Απόφαση 418 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 418/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αβροκόμη Θούα, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Αναστασία Περιστεράκη- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παρασκευή Κατσαρού.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Τ. του Ζ., συζύγου Χ. Π., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Καραμπά και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…” (προηγούμενη επωνυμία “….), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Νακοπούλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-4-2008 αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσίβλητης και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη και την από 12-7-2010 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 21841/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 2165/2015 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16-6-2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 16-6-1016 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα, κατά την τακτική διαδικασία, 2165/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία αφού συνεκδίκασε τις με αριθ : α)…/27-9-2012, β)…/21-12- 2010, γ)…5-2-2013 και δ)…/26-9-2014 εφέσεις κατά της 21841/2112 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία είχε συνεκδικάσει την από 10-4-2008 αγωγή με την από 17-2010 ανακοίνωση σε δίκη-προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπίμπτουσα αγωγή της “…” κατά της Ανώνυμης Ασφαλιστικής εταιρίας … είχε απορρίψει την άνω αγωγή ως προς τον β ενάγοντα και τη δεύτερη εναγομένη καθώς και την παρεμπίπτουσα αγωγή και δέχθηκε κατά τα λοιπά ως ουσιαστικά βάσιμη εν μέρει την άνω αγωγή, αφού δέχθηκε τυπικά αυτές (εφέσεις), απέρριψε κατ’ ουσίαν την …/26-9-2014 επικουρική έφεση και την …/27-9-2012 έφεση, δέχθηκε ουσιαστικά τις λοιπές, εξαφάνισε την άνω απόφαση, δέχθηκε κατά τα λοιπά ως προς την πρώτη ενάγουσα εν μέρει την άνω αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν σ’ ολόκληρο στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που προκλήθηκε σ’αυτήν από αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτών (των εναγομένων) συνισταμένη στην αμελή συμπεριφορά του πρώτου (ιατρού) κατά την γυναικολογική εγχείρηση στην οποία την υπέβαλαν στην κλινική της δεύτερης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας ,της οποίας προστηθείς είναι ο πρώτος εναγόμενος .
Κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 “περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, “ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τα άρθρ. 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 1362/2007 181/2011, ΑΠ 424/2012). Στην περίπτωση αυτή ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 ΑΚ., ενώ η ευθύνη περισσότερων ιατρών για το αυτό ζημιογόνο αποτέλεσμα, στο οποίο υπήρξε συντρέχουσα αμέλειά τους, ταυτόχρονη ή και διαδοχική, ρυθμίζεται από το άρθρ. 926 εδ.α ΑΚ και ενέχονται από κοινού και εις ολόκληρο. Μάλιστα η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ’ αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρ. 8 του ν. 2251/1994 “για την προστασία των καταναλωτών”, που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 1227/2007). Εξάλλου, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του γι αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, περιουσιακής ή ηθικής, την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός. Εξάλλου, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του αρθρ. 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δυο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το προρρηθέν άρθρο 24 ΑΝ 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 687/2013, 181/2011, ΑΠ 1226/2007).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθμ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι στο δικόγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο και οι λόγοι αναίρεσης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τις αποδιδόμενες στο δικαστήριο της ουσίας νομικές πλημμέλειες, ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί, αν και ποίο λόγο από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 ιδίου κώδικα λόγους αναίρεσης θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση, και δεν αρκεί η επίκληση μόνο της διατάξεως που προβλέπει το σχετικό λόγο αναίρεσης .Από δε τις διατάξεις του 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε ή δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α)για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους αναίρεσης του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Η παραπάνω διάταξη αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής καθιερώνει δε ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται σ’ αυτό, ότι ο ισχυρισμός που θεμελιώνει τον επικαλούμενο λόγο αναίρεσης είχε προταθεί νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, να καθορίζεται ο τρόπος και χρόνος της πρότασης ή επαναφοράς του ισχυρισμού, ώστε να μπορεί να κριθεί από το αναιρετήριο αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος, αν δε το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση στην ουσία της πρέπει επί πλέον να αναφέρονται στο αναιρετήριο και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές υπό τις οποίες συντελέστηκε η επικαλούμενη παραβίαση.
Περαιτέρω, το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής, ως προς την έκθεση σ’ αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία εκτιμά κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας, και δεν υπόκειται κατά τούτο η απόφαση του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν έκρινε ορισμένη την αγωγή λαμβάνοντας υπόψη του γεγονότα που δεν διαλαμβάνονταν σ’ αυτή και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην κρίση του περί του νόμου βάσιμου της ή αντιθέτως έκρινε αόριστη αυτή επειδή δεν έλαβε υπόψη του τέτοια γεγονότα που καίτοι διαλαμβάνονταν σ’ αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν οι από το άρθρο 559 αρ. 1,8 και 14 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης. Για να θεμελιωθεί λόγος αναίρεσης από τις προαναφερόμενες διατάξεις ο περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής ισχυρισμός του εναγομένου πρέπει να προτείνεται νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας και αν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να επαναφέρεται στο εφετείο νόμιμα, είτε δηλαδή με λόγο έφεσης του εναγομένου η εις βάρος του οποίου αγωγή του αντιδίκου του κρίθηκε ορισμένη και παραδεκτή είτε με τις προτάσεις του ως εφεσίβλητου προς απόκρουση της έφεσης του αντιδίκου του. Για το παραδεκτό του λόγου αυτού αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η αγωγή είναι αόριστη, όπως προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο τρόπος που ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε νομίμως στο δευτεροβάθμιο (ΑΠ 669/2007).
Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ), αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος. Αντίθετα, το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής, ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία (ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής), εκτιμά κυριαρχικά το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται, κατά τούτο, η απόφασή του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν διαλαμβάνονται σε αυτή και που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του για τη νομική βασιμότητά της ή, αντίθετα, έκρινε αόριστη την αγωγή, επειδή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, αν και περιλαμβάνονταν σε αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν οι από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης (ΑΠ125/2017, ΑΠ 496/2016, ΑΠ 853/2014, ΑΠ 314/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με τους τρεις πρώτους λόγους αναίρεσης, ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης του εφετείου, επικαλούμενη παραβίαση από το άρθρο 559 αρ1, 8 και 14 ΚΠολΔ αποδίδοντας στο εφετείο την αιτίαση ότι α)στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής δεν γίνεται καμία απολύτως αναφορά στην ύπαρξη σχέσης ιατρού – κλινικής και ειδικότερα επίκληση πρόστησης μεταξύ ιατρού και κλινικής και παρά ταύτα υπήγαγε στο κανόνα του άρθρου 922 ΑΚ πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν αναφέρονται στην αγωγή δηλ. έλαβε υπόψη μη εκτιθέμενους στην αγωγή ουσιώδεις και θεμελιωτικούς ισχυρισμούς της ενάγουσας, β)καίτοι ελλείπουν από το δικόγραφο της αγωγής τα θεμελιωτικά της πρόστησης του ιατρού εκ μέρους της, πραγματικά περιστατικά η προσβαλλομένη δέχθηκε ότι υπάρχει πρόστηση δεχθείσα έτσι για το σχηματισμό της νομικής επάρκειας της αγωγής λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος και γ) με την σιγή απόρριψη του ισχυρισμού της περί αοριστίας της αγωγής ως προς το στοιχείο της πρόστησης έλαβε υπόψη της μη προταθέντες ισχυρισμούς και θεώρησε ως επαρκή τα ελλειπώς εκτιθέμενα στην αγωγή γεγονότα για την εξειδίκευση του εφαρμοστέου κανόνα τα ανωτέρω δε πρότεινε τόσον με τις πρωτόδικες προτάσεις της όσον και με αυτές ενώπιον του εφετείου .Από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι σ’αυτή αναφέρονται τα εξής: “Στις 27 Φεβρουαρίου του έτους 2007, η πρώτη από εμάς επισκέφθηκε τον πρώτο εναγόμενο ιατρό – γυναικολόγο στην ειδικότητα, προκειμένου να την εξετάσει γιατί αντιμετώπιζε γυναικολογικό πρόβλημα (αιμορραγία) της είπε ευθέως ότι επιβάλλεται να προχωρήσει σε επέμβαση-απόξεση. Έτσι συμφωνήθηκε την επόμενη ημέρα, στις 28 Φεβρουαρίου του έτους 2007, να συναντηθούν στην κλινική … με την οποία συνεργαζόταν, δεύτερη εναγομένη που βρίσκεται στην …, προκειμένου να υποβληθεί στην απαιτούμενη εγχείρηση. Πράγματι, την επομένη μετέβην στην ανωτέρω κλινική όπου, αφού νοσοκόμα και αναισθησιολόγος, την προετοίμασαν για το χειρουργείο, ο πρώτος εναγόμενος προχώρησε στην επέμβαση παρέμεινε στο θάλαμο ανάνηψης για περίπου τρεις (3) ώρες, χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν την επισκέφθηκε απολύτως κανείς ούτε ο ιατρός, ούτε κάποιο άτομο από το προσωπικό της