Ηλίας Λιαμής, Σύμβουλος Ενότητας Πολιτισμού
Κατά την ώρα της έσχατης οδύνης, ο κάθε άνθρωπος απαλλάσσεται από όλα τα επιφανειακά και τα «δήθεν». Όταν αναδύεται το φάσμα του θανάτου, η ανθρώπινη ύπαρξη βιώνει μια βαθύτατη ελευθερία από συμβατικότητες και συμμορφώσεις σε κοινωνικά πρότυπα. Πρόκειται για εκείνες τις στιγμές που φιλτράρεται όλο το περιεχόμενο της ψυχής. Όσα δεν κατάφεραν να πιάσουν βαθιές ρίζες στην ψυχή, φεύγουν και χάνονται, ενώ, αντίθετα, τα βασικά, τα θεμελιώδη, τα συνδεδεμένα με τον πυρήνα της συνείδησης κατακρατούνται. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές, που συνάνθρωποί μας, όταν βιώσουν ασθένεια σοβαρή, αποκαλύπτουν ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο σχέσεως και επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους, συνοδευόμενο συχνά από υπέρμετρο θάρρος, σχεδόν θράσος, ενίοτε και μια ανεξήγητη, εκ πρώτης όψεως, βιαιότητα. Όντως απορεί κανείς με ανθρώπους υπομονής, σιωπής και συγκαταβατικότητας, οι οποίοι, ευρισκόμενοι μπροστά σε απειλή για τη ζωή τους, παρουσιάζουν έναν άλλον εαυτό, ένα alterego απροσδόκητο, που καλεί γνωστούς, συγγενείς και φίλους να ξεκινήσουν μαζί τους μια νέα σχέση, σχεδόν εκ του μηδενός.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη την απολύτως αληθινή και βαθύτατα οδυνηρή επιθανάτιαεμπειρία της ανθρώπινης φύσης του Θεανθρώπου πάνω στον Σταυρό, οι τελευταίοι Του λόγοι δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την ποιότητα και το μεγαλείο της προσωπικότητας Του. Εκεί, πάνω στον Σταυρό Του, ο Κύριος, ανακεφαλαιώνει όλο το μυστήριο της ύπαρξης και της αποστολής Του, κληρονομώντας μας, όχι ένα μανιφέστο που θα εδραιώσει την υστεροφημία του, αλλά έναν πνευματικό οδικόχάρτη προς τη Βασιλεία Του, γραμμένο «τω καλάμω του Σταυρού, βαφαίςερυθραίς τους σαυτού δακτύλους αιμάτωσας» (Δοξαστικόν των εκεκραγαρίων της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως).
Επτά λέξεις και φράσεις έχουν καταγράψει τα Ιερά Ευαγγέλια ως την τελευταία παρακαταθήκη του Χριστού πριν ολοκληρώσει την εγκόσμια λυτρωτική Του διαδρομή. Κανένα Ευαγγέλιο δεν τις περιλαμβάνει όλες. Αθροίζονται από την παράλληλη ανάγνωση και των τεσσάρων Ευαγγελίων.
Πρώτη φράση
«Πάτερ, άφες αυτοίς˙ ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λούκ. 23,34).
Μόλις υψώνεται στον σκοτεινό ουρανό της Ιερουσαλήμ ο Σταυρός του μαρτυρίου, μία προσευχή αναπέμπεται προς τον επουράνιο Πατέρα, με τον Οποίον δεν έπαψε στιγμή να επικοινωνεί ο Κύριος. Πρόκειται για το πρόσωπο εκείνο, το Οποίο αποτέλεσε έσχατο και διαρκές σημείο αναφοράς κάθε λόγου και κάθε πράξεώς Του.
Είναι ο ίδιος Πατήρ της επί του Όρους ομιλίας, όταν ο Χριστός έλεγε: «Να προσεύχεσθε για όσους σας ταλαιπωρούν και σας διώκουν, για να γίνετε γνήσια τέκνα του επουράνιου Πατέρα»(Μτθ. 5, 44-45).Είναι ο ίδιος Πατήρ της Αρχιερατικής προσευχής, όταν έλεγε: «Πάτερ, έφτασε η ώρα. Δόξασε τον Υιό Σου, ώστε και ο Υιός Σου να Σε δοξάσει» (Ιω. 17,1). Είναι ο ίδιος πατήρ της προσευχής στην Γεθσημανή, όταν έλεγε: «Πατέρα μου, αν είναι μπορετό, ας απομακρυνθεί από εμένα αυτό το πικρό ποτήρι»(Μτθ. 26,39).Την στιγμή του υπέρτατου πάθους, την στιγμή του αβάσταχτου πόνου, της εγκατάλειψης, της συκοφαντίας, της αχαριστίας, ο Χριστός ανοίγει τον δρόμο προς την υπέρτατη καταφυγή, προς την πηγή της μόνης αληθινής παρηγοριάς και της ακατανίκητης αντοχής: Την οδό προς τον επουράνιο Πατέρα. Προς Αυτόν απευθύνεται ο Υιός και Λόγος του Θεού και με υπέροχο τρόπο, όχι μόνον ζητά την άφεση της μεγίστης αυτής αμαρτίας, αλλά συνηγορεί και υπέρ αυτών. Επικαλείται την άγνοια και μας παραπέμπει ευθέως στο υπέροχο εκείνο Σωκρατικό ρητό: «Ουδείς εκών κακός», δηλαδή «κανείς δεν θέλει να είναι κακός»,όπως αναφέρεται στην Πολιτεία και στον Τίμαιο από τον Πλάτωνα.
