Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων γνωμοδότησε επί σχεδίου Κοινής Υπουργικής Απόφασης για τη ρύθμιση των λεπτομερειών της δημοσιοποίησης
Με την περ. στ’ της παρ.10 του άρθρου 31 Ν.3784/2009, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ο νομοθέτης προέβλεψε τη δυνατότητα δημοσιοποίησης των στοιχείων των παραβατών των διατάξεων περί εγκατάστασης συστημάτων παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών – εκροών καυσίμων.
Σύμφωνα με τη διάταξη:
«στ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών, εξειδικεύονται οι παραβάσεις του παρόντος, μπορεί να ορίζεται το ύψος των διοικητικών προστίμων για κάθε παράβαση, εξειδικεύονται οι περιπτώσεις επιβολής των κυρώσεων της περ. β`, η διαδικασία και τα όργανα επιβολής αυτών, η διαδικασία, ο τρόπος και τα όργανα επιβολής της σφράγισης και αποσφράγισης, της παύσης λειτουργίας και της αφαίρεσης της άδειας λειτουργίας των εγκαταστάσεων, της καταστροφής τυχόν εξοπλισμού και υποδομών που συμμετέχει σε παραποίηση ή αλλοίωση του συστήματος, η διαδικασία είσπραξης των διοικητικών προστίμων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με όμοια απόφαση δύνανται να ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων των παραβατών, των παραβάσεων και κυρώσεων, ο τρόπος, ο χρόνος και το μέσο δημοσιοποίησης, η αποστολή των στοιχείων αυτών στο Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο καταπολέμησης του λαθρεμπορίου των προϊόντων ΕΦΚ, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου.»
Στη βάση της εξουσιοδότησης αυτής, ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) υπέβαλε στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων προσχέδιο της προβλεπόμενης στη διάταξη Κοινής Υπουργικής Απόφασης, ζητώντας τη γνωμοδότησή της επί των ζητημάτων προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Το υποβληθέν προσχέδιο προέβλεπε ότι:
«Εφόσον το ποσό του προστίμου ανά φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα είναι ίσο ή υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, το αρμόδιο για την επιβολή προστίμου τελωνείο αποστέλλει στη Δ/νση Ανάπτυξης Τελωνειακών, Ελεγκτικών και Επιχειρησιακών Εφαρμογών (ΔΑΤΕ) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) τα στοιχεία της απόφασης επιβολής προστίμου μέχρι τις 15 του επόμενου μήνα από τον μήνα επίδοσης της απόφασης στον παραβάτη προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την ανάρτησή τους στον ιστότοπο της ΑΑΔΕ. Η Δ/νση Ανάπτυξης Τελωνειακών, Ελεγκτικών και Επιχειρησιακών Εφαρμογών (ΔΑΤΕ) αναρτά τα στοιχεία της απόφασης επιβολής προστίμου στην ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ, Πίνακας Επιβληθεισών Κυρώσεων, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα αποστολής, με δυνατότητα ανεύρεσης αλφαβητική και ανά γεωγραφική περιοχή (πόλη βάσει Τ.Κ.). Τα δημοσιοποιούμενα στοιχεία που αποστέλλει το τελωνείο στη ΔΑΤΕ και αναρτά η ΔΑΤΕ στην ιστοσελίδα της ΑΑΔΕ είναι τα ακόλουθα: ονοματεπώνυμο φυσικού προσώπου ή επωνυμία νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, διακριτικό τίτλο επιχείρησης, στα οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο, διεύθυνση της εγκατάστασης, αριθμός και ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επιβολής προστίμου, περιγραφή της παράβασης, ποσό του επιβληθέντος προστίμου, ημερομηνία τυχόν ασκηθέντων ένδικων μέσων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων επί των ένδικων μέσων. Η δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών αποσκοπεί αφενός στην πάταξη του λαθρεμπορίου καυσίμων, της φοροδιαφυγής και την εξυγίανση της αγοράς καυσίμων, αφετέρου στην προστασία των συναλλασσομένων με τα πρατήρια παροχής υγρών καυσίμων και τους πωλητές πετρελαίου θέρμανσης. Ο προϊστάμενος του αρμόδιου για την επιβολή του προστίμου τελωνείου είναι υπεύθυνος για την ορθότητα, την πληρότητα και την ακρίβεια των στοιχείων που αποστέλλονται στη ΔΑΤΕ και προβαίνει σε ενημέρωσή τους κατόπιν αίτησης του παραβάτη ή αυτεπαγγέλτως, συμπληρώνοντας την ανάρτηση σε περίπτωση που ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης και προβαίνοντας στην άρση της δημοσιοποίησης βάσει απόφασης διοικητικού δικαστηρίου κατόπιν ένδικων μέσων του παραβάτη. Ο προϊστάμενος του αρμόδιου για την επιβολή του προστίμου τελωνείου οκτώ (8) ημέρες πριν την αποστολή των στοιχείων στη ΔΑΤΕ ενημερώνει τον παραβάτη με αποστολή μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην τελευταία δηλωθείσα στη Φορολογική Διοίκηση από τον παραβάτη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατ’ αρ. 13 και 14 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679 για την επικείμενη αποστολή των στοιχείων της απόφασης στη ΔΑΤΕ με σκοπό την δημοσιοποίησή τους στην ιστοσελίδα της Α.Α.Δ.Ε. και για το δικαίωμα του για διόρθωση των δεδομένων του σε περίπτωση ανακρίβειας αυτών κατ’ αρ. 16 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679. Ο χρόνος παραμονής των δημοσιευμένων στοιχείων είναι ένα (1) έτος από την ημέρα ανάρτησής τους, ανεξαρτήτως της καταβολής ή ρύθμισης του προστίμου».
Αποσπάσματα από τη Γνώμη της Αρχής (οι επισημάνσεις από τη συντακτική ομάδα).
8. Στην υπό κρίση περίπτωση επί της ουσίας τίθεται το ζήτημα του αναγκαίου συγκερασμού μεταξύ, αφενός, του δημοσίου συμφέροντος για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου καυσίμων και της φοροδιαφυγής και την εμπέδωση της φορολογικής δικαιοσύνης με τη συνεπή εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των διοικούμενων καθώς, επίσης, για την προστασία του καταναλωτή έναντι πρατηρίων παροχής καυσίμων και πωλητών πετρελαίου θέρμανσης που διακινούν στην αγορά παράνομα καύσιμα, ως αναγκαία προϋπόθεση ιδίως για τη διασφάλιση της εφαρμογής του νόμου και της μη στέρησης δημοσίων εσόδων, τα οποία είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των κρατικών υποχρεώσεων αλλά και την προστασία των καταναλωτών, και, αφετέρου, της ουσιαστικής κατοχύρωσης του θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, στο μέτρο που το νομοθέτημα αφορά φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος των άρθρων 9Α του Συν/τος, 8 της ΕΣΔΑ, 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ατόμων από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992 (ΦΕΚ Α΄ 118) και τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα την 01/12/1995 με την Ανακοίνωση Υπ. Εξωτερικών Φ.0546/4173 (ΦΕΚ Α΄ 207/1995), του Γενικού Κανονισμού, καθώς και του ν. 4624/2019 για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθόσον το προαναφερόμενο δημόσιο συμφέρον προτείνεται ως δικαιολογητικός λόγος ενός περιορισμού του συγκεκριμένου θεμελιώδους δικαιώματος.
9. Η Αρχή με τις Γνωμοδοτήσεις 4/2011 και 6/2017 έχει αποφανθεί ότι το «μέτρο της δημοσιοποίησης και μάλιστα στο Διαδίκτυο από το Υπουργείο Οικονομικών – ΓΓΠ (ή την ΑΑΔΕ), ως υπεύθυνο επεξεργασίας, καταλόγου οφειλετών ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο […], το οποίο επέλεξε ο Έλληνας νομοθέτης […] ως καταρχήν πρόσφορο για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών προς το Κράτος, […], συνιστά μία συνταγματικώς ανεκτή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των αναφερομένων προσώπων, η οποία δεν εξέρχεται των ορίων της προσφορότητας και της αναγκαιότητας και, συνεπώς, δεν έρχεται σε αντίθεση προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος […]», θέτοντας, αφενός στην πρώτη εξ αυτών, όρους που θα πρέπει να τηρούνται και αφετέρου στη δεύτερη Γνωμοδότηση την απαίτηση να αξιολογηθεί η εφαρμογή του εν θέματι μέτρου προκειμένου να κριθεί η αποτελεσματικότητα του σε σχέση με τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος. […]
13. Οι ως άνω προβαλλόμενοι από την ΑΑΔΕ σκοποί, για τη δημοσιοποίηση στο Διαδίκτυο, απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των παραβατών του νόμου 3784/2009 ως ισχύει τροποποιηθείς και του υπό κρίση σχεδίου της κοινής υπουργικής απόφασης, δηλαδή η εμπέδωση της εφαρμογής του νόμου και της φορολογικής δικαιοσύνης με τη συνεπή εκπλήρωση από τις φορολογούμενες επιχειρήσεις των φορολογικών υποχρεώσεών τους μέσω της ενίσχυσης της διαφάνειας, της πληροφόρησης και ενημέρωσης των πολιτών και η έγκαιρη είσπραξη των δημοσίων εσόδων ως αναγκαία προϋπόθεση ιδίως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης του δημόσιου σκοπού της εκτέλεσης των κρατικών υποχρεώσεων, καθώς το λαθρεμπόριο καυσίμων και η φοροδιαφυγή είναι πλήγμα στο κράτος δικαίου και τη νομιμότητα σε βάρος των νομοταγών πολιτών, ειδικά στην περίπτωση που οι παραβάσεις αφορούν θέματα που άπτονται της ασφάλειας των πολιτών, είναι καταρχήν καθορισμένοι, σαφείς και νόμιμοι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 του Γενικού Κανονισμού. Υπό την έννοια αυτή, οι εν λόγω επιδιωκόμενοι σκοποί επεξεργασίας αυτοί καθαυτοί δικαιολογούν καταρχήν περιορισμό σε δικαιώματα που απορρέουν από κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, όπως το άρθρο 9Α του Συντάγματος.
14. Ειδικότερα, τόσο η μη τήρηση των νόμων όσο και η παράλειψη εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων, σε όλες τις μορφές της, αποτελούν συμπεριφορές με ιδιαίτερη συνταγματική απαξία, καθόσον παραβιάζουν πολλαπλώς το Σύνταγμα. Καταρχάς, παραβιάζουν το άρθρο 4 παρ.5 του Συν/τος, και ειδικότερα την αρχή της καθολικότητας του φόρου, που αποτελεί συστατικό στοιχείο της φορολογικής υποχρέωσης. Συγχρόνως, παραβιάζουν και το άρθρο 4 παρ.1 του Συν/τος, δηλαδή τη γενική αρχή της ισότητας, αφού λειτουργεί στην πράξη ως μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος από τους συνεπείς φορολογούμενους στους μη συνεπείς. Περαιτέρω, παραβιάζουν και το άρθρο 25 παρ. 4 του Συν/τος, το οποίο καθιερώνει την αρχή της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, αφού διαρρηγνύει την ελάχιστη κοινωνική και εθνική συνοχή, που διασφαλίζεται μέσα από την εκπλήρωση των συνταγματικών καθηκόντων, μεταξύ των οποίων υψηλή θέση κατέχει η φορολογική υποχρέωση. Τέλος, δεν εναρμονίζονται προς την κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 παρ.1 του Συν/τος αρχή του κοινωνικού Κράτους δικαίου, αφού στερεί από το κράτος ένα μεγάλο μέρος νόμιμων εσόδων που προορίζονται για την υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και γενικότερα για την ικανοποίηση δημοσίων αναγκών. Τα άρθρα 4 παρ. 5, 4 παρ. 1, και 25 παρ.1 και 4 του Συν/τος, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό μεταξύ τους, προσδίδουν αυξημένο συνταγματικό βάρος στους στόχους της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της συνεπούς εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων, στόχοι που αποτελούν «έργο δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 6 στοιχ. ε΄ του Γενικού Κανονισμού και «έργο που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας» κατά την έννοια του ίδιου άρθρου, και δικαιολογούν καταρχήν τη θέσπιση μέτρων που εξυπηρετούν την επίτευξη των στόχων αυτών, έστω και αν τα μέτρα αυτά συνεπάγονται περιορισμούς στο δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, εφόσον μάλιστα -όπως ισχύει στην προκειμένη περίπτωση- πρόκειται για απλά και όχι για ειδικής κατηγορίας δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος αυτού ή άλλου δικαιώματος που κατοχυρώνεται από κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος.
15. Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή λαμβάνει υπόψη ότι το μέτρο της δημοσιοποίησης και μάλιστα στο Διαδίκτυο από την ΑΑΔΕ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, καταλόγου φυσικών προσώπων παραβατών των εν θέματι διατάξεων συνιστά σοβαρό περιορισμό του δικαιώματος του ατόμου για την προστασία του από την επεξεργασία, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτό κατοχυρώνεται ιδίως από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 9Α του Συν/τος, 8 της ΕΣΔΑ, 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς, επίσης, από τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού και της Σύμβασης 108 (1981) του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Με τις κρίσιμες ρυθμίσεις του άρθρου 31 του Ν. 3784/2009, όπως πλέον ισχύουν μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 30 του Ν. 4608/2019,6 παρέχεται ειδική εξουσιοδότηση και καθορίζεται σαφώς το αντικείμενο της για την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης, με την οποία θα οριστούν οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων των παραβατών, των παραβάσεων και κυρώσεων, ο τρόπος, ο χρόνος και το μέσο δημοσιοποίησης, η αποστολή των στοιχείων αυτών στο Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο καταπολέμησης του λαθρεμπορίου των προϊόντων Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του εν λόγω εδαφίου του νόμου. Συντρέχει, συνεπώς, η βασική απαραίτητη προϋπόθεση, κατά τα προαναφερθέντα, αναφορικά με τη νομιμότητα της εν λόγω επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δηλαδή η ύπαρξη σχετικής διάταξης τυπικού νόμου, για να θεσπιστούν κανονιστικώς με Κ.Υ.Α. οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις.
16. Εξάλλου, σε περιπτώσεις δημοσιοποίησης στοιχείων φυσικών προσώπων που έχουν παραβεί διατάξεις νόμου, έχει υποδειχθεί από την Αρχή ότι θα πρέπει ως προϋπόθεση της δημοσιοποίησης των εν λόγω δεδομένων να υπάρχει οριστικοποίηση της παράβασης η οποία επέρχεται είτε (α) με την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης επιβολής προστίμου, είτε (β) με την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το επιχείρημα που προβάλλει η αιτούσα την παρούσα Γνωμοδότηση Αρχή ότι η προϋπόθεση της τελεσιδικίας της απόφασης για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων θα αναιρούσε την αποτελεσματικότητα και αποτρεπτικότητα του μέτρου, εάν ληφθεί υπόψη η μεγάλη καθυστέρηση εκδίκασης των ένδικων μέσων από τα διοικητικά δικαστήρια, παρίσταται βάσιμο. Απαιτείται όμως να διασφαλίζεται η δυνατότητα αποτελεσματικής έννομης προστασίας του υποκειμένου, εις βάρος του οποίου επιβάλλεται η κύρωση της δημοσιοποίησης, με την προσθήκη σχετικής ρύθμισης στην προτεινόμενη Κ.Υ.Α. για τον σκοπό αυτό, όπως με τη θέσπιση διοικητικής διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία, κατόπιν διαπίστωσης της παράβασης του ν. 3784/2009, όπως ισχύει τροποποιηθείς, και αφού έχει δοθεί προθεσμία στον διοικούμενο να εκφράσει τις αντιρρήσεις του επ’ αυτής, για την κατά την ΚΥΑ δημοσιοποίηση των στοιχείων του παραβάτη θα προβλέπεται η έκδοση από την ΑΑΔΕ ειδικής διοικητικής πράξης, την οποία ο διοικούμενος θα δύναται να προσβάλει στα διοικητικά δικαστήρια με το οικείο ένδικο βοήθημα, περιλαμβανομένου και αυτού της προσωρινής προστασίας.
17. Πέραν των ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των άρθρων 13 και 14 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων και των άρθρων 31 και 32 του ν. 4624/2019, θα πρέπει να προβλέπεται στην εν λόγω υπουργική απόφαση ότι, κατόπιν της εκδόσεως της απόφασης για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων του παραβάτη και την κοινοποίησή της σε αυτόν, χορηγείται από την ΑΑΔΕ, προθεσμία εύλογου χρονικού διαστήματος, και σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερη του διαστήματος των οκτώ ημερών που τίθεται στην υπό εξέταση πρόταση για την άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου-παραβάτη σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό και τον ν. 4624/2019. Αντίστοιχα, η ΑΑΔΕ θα πρέπει να εξετάσει το τυχόν αίτημα που αφορά την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου εντός των προβλεπόμενων από τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων προθεσμιών.
18. Επίσης, με βάση τις αρχές που διέπουν την επεξεργασία των δεδομένων του άρθρου 5 του Γενικού Κανονισμού και ιδίως των αρχών της νομιμότητας, της διαφάνειας, και της λογοδοσίας θα πρέπει να αιτιολογηθεί επαρκώς αφενός ο καθορισμός σε 50.000 ευρώ του κατώτατου ορίου προστίμου για το οποίο θα γίνεται η δημοσιοποίηση σε σχέση με τη σοβαρότητα των παραβάσεων που επισύρουν πρόστιμο σε αυτό το ύψος σε συσχέτιση και με το ποσοστό επιβολής του εν λόγω προστίμου επί των συνολικών προστίμων που επιβάλλονται λόγω παράβασης του ν. 3784/2009 και αφετέρου ο καθορισμός του χρόνου παραμονής των δημοσιευμένων στοιχείων, σε ένα έτος από την ημέρα ανάρτησής τους.
19. Συμπερασματικώς, η Αρχή κρίνει ότι το μέτρο της δημοσιοποίησης στο Διαδίκτυο από την ΑΑΔΕ, ως υπεύθυνο επεξεργασίας, των στοιχείων των παραβατών των διατάξεων περί εγκατάστασης συστημάτων παρακολούθησης και ηλεκτρονικής μετάδοσης δεδομένων εισροών-εκροών καυσίμων, το οποίο επέλεξε ο Έλληνας νομοθέτης, με την εισαγωγή των κρίσιμων ρυθμίσεων του άρθρου 31 του Ν. 3783/2009, α) είναι καταρχήν πρόσφορο, καθώς επιδιώκει τον έννομο σκοπό της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και των δικαιωμάτων των τρίτων-συναλλασσόμενων με τις εν θέματι επιχειρήσεις, συνδράμοντας στην πάταξη του λαθρεμπορίου καυσίμων, της φοροδιαφυγής και στην προστασία των καταναλωτών, και
β) συνιστά μία ανεκτή επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των αναφερομένων φυσικών προσώπων, η οποία δεν εξέρχεται των ορίων της προσφορότητας και της αναγκαιότητας. Κατά συνέπεια, δεν έρχεται σε αντίθεση προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, εφόσον ληφθούν υπόψη και εφαρμοστούν οι ανωτέρω αναφερθείσες προϋποθέσεις ιδίως όσον αφορά τον κατάλληλο μηχανισμό έννομης προστασίας του διοικούμενου.