κλινικής αποχώρησε από την κλινική την ίδια μέρα, χωρίς να της δοθεί η παραμικρή ιατρική συμβουλή ή οδηγία. Με την επιστροφή στο σπίτι η πρώτη από εμάς, δεν αισθανόταν καλά εμφάνισε και υψηλό πυρετό. Προς το βράδυ αντιλήφθηκε ότι από τον κόλπο εξείχε κάτι, το τράβηξε και είδε ότι ήταν ένα ρολό γάζες. Μετά από λίγη ώρα άρχισε να αισθάνεται έντονες ενοχλήσεις και πόνο στο κάτω μέρος της κοιλιάς της, οπότε διαπίστωσε ότι υπάρχει και δεύτερο ρολό από γάζες. Αφού προέβη στην αφαίρεση και των δύο ρολών, τηλεφώνησε ανήσυχη στο γιατρό……….Όταν φτάσαμε στο Νοσοκομείο “…” ……εισήχθη στο χειρουργείο και υποβλήθηκε πάραυτα σε χειρουργική επέμβαση διότι διαπιστώθηκε ότι είχε προσβληθεί από οξεία κοιλιακή περιτονίτιδα. Η χειρουργική επέμβαση διήρκησε τέσσερις (4) ώρες και οι γιατροί αναγκάστηκαν να προχωρήσουν στην αφαίρεση και των δύο σαλπίγγων. Μετά την έξοδό της από το χειρουργείο…….παρέμεινε στην εντατική επί δύο (2) εικοσιτετράωρα………Αναμφίβολα, τα πιστοποιητικά του Νοσοκομείου …, επιβεβαιώνουν, ότι δεν τηρήθηκε καταρχήν η χορήγηση αντιβιοτικών, τόσον πριν την επέμβαση, κατ’ τη διάρκεια αυτής και μετά από αυτήν. Επίσης, ότι δεν τηρήθηκαν οι κανόνες υγιεινής από την πλευρά της Κλινικής, όπως ορίζει ο Κώδικας ιατρικής δεοντολογία καθώς και οι επιβεβλημένες ιατρικές ενέργειες από όσους συμμετείχαν στην επέμβαση …Η πλήρης αδιαφορία, η εγκληματική αμέλεια από την πλευρά των προσώπων που ενεπλάκησαν κατά τη διάρκεια της επέμβασης και ανυπαρξία τήρησης κανόνων υγιεινής στην κλινική είχαν αποτέλεσμα την μόλυνση του οργανισμού της πρώτης από εμάς … η σωματική βλάβη της πρώτης από εμάς οφείλεται στις σοβαρές παραλείψεις και στη βαρεία αμέλεια, που επέδειξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στην περίπτωσή της, τόσο ο πρώτος εναγόμενος ιατρός, όσο και τα πρόσωπα που εργάζονται στη δεύτερη εναγομένη και παρείχαν τις υπηρεσίες τους κατά τη διάρκεια των επεμβάσεων καθώς και η μη τήρηση κανόνων υγιεινής σ’αυτή. Επειδή, αποδεδειγμένα οι ιατρικοί χειρισμοί, τόσο από την πλευρά του πρώτου εναγομένου, αποκλειστικά συνεργαζομένου με την δεύτερη εναγόμενη, καθώς και κάθε τρίτου εργαζόμενου σ Αυτή ,που αναγκαία συμμετείχε κατά τη διάρκεια της επέμβασης δεν ήταν οι προσήκοντες και οι ενδεδειγμένοι………
Επειδή οι εναγόμενοι, ο μεν πρώτος ως κύριος και αποκλειστικός υπαίτιος της βλάβης που υπέστην, η δεύτερη ως εργοδότης που στην επιχείρηση της προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, όσα άτομα συμμετείχαν υποχρεωτικά, πριν και κατά τη διάρκεια της επέμβασης, όφειλαν λόγω της λόγω της ιδιότητάς τους να φροντίζουν για τις αναγκαίες και απαραίτητες διαδικασίες καθώς και των μέτρων ασφαλείας…….”. Με τα παραπάνω διαλαμβανόμενα στην ένδικη αγωγή, σαφώς προσδιορίζεται η σχέση πρόστησης μεταξύ της αναιρεσείουσας και του ιατρού και του νοσηλευτικού προσωπικού της, στην οποία θεμελιώνεται και η ευθύνη της για τη σωματική βλάβη της ενάγουσας από τις προσδιοριζόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του προσωπικού της. Σ’ αυτές προστίθενται και αναλυτικά περιγράφονται στην αγωγή και οι αντίστοιχες πράξεις και παραλείψεις του συνεναγόμενου μ ‘αυτή ιατρού, με τον οποίο σαφώς επίσης εμφανίζεται να έχει σχέση πρόστησης, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στην κλινική της χειρουργήθηκε από αυτόν η ενάγουσα και στη διάθεση του τέθηκε ο ιατρικός και νοσηλευτικός εξοπλισμός της και οι υπηρεσίες του ιατρικού προσωπικού της για την προετοιμασία και πραγμάτωση της επέμβασης. Εξάλλου, σαφώς, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή συνάγεται ότι η ευθύνη της αναιρεσείουσας από την πρόστηση θεμελιώνεται τόσο στην εκεί περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του ομοδίκου της ιατρού όσον και στην αντίστοιχη συμπεριφορά του δικού της ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.
