Οι συνήθεις παροχές του ενός από τον άλλο στο πλαίσιο της ελεύθερης συμβίωσης γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση ανταλλάγματος, διότι η νόμιμη αιτία μπορεί να είναι υπηρεσίες πάσης φύσεως. Όταν πρόκειται για παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας και υπάρχει πλουτισμός του ενός συντρόφου, επειδή δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης και στον παρασχόντα δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι παρέχει τις υπηρεσίες υπό την προϋπόθεση ενός όχι ορισμένου αλλά οριστού περιουσιακού ανταλλάγματος, όπως η προοπτική μέλλοντος γάμου ή εξασφάλισης, η αθέτηση και γενικότερα λήξη του συνδέσμου εμπιστοσύνης ως νόμιμης αιτίας στηρίζει την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού για αιτία λήξασα ή μη επακολουθήσασα, που γεννάται τη χρονική στιγμή της διάρρηξης του συνδέσμου εμπιστοσύνης. Εάν η ελεύθερη συμβίωση λύνεται λόγω θανάτου του πλουτίσαντος συντρόφου, η αξίωση του άλλου συντρόφου απευθύνεται κατά των κληρονόμων του, γιατί η απαίτηση είναι κληρονομητή. Μειοψηφία ενός δικαστή, κατά τον οποίο, εάν η ελεύθερη συμβίωση λύνεται λόγω θανάτου του πλουτίσαντος συντρόφου, δεν γεννάται αξίωση του επιζώντος συντρόφου, διότι όσο ζούσε ο θανών είχε νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού και οι κληρονόμοι του υπεισέρχονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ως συνόλου και δεν έχουν υποχρέωση επιστροφής των παροχών, εφόσον κατέχουν με νόμιμη αιτία την κληρονομία του. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1751/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. Α. του Κ., κατοίκου …, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Της αναιρεσίβλητης: Ό. συζ. Π. Π., το γένος Κ. Π., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νόπη Παπαδοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-9-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 163/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 68/2012 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 30-1-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωσήφ Τσαλαγανίδης, ανέγνωσε την από 2-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψή της αίτησης, και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το επικυρωμένο αντίγραφο της από 30-1-2013 αιτήσεως αναιρέσεως και την υπάρχουσα σ’ αυτό βεβαίωση με ημερομηνία 26-6-2013 της δικαστικής επιμελήτριας Κοζάνης Α. Ζ. – Ν., που προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσίβλητη, προκύπτει ότι επιδόθηκε σ’ αυτήν, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας νομότυπα και εμπρόθεσμα, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης μαζί με κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Αφού δε η αναιρεσείουσα δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικασθεί ερήμην, η συζήτηση όμως θα χωρήσει ως να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ.
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 68/2012 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 21-5-2009 έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της 163/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης. Με την απόφαση αυτή είχε γίνει μερικώς δεκτή η από 6-9-2007 αγωγή της αναιρεσείουσας με βάση τις διατάξεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Το Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διακράτησε την υπόθεση και δικάζοντας επί της αγωγής την απέρριψε ως μη νόμιμη. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της.
Κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή για αιτία μη επακολουθήσασα ή λήξασα ή παράνομη ή ανήθικη”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο πλουτισμός απαιτείται να επήλθε “χωρίς νόμιμη αιτία”, δηλαδή να είναι αδικαιολόγητος. Κρίσιμο δηλαδή στοιχείο είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία ειδικότερα είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη της αιτίας (ΑΠ 1356/1992). Το άρθρο 904 ΑΚ δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Απόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές διατάξεις του νόμου στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η 904 ΑΚ, σε συνδυασμό με το σκοπό του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Περαιτέρω, είναι δεδομένο της κοινής πείρας, ότι στα πλαίσια της ελεύθερης συμβίωσης προσώπων οι συνήθεις παροχές του καθ’ ημέραν κοινού βίου εκ μέρους του ενός προς τον άλλον γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψεως ανταλλάγματος και συνεπώς δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός αυτού και η μείωση ή η μη επαύξηση της περιουσίας του δόντος δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπάρχει τότε η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι και υπηρεσίες πάσης φύσεως (πρβλ. ΑΠ 351/1993). Δεν ισχύει όμως το ίδιο, και μάλιστα ως γενικός κανόνας, όταν πρόκειται για παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, οι οποίες ευλόγως προϋποθέτουν και έχουν ως βάση και “θεμέλιο” την συμβιωτική σχέση των ατόμων (χωρίς φυσικά να αποκλείεται η ελευθεριότητα και στις παροχές αυτές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις). Ειδικότερα, κύριο χαρακτηριστικό της συμβιώσεως είναι ότι αυτή λύεται ελευθέρως οποτεδήποτε από εκάτερο των προσώπων, ενώ ο γάμος λύεται είτε με τον θάνατο ενός των συζύγων, είτε με την έκδοση αμετάκλητης περί διαζυγίου αποφάσεως. Στην περίπτωση, εξάλλου, που κατά τη διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσης υπήρξε βελτίωση της περιουσίας (πλουτισμός) του ενός των προσώπων, που συζούν, από την περιουσία του ετέρου εξ αυτών, η οποία βελτίωση (πλουτισμός) έλαβε χώραν είτε με την προοπτική κάποιου μελλοντικού γάμου, είτε στο πλαίσια της “κοινωνίας βίου”, και στη συνέχεια η ελεύθερη συμβίωση λύθηκε, τότε εκλείπει η θεμελιώδης αιτία, χάριν της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, και συνεπώς μπορεί να αναζητηθεί ο πλουτισμός κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (πρβλ. ΑΠ 946/1997, ΑΠ 1377/1989, ΑΠ 50/1995). Δηλαδή, εάν εξ αφορμής της εξώγαμης συμβίωσης δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ένα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση κάποιου όχι ορισμένου αλλά οριστού περιουσιακού ανταλλάγματος (π.χ. οικονομικής εξασφάλισης για το μέλλον) ή μελλοντικού γάμου, και στον παρασχόντα τις υπηρεσίες ή τις παροχές στον άλλο σύντροφο δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι παρέχει τις υπηρεσίες αυτές ή την παροχή για μελλοντική του εξασφάλιση (δηλαδή με την προσδοκία γάμου ή μελλοντικής εξασφάλισης), η αθέτηση και γενικώς η λήξη του συνδέσμου εμπιστοσύνης, ως νόμιμης αιτίας, στηρίζει την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία γεννάται τη χρονική στιγμή της διάρρηξης του συνδέσμου εμπιστοσύνης, οπότε ο δότης δικαιούται να αναζητήσει όσα κατέβαλε στον σύντροφό του (βλ.Α.-Δ., σημείωση υπό την Α.Π. 194/1990, ΝοΒ 39,511). Συγκεκριμένα, στην εξώγαμη συμβίωση, για να γίνει δεκτή η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού πρέπει να αναφέρεται και να αποδεικνύεται όχι μόνον η ύπαρξη κοινωνίας βίου, αλλά και η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών, ότι δηλαδή εξ αφορμής αυτής δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ενάγοντα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου και ότι λόγω περατώσεως του συνδέσμου εμπιστοσύνης (λύσης της συμβίωσης είτε αυθαίρετα εκ μέρους του εναγόμενου, είτε λόγω θανάτου), γεννήθηκε η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είτε για αιτία λήξασα (όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης είχε στηριχθεί στη μονιμότητά της), είτε για αιτία μη επακολουθήσασα (όταν οι παροχές δίνονταν με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος). Περαιτέρω, εάν η λύση της ελεύθερης συμβιώσεως οφείλεται στο θάνατο του πλουτίσαντος προσώπου, η ως άνω αξίωση εκ μέρους του επιζώντος συντρόφου απευθύνεται πλέον κατά των κληρονόμων του άλλου για περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν από την περιουσία του θανόντος (πρβλ. ΑΠ 194/1990, ο.π.), καθόσον τόσο η απαίτηση όσο και η υποχρέωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι κληρονομητές (ΑΚ 1710 παρ. 1 – βλ. Σταθόπουλο σε Γεωργιάδη Σταθόπουλο, Αστικός Κώδιξ, τόμος IV, εισαγ. παρατηρήσεις αρθρ. 904 -913, παρ.23).
Στην αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η εδώ αναιρεσείουσα ιστορούσε, κατά την εκτίμηση του σχετικού δικογράφου της: Ότι από το έτος 1983 συζούσε σε ελεύθερη ένωση με τον Ι. Π. μέχρι και τον θάνατο αυτού, ο οποίος συνέβη την 27-11-1997 και ότι n εναγομένη, αδερφή του, τυγχάνει μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του. Ότι εξ αφορμής της εξώγαμης συμβίωσης δημιουργήθηκε μεταξύ αυτής και του Ι. Π.υ σύνδεσμος εμπιστοσύνης με περιεχόμενο την προσφορά χρηματικών παροχών και προσωπικών υπηρεσιών από την ίδια στο σύντροφό της με την προϋπόθεση της ύπαρξης, της διατήρησης και της μονιμότητας της σχέσης του. Ότι λόγω αναγκαστικής περατώσεως του συνδέσμου αυτού εμπιστοσύνης με τη λύση της συμβίωσης, λόγω του θανάτου του Ι. Π.υ, έληξε και η νόμιμη αιτία για την οποία του προσφέρθηκαν τα χρηματικά αυτά ποσά και οι υπηρεσίες της και με τον τρόπο αυτό η εναγομένη, ως κληρονόμος του, πλούτισε χωρίς νόμιμη αιτία αδικαιολόγητα σε βάρος της δικής της περιουσίας, αφού απέκτησε περιουσιακά στοιχεία για τα οποία αυτή είχε αξίωση αποδόσεως κατά του συντρόφου της σε περίπτωση λύσεως της σχέσης τους για οποιοδήποτε λόγο. Ειδικότερα, εξέθετε: Ότι από το Νοέμβριο του έτους 1983 μέχρι την 10-3-1987 δραχμοποίησε 27.448,79 Ελβετικά φράγκα (ή 6.709.348.3 δραχμές με τις τιμές των ετών εκείνων, ήτοι 19.405 ευρώ), τα οποία δαπανούσε για την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών. Ότι στις 29-4-1988 εισήγαγε και ακολούθως δραχμοποίησε 30.000 ελβετικά φράγκα, (6.480.000 δραχμές, ήτοι 18.742 ευρώ), με τα οποία αγοράσθηκε στο όνομα του Ι. Π.υ στις 10-6-1988 το αναφερόμενο στην αγωγή διαμέρισμα αξίας κατά το χρόνο του θανάτου του ως άνω συντρόφου της 24.000.000 δραχμών, ήτοι 69.414 ευρώ. Ότι ακολούθως την 10-12-1994 ο ως άνω απέκτησε και το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, που περιγράφεται στην αγωγή, αξίας κατά το χρόνο του θανάτου του 10.000.000 δραχμών ή 28.923 ευρώ και ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας …, τύπου SKODA, αξίας κατά το χρόνο του θανάτου του 1.000.000 δραχμών ή 2,893 ευρώ. Ότι έτσι ο Ι. Π., με τον οποίο συζούσε σε ελεύθερη ένωση, απέκτησε στη διάρκεια της συμβίωσης αυτής περιουσιακά στοιχεία αξίας 101.230 ευρώ, δηλαδή υπήρξε πλουτισμός αυτού, και ακολούθως της καθής κληρονόμου του, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα στην καθής και ότι ο πλουτισμός αυτός αποκτήθηκε σε βάρος της περιουσίας της, δεδομένου ότι η ίδια συνέβαλε στην απόκτηση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων με χρήματά της από δραχμοποίηση συναλλάγματος, με την εργασία της καθώς και με τον περιορισμό των δαπανών του Ι. Π.υ λόγω της προσωπικής ενασχόλησης της με τις οικιακές εργασίες και τη φροντίδα του σε μεγάλο χρονικό διάστημα, καθόσον αυτός ήταν ασθενής. Αναφέροντας δε ρητά πόση συγκεκριμένη ωφέλεια επέφεραν στο λήπτη (εξώγαμο σύντροφο της) οι ως άνω υπηρεσίες της, εξέθετε ότι η συμβολή της με όλους τους τρόπους αυτούς στον πλουτισμό του θανόντος ανέρχεται σε ποσοστό 95% του ως άνω πλουτισμού του και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των χρημάτων που κατέβαλε αυτή σε αυτόν με τους προαναφερθέντες τρόπους και της ζημίας που υπέστη αυτή με τον θάνατο του. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, μετά από περιορισμό του αιτήματος της από καταψηφιστικού σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της μεταβιβάσει κατά κυριότητα τα δυο αναλυτικώς περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα, τα οποία περιήλθαν σε αυτήν από την κληρονομιά του αδερφού της, άλλως να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να της καταβάλει νομιμοτόκως την αξία αυτών ανερχόμενη στο ποσό των 96.158 ευρώ. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, ήταν νόμιμη σύμφωνα προς τις διατάξεις άρθρων 361, 904 επ. 345, 346 ΑΚ, και θα έπρεπε να ερευνηθεί περαιτέρω. Το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε την έφεση της ήδη άναιρεσίβλητης και αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου,
που είχε δεχθεί μερικώς την αγωγή ως βάσιμη, έκρινε την αγωγή μη νόμιμη και την απέρριψε. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο και με βάση τα προεκτεθέντα, παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για συμμετοχή στα αποκτήματα με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατά συνέπεια, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια.
Ένα μέλος του δικαστηρίου, ο Αρεοπαγίτης Ιωσήφ Τσαλαγανίδης, είχε την άποψη ότι η εξώγαμη συμβίωση και η σιωπηρώς ενυπάρχουσα συμφωνία για την αμοιβαία, μέσα στο πλαίσιο της δημιουργούμενης σχέσεως εμπιστοσύνης, παροχή υπηρεσιών ή περιουσιακή επίδοση μεταξύ των συμβιούντων αποτελεί κατ’ αρχήν αιτία διατηρήσεως των εντεύθεν περιουσιακών ωφελειών του ενός ή του άλλου, που αποκλείει την αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 206/2011). Ειδικότερα, η από το άρθρο 904 ΑΚ αξίωση έχει ως προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος έγινε πλουσιότερος από την περιουσία του ενάγοντος και με ζημία τούτου, χωρίς νόμιμη αιτία, οπότε υποχρεούται σε απόδοση της ωφέλειας. Συνακόλουθα, δεν γεννάται αξίωση προς απαίτηση του πλουτισμού του λήπτη, όταν ο πλουτισμός αυτός επήλθε από την παροχή προς αυτόν υπηρεσιών ή παροχών οικειοθελώς και χωρίς αντάλλαγμα εκ μέρους του δότη, τις οποίες αποδέχθηκε ο λήπτης, δεδομένου ότι r στην περίπτωση αυτή επήλθε μεν πλουτισμός τούτου, όχι όμως και αδικαιολόγητη μείωση της περιουσίας του δότη. Εξάλλου, η εξώγαμη συμβίωση δύο προσώπων λύεται είτε εν ζωή, είτε διά του θανάτου ενός τούτων. Και αν μεν η λύση επέρχεται εν ζωή (είτε με κοινή συμφωνία είτε με υπαιτιότητα ενός εκ των δύο), τότε η διάρρηξη του συνδέσμου της εμπιστοσύνης μεταξύ τους γεννά ενδεχομένως αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού με τη λύση της ελεύθερης συμβιώσεως έληξε το υπόβαθρο στο οποίο ερείδεται η νόμιμη αιτία πλουτισμού του λήπτη των παροχών. Αντιθέτως, αν η λύση της ελεύθερης συμβιώσεως επήλθε με τον θάνατο ενός των συμβιούντων, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αθέτηση του συνδέσμου εμπιστοσύνης, και συνακόλουθα δεν γεννάται αξίωση του επιζώντος για αναζήτηση των παροχών σε βάρος των κληρονόμων του θανόντος, εφόσον ενόσω ζούσε ο θανών είχε νόμιμη αιτία διατηρήσεως του πλουτισμού, και κατά συνέπεια οι κληρονόμοι του, υπεισερχόμενοι στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς του ως συνόλου, δεν έχουν υποχρέωση επιστροφής των παροχών, εφόσον κατέχουν αυτές με νόμιμη αιτία την κληρονομιά του. Ωστόσο, αν η αξίωση αυτή είχε γεννηθεί ενόσω ζούσε ο θανών, τότε ο δότης των παροχών νομίμως στρέφεται κατά των κληρονόμων του. Κατά συνέπεια και με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το Εφετείο με την ως άνω κρίση του για μη νομιμότητα της ένδικης αγωγής δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, τις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για συμμετοχή στα αποκτήματα με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ούτε αυτές των άρθρων 2 παρ. 1, 17 παρ. 1, 4 παρ. 1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, και συνακόλουθα όλοι οι λόγοι (τρεις) της αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη η από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι αβάσιμοι.
Κατόπιν τούτου πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι δυνατή (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ), παρέλκει δε κατόπιν τούτου η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 68/2012 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές πλην εκείνων οι οποίοι εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Ιουνίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Αυγούστου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