Σε αποτίμηση του προγράμματος που εφαρμόστηκε στη χώρα μας, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση το 2009, και σε εκτιμήσεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αναφέρθηκαν οι κ.κ. Χοακίν Αλμούνια, Zsolt Darvas , Ναπολέων Μαραβέγιας και Δημήτρης Τσομώκος στο 7ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που πραγματοποιείται στους Δελφούς 6-9 Απριλίου, υπό την αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας, κας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Ο Χοακίν Αλμούνια, Πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS), που συνέταξε και τη σχετική έκθεση για λογαριασμό του ESM, ανέφερε ότι δεν έγιναν όλα σωστά ούτε από την ελληνική ούτε από την ευρωπαϊκή πλευρά. “Η λιτότητα ήταν δεδομένη, αλλά το ζήτημα ήταν η ένταση. Επέμενα ότι η λιτότητα ήταν υπερβολικά εντατική, υπέρμετρα μεγάλη και το μονοπάτι της προσαρμογής σύντομο”, δήλωσε, επισημαίνοντας παράλληλα ότι δεν υπήρχε εμπιστοσύνη στις ελληνικές αρχές, φέρνοντας ως παράδειγμα την περίπτωση της κυβέρνησης Σαμαρά που έπρεπε να υπογράψει την ολοκλήρωση του δεύτερου προγράμματος το 2014, αλλά δεν το έκανε.
Ο κ. Αλμούνια είπε επίσης ότι η παρουσία της Ελλάδας στο ευρώ βρέθηκε σε κίνδυνο, κυρίως λόγω κάποιων στο Βερολίνο, και παρότι η Άγκελα Μερκελ δεν στήριξε την αποχώρηση της Ελλάδας, η γερμανική θέση έθεσε εν αμφιβόλω την ευρωζώνη. Στη συνέχεια επεσήμανε την ανάγκη να αλλάξουν οι παλαιοί κανόνες, λέγοντας ότι δεν είναι πλέον αξιόπιστοι και σημείωσε ότι οι δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να παρακολουθούνται όχι με υπολογισμούς αλλά με μεταβλητές καθώς και να υπάρχει πιο εύλογος λόγος χρέους προς ΑΕΠ.
Για το μέλλον της Ελλάδας ο κ. Αλμούνια είπε ότι η οικονομία της είναι πιο εκτεθειμένη λόγω του μεγέθους του δημοσίου χρέους της. Ωστόσο, σημείωσε ότι οι καλύτερες συνθήκες αποπληρωμής του χρέους και η εμπιστοσύνη στους πολιτικούς θα προστατεύσουν τη χώρα μας σε παρόμοιους κινδύνους.
Από την πλευρά του ο Zsolt Darvas, υψηλόβαθμο στέλεχος του Bruegel, εστίασε την προσοχή του στο ότι στο παρελθόν η Ελλάδα αντιμετώπισε τεράστιες προκλήσεις όσον αφορά στην καλή χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ζητώντας βελτίωση της διοικητικής ικανότητας. Επίσης, σχετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης είπε ότι το σχέδιο της Ελλάδας είναι ποικιλόμορφο και πιο ευρύ από άλλες χώρες, κάτι που μπορεί να είναι πλεονέκτημα αλλά να ενέχει και κινδύνους καθώς εστιάζει σε πολλούς διαφορετικούς τομείς. Μάλιστα, επεσήμανε ότι χρειάζεται βελτίωση σε ορισμένους τομείς, όπως η ψηφιοποίηση υπηρεσιών και η έρευνα, καθώς εκεί βρισκόμαστε στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης.
Σχετικά με το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στη χώρα μας στα χρόνια της κρίσης ο κ. Darvas αναγνώρισε ως λάθος από την πλευρά της ευρωζώνης την καθυστέρηση στην αντίδραση κατά ένα χρόνο για την αναδιάρθρωση του χρέους, ενώ χαρακτήρισε υπέρμετρα αισιόδοξο το μονοπάτι της δημοσιονομικής προσαρμογής. Τέλος, για τα μέτρα που απαιτούνται λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού, είπε ότι δεν πρέπει να υπάρξει βοήθεια για όλους, γιατί έτσι οι φορολογούμενοι θα πλήρωναν για να θερμάνουν οι πλούσιοι τις πισίνες τους.
Για ένα κακοσχεδιασμένο πρόγραμμα όσον αφορά στην Ελλάδα έκανε λόγο ο Δημήτρης Τσομώκος, καθηγητής στο SAÏD Business School και στο St. Edmund Hall του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μιλώντας για τιμωρητική διάθεση που είχε δυσμενές αποτέλεσμα για τη χώρα μας, καθώς το ΑΕΠ μειώθηκε 29% – η μεγαλύτερη μείωση σε ειρηνική περίοδο – η ανεργία αυξήθηκε και περίπου 475.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τη χώρα. “Αν πούμε ότι αυτό το πρόγραμμα ήταν επιτυχημένο, θα απείχε πολύ από την αλήθεια”, είπε χαρακτηριστικά.
“Θεωρούσαν ότι η Ελλάδα είχε χειριστεί την κατάσταση στραβά. Όταν σκοτώνεις τον ασθενή, προφανώς υπάρχει σταθερότητα, αλλά εκείνος είναι στον τάφο δυστυχώς”, σημείωσε ο κ. Τσομώκος και συμπλήρωσε λέγοντας ότι “ήθελαν να δώσουν την Ελλάδα ως παράδειγμα για να μην προχωρήσει κανείς στην ίδια κατεύθυνση”.
Ο κ. Δημήτρης Τσομώκος επεσήμανε ότι μετά την πανδημία που επέφερε σοκ στις προμήθειες αγαθών, τώρα έχουμε όλα τα στοιχεία της τέλειας καταιγίδας με το ιδιωτικό χρέος να έχει αυξηθεί σημαντικά και με αποκορύφωμα τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τέλος, εκτίμησε ότι υψηλά επιτόκια δεν θα είναι προσωρινά και ο πληθωρισμός θα παραμείνει ψηλά, οπότε η Ελλάδα, όπως είπε, πρέπει να διαπραγματευτεί με σθένος τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της οικονομίας της, καθώς οι Ευρωπαίοι δεν είχαν πει ποτέ ότι θα μετέφεραν κρατικά ομόλογα από τη Γερμανία και τη Γαλλία στην Ελλάδα, γεγονός που, όπως είπε, κατέστρεψε τον ελληνικό τραπεζικό τομέα.