Τα «γκρίζα σύννεφα» της διατροφικής κρίσης είχαν αρχίσει να πυκνώνουν πολύ πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24.2.2022, σήμερα όμως συντελούν στο να γίνεται ορατό ένα πρόβλημα που θα ταλαιπωρεί για χρόνια τις οικονομίες και θα προκαλεί δυσλειτουργίες στην εφοδιαστική αλυσίδα
Τα «γκρίζα σύννεφα» της διατροφικής κρίσης είχαν αρχίσει να πυκνώνουν πολύ πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24.2.2022, σήμερα όμως συντελούν στο να γίνεται ορατό ένα πρόβλημα που θα ταλαιπωρεί για χρόνια τις οικονομίες και θα προκαλεί δυσλειτουργίες στην εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς οι τιμές των τροφίμων αναμένεται να κινηθούν σε υψηλά επίπεδα ως αποτέλεσμα ελλείψεων βασικών διατροφικών ειδών και θα πυροδοτούνται πληθωριστικές πιέσεις που «ψαλιδίζουν» το διαθέσιμο εισόδημα.
Οι αυξήσεις στα μέσα του μηνός Μαρτίου στο σιτάρι άγγιξαν το 80%, στη ζάχαρη το 25%, στο βαμβάκι το 50%, στο καλαμπόκι το 44% κ.ο.κ. Οι ανατιμήσεις τον μήνα Ιανουάριο στο ελαιόλαδο ήταν της τάξης του 15,4%, στις πατάτες 12,3% και στο αρνί – κατσίκι γύρω στο 18%.
Από την άλλη παραμένει δυσεπίλυτος ο γρίφος του ενεργειακού κόστους που μεσοσταθμικά έχει διπλασιαστεί ως ποσοστό επί του τζίρου των επιχειρήσεων, η δε συμμετοχή του στο σύνολο των γενικών εξόδων μιας επιχείρησης παραμένει σταθερή στο 25%. Οι αυξήσεις στο φυσικό αέριο, με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε ένα έτος προσέγγισαν το 78,5%, ενώ στο ηλεκτρικό ρεύμα ήταν 71,4%, το δε πετρέλαιο θέρμανσης ανατιμήθηκε κατά 41,5% και τα καύσιμα – λιπαντικά κατά 23,1%.
Ερευνα της ΓΣΕΒΕΕ αποκαλύπτει ότι για το 43,6% των νοικοκυριών το μηνιαίο εισόδημα «κρατάει» μόλις 19 ημέρες, το 80% αυτών δεν έχει δυνατότητα αποταμίευσης και το 45,1% τελεί σε απαισιοδοξία. Αντίστοιχη έρευνα του ΣΕΛΠΕ – ELTRUN (ΟΠΑ ) θεωρεί ότι για το 50% των καταναλωτών οι δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας και άλλων λογαριασμών κοινωνικής ωφέλειας θα κινηθούν ανοδικά, με επιπτώσεις στη ζήτηση προϊόντων και στην αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας.
Οσον αφορά τις ανατιμήσεις προϊόντων είτε λόγω αύξησης του κόστους πρώτων υλών είτε λόγω του ενεργειακού κόστους, ο πληθωρισμός για μεν τον Ιανουάριο ήταν 6,2%, για δε τον Φεβρουάριο ήταν 7,2%.
Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης θα πρέπει να συνεκτιμηθούν δύο σοβαρές παράμετροι που συνιστούν και σενάρια της επόμενης μέρας. Πρώτον, όσον αφορά τις μεσοσταθμικές ανατιμήσεις προϊόντων λόγω πανδημικού κύματος και αδυναμίας της προσφοράς να ικανοποιήσει την αυξημένη ζήτηση, κυρίως σε εισαγόμενα από τον ευρύτερο χώρο της Ασίας προϊόντα ή λόγω καθυστερήσεων παραδόσεων – μεταφορών, αναμένεται εξομάλυνση και επιστροφή στην κανονικότητα όταν εκλείψουν και οι λόγοι ανησυχίας που την προκαλούν, δηλαδή σταδιακός έλεγχος της πανδημίας και μετατροπή της σε ενδημικό φαινόμενο. Στην περίπτωση αυτή, η προσκόψασα αύξηση τιμών και οι υποβόσκουσες πιέσεις πληθωρισμού θα μπορούσαν πιθανόν να συγκρατηθούν με την άνοδο των επιτοκίων.
Δεύτερον, όσον αφορά τις ανα-τιμήσεις λόγω ενεργειακού κόστους οι αναμενόμενες πληθωριστικές πιέσεις που τροφοδοτούνται από αυτές τις αυξήσεις δεν είναι δυνατόν να «συμμαζευτούν» μέσω της ανόδου των επιτοκίων.
Το κύμα ακρίβειας που οφείλεται στη δίδυμη επισιτιστική και ενεργειακή κρίση όχι μόνο εκτινάσσει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και προκαλεί πλήγμα στους τζίρους της αγοράς, αλλά λειτουργεί και αποθαρρυντικά στην ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών και στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να καλύψουν τις υπαρκτές απώλειες της πανδημίας και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν το «θηρίο» των ενεργειακών επιβαρύνσεων, με τα δημοσιονομικά περιθώρια της κυβέρνησης εξαιρετικά περιορισμένα. Παράγοντα επιπρόσθετης ανησυχίας συνιστά και η επίπτωση στο κόστος δανεισμού Δημοσίου και επιχειρήσεων από την αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων.
Η αναζήτηση της βαθύτερης αιτίας του προβλήματος ιδιαίτερα στο ενεργειακό ξεκινάει από τη φοβική και διστακτική διαχείριση από την Ευρωπαϊκή Ενωση της παγκοσμιοποίησης που οδήγησε σε απόλυτη εξάρτηση κατά 50% από τον ρωσικό άνθρακα, 48% από το ρωσικό φυσικό αέριο, 32% από τα ρωσο-ουκρανικά σιτηρά και 25% από το ρωσικό πετρέλαιο.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους και οι στρατηγικές σταδιακής απεξάρτησης από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο θα πρέπει να τεθούν επί τάπητος, αφού αυτές πρέπει να υιοθετηθούν από το 2027, διαφορετικά Βουλγαρία, Αυστρία και Γερμανία θα οδηγηθούν σε «αιφνίδιο» θάνατο. Η έλλειψη ωστόσο αποθηκευτικών χώρων είναι υπαρκτή έστω και αν εξασφαλισθούν μεταφορές από Αίγυπτο, ΗΠΑ, Κατάρ κ.α., ενώ η αγορά υγροποιημένου αερίου LNG παραμένει ενεργή μέχρι τη δημιουργία των ΑΠΕ.
Είναι απαραίτητη πλέον η επιστράτευση γεωργικών εκτάσεων που τελούν σε αγρανάπαυση και ακόμα αυτών που προορίζονται για βιοκαύσιμα. Θα πρέπει, δε, να γίνει η άρση της απόφασης του 5% καλλιεργήσιμης γης ως οικολογικής περιοχής χωρίς τη χρήση λιπασμάτων.
Επιπρόσθετα, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι αυτή που ανέχεται τις σημερινές κλειστές πολιτικές απαγόρευσης εξαγωγών από Ρουμανία, Ουγγαρία και Βουλγαρία, μια και ως εναλλακτικές αγορές προμήθειας δημητριακών σε μαλακό σιτάρι και ζωοτροφών θα μπορούσαν να εξάγουν το πλεόνασμά τους στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η αύξηση του κόστους ζωοτροφών και λιπασμάτων θα επηρεάσει ανοδικά τις τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων.
Αναφορικά με την επισιτιστική κρίση, η πρόβλεψη του διεθνούς οργανισμού τροφίμων και γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) μιλάει για ενδεχόμενες ελλείψεις προϊόντων που η παραγωγή τους βασίζεται στην εισαγωγή σιτηρών από τις εμπόλεμες χώρες, π.χ. ζυμαρικά, ψωμί, δημητριακά. Ο πόλεμος λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής αρνητικών παραγόντων, καθώς Ρωσία και Ουκρανία έχουν σημαντικά μερίδια στις παγκόσμιες εξαγωγές τροφίμων, κυρίως σιτηρών και σπορέλαιου. Η τελευταία έκθεση του Οργανισμού μιλάει για κρίση που θα πλήξει κυρίως τις φτωχές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής.
Οι κίνδυνοι εστιάζονται: Πρώτον, στις προοπτικές των ρωσικών εξαγωγών δεδομένων των οικονομικών κυρώσεων και στην αδυναμία συγκομιδής καλλιεργειών στην Ουκρανία. Η κλιμάκωση της κρίσης οδήγησε σε κλείσιμο λιμανιών, αναστολή εργασιών ελαιούχων σπόρων, και επιβολή περιορισμών εξαγωγών σε δημητριακά και φυτικά έλαια. Δεύτερον, στο παγκόσμιο χάσμα προσφοράς – ζήτησης που θα ωθήσει τις διεθνείς τιμές τροφίμων και ζωοτροφών σε αύξηση από 8% έως 22% από τα υπάρχοντα επίπεδα τιμών του έτους. Τρίτον, στην ανησυχία ύπαρξης ζημιών σε υποδομές χερσαίων μεταφορών, λιμάνια και αποθηκευτικούς χώρους στην Ουκρανία. Τέταρτον, στην αύξηση ασφαλίστρων για πλοία που ελλιμενίζονται στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.
Πέμπτον, στις ακαλλιέργητες γεωργικές εκτάσεις στην Ουκρανία σε ποσοστό 20%-30% που καλλιεργούνται χειμερινά δημητριακά, καλαμπόκι και ηλιοτρόπια, και στις μειωμένες στρεμματικές αποδόσεις αυτών των καλλιεργειών. Εκτον, στην περαιτέρω υποβάθμιση της αγοραστικής δύναμης του τοπικού πληθυσμού εξαιτίας περιορισμού της αγροτικής παραγωγής, της οικονομικής δραστηριότητας και της αύξησης των τιμών, πράγμα που θα οδηγήσει σε επισιτιστική ανασφάλεια και υποσιτισμό.
Εβδομον, στην αρνητική επίδραση της γεωργίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, καθώς η γεωργία απορροφά υψηλές ποσότητες ενέργειας μέσω χρήσης καυσίμων, φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας ή χρήσης αγροχημικών (λιπάσματα, φυτοφάρμακα). Οι αυξήσεις στις τιμές λιπασμάτων σημαίνουν υψηλότερο κόστος παραγωγής και υψηλότερες τιμές των τροφίμων. Ογδοον, στην αποδυνάμωση της οικονομικής δραστηριότητας και στην υποτίμηση στο ρούβλι, που θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στις χώρες της Κεντρικής Ασίας μέσω μείωσης εμβασμάτων – τα εμβάσματα γι’ αυτές τις χώρες αποτελούν μέρος του ΑΕΠ τους.
Οι επιπτώσεις της σύγκρουσης θα προκαλέσουν για πολλά χρόνια επισιτιστική και ενεργειακή κρίση όχι μόνο σε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες αλλά και στην παγκόσμια κοινότητα (διατάραξη αποθεμάτων τροφίμων, αυξήσεις τιμών, ακανόνιστη λειτουργία εφοδιαστικής αλυσίδας, ανεξέλεγκτες και απρόβλεπτες ενεργειακές διακυμάνσεις, προσφυγικά κύματα).
Απαιτούνται εφαρμοσμένες πολιτικές για ελαχιστοποίηση των διαταραχών και διασφάλιση της λειτουργίας των διεθνών αγορών.
Στη χώρα μας πέραν της σύστασης στους πολίτες για επικράτηση ψυχραιμίας και αποφυγή πανικού για ορθολογικότερη αξιολόγηση δεδομένων και λήψη αποφάσεων, και πέραν των άμεσων κυβερνητικών παρεμβάσεων μέσω επιδοτήσεων στην ενέργεια και τυχόν πλαφόν στις τιμές και ποσότητες ανελαστικών προϊόντων ή μείωσης του ΦΠΑ, απαιτούνται και χρειάζονται σοβαρά μεσομακροπρόθεσμα μέτρα, όπως επενδύσεις αύξησης της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, δημιουργία χώρων αποθήκευσης, αύξηση ποσοστού ενέργειας που διατίθεται με μακροπρόθεσμα συμβόλαια και ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας των δικτύων.
Οι ελληνικές λιανεμπορικές επιχειρήσεις προσπαθούν να ισορροπήσουν σε μια δύσκολη και εύθραυστη συγκυρία με την αναγκαία ταυτόχρονα ενσωμάτωση των ψηφιακών τεχνολογιών της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, που συνιστούν παράγοντα επιβίωσής τους για την επόμενη μέρα.
Η ελληνική οικονομία ξεφεύγοντας από τον εφιάλτη των δίδυμων ελλειμμάτων της χρηματοπιστωτικής κρίσης (εμπορικό και δημοσιονομικό) προσπαθεί και αυτή να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα δυσθεώρητο χρέος και μια ανάπτυξη με συνεχείς αναθεωρήσεις του ποσοστού της λόγω των ενεργειακών και επισιτιστικών επιπτώσεων του πολέμου.
* Ο κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπλ. αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ, επικ. καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Παν. Νεάπολις στην Κύπροκαι μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ).