Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι παράνομα διαβιβάστηκαν τα προσωπικά δεδομένα του δανειολήπτη
Με την με αρ. 1106/2020 Απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάζοντος ως Εφετείο, επιδικάστηκε τελεσίδικα υπέρ Δανειολήπτη αποζημίωση ποσού 3.000 ευρώ υπέρ δανειολήπτη σε βάρος συστημικής Τράπεζας για την παράνομη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων σε εισπρακτική εταιρεία και για ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ τηλεφωνική όχληση που δέχθηκε από την τελευταία!
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι παράνομα διαβιβάστηκαν τα προσωπικά δεδομένα του δανειολήπτη (επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός, ημερομηνία γέννησης, αριθμό ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου, σταθερού και κινητού και επάγγελμα) από την Τράπεζα προς την Εισπρακτική Εταιρεία και η τελευταία τον όχλησε, προκαλώντας του ηθική βλάβη, εύλογη αποζημίωση για την οποία ορίστηκε από το Δικαστήριο το προαναφερόμενο ποσό των 3.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα, με την Απόφαση κρίθηκε ότι η Τράπεζα κατά το χρόνο συλλογής των προσωπικών δεδομένων του δανειολήπτη, δηλαδή κατά το χρόνο σύναψης της δανειακής σύμβασης, δεν τον είχε ενημερώσει κατά τρόπο σαφή για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείται με βάση τη Νομοθεσία για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων, ούτε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν τη διαβίβασή τους στην εισπρακτική εταιρεία.
Έτσι, η Νομοθεσία για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων, απαγορεύει στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου, όταν γίνεται, πλην άλλων περιπτώσεων και χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, δικαίωμα που προστατεύεται αυτοτελώς, αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων.
Περαιτέρω, με την ως άνω τελεσίδικη Απόφαση επισημαίνεται ότι για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στην ενημέρωση του οφειλέτη από την τράπεζα και την συγκατάθεση του πρώτου για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του στοιχείων, η Τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τον οφειλέτη ειδικώς για την εταιρία ενημέρωσης οφειλετών με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κ.λ.π.), στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, ενώ δεν αρκεί το γεγονός ότι η Τράπεζα είχε προβεί σε σχετικές δημοσιεύσεις στον τύπο, με τις οποίες ενημέρωνε το κοινό ότι τηρούσε αρχείο επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, χωρίς ωστόσο να γνωστοποιεί και τη διαβίβαση αυτών σε τρίτους.
Οι αναφερόμενες λοιπόν στην ως άνω Απόφαση παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της τράπεζας (δια των προστηθέντων οργάνων της), προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος-δανειολήπτη και προκάλεσαν σε αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα της εναγομένης Τράπεζας, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώριση, χρήση) των προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προαναφερόμενη απόφασή του, την καταβλητέα αποζημίωση για την οποία όρισε στο ποσό των 3.000 ευρώ, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε μόλις μία τηλεφωνική όχληση προς τον οφειλέτη, με βάση και τα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά και παραδοχές της ως άνω Απόφασης.
Όπως είναι προφανές από τα ανωτέρω, η σπουδαιότητα που δίνει τόσο ο νομοθέτης όσο και η Δικαιοσύνη στο σύννομο τρόπο επεξεργασίας και τήρησης καθώς και διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη είναι κεφαλαιώδης και είναι ανεξάρτητη και σαφώς υπέρτερη της όποιας οφειλής προς πιστωτικό ίδρυμα.