Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που είχαν ήδη μεταταχθεί/μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους, Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.). Οι διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις 4 παρ. 5, 21 παρ. 3 και 25 παρ. 4 και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες. Οι εν ενεργεία ιατροί του Ε.Σ.Υ. δικαιούνται την διαφορά μεταξύ των αποδοχών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί έως 31.07.2012 και των αποδοχών μετά τη μείωση του άρθρου 27 του ν. 4093/2012. Αποκατάσταση των μηνιαίων αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. αποκαταστάθηκαν στα επίπεδα που καταβάλλονταν πριν τις μειώσεις που επήλθαν με το ν. 4093/2012.
Αριθμός 4/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομέλειας: Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Χρήστο Τζανερρίκο, Λουκά Μόρφη και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη, Ζαμπέτα Στράτα, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα – Εισηγητή, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου, Αναστασία Μουζάκη, Αικατερίνη Βλάχου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου ή Κοκολέτση, Μαρουλιώ Δαβίου – Απέργη, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Μαρία Ανδρικοπούλου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κανέλλα Τζαβέλλα-Δημαρά, Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Διονύσιο Παλλαδινό, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αθανάσιο Τσουλό, Παρασκευή Τσούμαρη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Γεώργιο Αυγέρη, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα, Βρυσηίδα Θωμάτου, Παναγιώτα Πασσίση, Αριστείδη Βαγγελάτο, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Σταυρούλα Κουσουλού και Αναστασία Παπαδοπούλου, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «2η ΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Αλικάκου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των καθ’ ών η κλήση – αναιρεσιβλήτων:
1. Ε. Ζ. του Χ.,
2. Ν. Π. του Σ.,
3. Κ. Μ. του Ι.,
4. Θ. Μ. του Δ.,
5. Π. Λ. του Α.,
6. Χ. Ε. Σ. του Ι.,
7. Μ. Μ. του Μ.,
8. Κ. Κ. του Χ.,
9. Θ. Κ. του Κ.,
10. Κ. Μ. του Ι.,
11. Χ. Π. του Φ.,
12. Η. Τ. του Κ.,
13. Δ. Κ. του Α.,
14. Χ. Β. του Σ.,
15. Ε. Χ. του Σ.,
16. Ι. Κ. του Γ.,
17. Μ. Κ. του Α.,
18. Β. Κ. του Γ.,
19. Α. Μ. του Ε., και
20. Μ. Π. του Π.,
κατοίκων απάντων Αθήνας, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τουτζιαράκη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24.02.2017 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και του ήδη αποβιώσαντος Α. Α., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5061/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 649/2018 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 01.03.2019 αίτησή του και τους από 24.10.2019 προσθέτους λόγους, επί της οποίας εκδόθηκε η 308/2020 απόφαση του Β2′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, όπως αυτή διορθώθηκε με την 1129/2020 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, η οποία παρέπεμψε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου τους αναφερόμενους στο σκεπτικό έβδομο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου κατά το υπό στοιχεία Ι και ΙΙ (α) έως (β) μέρος του και ένατο (κατ’ ορθή αρίθμηση και όχι δέκατο) πρόσθετο λόγο αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού σκέλος, κατά της με αριθ. 649/25.10.2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 10/5/2021 κλήση του καλούντος, η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν κατά σειρά το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν η μεν του αναιρεσείοντος να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, ο δε των αναιρεσιβλήτων να απορριφθούν, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο έβδομος λόγος της από 01.03.2019 αίτησης αναίρεσης και κατά το υπό στοιχεία Ι και ΙΙ (α) και (β) μέρος του και ο ένατος (κατ’ ορθή αρίθμηση και όχι δέκατος) πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού των από 24.10.2019 προσθέτων λόγων αναίρεσης κατά της με αριθμό 649/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Κατά την 17η Μαρτίου 2022, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Χρήστος Τζανερρίκος και οι Αρεοπαγίτες Ζαμπέτα Στράτα, Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού, Αναστασία Μουζάκη, Ιωάννης Δουρουκλάκης, Δημητρία Στρούζα – Ξένου ή Κοκολέτση, Μαρία Ανδρικοπούλου, Ευστάθιος Νίκας, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Σοφία Οικονόμου, Παναγιώτα Πασσίση, Σταυρούλα Κουσουλού και Αναστασία Παπαδοπούλου, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 10.05.2021 κλήση του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «2η ΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου η από 01.03.2019 και με αριθμό κατάθεσης ./2019 αίτηση αναίρεσης και οι από 24.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης ./2019 πρόσθετοι λόγοι αυτής, ως προς τους λόγους του κυρίως δικογράφου της αίτησης, καθώς και ως προς τον πρόσθετο λόγο, που παραπέμφθηκαν στην πλήρη Ολομέλεια με την με αριθμό 380/2020 ομόφωνη απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Με την παραπάνω αίτηση και με τους πρόσθετους λόγους της προσβάλλεται η με αριθμό 649/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 αριθ.3 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 29.12.2017 και με αριθμό κατάθεσης 98/17/2018 έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της με αριθμό 5061/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την εκκαλούμενη αυτή απόφαση έγινε δεκτή, κατά την κύρια βάση της, η από 24.02.2017 και με αριθμό κατάθεσης ./2017 αγωγή των αναιρεσιβλήτων και αφού κρίθηκε (μεταξύ άλλων) ότι οι διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία ιατρών του Ε.