Σχέση εξάρτησης που μπορεί να δικαιολογήσει την παροχή παράγωγου δικαιώματος διαμονής στον γονέα αυτόν μπορεί να υπάρχει όταν αυτός συμβιώνει σταθερά με τον άλλο γονέα, πολίτη της Ένωσης, του τέκνου αυτού (αποφ. Δικαστηρίου ΕΕ)
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 5-05-2022 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι σχέση εξάρτησης που μπορεί να δικαιολογήσει την παροχή παράγωγου δικαιώματος διαμονής στον γονέα,υπήκοο τρίτης χώρας, ενός ανήλικου πολίτη της Ένωσης μπορεί να υπάρχει όταν αυτός συμβιώνει σταθερά με τον άλλο γονέα, πολίτη της Ένωσης, του τέκνου αυτού.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η εν λόγω σχέση εξάρτησης υφίσταται όταν ο ανήλικος, πολίτης της Ένωσης, υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να ακολουθήσει τον γονέα του, υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος/η οποία υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το έδαφος αυτό κατόπιν απόρριψης της αίτησης χορήγησης άδειας διαμονής του άλλου τέκνου του/της, υπηκόου τρίτης χώρας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο XU είναι τέκνο που γεννήθηκε στη Βενεζουέλα από μητέρα υπήκοο Βενεζουέλας, η οποία ασκεί την αποκλειστική του επιμέλεια. Κατοικεί στην Ισπανία μαζί με τη μητέρα του, με τον Ισπανό υπήκοο με τον οποίον αυτή έχει συνάψει γάμο και με το τέκνο που απέκτησαν οι δύο τελευταίοι, το οποίο έχει την ισπανική ιθαγένεια. Ο QP, ο οποίος έχει την περουβιανή ιθαγένεια, συνήψε γάμο με Ισπανίδα υπήκοο, με την οποία απέκτησε τέκνο που έχει την ισπανική ιθαγένεια. Ο XU και ο QP είναι μέλη της οικογένειας πολιτών της Ένωσης οι οποίοι έχουν την ιθαγένεια του κράτους στο οποίο κατοικούν και οι οποίοι ουδέποτε άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας σε άλλο κράτος μέλος.
Ο XU και ο QP υπέβαλαν αιτήσεις προκειμένου να τους χορηγηθεί άδεια διαμονής ως μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης1, οι οποίες απορρίφθηκαν με το αιτιολογικό ότι ο πολίτης της Ένωσης δεν διέθετε επαρκείς οικονομικούς πόρους για τον εαυτό του και για τα μέλη της οικογένειάς του2. Μόνον η οικονομική κατάσταση του πατριού, στην περίπτωση του XU, και της συζύγου, στην περίπτωση του QP, ελήφθη υπόψη από την αρμόδια διοικητική αρχή, τη Subdelegación del Gobierno en Toledo (αντιπροσωπεία της Κυβέρνησης στο Τολέδο, Ισπανία).
Οι προσφυγές που ασκήθηκαν κατά των απορριπτικών αυτών αποφάσεων έγιναν δεκτές και η διοίκηση άσκησε έφεση κατά των σχετικών αποφάσεων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
Το δικαστήριο αυτό διερωτήθηκε αν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης, συγκεκριμένα το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, πρακτική η οποία συνίσταται στην αυτόματη απόρριψη της αίτησης για οικογενειακή επανένωση υπηκόου τρίτης χώρας με Ισπανό υπήκοο ο οποίος ουδέποτε άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, αποκλειστικά και μόνον λόγω της οικονομικής κατάστασης του τελευταίου. Μια τέτοια πρακτική θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να εξαναγκαστεί ο εν λόγω Ισπανός υπήκοος να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης.
Κατά το εν λόγω δικαστήριο, τούτο θα μπορούσε να συμβεί και στις δύο υποθέσεις, λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως συμβίωσης την οποία επιβάλλει η ισπανική νομοθεσία περί γάμου.
Ειδικότερα, στην πρώτη υπόθεση (C‑532/19), η άρνηση χορήγησης δικαιώματος διαμονής στον QP θα υποχρέωνε τη σύζυγό του να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης. Στη δεύτερη υπόθεση (C‑451/19), η άρνηση χορήγησης δικαιώματος διαμονής στον XU θα οδηγούσε στην αποχώρηση του XU και της μητέρας του από το έδαφος της Ένωσης και θα υποχρέωνε όχι μόνον τον σύζυγο της τελευταίας, αλλά και το ανήλικο τέκνο που απέκτησαν από τον γάμο τους, το οποίο είναι Ισπανός υπήκοος, να εγκαταλείψει το έδαφος αυτό.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης, συγκεκριμένα το άρθρο 20 ΣΛΕΕ, δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να απορρίψει αίτηση οικογενειακής επανένωσης υποβληθείσα για λογαριασμό υπηκόου τρίτης χώρας, μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης ο οποίος είναι υπήκοος του κράτους μέλους αυτού και ουδέποτε άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, για τον λόγο και μόνον ότι ο ως άνω πολίτης της Ένωσης δεν διαθέτει για τον εαυτό του και για το μέλος αυτό της οικογένειάς του επαρκείς πόρους ούτως ώστε να μην επιβαρύνει το εθνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, χωρίς να έχει εξεταστεί αν μεταξύ του ως άνω πολίτη της Ένωσης και του εν λόγω μέλους της οικογένειάς του υφίσταται σχέση εξάρτησης τέτοιας φύσεως ώστε, αν δεν αναγνωριστεί στον δεύτερο παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής, ο πολίτης της Ένωσης θα εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύνολό του, στερούμενος συνεπώς τη δυνατότητα να απολαύσει πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που του παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, αφενός, δεν υφίσταται σχέση εξάρτησης δυνάμενη να δικαιολογήσει τη χορήγηση παρεπόμενου δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, εκ μόνου του λόγου ότι ο υπήκοος κράτους μέλους, ο οποίος είναι ενήλικος και ουδέποτε άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, και ο/η σύζυγός του, ενήλικος και υπήκοος τρίτης χώρας, υποχρεούνται να συμβιώνουν, βάσει των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον γάμο κατά το δίκαιο του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος ο πολίτης της Ένωσης και στο οποίο συνήφθη ο γάμος και, αφετέρου, όταν ο πολίτης της Ένωσης είναι ανήλικος, η εκτίμηση της ύπαρξης σχέσης εξάρτησης δυνάμενης να δικαιολογήσει τη χορήγηση στον γονέα του τέκνου αυτού, υπήκοο τρίτης χώρας, παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής δυνάμει του εν λόγω άρθρου πρέπει να στηρίζεται στη συνεκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης, προς το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου. Όταν ο γονέας αυτός συμβιώνει σταθερά με τον έτερο γονέα, πολίτη της Ένωσης, του εν λόγω ανηλίκου, η σχέση εξάρτησης τεκμαίρεται μαχητώς.
Ακόμα, το Δικαστήριο κατέληξε ότι υφίσταται σχέση εξάρτησης δυνάμενη να δικαιολογήσει τη χορήγηση παρεπόμενου δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ υπέρ του ανήλικου τέκνου, υπηκόου τρίτης χώρας, του/της συζύγου, επίσης υπηκόου τρίτης χώρας, πολίτη της Ένωσης ο οποίος ουδέποτε άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, σε περίπτωση που ο πολίτης της Ένωσης και ο/η σύζυγός του έχουν αποκτήσει τέκνο, το οποίο είναι πολίτης της Ένωσης και ουδέποτε άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, και που το τελευταίο θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό του, αν το ανήλικο τέκνο το οποίο είναι υπήκοος τρίτης χώρας εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει το έδαφος του οικείου κράτους μέλους.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA