ΑΠΟΦΑΣΗ
P.D. κατά Ρωσίας της 03.05.2022 (αρ. προσφ.30560/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σύμβαση της Χάγης, διεθνής απαγωγή παιδιού και εξαιρέσεις από την γενικό κανόνα της επιστροφής των παιδιών . Βέλτιστο συμφέρον ανηλίκων.
Η υπόθεση αφορούσε εικαζόμενη παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή του προσφεύγοντος, όταν η σύντροφος του, απομάκρυνε την ανήλικη κόρη τους από την Ελβετία όπου ήταν η κοινή διαμονή τους, και την μετάφερε στην Ρωσία λόγω περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη ο ετεροθαλής αδερφός της ανήλικης από φίλο του προσφεύγοντος όταν και τα δύο παιδιά ήταν υπό την επίβλεψη του. Τα Ρωσικά δικαστήρια απέρριψαν το αίτημα επιστροφής του παιδιού στην Ελβετία γιατί στάθμισαν το βέλτιστο συμφέρον του και έκριναν ότι η επιστροφή στον πατέρα ελλόχευε για την ανήλικη κίνδυνο να υποστεί σεξουαλική κακοποίηση.
Το Στρασβούργο άφησε ανοιχτό το ζήτημα της παράνομης απομάκρυνσης του παιδιού και επικέντρωσε την ανάλυσή του στους λόγους που προέβαλαν τα ρωσικά δικαστήρια για να απορρίψουν το αίτημα του προσφεύγοντος για την επιστροφή της κόρης του στην Ελβετία.
Διαπίστωσε ότι τα εγχώρια δικαστήρια εξέτασαν τα επιχειρήματα που προέβαλε η μητέρα σχετικά με την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου, ότι δηλαδή η επιστροφή της κόρης της στην Ελβετία μπορούσε να την εκθέσει σε σωματική ή ψυχολογική βλάβη και απέρριψαν αιτιολογημένα την αίτηση επιστροφής. Τα εθνικά δικαστήρια ήταν συνεπή στα πορίσματά τους ότι το περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης ήταν αρκετά σοβαρό ώστε να χαρακτηριστεί «σοβαρός κίνδυνος» και να πληροί τις προϋποθέσεις εξαίρεσης από τη γενική υποχρέωση επιστροφής του παιδιού σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης από τα εθνικά δικαστήρια εξασφάλισε τις εγγυήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, και δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα οικογενειακής ζωής του προσφεύγοντος.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, ο κ. P.D., είναι Βέλγος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1972 και ζει στο Le Poizat-Lalleryriat (Γαλλία).
Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση από τα ρωσικά δικαστήρια στο αίτημα του κ. P.D. για επιστροφή της κόρης του, η οποία γεννήθηκε το 2014, στην Ελβετία, βάσει της Σύμβασης της Χάγης σύμφωνα με τις διατάξεις διεθνούς απαγωγής παιδιού.
Η κόρη του προσφεύγοντος ζούσε στη Γενεύη μετά τον χωρισμό του προσφεύγοντος από τη μητέρα της, Ρωσίδα υπήκοο, έως το 2015. Η μητέρα έφυγε για τη Ρωσία τον Δεκέμβριο του 2016 με την κόρη τους και τον γιο της, από προηγούμενη σχέση, αμέσως μετά από ένα περιστατικό που αφορούσε σεξουαλική κακοποίηση του τελευταίου από στενό φίλο του προσφεύγοντος ενώ και τα δύο παιδιά ήταν υπό τη επιμέλειά του.
Μεταξύ άλλων νομικών οδών που χρησιμοποιήθηκαν, ο προσφεύγων άσκησε αγωγή στη Ρωσία στο πλαίσιο της Σύμβασης της Χάγης για την επιστροφή της κόρης του στην Ελβετία. Τα δικαστήρια, όμως, τελικά αρνήθηκαν της επιστροφή της, αιτιολογώντας ότι η επιστροφή του παιδιού θα την έθετε σε «σοβαρό κίνδυνο» δεδομένου του περιστατικού σεξουαλικής κακοποίησης.
Επικαλούμενος το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) της Σύμβασης, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η πρώην σύντροφός του απομάκρυνε την κόρη τους από την Ελβετία και η διαμονή της στη Ρωσία δεν ήταν νόμιμη κατά την Σύμβαση της Χάγης. Ειδικότερα, η απόφαση των ελβετικών δικαστηρίων να αφαιρέσουν τη επιμέλεια και να την αναθέσουν στην μητέρα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να αποφασίζει για τον τόπο διαμονής του παιδιού, ήταν προσωρινή και δεν ήταν πλέον σε ισχύ όταν τα ρωσικά δικαστήρια εξέτασαν το αίτημά του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Οι γενικές αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα της διεθνούς απαγωγής παιδιών συνοψίστηκαν στις αποφάσεις X. κατά Λετονίας ([GC], αρ. 27853/09, §§ 92-108, ΕΣΔΑ 2013) και Neulinger και Shuruk κατά Ελβετίας ([GC], αρ. 41615/07, §§ 131-40, ΕΔΔΑ 2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, η κύρια παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής δεν μπορούσε να αποδοθεί σε πράξη ή παράλειψη του εναγόμενου κράτους, αλλά στη ενέργεια της πρώην συντρόφου του και μητέρας του παιδιού του, που μετοίκησε με την κόρη τους στη Ρωσία. Ωστόσο, η ενέργεια αυτή έθεσε στο εναγόμενο κράτος τη θετική υποχρέωση να εξασφαλίσει για τον προσφεύγοντα το δικαίωμά του για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής, το οποίο περιελάμβανε τη λήψη μέτρων βάσει της Σύμβασης της Χάγης με σκοπό τη διασφάλιση της ταχείας επανένωσής του με το παιδί του (βλ. Thompson κατά Ρωσίας, αρ. 36048/17, §§ 55-56, 30 Μαρτίου 2021, και G.N. κατά Πολωνίας, αρ. 2171/14, §§ 47-48, 19 Ιουλίου 2016).
Με την απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της 11 Ιανουαρίου 2018, που επικυρώθηκε μετά από έφεση από το Δημοτικό Δικαστήριο στις 22 Μαρτίου 2018, το αίτημα του προσφεύγοντος για επιστροφή της κόρης του στην Ελβετία απορρίφθηκε. Κατά την άσκηση του καθήκοντός του το ΕΔΔΑ προχώρησε στην εκτίμηση του κατά πόσον τα εσωτερικά δικαστήρια του εναγομένου κράτους, κατά την εφαρμογή και την ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης, εξασφάλισαν τις εγγυήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και εάν, επιτυγχάνοντας μια ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων που διακυβεύονται, δόθηκε η κατάλληλη βαρύτητα στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, εντός του περιθωρίου εκτίμησης που παρέχεται στο κράτος σε τέτοια θέματα.
Ο καθορισμός του εάν η κόρη του προσφεύγοντος επρόκειτο να επιστραφεί στην Ελβετία εξαρτιόταν από το εάν η απομάκρυνσή της από την Ελβετία από τη μητέρα της ήταν εσφαλμένη κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης της Χάγης. Αυτό απαιτούσε τη διαπίστωση των ακόλουθων περιστάσεων: (1) το κράτος της συνήθους διαμονής του παιδιού αμέσως πριν την απομάκρυνσή του· (2) εάν ο προσφεύγων είχε δικαίωμα επιμέλειας σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους αυτού αμέσως πριν την απομάκρυνση και, σε καταφατική απάντηση (3) εάν ο προσφεύγων ασκούσε εν τοις πράγμασι την επιμέλεια του παιδιού κατά τη στιγμή της απομάκρυνσης. Η έννοια των «δικαιωμάτων επιμέλειας» κατά την έννοια της Σύμβασης της Χάγης περιλαμβάνει δικαιώματα σχετικά με τη φροντίδα του παιδιού και, ειδικότερα, το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του (άρθρο 5 (α)).
Συνεχίζοντας σύμφωνα με το παραπάνω κριτήριο, τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η Ελβετία ήταν η συνήθης διαμονή του παιδιού τη στιγμή της απομάκρυνσής του, ότι αυτή η απομάκρυνση δεν παραβίαζε το δικαίωμα επιμέλειας του προσφεύγοντος σύμφωνα με το ελβετικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, δεν ήταν παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης της Χάγης. Ειδικότερα, το Επαρχιακό Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τη στιγμή που η μητέρα Ε. αναχώρησε από την Ελβετία για τη Ρωσία, στις 7.30 π.μ. της 16 Δεκεμβρίου 2016, η εκδοθείσα απόφαση της 13 Δεκεμβρίου 2016, που αφαιρούσε από τον προσφεύγοντα το δικαίωμα επιμέλειας και απαγορεύοντας να έχει οποιαδήποτε επαφή μαζί της, ίσχυε μέχρι 6 Φεβρουαρίου 2017. Κατά το διάστημα αυτό, λοιπόν, η Ε. ασκούσε την αποκλειστική επιμέλεια και γονική μέριμνα της κόρης τους Μ., η οποία περιελάμβανε το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής της τελευταίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο σημείωσε ότι η μεταγενέστερη απόφαση της 16 Δεκεμβρίου 2016, που απαγόρευε στην Ε. να αλλάξει τόπο κατοικίας ή να εγκαταλείψει την Ελβετία, είχε κοινοποιηθεί στις 7.26 μ.μ., δηλαδή αφού η Ε. είχε ήδη φύγει από την Ελβετία, και ότι δεν είχε προβλέψει την αποκατάσταση του δικαιώματος επιμέλειας υπέρ του προσφεύγοντος καθώς και του δικαιώματος του να καθορίσει τον τόπο διαμονής του παιδιού.
Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι ανεξάρτητα από το πόρισμά τους ότι η απομάκρυνση της κόρης του προσφεύγοντος από την Ελβετία από τη μητέρα της Ε. δεν ήταν μη νόμιμη όσον αφορά τη Σύμβαση της Χάγης, άρα αποκλείονταν η εφαρμογή της, τα ρωσικά δικαστήρια ενήργησαν σαν να είχε ενεργοποιηθεί το καθήκον επιστροφής του παιδιού και θεώρησαν ότι δεν ήταν υποχρεωμένα να διατάξουν την επιστροφή του παιδιού εν όψει της εξαίρεσης που προβλέπει το άρθρο 13 στ. β της Σύμβασης της Χάγης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο άφησε ανοιχτό το ζήτημα της παράνομης απομάκρυνσης του παιδιού και επικέντρωσε την ανάλυσή του στους λόγους που προέβαλαν τα ρωσικά δικαστήρια για να απορρίψουν το αίτημα του προσφεύγοντος για την επιστροφή της κόρης του στην Ελβετία.
Σύμφωνα με το άρθρο 13 (β) της Σύμβασης της Χάγης, τα δικαστήρια που εξετάζουν την αίτηση επιστροφής δεν υποχρεούνται να αποδεχθούν εάν το πρόσωπο, το όργανο ή άλλος φορέας που αντιτίθεται στην επιστροφή διαπιστώσει ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή να εκθέσει το παιδί σε σωματική ή ψυχολογική βλάβη ή με άλλο τρόπο θα έθετε το παιδί σε μια αφόρητη κατάσταση. Αν και η τελευταία διάταξη δεν είναι συγκεκριμένη ως προς την ακριβή φύση του «σοβαρού κινδύνου» – ο οποίος θα μπορούσε να συνεπάγεται όχι μόνο «σωματική ή ψυχολογική βλάβη» αλλά και «απαράδεκτη κατάσταση» – δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της Σύμβασης, καθώς περιλαμβάνει όλες τις ταλαιπωρίες που συνδέονται αναγκαστικά με την εμπειρία της επιστροφής: η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 13 (β) αφορά μόνο τις καταστάσεις που υπερβαίνουν το εύλογο μέτρο που μπορεί να επωμιστεί ένα παιδί. Το άρθρο 8 της Σύμβασης επιβάλλει στις εθνικές αρχές μια ιδιαίτερη διαδικαστική υποχρέωση, η οποία απαιτεί να εξετάζεται αποτελεσματικά από τα δικαστήρια ένας αμφισβητούμενος ισχυρισμός για το «σοβαρό κίνδυνο» για το παιδί σε περίπτωση επιστροφής και τα πορίσματά τους να εκτίθενται σε αιτιολογημένη δικαστική απόφαση (X. κατά Λετονίας, προαναφερθείσα, § 107).
Όσον αφορά τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Περιφερειακό Δικαστήριο εξέτασε τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ε. σχετικά με την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου, η επιστροφή της κόρης της στην Ελβετία να την εκθέσει σε σωματική ή ψυχολογική βλάβη και απέρριψε την αίτηση επιστροφής με αιτιολογημένη απόφαση. Τα εθνικά δικαστήρια ήταν συνεπή στα πορίσματά τους ότι το περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης του ετεροθαλούς αδερφού της κόρης του προσφεύγοντος από τον στενό φίλο του S. ενώ τα παιδιά ήταν στην επιμέλειά του και η σχετική ποινική διαδικασία κατά του φερόμενου δράστη με τις κατηγορίες της σεξουαλικής παρενόχλησης και παιδικής πορνογραφίας, ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να χαρακτηριστεί ως «σοβαρός κίνδυνος» και να πληρεί τις προϋποθέσεις εξαίρεσης από τη γενική υποχρέωση επιστροφής του παιδιού σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης. Ελήφθη δε υπόψη το γεγονός ότι ο S. είχε αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση με την υποχρέωση να υποβληθεί σε υποχρεωτική ψυχιατρική θεραπεία, τον κίνδυνο εκδίκησης ή περαιτέρω διάπραξης ποινικών αδικημάτων από τον S., που καθορίστηκε από το Ποινικό Δικαστήριο της Γενεύης στις 10 Ιουλίου 2017, λαμβάνοντας υπόψη τα εγκλήματα που διέπραξε και την απουσία προσωρινών μέτρων έναντι της κόρης του προσφεύγοντος. Τα εθνικά δικαστήρια βασίστηκαν περαιτέρω στη νεαρή ηλικία του παιδιού και στην ανάγκη του να λαμβάνει την καθημερινή φροντίδα της μητέρας του.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια προέβησαν σε πραγματική και αντικειμενική αξιολόγηση του φερομένου κινδύνου επιστροφής του παιδιού και εξέδωσαν επαρκώς αιτιολογημένες αποφάσεις που δικαιολογούσαν την εφαρμογή της εξαίρεσης από την επιστροφή του παιδιού σύμφωνα με το άρθρο 13 (β) της Σύμβασης της Χάγης.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, εκτός από το ζήτημα της παράνομης απομάκρυνσης της κόρης του προσφεύγοντος, το οποίο το Δικαστήριο αποφάσισε να αφήσει ανοιχτό στις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η ερμηνεία και η εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης της Χάγης από τα εθνικά δικαστήρια εξασφάλισε τις εγγυήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, και ότι η άρνηση επιστροφής της κόρης του προσφεύγοντος στην Ελβετία δεν ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος στο σεβασμό της οικογενειακής του ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ έκ, ήτοι του άρθρου 8 της Σύμβασης (επιμέλεια echrcaselaw.com).