Η αντιμετώπιση της κακίας ως άγνοιας αποτελεί διαχρονική πρόταση του Εσταυρωμένου, όταν η αγανάκτηση και η ψυχική τρικυμία μάς κυριεύουν, όταν βρεθούμε μπροστά στην κατάφορη αδικία, την αχαριστία, την προδοσία, το αίσχος του αδίστακτου εγωισμού των ανθρώπων. Και πράγματι, άλλο να αντιμετωπίζεις τον άλλο ως κακό και άλλο ως τυφλό.
Δυστυχώς, όταν το θυμικό εξεγερθεί, λίγη ισχύ έχουν οι λογικές κατασκευές για να το γαληνέψουν. Όταν η ύπαρξη θιχτεί, απειληθεί, προσβληθεί και πονέσει από το Κακό, πολλές φορές το παράλογο και το σχεδόν δαιμονικό, λίγο μπορεί να βοηθήσει η λογική. Είναι τότε που τη θέση της καλείται να καταλάβει η αγάπη. Ποια αγάπη όμως;
Την ώρα που ακούγεται η πρώτη φράση του Σταυρού, θεμελιώνεται η δυνατότητα της μόνης όντως ανιδιοτελούς αγάπης: Της αγάπης προς τον εχθρό. Μόνον απέναντι στον δεδηλωμένο αντίπαλο, μόνον απέναντι προς κάποιον, ο οποίος αποδεδειγμένα έχει βλάψει και για τον οποίον έχει εκλείψει κάθε ελπίδα ευγνωμοσύνης εκ μέρους του, η αγάπη δικαιούται να υποστηρίξει την ανιδιοτέλειατης. Είναι όμως αυτό ανθρωπίνως εφικτό;Όχι! Κάθε ανθρώπινη αγάπη, όσο αγνή και απαλλαγμένη από το συμφέρον και αν φαίνεται, κρύβειμέσα της τον σπόρο της ιδιοτέλειας. Και αυτό δεν αποτελεί μομφή, αλλά διαπίστωση, απόλυτα συμβατή με τα δεδομένα της ανθρώπινης φύσης: Είμαστε όντα ανεπαρκή. Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας μας, εξαρτώμεθα από Άλλον. Είμαστε ζωντανοί, όχι όμως ζωηφόροι, όντα ετερόφωτα, που υπάρχουμε κατά χάριν. Η ανάγκη της τροφής, υλική για το σώμα, πνευματικής για την ψυχή, αποτελούν θεμελιώδεις όρους της ύπαρξής μας. Κάθε μας προσφορά επιζητά την αναπλήρωσή της. Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε απολύτως ανιδιοτελώς με τις δίκες μας δυνάμεις. Γι΄ αυτό και η αγάπη προς τους εχθρούς δεν μπορεί να αποτελεί ανθρώπινο κατόρθωμα, αλλά δωρεά ανενδεούς Θεού. Μόνον η ένωση με τον Θεό ως Αυτοζωή, μας καθιστά όντα επαρκή και ελεύθερα από κάθε έννοια κοσμικού συμφέροντος. Ας μην μας διαφύγει το γεγονός, πως ακόμη και ο Χριστός δεν συγχωρεί ο Ίδιος από του Σταυρού, αλλά μεσολαβεί προς τον Πατέρα για την άφεση της αμαρτίαςτων σταυρωτών του.
Δεύτερη φράση
«Αμήν λέγω σοι, σήµερον µετ’ εµου έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23,43).
Στον ετοιμοθάνατο ληστή, τη στιγμή που όλα μοιάζουν χαμένα, ανοίγεται μια πόρτα ενός άλλου κόσμου. Η φράση αυτή, αν και γίνεται σε συνθήκες τραγικές, δεν παύει να κρύβει έναν θρίαμβο και μία ελπίδα. Κάτω από τον Σταυρό, οι σταυρωτές λοιδορούν έναν ετοιμοθάνατο. Δεν βλέπουν όμως έναν ετοιμόγεννο νέο κόσμο. Από στιγμή σε στιγμή ο κεκλεισμένος από την ώρα του προπατορικού αμαρτήματος παράδεισος ετοιμάζεται να υποδεχθεί ξανά την ανθρώπινη φύση. Όλη η Θεία Οικονομία περικλείεται σε εκείνο το «μετ΄ εμού». Μόνο μαζί με τον Χριστό ανοίγει ο παράδεισος. Άλλωστε το έχει ήδη προαναγγείλει ο Διδάσκαλος: «Όταν αφήσω τη γη», είχε προφητέψει, «όλους θα σας ελκύσω προς εμένα»(Ιω.12,32). Ο Κύριος ήρθε στη γη για να μας συν-αρπάσει προς τον παράδεισο. Και μάλιστα, όπως με τόση ευρηματικότητα αναφέρει ο άγιος Θεοφύλακτος, εισέρχεται ως «νικητής βασιλιάς…εισάγοντας μαζί Του το μεγαλύτερο από τα λάφυρα του Διαβόλου: τον ληστή!» (Εις το κατά Λουκάν, PG 123, 1105D).Και έτσι επαληθεύεται και η άλλη Του προφητεία: Πώς οι έσχατοι του κόσμου τούτου, τελώνες και πόρνες, «προάγουσιν ημάς εις την βασιλείας του Θεού». (Μτθ.21,31)
Αυτός, ο ληστής, ο κατ΄ ουσίαν πρώτος άγιος, ανοίγει κατά τις τελευταίες του στιγμές, τον υπέροχο δρόμο ανάληψης της προσωπικής ευθύνης. Αποδέχεται την ανθρώπινη δικαιοσύνη και δεν μεμψιμοιρεί. Όσο και αν φαίνεται αδιανόητο, δικαιώνει την κτηνωδία του σταυρικού θανάτου του και δεν αναζητά ελαφρυντικά. Δεν αποστρέφει το πρόσωπό του από το προσωπικό του αίσχος κι έτσι, χωρίς να το αντιληφθεί, ανοίγει διάπλατα την οδό της μεταστροφής. Έχει επιτύχει το ζητούμενο των νηπτικών Πατέρων: Τη σιχασιά στον παλιό μας εαυτό.
Δεν είναι όμως αυτός ο τελικός προορισμός. Έχοντας εξαντλήσει την διαδρομή της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αντιλαμβάνεται πως το τέλος αυτό δεν τον χωρά. Και τότε, απαλλαγμένος από κάθε επίκληση δικαιώματος, απλώνεται στην απεραντοσύνη του ελέους. Η κερδισμένη στιγμή του «Μνήσθητί μου Κύριε» βαραίνει όσο η προηγούμενη χαμένη ζωή του.
Το «Σήμερον» της φράσεως του Χριστού πιστοποιεί το τέλος της ισχύος του Νόμου. Η δικαίωση δια της πίστεως, που τόσο πολύ εκτίμησε ο Απόστολος Παύλος και τόσο αγωνίστηκε να την κάνει κοινή συνείδηση του νέου κόσμου της Εκκλησίας, εγκαινιάστηκε κατά την τραγική ώρα του Γολγοθά, στο πρόσωπο ενός καταδικασμένου από την πολιτική και την θρησκευτική εξουσία του παλαιού κόσμου.
Τρίτη φράση
«Γύναι, ίδε ο υιός σου» (Ιω. 19,26)
Η φράση αυτή είναι βαθιά ανθρώπινη και συνταρακτικά τραγική. Αφού ο Χριστός μας απευθύνθηκε προς τον επουράνιο Πατέρα του, στρέφεται προς την επίγεια μητέρα Του.Τι ποιο λογικό, η μάνα να αποτελεί το πρόσωπο της τελευταίας έννοιας και φροντίδας. Γιατί όμως «Γύναι» και όχι «Μήτερ»;
Είναι τόσο ευαίσθητες, τόσο προσωπικές παρόμοιες στιγμές, που κάθε ερμηνεία δεν μπορεί παρά να περιέχει αρκετή αυθαιρεσία. Ποιος ξέρει αν η προσφώνηση Γύναι» δεν ήταν μια φράση τρυφερότητας γιου προς μάνα, αποδεκτής και από τους δύο όλα τα προηγούμενα χρόνια; Ποιος ξέρει αν δεν περιέχει την συνειδητοποίηση του Χριστού, πως ο επερχόμενος θάνατος έρχεται να διακόψει ακόμη αυτόν τον τρυφερό δεσμό; Ποιος ξέρει αν ο Ιησούς κόβει πρώτος τα δεσμά της σχέσης αυτής, για να απαλύνει τον πόνο της Παναγίας μητέρας Του;
Τα ενδεχόμενα αυτά δεν αποκλείουν όμως και την θεολογική διάσταση μιας αποστάσεως μεταξύ του Ιησού και των επιγείων γονέων Του, που δεν συναντάται για πρώτη φορά στα Ευαγγέλια. Δωδεκαετής ακόμη,έχει επισημάνει πως υπάρχει και ως Υιός Πατρός επουρανίου (Λκ. 2, 49) .Στην αρχή των δημοσίων εμφανίσεών Του, απαρνείται ή καλύτερη διευρύνει ουσιαστικά κάθε συγγενικό δεσμό, ονομάζοντας συγγενείς Του όσους ακολουθούν το θέλημα του επουράνιου Πατέρα του (Μτθ. 12, 46-50). Και τώρα,πλησιάζει η στιγμή που τα πράγματα επανέρχονται στην επουράνια τάξη τους.
Σε κάθε περίπτωση, ο πόνος της Παναγίας είναι αληθινός, ίσως ό,τι πιο αληθινό έχει να επιδείξει η ανθρώπινη φύση: Τον πόνο της μάνας. Είναι η ρομφαία της Υπαπαντής, που προφήτεψε ο γέρων Συμεών (Λκ. 2, 35). Γι΄ αυτό, σε κάθε περίπτωση, η φράση κρύβει ένα αποχαιρετισμό, αλλά και μια βαθύτατη ευγένεια απέναντι στην Μάνα.Συγχρόνως όμως αποτελεί και την τελευταία δωρεά της επίγειας διαδρομής του Χριστού προς όλη τα Οικουμένη. «Ιδού η μήτηρ σου», λέει στον Ιωάννη. Στο πρόσωπο του Μαθητή της αγάπης, όλη η Εκκλησία αποκτά πλέον μια Μητέρα Παναγία, η οποία καθίσταται δεσμός μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Το ανθρώπινο γένος προσέφερε επίγεια μητέρα στον Υιό του Θεού και Εκείνος την επιστρέφει ως μητέρα πνευματική, ολοκληρώνοντας με τον πιο μεγαλειώδη τρόπο την αποκατάσταση της σχέσεως Θεού και ανθρώπων και μέσω μιας κοινής μητέρας.
Στην άποψη αυτή συνηγορεί και ο Άγιος Γεώργιος Νικομηδείας, ο οποίος βλέπει τον Ιωάννη ως αντιπρόσωπο όλων των Μαθητών και κατ΄ επέκτασιν όλης της Εκκλησίας. Ο Κύριος, την ύστατη εκείνη ώρα ανακηρύσσει την Παναγία μητέρα όλων των πιστών και ζητά, όχι μόνον από τον Ιωάννη να την φροντίζει, αλλά και από όλη την Εκκλησία να την τιμά ως Μητέρα Θεού και ανθρώπων(PG 100, 1477AB).
Τέταρτη φράση
«Θεέ µου, Θεέ µου, ινα τι µε εγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46).
Στη φράση αυτή δοκιμάζει και το τελευταίο ίχνος ανθρώπινης λογικής. Είναι δυνατόν να χωρέσει ο ανθρώπινος νους ένα Θεό πάσχοντα; Η πορεία αποδοχής αυτής της υπέρλογης αλήθειας μοιάζει με σχοινοβασία. Λίγο να χαθεί η ισορροπία, ο άνθρωπος καταβαραθρώνεται, είτε στην μονομέρεια είτε στην υπερβολή. Το βέβαιον είναι, πως με τη φράση αυτή, η ανθρώπινη αντοχή έχει φτάσει στα όριά της. Συγχρόνως,αποκαλύπτεται και η τραγωδία των δικαίων όλου του παλαιού κόσμου. Η εκκωφαντική τραγωδία του Σταυρού, παρά την αναμαρτησία του Εσταυρωμένου, καθιστά φανερή την αδυναμία του ανθρώπου να επιτύχει την αποκατάσταση της φύσης του με τις δίκες το δυνάμεις. Ακόμη και η ολοκληρωτική τήρηση του Νόμου, που μόνον από τον Χριστό έχει επιτευχθεί, δεν αρκεί όχι να οδηγήσει τον άνθρωπο πίσω στην Εδέμ, αλλά ούτε καν να απαλύνει την πίκρα της στέρησης της θεϊκή ςπνοής.
Η φθορά φαίνεται να απολαμβάνει τις τελευταίες στιγμές του θριάμβουτης. Παράλληλα, ανακεφαλαιώνεται όλο το παράπονο του ανθρωπίνου γένους. Αιώνες επί αιώνων δίψας και πείνας για το θεϊκό χάδι, αμέτρητες εκδηλώσεις εξευμενισμού των θεών για εύνοια και έλεος, αναρίθμητες θυσίες και ανθρωποθυσίες για να απαλύνουν της θεϊκή οργή δεν αναπλήρωσαν εκείνη την πρώτη γλυκύτητα της Θεϊκής εγγύτητας και παρουσίας. Με το στόμα του Ιησού, αναστενάζει όλη η εμπλεγμένη στις συνέπειες της προπατορικής αποστασίας ανθρωπότητα, όπως άλλωστε ανεβόησε με τις ίδιες λέξεις ο Ψαλμωδός στον 21ο Ψαλμό:
«Ο Θεός ο Θεός μου, πρόσχες μοι. Ίνα τι εγκατέλιπές με;»
Όπως αναφέρει ο Άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, την ώρα εκείνη δεν είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού που βιώνει Θεό απόντα, αλλά ο εξόριστος άνθρωπος (PG123, 669D-672A). Την ώρα εκείνη, ακούγεται για τελευταία φορά η πίκρα για τον απόντα Θεό. Την ώρα εκείνη ξεκίνα η επίγνωση πως,απών από τη σχέση με τον Θεό υπήρξε ο άνθρωπος. Η αλήθεια αυτή, που άλλοτε θα μπορούσε να εξουθενώσει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, καθώς ο δρόμος κάθε επανόρθωσης θα παρέμενε κλειστός, σήμερα αποκαλύπτεται, όχι με επουράνια κατηγορούσα αρχή, αλλά με πατρική πρόσκληση ξανανταμώματος. Σήμερα ακούμε το ερώτημα, στις καρδιές όμως πλέον αντηχεί η απάντηση, γεννημένη από το πνεύμα που κράζει: «Αβά, ο πατήρ» (Ρωμ. 8,15)
Το έχει προαισθανθεί ο μελωδός Προφήτης ήδη: Ο 21ος Ψαλμός, στον οποίον ανήκει η φράση αυτή, ενώ ξεκινά με λόγους απογοήτευσης και εγκατάλειψης, ολοκληρώνεται με λόγους θριάμβου και βεβαιότητας, πως ο Θεός, όχι μόνον είναι παρών, αλλά και τελικώς θα θριαμβεύσει απέναντι των δολίων εχθρών της πίστεως. Και αν ακούστηκε ο πρώτος στίχος του 21ου Ψαλμού εκείνη την ώρα, οι σταυρωτές ίσως δεν άκουσαν τον 22ο στίχο του ίδιου ψαλμού, που ο Εσταυρωμένος αναλογίστηκε ή πιθανός και να ψιθύρισε και που λέει κατά λέξιν:
«Κύριε, μού ΄χεις κιόλας αποκριθεί».
Πέµπτη φράση
«Διψώ» (Ἰωαν 19,28)
Είναι δεδομένο, πως ο Ιησούς, εξαιτίας της τρομερής ταλαιπωρίας πριν την σταύρωση, της εφίδρωσης και της αιμορραγίας επί του Σταυρού, του διαρκούς πόνου από το ακάνθινο στεφάνι, της ακαμψίας των σκελών και του βέβαιου πυρετού, καθώς και της συγκίνησης από την θεά της Παναγίας μητέρας Του, διψά σωματικώς. Και τούτο αποτελεί ακόμη μια επιβεβαίωση του αληθούς Του πάθους και της προσέγγισης του εσχάτου ορίου της ανθρώπινης αντοχής.
Αυτό που μεταβάλλει την στιγμή εκείνη σε γεγονός τραγικής ειρωνείας είναι πως οι Εβραίοι συμπατριώτες του Θεανθρώπου στερούν από Εκείνον κάτι που με αφθονία του το παραχώρησε κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο. Κι ακόμη, πως Εκείνος που είπε: «Εάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» (Ιω. 7,37), όπως διαβεβαίωσε τη Σαμαρείτιδα (Ιω. 4,14), βρίσκεται πλήρως αφυδατωμένος επί του Σταυρού.
Για πολλούς παλιούς και σύγχρονους Πατέρες και θεολόγους, ο Χριστός διψά για την ανθρώπινη σωτηρία. Όλη του η θυσία αποτελεί απάντηση στη δίψα αυτή. Διψάει ο Θεός να μας ξαναδεί κοντά Του. Αν και αυτό αποτελεί βέβαια μια αλληγορική ερμηνεία, δίνει αφορμή για βαθύ στοχασμό της μανικής επιθυμίας του Θεού να αποκαταστήσει τη σχέση Του μαζί μας. Άλλο «ο Θεός θέλει τη σωτηρία μας» και άλλο «ο Θεός διψά τη σωτηρία μας». Και μόνον να αναλογιστούμε την αγάπη για μας που εμπερικλείει αυτό το «διψώ»,αρκεί να αναδείξει και τη αχαριστία μας, εκφρασμένη με βίο σα να μην ήρθε ποτέ ο Θεός στη γη, σα να μην Τον ενδιαφέρουμε, σα να μην έπαθε τα πάνδεινα υπέρ ημών. Αρκεί όμως και να εγείρει μέσα μας κρουνούς φιλότιμου για ανταπόκριση σεαυτό το φλογερό πατρικό ενδιαφέρον.
Αλλά και κατ΄ αντίστροφη αλληγορική ερμηνεία η φράση, μας προσφέρει πάλι συνταρακτικά ερεθίσματα: Το στόμα του Θεανθρώπου, με αυτό το «διψώ», εκφράζει με τον πιο έντονο τρόπο και την δίψα της ανθρώπινης φύσης για Θεό. Σα να αποκαλύπτεται ο ένας και βαθύτατος πόθος μας: Να ξαναβρεθούμε μαζί Του και να εγκαταλείψουμε στην ασημαντότητά τους όλα τα υποκατάστατα αυτής της μίας και ανεκτίμητης σχέσης. Να απαρνηθούμε την αμέλεια, την ψυχρότητα της καρδιάς, την αναβλητικότητα, την αμφιβολία, την ευκολία και όλα εκείνα που μας στερούν την ένωση μαζί Του. Να βρούμε τη δύναμη της αυτοκριτικής, της αυτομεμψίας, της εγκατάλειψης ενός ψεύτικου εαυτού, που νομίζει πως όλα τα μπορεί, όλα τα ξέρει, όλα τα ελέγχει. Διψασμένοι για Χριστό, διψασμένοι για χαρά, διψασμένοι για αγάπη! Αυτό να είναι η ανταπόκριση μας στην δίψα του Θεού για μας. Εμείς είμαστε το νερό της απαντοχής Του.Ας μην γευτε;i το όξος της μαλθακότητας και του εφησυχασμού μας.