Περαιτέρω το εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα αναγόμενη κρίση του, ως αποδειχθέντα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο πρώτος εναγόμενος της κυρίας αγωγής, ήδη εκκαλών και εφεσίβλητος Ν. Ι. είναι ιατρός χειρουργός – μαιευτήρας – γυναικολόγος. Διατηρεί ιδιωτικό ιατρείο στη … και ασκεί ιατρικές πράξεις στη δεύτερη εναγομένη, ήδη εφεσίβλητη και επικουρικώς εκκαλούσα, γυναικολογική κλινική με την επωνυμία “…” που βρίσκεται στο Δήμο …… Στις 27-2-2007 η πρώτη ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα και εφεσίβλητη, Σ. Τ. του Ζ., επισκέφθηκε μαζί με το σύζυγο της, δεύτερο ενάγοντα – ήδη εκκαλούντα και εφεσίβλητο, Χ. Π., στο ιατρείο του για πρώτη φορά τον προμνησθέντα εναγόμενο ιατρό, μετά από σύσταση οικογενειακής φίλης, προκειμένου να αντιμετωπίσει γυναικολογικό πρόβλημα (αιμορραγία). Κατ’ εκείνο το χρόνο παρουσίασε πολυμηνόρροια και μητρορραγία, ήτοι κοινώς η περίοδος της είχε υπερβεί σε διάρκεια τις 15 με 17 ημέρες, χωρίς ωστόσο η κατάσταση αυτή να της είχε δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα υγείας (π.χ. πόνους στη κοιλιά, πυρετό κ.λ.π.). Ο ιατρός, την εξέτασε και της συνέστησε άμεση χειρουργική “απόξεση” (γυναικολογική επέμβαση “ρουτίνας”). Ακόμη, αφού με υπέρηχο διέγνωσε ότι στο εσωτερικό και των δύο σαλπίγγων της υπήρχαν κυστικά μορφώματα, που ενδεχομένως να επρόκειτο για πυοσάλπιγγες, της συνέστησε ταυτόχρονα με την “απόξεση” ή το αργότερο μέχρι το τέλος της εμμήνου ρύσης του επόμενου μηνός να προβεί σε λαπαροσκόπηση για τη διαπίστωση του είδους των μορφωμάτων και την αφαίρεση των σαλπίγγων. Η λαπαροσκόπηση δεν πραγματοποιήθηκε εκείνη τη χρονική στιγμή, αφενός λόγω οικονομικής αδυναμίας της ασθενούς και αφετέρου λόγω του ότι, κατά τη γνώμη του ιατρού, μπορούσε αυτή να αναβληθεί για λίγο αργότερα. Κατόπιν συμφωνίας με τον ιατρό, την επομένη ημέρα (28.2.2007) οι σύζυγοι προσήλθαν στην προαναφερθείσα κλινική “…”. Η ασθενής, αφού προηγουμένως υποβλήθηκε σε προεγχειρητικό έλεγχο (καρδιογράφημα και υπέρηχο κάτω κοιλίας), υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση απόξεσης, (με ολική αναισθησία), την οποία διενήργησε ο προμησθείς ιατρός (πρώτος εναγόμενος). Αυτός,, κατά τη στιγμή που πρόβαινε στην απόξεση, αδιαμφισβήτητα γνώριζε από τους υπερήχους του ιατρείου του και της κλινικής, ότι η ασθενής του είχε στις σάλπιγγες κυστικά μορφώματα. Μετά το πέρας της θεραπευτικής απόξεσης, συνεστήθη στην ασθενή ανάπαυση επί τριήμερο στην οικία της, προκειμένου να αναρρώσει πλήρως, χωρίς ωστόσο να της χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή. Μετά την επιστροφή των συζύγων στην οικία τους, την ίδια μέρα, η ασθενής άρχισε να νιώθει αδιαθεσία, κακουχία, έντονες ενοχλήσεις στο κάτω μέρος της κοιλιάς, προς το βράδυ δε εμφάνισε υψηλό πυρετό. Όταν μάλιστα κάποια στιγμή επισκέφθηκε την τουαλέτα διαπίστωσε την ύπαρξη δυο ρολών από γάζες εντός του κόλπου της, γεγονός που την ανησύχησε, καθόσον δεν είχε ενημερωθεί από το νοσηλευτικό προσωπικό για την ύπαρξή τους (των γαζών). Σε τηλεφωνική επικοινωνία της το ίδιο βράδυ με τον ιατρό, αυτός αφενός την καθησύχασε λέγοντάς της ότι οι γάζες τοποθετήθηκαν για λόγους αιμόστασης (προφανώς λησμόνησε να τις αφαιρέσει η νοσοκόμα πριν την αποχώρησή της από την κλινική πλην όμως ότι η αφαίρεσή τους ήταν πολύ εύκολη, καθόσον το μεγαλύτερο μέρος τους εξείχε του κόλπου) και αφετέρου αξιολόγησε την εμφάνιση του πυρετού ως σύμπτωμα κρυολογήματος. Την επόμενη (1.3.2007) τα συμπτώματα (πυρετός και άλγος στην κοιλιά) συνεχίστηκαν και επιτάθηκαν. Ο σύζυγος της ασθενούς, τηλεφώνησε και πάλι στον ιατρό και τον ενημέρωσε για η κατάσταση της υγείας της συζύγου του που χειροτέρευε. Ο τελευταίος τους κάλεσε στο ιατρείο του, όπου μετά από εξέταση της ασθενούς αξιολόγησε την κατάσταση της υγείας της, ως μη χρήζουσας άμεσης ιατρικής αντιμετώπισης και φροντίδας. Επανέλαβε πάντως στους συζύγους ότι η ασθενής έπρεπε να υποβληθεί μετά το τέλος της εμμήνου ρύσης της σε αφαίρεση των σαλπίγγων της. Ωστόσο, τα συμπτώματα συνεχίστηκαν και την2α. 3.2007 (ο πόνος στο κάτω μέρος της κοιλιάς της κατέστη δυσβάστακτος, ενώ ο πυρετός δεν υποχώρησε). Σε νέα τηλεφωνική επικοινωνία τους, ο ιατρός, εξακολουθούσε να αξιολογεί την κατάσταση της υγείας της ασθενούς μη κρίσιμη και σοβαρή. Επέμενε ότι οφειλόταν σε κρυολόγημα, της συνέστησε το φαρμακευτικό σκεύασμα “buscopan” για την αντιμετώπιση των πόνων στην κοιλιά και της υπέδειξε να τον επισκεφθεί μετά διήμερο στο ιατρείο του, προκειμένου να την υποβάλει σε εξέταση υπερήχου. Παρά τη λήψη της φαρμακευτικής αγωγής τα συμπτώματα, ουδόλως υποχώρησαν. Οι πόνοι στην κοιλιά της ασθενούς έγιναν αφόρητοι και οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν. Εσπευσμένα αργά το βράδυ (ξημερώματα της 3.3.2007) διακομίσθηκε από το σύζυγο της και την ανεψιά της (μάρτυρα απόδειξης), στο εφημερεύον Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης “…”, όπου απώλεσε τις αισθήσεις της. Εκεί διαγνώσθηκε ότι νοσούσε από “οξεία πυελοπεριτονίτιδα”. Άμεσα υποβλήθηκε σε δίωρη χειρουργική επέμβαση με λαπαροτομία, κατά τη διενέργεια της οποίας διαπιστώθηκε ότι εντός της κοιλίας της υπήρχε πύον και πυοσάλπιγγες. Έλαβε χώρα σαλπιγγεκτομή, ήτοι αφαίρεση και των δύο σαλπίγγων. Μετά την εγχείρηση, η κατάσταση της υγείας της κρίθηκε ως κρίσιμη και για το λόγο αυτό εισήχθη στη μονάδα εντατικής θεραπείας για δύο ημέρες. Νοσηλεύθηκε στο Νοσοκομείο από 3.3.2007 έως 12.3.2007, οπότε και εξήλθε, (βλ. την με αρ.πρωτ. …3/14.6.2007 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του γυναικολογικού τμήματος του ως άνω Νοσοκομείου). Συνέπεια της σαλπιγγεκτομής (αφαίρεσης των σαλπίγγων της), ήταν η χειρουργηθείσα (πρώτη ενάγουσα) να μην δύναται να τεκνοποιήσει φυσιολογικά, παρά μόνο με εξωσωματική γονιμοποίηση. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι οι σύζυγοι (ενάγοντες) έχουν ήδη μία κόρη, η οποία γεννήθηκε το έτος 1997, ηλικίας τότε δέκα πέντε (15) ετών, την οποία απέκτησαν με εξωσωματική γονιμοποίηση, γεγονός που καταδεικνύει ότι η βλάβη στις σάλπιγγες της ασθενούς προϋπήρχε και δεν επήλθε ούτε κατ’ τη διενέργεια της απόξεσης, ούτε από τα δύο ρολά γάζας που λησμονήθηκαν εντός του κόλπου της. Η παραδοχή αυτή ενισχύεται από την με αριθμ πρωτ …/5.2.2007 έκθεση ιστοπαθολογικής εξέτασης του παθολογοανατομικού τμήματος του ανωτέρω Νοσοκομείου, κατά