Σ.Υ. και μάλιστα αναδρομικά από 01.08.2012, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ.4 και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες• αναγνωρίστηκε ότι, προς υπολογισμό των αποδοχών και επιδομάτων των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, ιατρών, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 01.01.2015 έως 30.04.2017, έπρεπε να έχουν εφαρμοστεί οι διατάξεις του ν.3205/2003 χωρίς τις επιβληθείσες περικοπές του ν. 4093/2012 και ότι το επίδομα χρόνου υπηρεσίας έπρεπε να υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του πρωτοδίκη. Επίσης αναγνώρισε ότι το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2015 έως 30.04.2017, τα αναφερόμενα για καθένα χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Με την παραπάνω, με αριθμό 380/2020 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ.2 περ.β’ και γ’ του ΚΠολΔ και 23 παρ.1 και 2 εδ.γ’ περ.β’ του κυρωθέντος με το Ν. 1756/1988 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο έβδομος λόγος του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, κατά το υπό στοιχεία Ι και ΙΙ (α) και (β) μέρος του και ο ένατος (κατ’ ορθή αρίθμηση) πρόσθετος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο αυτού σκέλος, με τους οποίους το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ (με τον έβδομο λόγο κατά τα υπό στοιχεία Ι και
ΙΙ (α) μέρος του και με τον ένατο λόγο) αιτιώμενο ότι, με το να δεχθεί η απόφαση αυτή πως οι επιβληθείσες με τη διάταξη του άρθρου πρώτου παράγραφος Γ υποπαράγραφος Γ1 αριθ.27 εδ.α’, β’ και γ’ του Ν.4093/2012 μειώσεις αποδοχών των αναιρεσιβλήτων αντιβαίνουν στα άρθρα 4 παρ.5, 21 παρ.3 και 25 παρ.1 και 4 του Συντάγματος, παραβίασε ευθέως την πιο πάνω ουσιαστική διάταξη, καθώς και τις Συνταγματικές διατάξεις, καθώς και αναιρετικό σφάλμα από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠοΔ με τον έβδομο λόγο, κατά το υπό στοιχείο ΙΙ (β) μέρος του. Η δε παραπομπή στην πλήρη Ολομέλεια έγινε διότι οι ως άνω λόγοι αναίρεσης, το μεν δημιουργούν ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, διότι η περί τούτου κρίση αφορά μεγάλο αριθμό ιατρών που ασχολούνται με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε φορείς υπηρεσιών υγείας, το δε διότι ανακύπτει ζήτημα συμβατότητας προς το Σύνταγμα της προαναφερόμενης διάταξης του Ν.4093/2012, λόγω μάλιστα και της διαμορφωθείσας, υπέρ της άποψης της αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής, νομολογίας των λοιπών Ανωτάτων Δικαστηρίων της Χώρας.
ΙΙ. To Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 5 ορίζει ότι: «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους»•
στο άρθρο 25 παρ. 1 και 4 ότι:
«1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους […]. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
[…]
4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης»•
στο άρθρο 79 παρ. 1 ότι:
«Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια συνοδό της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος […]»• και
στο άρθρο 106 παρ. 1 ότι:
«Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας […]».
Από το συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται ότι, σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλομένων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν όπως το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ως επίσης και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου μάλιστα ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερουμένης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξιώσεως του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προωθήσεως διαρθρωτικών μέτρων και της εισπράξεως των φορολογικών εσόδων, από την μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται κυρίως άλλες κατηγορίες πολιτών, από την ασυνέπεια των οποίων, κυρίως στο πεδίο της εκπλήρωσης των φορολογικών τους υποχρεώσεων προκαλείται σε μεγάλο βαθμό η δυσμενής οικονομική συγκυρία (βλ. ΣτΕ Ολομ. 431/2018, 3372-3373/2015, 2193/2014, 668/2012, Ε.Σ. Ολομ. 7412/2015, 4327/2014).
ΙΙΙ. To Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 5 παράγρ. 5, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 με το Ψήφισμα της 06.04.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α’ 84), ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας […]», στο άρθρο 21 παράγρ. 3 ότι «Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών […]» και στο άρθρο 22 παράγρ. 5, όπως η παράγρ. αυτή αναριθμήθηκε με την αναθεώρηση του 2001, ότι «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει».
Από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος συνάγεται ότι γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως για την προστασία της υγείας των πολιτών, εργαζομένων και συνταξιούχων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΣτΕ Ολομ. 3802/2014, 9/2016, 2381/2016), οι οποίες πρέπει να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες διαγνώσεως και θεραπείας των σχετικών παθήσεων, τις χειρουργικές επεμβάσεις, εφ’ όσον απαιτούνται, ως και γενικώς τις ανάγκες νοσηλείας των πολιτών. Η υποχρέωση αυτή υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, υπό τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν οδηγούν στην ανατροπή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3962/2014, 1812/2013). Εν όψει των ανωτέρω επιταγών του Συντάγματος, η άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών σχετικών με την υγεία, επιτρέπεται μόνον σε εκείνα τα πρόσωπα που έχουν τα προσόντα, τα οποία ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου.
Προς εκπλήρωση της παραπάνω συνταγματικής επιταγής για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας, εκδόθηκε ο ν. 1397/1983 «Εθνικό Σύστημα Υγείας» (Α’143), με τον οποίο οργανώθηκε η παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες με τη δημιουργία δημόσιου τομέα υγείας και ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της υπηρεσιακής καταστάσεως και του μισθολογικού καθεστώτος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 30 του ως άνω ν. 1397/1983 και ακολούθως τις διατάξεις των άρθρων 43, 44 και 45 του ν. 3205/2003 (Α’, 297), ρυθμίστηκε το μισθολογικό καθεστώς των γιατρών του Ε.Σ.Υ. και καθορίστηκε ειδικό μισθολόγιο, με τη χρήση γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων συναφών προς το αντικείμενο των εν λόγω ρυθμίσεων. Κατά την εισηγητική έκθεση (σελ.29) η θέσπιση ειδικού μισθολογίου και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείρισή τους από το νομοθέτη υπαγορεύθηκε, από την ανάγκη να εξασφαλιστεί στο γιατρό του Ε.Σ.Υ. ένα εισόδημα που να τον απαλλάσσει από τις βιοποριστικές ανάγκες, ώστε να αφήνεται απερίσπαστος στην επιτέλεση του έργου του, ως κριτήρια δε για τη διαμόρφωση των συνολικών αποδοχών των ιατρών ελήφθησαν υπόψη:
α) οι ειδικότερες συνθήκες άσκησης του ιατρικού έργου,
β) οι ιδιαίτερες ευθύνες που δημιουργεί στο γιατρό η άσκηση του λειτουργήματός του και η σημασία του έργου του για το κοινωνικό σύνολο και το συγκεκριμένο άτομο που του εμπιστεύεται την υγεία του, την ίδια του τη ζωή,
γ) η ανάγκη και η υποχρέωση του γιατρού για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη του,
δ) η συνεχής ενημέρωση, συμπλήρωση και ανανέωση των γνώσεων του γιατρού πάνω στις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης, αλλά και της ιατρικής τεχνολογίας και η ευθύνη του για την αξιοποίηση των επιτευγμάτων των εξελίξεων αυτών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου,
ε) τα περισσότερα χρόνια σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες επιστήμες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης,
στ) η πολύχρονη πανεπιστημιακή μετεκπαίδευση για ειδίκευση και λήψη τίτλου ειδικότητας,
ζ) ο περισσότερος συγκριτικά με άλλους κλάδους δημόσιας διοίκησης, χρόνος εργασίας, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του Νόμου, αλλά κύρια, η υποχρέωση του γιατρού να εργάζεται και πέραν από το κανονικό ωράριο εργασίας του και η υποχρεωτική εφημερία ετοιμότητας που αποτελεί ισχυρή δέσμευση της ιδιωτικής ζωής του γιατρού,
η) οι πάγιες ανάγκες του γιατρού για την απόκτηση επιστημονικών συγγραμμάτων και περιοδικών που είναι απαραίτητα για την ενημέρωσή του πάνω στη διεθνή και εσωτερική βιβλιογραφία που αφορά σε ιατρικά θέματα,
θ) η δεοντολογική υποχρέωση του γιατρού να παρέχει τις υπηρεσίες του σε οποιονδήποτε έχει την ανάγκη του και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες,
ι) η απαγόρευση του γιατρού ν’ ασκεί οποιοδήποτε ιδιωτικό έργο και η αποκλειστική του απασχόληση στο εθνικό σύστημα, περιορισμός που δεν ισχύει για κανένα κλάδο.
Το ειδικό αυτό μισθολόγιο αποτελείται από το βασικό μισθό, κλιμακούμενο ανάλογα με το βαθμό και τα χρόνια υπηρεσίας, και από διάφορες αποζημιώσεις, επιδόματα και προσαυξήσεις. Ειδικότερα, ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των γιατρών Ε.Σ.Υ. καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Επιμελητή Β’, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τους προβλεπόμενους στη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 3205/2003 συντελεστές, για Διευθυντή 1,40, Επιμελητή Α’ 1,20, Επιμελητή Β’ 1,00 και Επιμελητή Γ’ και ειδικευόμενο 0,70. Ο βασικός μισθός του Επιμελητή Β’ ορίστηκε αρχικά σε 1.042 ευρώ, σε 1.080 ευρώ από 01.01.2005 με το άρθρο 2 του ν. 3336/2005 (Α’, 96), σε 1.112 ευρώ από 01.01.2006 με το άρθρο 11 του ν. 3453/2006 (Α’, 74) και σε 1.151 ευρώ από 01.01.2007 με το άρθρο 1 περ. (ιδ) του ν. 3554/2007 (Α’, 80). Ακολούθως, από 01.01.2009 με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009 (Α’, 43) ορίστηκαν οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου γιατρών του Ε.Σ.Υ. ως ακολούθως: του Διευθυντή σε 2.054 ευρώ, του Επιμελητή Α’, σε 1.759 ευρώ, του Επιμελητή Β’ σε 1.468 ευρώ και του ειδικευόμενου σε 1.027 ευρώ. Οι εν λόγω βασικοί μηνιαίοι μισθοί διατηρήθηκαν ίδιοι και με τη διάταξη του άρθρου 55 του ν. 3918/2011 (Α’, 31), με την οποία προστέθηκε και ο βασικός μηνιαίος μισθός του Συντονιστή Διευθυντή, ο οποίος ορίστηκε σε 2.055 ευρώ. Εξάλλου, πέραν του βασικού μισθού καταβάλλονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 44 του ν.3205/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009:
α) επίδομα χρόνου υπηρεσίας,
β) επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών,
γ) επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης του ιατρικού έργου, το οποίο οριζόταν για το Διευθυντή σε 450 ευρώ, τον Επιμελητή Α’ σε 389 ευρώ, τον Επιμελητή Β’ σε 327 ευρώ και τον ειδικευόμενο σε 355 ευρώ,
δ) πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, η οποία οριζόταν για το Διευθυντή σε 339 ευρώ, τον Επιμελητή Α’ σε 293 ευρώ, τον Επιμελητή Β’ σε 247 ευρώ και τον ειδικευόμενο σε 185 ευρώ,
στ) οικογενειακή παροχή,
ζ) επίδομα θέσεως ευθύνης για τους Διευθυντές 235 ευρώ και τους Επιμελητές Α’, εφόσον τους απονέμεται ο τίτλος του Αναπληρωτή Διευθυντή 40% του αντιστοίχου επιδόματος της θέσης ευθύνης του Διευθυντή.
Ακολούθως, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ, υπέστησαν διαδοχικώς τις παρακάτω μειώσεις στις αποδοχές τους:
[1] Με το άρθρο 1 παρ. 2 και 3 του Κεφαλαίου Α’ με τίτλο «Μέτρα για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και εισοδηματική πολιτική έτους 2010» του ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Α’, 40/15.3.2010) ορίστηκε ότι:
«2. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.), των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος μειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%). […] και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα […].
3. (όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 90 του ν.3842/2010, Α’, 58). Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στις παρακάτω διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά:
α) οικογενειακής παροχής (άρθρο 44 παρ. Α5),
β) χρόνου υπηρεσίας (άρθρο 44 παρ. Α1),
γ) […],
ι) μεταπτυχιακών σπουδών (άρθρο 44 παρ. 2),
ια) […]».
Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 άρχισαν να ισχύουν από 01.01.2010, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του εν λόγω νόμου, ενόψει δε τούτου ορίστηκε με την παρ. 9 του ίδιου άρθρου 1 ότι «Τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 01.01.2010 μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού παρακρατούνται από τη μισθοδοσία των επόμενων της ψήφισης του νόμου αυτού μηνών ως εξής: […]».
[2] Με το άρθρο τρίτο, με τίτλο «Μέτρα για τη μείωση των δημόσιων δαπανών» του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α’, 65/6.5.2010) ορίστηκε ότι:
«1. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010… μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%).
2. Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν.3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
3. […]
6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπάλληλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4 καθορίζονται ως εξής:
α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ.
β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
γ) Το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000 ευρώ), με ανάλογη μείωση τους.
7. […]
8. […]
9. […]».
[3] Με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Α’, 152/1.7.2011) ορίστηκε ότι: «Αναστέλλονται από 01.07.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου:
α) Οι διατάξεις της παραγράφου Α.1 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 (που προβλέπουν το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των ιατρών του Ε.Σ.Υ.) […].
β) […]», οι διατάξεις δε του ανωτέρω άρθρου διατηρήθηκαν σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011 (Α’, 226), στην οποία, με το εδάφιο β’ της περίπτωσης 38 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, προστέθηκαν οι λέξεις «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β’ Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια».
Με το άρθρο 55 παρ. 23 δ’ του ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση-κ.λπ.» (Α’, 180/22.8.2011) μειώθηκε από 01.07.2011 περαιτέρω κατά ποσοστό 20% το προβλεπόμενο από την παρ. Α.3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, όπως είχε διαμορφωθεί. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας «κρίνεται αναγκαία η μείωση των επιδομάτων που λειτουργούν ως κίνητρο απόδοσης ή ταχύτερης διεκπεραίωσης ή ειδικής απασχόλησης του έργου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης και του περιορισμού του μισθολογικού κόστους, με τελικό στόχο τη μείωση των δημοσίων δαπανών».
Εξ άλλου, με το άρθρο 6 παρ. 9 του ν. 4052/2012 μειώθηκε, από 01.01.2012, ο συντελεστής βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού, ενώ με την ίδια διάταξη μειώθηκε, από 01.01.2012, και το μηνιαίο ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α’ Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ.
[4] Ακολούθως, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1. (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ») της παραγράφου Γ. (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ») του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222 Α’/12.11.2012) επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από το νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια», με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων. Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου (Γ1) ορίστηκε ότι «Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη για λειτουργούς καταργούνται από 01.02.2013», ενώ με την περίπτωση 27 της ως άνω υποπαραγράφου αντικαταστάθηκαν από 01.08.2012 οι διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 1 του ν. 3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., με τη μείωση του βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου γ (περ. 27.α), τη μείωση των προβλεπομένων στις παραγράφους 3, 4, και 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης, αντίστοιχα) (περίπτωση 27.β. και 27.γ.), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας (περίπτ. 27.δ.), τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α’ Ζώνης και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων (περίπτ. 27.ε.) και, τέλος, την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας (περ. 27. στ.). Ειδικότερα, στην εν λόγω περίπτωση 27 ορίζονται τα εξής:
«α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 43 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται από 01.08.2012 ως εξής:
«1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) ορίζονται στα παρακάτω ποσά: α. Συντονιστής Διευθυντής 1.665 € β. Διευθυντής 1.580 € γ. Επιμελητής Α’ 1.513 € δ. Επιμελητής Β’ 1.321 € ε. Ειδικευόμενος 1.007 €».
β. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται από 01.08.2012 ως εξής:
«3. Νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου οριζόμενο κατά βαθμό, ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 238 € β. Επιμελητής Α’ 205 € γ. Επιμελητής Β’ 174 € δ. Ειδικευόμενος 190 €.
4. Πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά βαθμό, ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 225 € β. Επιμελητής Α’ 195 € γ. Επιμελητής Β’ 164 € δ. Ειδικευόμενος 123 €».
γ. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται, από 01.08.2012, ως εξής:
«6. θέσης-Ευθύνης στους Συντονιστές Διευθυντές και σε όσους Διευθυντές ασκούν χρέη Συντονιστή, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα των βαθμών τους, οριζόμενο σε εκατόν πενήντα έξι (156) ευρώ […]».
Από τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-37 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, οι οποίες θεσπίστηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (ΣτΕ Ολομ. 2192/2014, Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012, 1116/2014), ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει «συνεχή προβλήματα με τη φορολογική συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο, για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών μισθοδοτούμενων από το Δημόσιο υπαλλήλων και λειτουργών με βάση «ειδικά μισθολόγια» – οι πρώτες περικοπές των οποίων είχαν επιβληθεί με τους νόμους 3833 και 3845/2010, κατ’ επίκληση, τότε, του κίνδυνου χρεωκοπίας της χώρας – ενόψει, προφανώς, του ότι το μέτρο αυτό, εν αντιθέσει με την είσπραξη των φορολογικών εσόδων, μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως και έχει άμεσα αποτελέσματα, αφού με την ψήφιση του προβλέποντος τη μείωση νόμου καταβάλλονται αμέσως μειωμένες οι αποδοχές. Εξάλλου, αν και καθένα από τα μισθολόγια αυτά αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με διαφορετικά καθήκοντα και αποστολή, μεταξύ δε αυτών περιλαμβανόταν και το μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ., ο νομοθέτης αντιμετώπισε όλα αυτά τα μισθολόγια συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, ως σύνολο λαμβανόμενο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της προσπάθειας μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Από τα δεδομένα αυτά, τα οποία επιβεβαιώνονται, άλλωστε, και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012 συνάγεται, περαιτέρω, ότι ο νομοθέτης, χωρίς να λάβει υπόψη του τους λόγους, για τους οποίους είχε θεσπισθεί ιδιαίτερο μισθολόγιο για καθεμία από τις κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων, στους οποίους αφορούσαν τα ανωτέρω «ειδικά μισθολόγια», προέβη σε μείωση αυτών, αποδίδοντας σημασία, για τον καθορισμό του ύψους της μείωσης σε κάθε μισθολόγιο και σε κάθε βαθμό εντός του αυτού μισθολογίου, στο μαθηματικό ύψος των έως τότε χορηγούμενων αποδοχών. Με βάση το κριτήριο αυτό συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέσπισε μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερο σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς μικρότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (βλ. και την αναφορά, στο προσαρτώμενο ως Παράρτημα V1 στο ν. 4046/12 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, ότι θα προστατευθούν όσοι «είναι στις χαμηλότερες μισθολογικές κλίμακες» Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014). Με βάση αυτό το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο ο νομοθέτης καθόρισε τις μειώσεις που επέφερε και στο μισθολόγιο των γιατρών του Ε.Σ.Υ., και ειδικότερα στο ύψος του βασικού μισθού όλων των κλάδων της ιεραρχίας τους, καθώς και στο ύψος του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου και της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης. Στις μειώσεις αυτές πρέπει να συνυπολογιστεί η αναστολή, κατά το χρονικό διάστημα από 01.07.2011 έως 01.08.2012, της χορήγησης των αυξήσεων του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, καθώς και η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας, η οποία υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και πρόσθετων αμοιβών και αποζημιώσεων (άρθρο 38 παρ. 2 και 5 του ν.3986/2011) και, τέλος, η κατάργηση, με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ. του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, των επιδομάτων εορτών και αδείας για όσους εξακολουθούσαν να τα λαμβάνουν. Παράλληλα, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. υπεβλήθησαν, και στο σύνολο των γενικής φύσης οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήταν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολογήτου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν.3986/2011, 1 επ. του ν.3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.ά.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν.3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του ν.3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.ά.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν.3986/2011, καθώς και η σταδιακή αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και η επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων δομημένων επιφανειών (άρθρα 33 του ν.3986/2011, 53 του ν. 4021/2011), κ.ά. . Εξάλλου, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με το νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016, ούτε, τέλος, από το κείμενο του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στα «ειδικά μισθολόγια» μεταξύ των οποίων το μισθολόγιο των γιατρών του Ε.Σ.Υ., ελήφθησαν υπόψη και άλλα κριτήρια, πέραν του καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, πρόδηλα απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μείωσης του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου. Ούτε προκύπτει ότι έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στους αμειβόμενους με τα μισθολόγια αυτά, ούτε αν οι εκ των μειώσεων προερχόμενες επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το οικονομικό όφελος που θα προκύψει, ούτε, τέλος, αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για αυτούς και ειδικότερα για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ.. Δεν εξετάστηκε, επίσης, αν οι αποδοχές των γιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν, και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (πρβλ. Ε.Σ. Ολομ. 4327/2014, ΣτΕ Ολομ. 4741/2014). Αντιθέτως, όπως συνάγεται από τα αναφερόμενα στο προσαρτημένο στο ν. 4046/2012 Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, ένας εκ των λόγων, για τους οποίους είναι αναγκαία η λήψη νέων μέτρων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., είναι και το γεγονός ότι δεν έχει επιτευχθεί η είσπραξη των φορολογικών εσόδων («συνεχή προβλήματα της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση», «χαμηλή είσπραξη φόρων σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες»). Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., που επήλθαν με το νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικά στις αποδοχές αυτών και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των αμειβόμενων με τα «ειδικά μισθολόγια», μεταξύ των οποίων και των γιατρών του Ε.Σ.Υ. (πρβλ. ΣτΕ 431/2018, Ε.Σ. Ολομ. 7412/2015, 4327/2014).
Κατά συνέπεια, ενόψει των προεκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις 4 παρ.5, 21 παρ.3 και 25 παρ.4 και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες (βλ. Σ.τ.Ε. 431/2018 Ολομ., Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.).
Επομένως, οι εν ενεργεία ιατροί του Ε.Σ.Υ. δικαιούνται την διαφορά μεταξύ των αποδοχών, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί έως 31.07.2012 (μετά τις αρχικές μειώσεις των ν. 3833/2010, 3845/2010 κ.λπ.) και των αποδοχών μετά τη μείωση του άρθρου 27 του ν. 4093/2012. Άλλωστε, με το άρθρο παρ.1 ΙΙ του ν. 4575/2018, όπως η παρ.1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 82 παρ.1 του ν.4589/2019 «Στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., Ιατρούς Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς Ιατρούς και Ειδικευόμενους Ιατρούς και στο σύνολο των Ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Παπαγεωργίου και για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016 καταβάλλεται, πλην της αποζημίωσης εφημεριών, εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31.07.2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (Α’ 222). Το χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016». Με το παραπάνω άρθρο ΙΙ του ν.4575/2018, δηλαδή, οι μηνιαίες αποδοχές των Ιατρών του Ε.Σ.Υ. αποκαταστάθηκαν, για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα στα επίπεδα που καταβάλλονταν πριν τις μειώσεις που επήλθαν με το ν. 4093/2012.
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α-δ του ν. 4238/2014 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι «Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται/μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις […]», ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι «οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης». Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. Γ.Π./οικ 18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο «Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε», όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Ι5 του ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκε ότι, εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται/ μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεώς τους περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν.2190/1994, όπως ισχύει […]».
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί/οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ [άρθ. 17 παρ.1 και 2 και 26 παρ. 9 του ν. 3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.21 του άρθρου 72 του ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α 150)], στη συνέχεια μετατάχθηκαν/μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε) και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 παρ.1 και 17 παρ.1 του ν. 4238/2014. Επίσης με το άρθρο 18 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο «Ένταξη και κατάταξη ιατρικού/οδοντιατρικού προσωπικού στο Εθνικό Σύστημα Υγείας [Ε.Σ.Υ.]», ορίστηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης/μεταφοράς, το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παρ.2 του ιδίου νόμου (Μισθοδοσία προσωπικού, οικονομική διαχείριση και μεταβίβαση κινητής και ακίνητης περιουσίας), ορίσθηκε ότι το πάσης φύσεως ιατρικό/οδοντιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό που μετατάσσεται ή μεταφέρεται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος νόμου, σε θέσεις που συστήνονται για το σκοπό αυτόν, σε κάθε Διοικητική Υγειονομική Περιφέρεια (Δ.Υ.Πε.), σε εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013(Α’ 288), μετά την έκδοση της αναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης, ως ορίζεται στη διάταξη, μισθοδοτείται από τους Φορείς αυτούς και οι σχετικές πιστώσεις εγγράφονται στους οικείους Κ.Α.Ε. του ειδικού φορέα 210 του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας. Για τη μισθοδοσία του προσωπικού αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 2592/1998 (Α’ 57) και του π.δ. 412/1998 (Α’ 288), όπως ισχύουν. Η εκκαθάριση των τακτικών αποδοχών του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της οικείας Δ.Υ.Πε.. Για τις πρόσθετες αμοιβές, εφημερίες, νυχτερινά και εξαιρέσιμα, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4071/2012 (Α’ 85). Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό της ανωτέρω παραγράφου 1, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013(Α’ 288) και μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών αξιολόγησης και κατάταξης αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος. Μετά την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ. λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Κατά συνέπεια, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που είχαν ήδη μεταταχθεί/μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους, Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία.
ΙV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με τον λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμου βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2019, ΟλΑΠ 7/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο διέλαβε στη μείζονα πρόταση της προσβαλλόμενης απόφασής του τη νομική παραδοχή, ότι οι διατάξεις της περιπτ.27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14-11-2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 01.08.2012, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ.3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των Ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και στις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ.4 του Συντάγματος και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες. Στη συνέχεια το Εφετείο στην ελάσσονα πρόταση αυτού δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι με βάση τα προσκομισθέντα με επίκληση αποδεικτικά μέσα οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, ιατροί, δικαιούνται για το επίδικο διάστημα από 01.01.2015 έως 30.04.2017 των μισθολογικών διαφορών που προκύπτουν (μεταξύ άλλων) από τον μη συνυπολογισμό των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. Γ υποπαρ. Γ1 αριθ.27 εδ. α, β, γ του Ν. 4093/2012 μειώσεων, λόγω της κατά τα άνω αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων και επικύρωσε την ομοίως αποφανθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που είχε επιδικάσει τις άνω προκύπτουσες διαφορές, απορρίπτοντας τους περί του αντιθέτου δεύτερο και τρίτο λόγους εφέσεως της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, που κρίθηκαν ενιαίως. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, ουδόλως παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου πρώτου παραγρ. Γ υποπαρ.Γ1 αριθ. 27 εδ. α, β και γ του ν. 4093/2012 και τις πιο πάνω Συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του ΕΣΥ, και εν προκειμένω των είκοσι αναιρεσιβλήτων, οι οποίες επήλθαν με το νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το καθαρώς αριθμητικό κριτήριο, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικώς επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών τους (ν. 3833/2010 μείωση κατά 12% και ν. 3845/2010 μείωση κατά 8% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και του επιδόματος θέσεως ευθύνης, ν. 4002/2011 μείωση κατά 20% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, ν. 4052/2012 μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημέριων από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού και μείωση του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α’ Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ.), καθώς και με άλλες μειώσεις του εισοδήματος των ιατρών με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσεως (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α’ του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β’ του ν. 3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), αντίκεινται προς τις ρυθμίσεις των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 4 παρ.5, 21 παρ.3, και 25 παρ. 4 και υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεως τους, το όριο που θέτουν οι απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, καθώς και της επιταγής της κρατικής μέριμνας για την υγεία των πολιτών και την απορρέουσα από την επιταγή αυτή ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών του Ε.Σ.Υ., δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της εισπράξεως των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (βλ. ΣτΕ 431/2018, Ολομ. Ελ.Συν. 7412/2015). Δεν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος προς δικαιολόγηση των επίμαχων περικοπών του ν. 4093/2012, καθ’όσον η ανάγκη της επίτευξης των στόχων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, η εκπλήρωση, δηλαδή, των προϋποθέσεων που τίθενται, υπό μορφή προαπαιτούμενων, για τη συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, αν και δικαιολογούν καταρχήν τη λήψη μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, περιοριζόμενοι στην ανάγκη μείωσης του μισθολογικού κόστους του προσωπικού του Δημοσίου για την κάλυψη τμήματος του δημοσιονομικού κενού του προγράμματος προσαρμογής, το οποίο προέκυψε, κυρίως, λόγω της αποτυχίας είσπραξης των προβλεπόμενων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές. Και τούτο διότι, ανεξαρτήτως του ότι το δημόσιο συμφέρον, για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες μειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών μέτρων των νόμων 3833/2010 και 3845/2012 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νομοθέτη, προ του κινδύνου άμεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως, και πάλι, κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών. Επιπλέον, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών. Επίσης, η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ’ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων.
Τέλος, η 2012/211/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.03.2012, με την οποία προβλέφθηκε «μείωση κατά 12% κατά μέσο όρο των ειδικών μισθών του δημόσιου τομέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο μισθολόγιο», δεν έχει πάντως την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νομοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων και αρχών (ΣτΕ Ολομ. 4741/2014, 2192/2014, Ολ. Ε.Σ. 4327/2014).
Επομένως, ο παραπεμφθείς στην Ολομέλεια έβδομος λόγος του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, κατά τα υπό στοιχεία Ι και ΙΙ (α) μέρος του, με τον οποίο το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιώμενο ότι με το να κρίνει η προσβαλλόμενη απόφαση πως οι διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία Ιατρών του Ε.Σ.Υ. και μάλιστα αναδρομικά από 01.08.2012, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ.4 και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες, παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις, είναι αβάσιμος.
Ωσαύτως αβάσιμος είναι και ο συναφής ένατος (κατ’ ορθή αρίθμηση) πρόσθετος λόγος αναίρεσης, που επίσης παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση του Εφετείου σφάλμα από τον αριθ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα ότι, με την κρίση του περί αντισυνταγματικότητας, παραβίασε, δια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του, τις ουσιαστικές διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, τις διατάξεις της απόφασης οικ. 2/83408/022/14-11-2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, καθώς και τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5, 21 παρ.3, 25 παρ.1 και 4, 79 παρ.1 και 106 παρ.1. Ο ίδιος δε πρόσθετος λόγος, ως προς την αιτίασή του για παραβίαση και του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό αναφέρεται στην «Προστασία της Ιδιοκτησίας» και το αναιρεσείον δεν αναφέρει, για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου, το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της αμέσως παραπάνω ουσιαστικής διάταξης (ΟλΑΠ 32/1996).
V. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ καθιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. «Πράγματα» δε, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που αφορούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή μη έχοντα αυτοτέλεια επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 3/1997). Το αν ενώπιον του δικαστηρίου είχε προταθεί ή όχι αυτοτελής ισχυρισμός, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, με την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, δηλαδή αγωγής, προτάσεων, έφεσης κ.λ.π. (ΟλΑΠ 2/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια έβδομο λόγο του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, κατά το υπό στοιχείο ΙΙ (β) μέρος του, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, διατείνεται ότι με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσής του, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι ο περιορισμός των καταβαλλομένων μισθών και επιδομάτων που προβλέπει ο νόμος 4093/2012 συνιστά νομοθετικό μέτρο που αποσκοπεί αποκλειστικά στον περιορισμό των δαπανών του κράτους, για τον περιορισμό του δανειακού χρέους και την μακροπρόθεσμη έξοδο από την οικονομική κρίση. Ακόμη ότι πρότεινε τον ισχυρισμό πως με τα μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών, με σκοπό του περιορισμού του δημοσίου ελλείμματος και την έξοδο από την οικονομική κρίση, ο νόμος 4093/2012 προέβλεψε περιορισμό των μισθών και των επιδομάτων και ότι το ποσό των δαπανών πρέπει να είναι ανάλογο με το ποσό των εσόδων, η δε αρχή της αναλογικότητας προσβάλλεται με την πρωτόδικη απόφαση που προβλέπει αμοιβές Ιατρών Ε.Σ.Υ. μεγαλύτερες των φορολογικών εσόδων. Ότι τους παραπάνω ισχυρισμούς του δεν τους έλαβε υπόψη το Εφετείο. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαράδεκτος, διότι δεν ιδρύεται, καθόσον οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος δεν συνιστούν αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που να θεωρούνται «πράγματα», κατά την έννοια που προεκτέθηκε, αλλά αποτελούν επιχειρήματα που το αναιρεσείον αντλεί από το νόμο. Σε κάθε δε περίπτωση είναι και αβάσιμος, διότι από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι αυτή έλαβε υπόψη τους ως άνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος και απέρριψε στην ουσία τους, τους δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσης.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι παραπεμφθέντες ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα ο έβδομος λόγος του κυρίως δικογράφου κατά το υπό στοιχεία Ι και
ΙΙ (α) έως (β) μέρος του και ο ένατος (κατ’ ορθή αρίθμηση) πρόσθετος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο αυτού σκέλος. Μετά ταύτα, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Β2 τμήματος, προκειμένου να κριθούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης, για τους οποίους το τμήμα αυτό επιφυλάχθηκε με την με αριθμό 308/2020 απόφασή του (άρθρο 580 παρ.5 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τους παραπεφθέντες στην Πλήρη Ολομέλεια, έβδομο λόγο του κυρίως δικογράφου της από 01.03.2019 αίτησης αναίρεσης, κατά της με αριθμό 649/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, κατά το υπό στοιχεία Ι και ΙΙ (α) έως (β) μέρος του και τον ένατο (κατ’ ορθή αρίθμηση) πρόσθετο λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο αυτού σκέλος.
Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Β2 τμήματος του Αρείου Πάγου, για να κριθούν οι λοιποί λόγοι αναίρεσης, για τους οποίους το τμήμα αυτό επιφυλάχθηκε με την με αριθμό 308/2020 απόφασή του.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 10 Μαΐου 2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomologia/AP.%20OL%204.2022.htm