Σταθερό το χρηματοπιστωτικό σύστημα λέει η ΕΚΤ, μεγάλο αγκάθι ο πληθωρισμός
Παρά τους κραδασμούς της ενεργειακής κρίσης, των αγορών εμπορευμάτων, του πολέμου στην Ουκρανία, και παρά την ευρύτερη επιδείνωση των συνθηκών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι τράπεζες της Ευρωζώνης παραμένουν ανθεκτικές. Δεν είναι, ωστόσο, εξίσου θετικές όσο ήσαν πέρυσι οι προοπτικές κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών, καθώς ο πόλεμος και ο συνδυασμός αλληλένδετων κρίσεων επαναφέρουν την αβεβαιότητα και τους πιστωτικούς κινδύνους. Η εικόνα αυτή, ενός αρκετά σταθερού και ισχυρού χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης, αναδύεται σε γενικές γραμμές από την εξαμηνιαία έκθεση της ΕΚΤ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αποτέλεσμα διεξοδικής ανάλυσης της τράπεζας σχετικά με το πόσο ευάλωτος είναι ο κλάδος.
Η τράπεζα επισημαίνει πως οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί σε ό,τι αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς η ανάκαμψη των οικονομιών υπονομεύεται από τον υψηλό πληθωρισμό και τις παρενέργειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Τονίζει πως από το περασμένο έτος οι εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις απειλούν να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της οικονομίας μέσα στο 2022, ενώ ο κίνδυνος περαιτέρω παράτασης του πολέμου μπορεί να παγιώσει τον υψηλό πληθωρισμό και τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Δεν παραλείπει, άλλωστε, να τονίσει πως η χρηματοπιστωτική σταθερότητα μπορεί να υπονομευθεί και να ενταθεί ο κίνδυνος του πληθωρισμού και της χαμηλής ανάπτυξης εξαιτίας άλλων αποσταθεροποιητικών παραγόντων, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η περίπτωση νέων κυμάτων της πανδημίας.
Οι αβεβαιότητες
Οπως επισημαίνει, πάντως, το περασμένο έτος η κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών υπερέβη τα προ πανδημίας επίπεδα, καθώς αυξήθηκαν τα λειτουργικά τους έσοδα, ενώ ήταν μικρότερες οι προβλέψεις έναντι μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μεσολάβησε η επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και οι ευρωπαϊκές τράπεζες ενδέχεται να πληγούν έμμεσα από τις επιπτώσεις του πολέμου.
Περαιτέρω αύξηση των τιμών ενέργειας ενδέχεται να οδηγήσει σε πτωχεύσεις επιχειρήσεων, πλήττοντας τις τράπεζες.
Η τράπεζα προειδοποιεί πως οι επιπτώσεις του πολέμου και το περιβάλλον χαμηλότερης ανάπτυξης και υψηλότερου πληθωρισμού μπορούν να επαναφέρουν παλαιότερες παθογένειες του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ανάμεσά τους ζητήματα βιωσιμότητας του χρέους τομέων πλην του χρηματοπιστωτικού ή οι πιθανές διορθώσεις στις αγορές. Τονίζει πως ενδέχεται να επιβαρυνθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων συνεπεία των υψηλών τιμών των εμπορευμάτων αλλά και του εμφράγματος στην εφοδιαστική αλυσίδα. Επιπλέον, σε περίπτωση ισχυρού σοκ περαιτέρω εκτόξευσης των τιμών της ενέργειας, οι τράπεζες ενδέχεται να δεχθούν πλήγμα αν αυξηθούν οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων και μάλιστα σε τομείς που έχουν ήδη πληγεί από την πανδημία, όπως οι τομείς των ξενοδοχείων και των τροφίμων. Και πάλι πάντως στο σύνολό του ο τραπεζικός τομέας της Ευρωζώνης φαίνεται ανθεκτικός στις δευτερογενείς επιπτώσεις του πολέμου.
Η τράπεζα ευελπιστεί, άλλωστε, πως η επικείμενη αύξηση των επιτοκίων βραχυπρόθεσμα θα ενισχύσει κάπως τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών, αν και μεσοπρόθεσμα ορισμένες τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μεγάλες πιέσεις. Τα υψηλότερα επιτόκια και οι αυξημένες αποδόσεις των ομολόγων θα αυξήσουν αυτομάτως τα έσοδα των τραπεζών από τους τόκους και επομένως την κερδοφορία τους. Μεσοπρόθεσμα, όμως, μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα η χρηματοδότηση στοιχείων ενεργητικού με χαμηλή απόδοση. Για παράδειγμα, η μετατροπή των δανείων κυμαινόμενων επιτοκίων σε δάνεια με σταθερά επιτόκια, ιδιαιτέρως για τα νοικοκυριά, ενδέχεται να περιορίσει σημαντικά τα οφέλη που μπορούν να αντλήσουν οι τράπεζες από την αύξηση των επιτοκίων. Τα υψηλότερα επιτόκια συνεπάγονται, άλλωστε, και αυξημένους κινδύνους από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια είναι μεγαλύτερη η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών σε ευάλωτους τομείς εκτός του χρηματοπιστωτικού.
Ακόμη και στο χειρότερο σενάριο που μελέτησε η τράπεζα, πάντως, δηλαδή στο σενάριο μιας παρατεταμένης ύφεσης της Ευρωζώνης επί τρία συναπτά έτη, οι περισσότερες και σημαντικότερες ευρωπαϊκές τράπεζες που αντιπροσωπεύουν άνω του 75% του ενεργητικού του κλάδου θα διατηρήσουν λόγο ιδίων κεφαλαίων πάνω από 9%. Η τράπεζα εκτιμά πως δεν αντιπροσωπεύουν παρά μόνο το 8% του ενεργητικού κλάδου οι τράπεζες που κινδυνεύουν να μειωθούν τα ίδια κεφάλαιά τους κάτω του 7% σε μια παρατεταμένη ύφεση.
Αναφερόμενη στην πορεία των τραπεζικών μετοχών, η ΕΚΤ υπογραμμίζει πως το θετικό κλίμα που επικράτησε στις αγορές το 2021 σε ό,τι αφορά τις τράπεζες της Ευρωζώνης αντιστράφηκε ραγδαία μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών δέχθηκαν έντονες πιέσεις, με αποτέλεσμα να εξανεμιστούν όσα κέρδη είχαν συγκεντρώσει το περασμένο έτος όταν τα έσοδά τους ήταν αυξημένα και αναμένονταν αυξήσεις των επιτοκίων. Μετά το πρώτο σοκ, πάντως, οι τραπεζικές μετοχές περιόρισαν τις απώλειές τους καθώς κατέστη σαφές ότι μόνο ένας πολύ περιορισμένος αριθμός τραπεζών έχει ουσιαστική έκθεση στη Ρωσία ή την Ουκρανία. Επιπλέον, στην πλειονότητά τους οι ευρωπαϊκές τράπεζες επιβεβαίωσαν σχέδια που είχαν ανακοινώσει νωρίτερα για χορήγηση μερίσματος και επαναγορές μετοχών μέσα στο τρέχον έτος.