότι προκειμένου να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αμεροληψία ενός δικαστή, έπρεπε τα οικονομικά συμφέροντα του συγκεκριμένου δικαστή να έχουν άμεση σχέση με την υπόθεση.
Για το Δικαστήριο, οι απώλειες του δικαστή V.M.M. στην τράπεζα Kaupþing ήταν ελάχιστες (περίπου 140 ευρώ το χρόνο) και σίγουρα δεν ήταν τέτοιες που να αμφισβητείται η αμεροληψία του. Επιπλέον, οι απώλειές του σε άλλες τράπεζες δεν μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του σε σχέση με την Kaupþing.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της Σύμβασης όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του δικαστηρίου .
Άρθρο 6 § 1 και 3 (α) και (γ)
Δεδομένου ότι ο ειδικός εισαγγελέας είχε προβεί στη παρακολούθηση του τηλεφώνου του προσφεύγοντος, με βάση την υποψία ότι είχε εμπλακεί σε υποτιθέμενη εγκληματική δραστηριότητα, και τελικά του ασκήθηκε ποινική δίωξη, το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι ο προσφεύγων θεωρούνταν ύποπτος όταν ανακρίθηκε για πρώτη φορά. Θα έπρεπε να έχει την ποινική προστασία του άρθρου 6 § 3.
Το Δικαστήριο παρατήρησε, συγκεκριμένα, ότι παρόλο που ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί για την υποχρέωση να καταθέσει την αλήθεια και το δικαίωμα να μην αυτοενοχοποιηθεί, προφανώς δεν είχε ενημερωθεί για την κατάστασή του ως ύποπτος. Ούτε είχε αρχικά ενημερωθεί για το δικαίωμά του σε νομική συνδρομή κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να κρίνει ότι δεν του παρασχέθηκαν νομικές πληροφορίες. Δεν υπήρχε κανένας επιτακτικός λόγος να περιοριστεί αυτή η πρόσβαση σε δικηγόρο.
Το Δικαστήριο σημείωσε τη δήλωση της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων δεν προέβη σε αυτο ενοχοποιητικές καταθέσεις στις ανακρίσεις. Ωστόσο, ο προσφεύγων είχε καταθέσει σχετικά με τη λήψη αποφάσεων στην τράπεζα και τον ρόλο του σε αυτήν. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το προνόμιο κατά της αυτοενοχοποίησης δεν περιορίζονταν σε πραγματικές ομολογίες ή σε άμεσα ενοχοποιητικά σχόλια· Σημειώνοντας, επίσης, την υποκλοπή των τηλεφωνικών κλήσεων του προσφεύγοντος μετά από εντολή του ειδικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυβέρνηση απέτυχε να αποδείξει πώς η έρευνα δεν είχε υπονομεύσει το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν ποτέ αποφανθεί επί της καταγγελίας του προσφεύγοντος ότι δεν είχε ενημερωθεί ότι ήταν ύποπτος όταν ανακρίθηκε την πρώτη φορά.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και 3 (α) και (γ) της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση όσον αφορά την ηθική βλάβη, αλλά ότι εναπόκειται στο εναγόμενο κράτος να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα τερματιστεί η παράβαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).