Έκτη φράση
«Τετέλεσται» (Ιω. 19,30)
Στην γλώσσα μας η λέξη αυτή έχει συνδεθεί με ένα οριστικό τέλος. Είναι όμως ο ίδιος ο Κύριος, που στην Αρχιερατική Του Προσευχή, προσευχόμενος προς τον Πατέρα, έχει πει: «Το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω» (Ιω. 17,4).
Στη λέξη αυτή αποκαλύπτεται η πλήρης επίγνωση της αποστολής Του. Αυτό που ανακοινώθηκε στη Παναγία κατά τον Ευαγγελισμό, εκπληρώνεται: «Αὐτὸςγὰρσώσειτὸνλαὸναὐτοῦἀπὸτῶνἁμαρτιῶναὐτῶν» (Μτθ. 1,21) Όλα –λόγοι, θαύματα, διδασκαλία και τώρα Πάθη, Σταύρωση και θάνατος- ένα σκοπό είχαν και μία σκοπιμότητα υπηρετούσαν: Την επαναφορά του ανθρώπου στην οδό της θεώσεως, με οδηγό Αυτόν, τον υφιστάμενο τις οδύνες της Πτώσης, αλλά και τον Υπεράνω της φθοράς και του θανάτου.
Θα επακακολουθήσουν και άλλα γεγονόταπριν την ολοκλήρωση της τελικής νίκης, με κορυφαίο βεβαίως τον προσωπικό αγώνα του καθενός. Σήμερα όμως αυτό που έχειτελειωθεί, αυτό που έχει ολοκληρωθεί είναι η συμπύκνωση όλης της ανθρώπινης τραγωδίας στην καταματωμένη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου.
«Κάθε μέλος τῆς ἅγιας σάρκας σου, Κύριε, ὑπέστη γιά μᾶς ἀτίμωση· ἡ κεφαλή μέ τόν ἀκάνθινο στέφανο, τό πρόσωπο μέ τά ἐμπτύσματα, οἱ σιαγόνες μέ τά ραπίσματα, τό στόμα μέ τή χολή, πού ἀναμίχτηκε μέ ξύδι καί σοῦ ἔδωσαν νά γευτεῖς, τά ἀφτιά μέ τίς δυσσεβεῖς βλασφημίες, ἡ πλάτη μέ τό μαστίγωμα καί τό χέρι μέ τόν κάλαμο· ἡ ἔκταση τοῦ ὅλου σώματος μέ τό ν᾽ ἁπλωθεῖ ἐπάνω στό σταυρό· οἱ ἀρθρώσεις μέ τά καρφιά καί ἡ πλευρά μέ τή λόγχη. Παντοδύναμε Σωτήρα, ἐσύ πού ἔπαθες γιά μᾶς καί διά τοῦ πάθους σου μᾶς ἐλευθέρωσες ἀπό τά πάθη, ἐσύ πού σάν φιλάνθρωπος, κατέβηκες σέ μᾶς καί μᾶς ἀνύψωσες στόν οὐρανό, ἐλέησέ μας» (στιχηρον των Αίνων του Όρθρου της μεγάλης Παρασκευής).
Δεν είναι όμως μόνον οι σωματικοί πόνοι. Είναι η μοναξιά, η προδοσία, η εγκατάλειψη, ο φόβος, η αγωνία και όλα τα αβάσταχτα που συνοδεύουν διαχρονικά την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτά λοιπόν σήμερα προσλαμβάνονται από την πάναγνη σάρκα του Ιησού, επί της οποίας τους αφαιρείται το θανατηφόρο κεντρί τους. «Ποιο είναι το σχέδιο που σήμερα τελειώνεται;», διερωτάται ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Και απαντά: «Η κατάργηση του θανάτου, η ανατροπή της πλεονεξίας του διαβόλου, η κατάργηση της αμαρτίας, η αποκάλυψη της ασύγκριτης αγάπης του Θεού για μας και η συγχώρηση όλων των αμαρτημάτων μας». Καμία συνέπεια της ανθρώπινης αποστασίας δεν έμεινε έξω από την επανορθωτική Του ενέργεια. Ούτε και ο ίδιος ο Θάνατος. Προσέλαβε και αυτόν, ώστε να του αφαιρέσει το κεντρί της οδύνης του. «Πού είναι το κεντρί σου θάνατε;», θα αναρωτηθεί τη νύχτα της Αναστάσεως ο ιερός Χρυσόστομος. Σήμερα, πάνω στον Σταυρό, κάθε κύτταρο της ανθρώπινης φύσης δέχεται το επανορθωτικό Του άγγιγμα.
Η επερχόμενη Ανάσταση θα συνεγείρει τον όλο άνθρωπο, το σώμα του και την ψυχή του. Αυτά τα θεϊκά μέλη, που τώρα αιμορραγούν και τον οδηγούν στον Τάφο, θα φανερωθούν ως σύμβολα της δυνάμεως και της αγάπης Του, όπως θα ομολογήσει μετά την Ανάσταση ο Θωμάς, αγγίζοντας τις σταυρικές πληγές. Το βάθος της ανθρώπινης κατάντιας δεν έφτασε για να εξαντλήσει το βάθος της Θείας αγάπης και της θείας Ταπεινοφροσύνης. Τετέλεσται! Για τους παρατηρητές εκείνης της ημέρας, ένα τέλος. Για τον Κύριο μια πόρτα, μια είσοδος, μέσα από την οποίαν διέρχεται, κρατώντας στα χέρια Του την ταλαιπωρημένη μας ύπαρξη.
Έβδοµη φράση
«Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεµαι τόπνεύµα µου» (Λουκ. 23,46).
Τα χέρια πράττουν. Τα χέρια κρατούν. Τα χέρια όμως και αγκαλιάζουν. Η τελευταία φράση του Κυρίου σηματοδοτεί μια επιστροφή. Μια επιστροφή της ανθρώπινης φύσης στην αγκαλιά του Θεού –Πατέρα.
Είναι τα ίδια χέρια, που έπλασαν τον άνθρωπο. Αυτά που του έδωσαν το σχήμα και τη ζωή. Και συμβολικά, αυτά που σχεδίασαν μιαν αποστολή. Αυτήν, που τώρα μόλις ολοκληρώνεται. Η αναφορά σε αυτά τα πατρικά χέρια επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι οι ερμηνευτές της Γενέσεως διδάσκουν: Όλα επλάσθησαν δια του λόγου. Μόνον ο άνθρωπος επλάσθη δια των χειρών του Θεού. Ιδού η απόδειξις της ιδιαίτερης μέριμνας του Θεού για τον καθέναν από μας. Ιδού η τρυφερότητα και το αιώνιο ενδιαφέρον για την τύχη του αγαπημένου πλάσματος! Άχραντα χέρια δημιούργησαν, άχραντα χέρια υποδέχονται σήμερα την ταλαιπωρημένη και καταματωμένη ανθρώπινη φύση, όπως την παραδίδει ο Εσταυρωμένος θεάνθρωπος. Ποια μεγαλύτερη πηγή δυνάμεως μπορεί να υπάρξει για κάθε άνθρωπο, από την πεποίθηση πως τη ζωή μας κυβερνά και προστατεύει το χέρι του θεού;
Αν με απλά λόγια κατανοήσουμε τι είναι το ανθρώπινο πνεύμα, θα εκτιμήσουμε και την απέραντη γαλήνη και καταλλαγή, που κρύβει αυτή η επιστροφή. Σε ένα σημαντικό χωρίο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολή, ο απ. Παύλος αναρωτιέται:
«Ποιος γνωρίζει καλύτερα το τι συμβαίνει στον νου και την καρδιά του άνθρωπου από το πνεύμα του ανθρώπου; Έτσι σας λέω πως και το τι σχέδια έχει ο Θεός τα γνωρίζει μόνον το Πνεύμα του θεού.» (2,11).
Παραδίδοντας λοιπόν το πνεύμα στον Θεό, ενωνόμαστε με το πνεύμα του δικό Του και γινόμαστε μέτοχοι των σχεδίων Του για τους ανθρώπους και τον κόσμο όλον. Παραδίδοντας στα χέρια του Θεού το πνεύμα μας, μετέχουμε στο σχέδιο της αγάπης Του. Ο Χριστός την τραγική εκείνη ώρα δείχνει έναν δρόμο επανασχεδιασμού της ζωής μας και του κόσμου, σύμφωνα με το θέλημα του θεού Πατέρα Του. Περιπλανήθηκε το ανθρώπινο πνεύμα στα μάταια και τα φθαρτά, μετά την αμαρτία. Χωρίς θεό, βρέθηκε σε ένα κόσμο χωρίς συνοχή και χωρίς σκοπό. Δοκιμάζει την επιστήμη, μήπως και αποκτήσουν τα φαινόμενα νόημα. Κι όσο ερευνά, τόσο αδυνατεί να κατανοήσει. Ο Σταυρός είναι όργανο θανάτωσης πολλών πραγμάτων: Θανάτωσης της θεοποιημένης λογικής. Θανάτωσης της αυτοθέωσης και της αλαζονείας. Ναι, εξαντλήθηκε ο άνθρωπος πιστεύοντας στην αυτοθέωσή του. Στο πρόσωπο του Χριστού αποφασίζει να ξαναδώσει στον Θεό το πηδάλιο της ζωής του.
Ελάτε όμως να παρατηρήσουμε λίγο πιο προσεκτικά τη συγκινητική αυτή φράση. Εκ πρώτης όψεως αποτελεί τον επίλογο της επίγειας ζωής του Χριστού πριν Αυτός εκ-πνεύσει. Οριστικό τέλος λοιπόν για τον Ιησού και κατ΄ επέκτασιν για κάθε άνθρωπο; Όχι! Η βαθύτερη ουσία του ανθρώπου, το πνεύμα του, δεν εξαφανίζεται. Κατατίθεται στα χέρια του Θεού. Συνεχίζει να υπάρχει και συνεχίζει να δίνει στην ανθρώπινηύπαρξη τη δυνατότητα της αυτοσυνειδησίας. Υπάρχουμε και μετά τον θάνατο. Ο Άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας υπογραμμίζει πως ο Κύριος καταθέτει το πνεύμα Του και σύντομα θα Του επιστραφεί, πράγμα που έγινε με την Ανάστασή Του (Εις Λουκάν 23, PG 123, 1108B). Και η δική μας ύπαρξη προσδοκά το τέλος της ιστορίας, όπου ξανά θα αποκτήσουμε την ενότητά μας, που διεσπάσθη με τον βιολογικό μας θάνατο. Αναγγελία λοιπόν, όχι θλιβερού τέλους και ανυπαρξίας αλλά ζωής και ακλόνητης ελπίδας αποτελεί η φράση αυτή. Αναγγελία επιστροφής στη θεϊκή μήτρα της ζωής, αναγγελία ανακαίνισης της ζωής, η οποία θα επιβεβαιωθεί περίτρανα την νύχτα της Αναστάσεως.
Τέλος;
Κάπου εδώ ολοκληρώνεται συνήθως η ερμηνευτική προσέγγιση των επτά λόγων του Χριστού στον Σταυρό, που έδωσαν ια την έμπνευση στον μεγάλο Γερμανό συνθέτη Γιόζεφ Χάυντν για να συνθέσει το ομώνυμο υπέροχο έργο του.
Υπάρχει όμως και ένας τελευταίος φθόγγος που εξήλθε από το στόμα του ετοιμοθάνατου Ιησού, λίγο πριν εμπνεύσει. Αυτό ο φθόγγος βρίσκεται κρυμμένος στον 50ο στίχο του 27ουκεφαλαίου του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου:
«ο δε ᾿Ιησούς πάλιν κράξας φωνή μεγάλη αφήκε το πνεύμα».
Έτσι περιγράφει ο Ευαγγελιστής τις τελευταίες στιγμές του Ιησού. Παρόμοια περιγραφή περιέχει και το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο:«ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην ἐξέπνευσε» (Μρκ.15, 37). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς συνδέει την κραυγή αυτή με την φράση:«πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λκ. 23, 46) Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είναι ο μόνος που δεν αναφέρει την κραυγή, παρά αναφέρει, ως τελευταία φράση του χριστού, λίγες στιγμές πριν εκπνεύσει, το «Τετέλεσται»Ιω. (19, 30)
Τι σημασία έχει; Είναι δυνατόν, στο διάστημα των 2-3 ωρών που κράτησε το σταυρικό μαρτύριο, να μην ακουστήκαν από το πανάχραντο στόμα του Θεανθρώπου αναστεναγμοί και κραυγές πόνου; Είναι δυνατόν να μην υπήρξε, λίγο πριν το τέλος, μια τελευταία κραυγή υπέρτατης οδύνης;
Μια κραυγή! Μια τελευταία κραυγή! Το τέλος και η υπέρβαση των λόγων. Η στιγμή, που ο πόνος πια γίνεται ανέκφραστος, ανείπωτος, ακατανόητος, προσιτός μόνον σε εκείνον που τον βιώνει. Το πρώτοκτύπημα στην πύλη του Άδη, που σε λίγο θα υποδεχθεί τον Χριστό.
Εκεί, στον Άδη, ο Πάσχων Δούλος κατεβαίνει μόνος, ακατανόητος για την λογική, ανερμήνευτος και άπνους. Στον φθόγγο αυτό, τον έσχατο φθόγγο, συμπυκνώνεται όλος ο παραλογισμός της αποστάτριας και αποσταμένης ανθρωπότητας. Είναι η δική μας κραυγή, μπροστά στα όσα βιώνουμε καθημερινά, τα ανήκουστα και τα ασύλληπτα, τα πρωτόγνωρα και τα καθηλωτικά, πουαδυνατούμε να ερμηνεύσουμε, να εκφράσουμε και να περιγράψουμε. Τα αφόρητα, τα επώδυνα και τα απελπιστικά! Και ακριβώς, όπως τα ουράνια μεγαλεία, στον αποφατισμό τους, μας καλούν σε μια άρρητη εμπειρία ύψιστης ποιότητας και ισχύος, έτσι και η γεύση της αβύσσου, όταν φτάσουν πια στη σφαίρα του απερίγραπτου, χωρίς την δυνατότητα παρεμβολής της νοήσεως μέσω των λόγων, σαρώνουν αχαλίνωτα την ύπαρξη και οδηγούν στην άρρητη εμπειρία του απόλυτου κενού.
Όλους μας περιμένει μία τουλάχιστο νεμπειρία κραυγής, κραυγής μοναχικής και ανείπωτης, την οποία θα βιώσουμε, αν δεν έχουμε ήδη βιώσει, με τραγική ένταση, τραγικά μόνοι. Ε, λοιπόν, ούτε και τη στιγμή εκείνη είμαστε απόλυτα μόνοι. Ακόμη και την κραυγή αυτή ακούμπησε η λυτρωτική ανάσα του Θεανθρώπου, μη θέλοντας να αφήσει ούτε και την τελευταία γωνιά της ανθρώπινης οδύνης έξω από το φως Του.
Με την Ανάσταση, ανεστήθησαν και οι άπειρες κραυγές των ανθρώπων και με το φως Του μπορούν πια να μετουσιωθούν σε παιάνες νίκης και δοξολογίας παναρμόνιας και λυτρωτικής, ακόμη άρρητης, πάντα άρρητης, αλλά πλέον θεωμένης. _