την οποία προϋπήρχαν βαριές και εκτεταμένες αλλοιώσεις οξείας πυώδους νεκρωτικής σαλπιγγίτιδας με επέκταση των αλλοιώσεων σε όλο το τοίχωμα (της σάλπιγγας) και στους γύρω ιστούς. Αποδείχθηκε λοιπόν ότι και οι δύο σάλπιγγες της ασθενούς ενάγουσας ήταν ήδη κατεστραμμένες και συνεπώς η αφαίρεσή τους ήταν επιβεβλημένη. Ως εκ τούτου αυτή δεν υπέστη ακρωτηριασμό, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η οξεία πυελοπεριτονίτιδα με την οποία μεταφέρθηκε στο άνω Νοσοκομείο “…”, οφειλόταν στην κατάσταση των πυοσαλπίγγων της. Ειδικότερα, το αίτιο αυτής {της πυελοπεριτονίτιδας) ήταν οι αμφοτερόπλευρες πυοσάλπιγγες, που η ύπαρξή τους διαπιστώθηκε τόσο κατά την ερευνητική λαπαροτομία στο Νοσοκομείο “…”, όσο και προγενέστερα με το υπερηχογράφημα που διενήργησε ο ιατρός στην ασθενή κατά την επίσκεψή της για πρώτη φορά στο ιατρείο του (τότε διαγνώσθηκε η ύπαρξη κυστικών μορφωμάτων, όπως προαναφέρθηκε). Το περιεχόμενο των πυοσαλπίγγων (πύον) που εκχύθηκε στην ελεύθερη περιτοναϊκή κοιλότητα και συγκεκριμένα στην περιοχή της πυέλου, προκάλεσε έντονη φλεγμονή του περιτοναίου της, με χαρακτηριστική συμπτωματολογία τον έντονο και ανυπόφορο πόνο, τη σύσπαση των κοιλιακών τοιχωμάτων, τον πυρετό και τη γενική κακουχία. Η έκχυσή του δε (πύοντος) οφείλεται στην έλξη και τον ευθειασμό της μήτρας κατά τη διενέργεια της θεραπευτικής απόξεσης του ενδομήτριου. Η έλξη και ο ευθειασμός της μήτρας της ασθενούς οδήγησαν στη μερική κένωση των πυοσαλπίγγων, που προϋπήρχαν και το πύον εκχύθηκε στην πύελο. Αν η οξεία πυελοπεριτονίτιδα, δεν αντιμετωπιζόταν άμεσα από τους ιατρούς του ως άνω Νοσοκομείου, μπορούσε να οδηγήσει σε ειλεό, σηψαιμία και σηπτικό σοκ, ήτοι σε άμεσο κίνδυνο της ζωή της ασθενούς (βλ. την από 2.6.2008 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ιατρού – μαιευτήρα χειρουργού γυναικολόγου Δρ Π. Β. Π. και την από 27-11-2008 συμπληρωματική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ιατρού Μαιευτήρα-Χειρουργού Γυναικολόγου Γ. Μ., Λέκτορα του Α.Π.Θ. που διορίστηκαν πραγματογνώμονες στα πλαίσια της προκαταρτικής εξέτασης που διενεργήθηκε με παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης). Η επελθούσα σωματική βλάβη (οξεία πυελοπεριτονίτιδα), που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή της ασθενούς (πρώτης ενάγουσας) οφείλεται στην αποκλειστική παράνομη και υπαίτια (αμελή) αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου ιατρού. Ειδικότερα η ιατρική αμέλεια που αυτός επέδειξε, συνίσται αφενός στην εσπευσμένη διενέργεια της “απόξεσης”, μολονότι γνώριζε την ύπαρξη των πυοσαλπίγγων της ασθενούς και τις επιπλοκές που θα μπορούσαν εμφανιστούν χωρίς τη διενέργεια ταυτόχρονης σαλπιγγοεκτομής και αφετέρου με τη μορφή της εσφαλμένης – πλημμελούς θεραπευτικής αγωγής που εφάρμοσε στην ασθενή (πρώτη ενάγουσα) κατά τη μετεγχειρητική περίοδο από την επομένη της χειρουργικής επέμβασης μέχρι την 3η.3.2007. Έτσι, αφενός επέλεξε εσφαλμένη θεραπεία κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης (lege artis), δηλαδή εφαρμόζοντας θεραπευτική αγωγή η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν η ενδεδειγμένη για τη συγκεκριμένη περίπτωση της ενάγουσας ασθενούς, και αφετέρου οι ενεργείες του κατά τη μετεγχειρητική περίοδο δεν ήταν σύμφωνες με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Συγκεκριμένα, ο ιατρός πριν προβεί στην απόξεση όφειλε, σύμφωνα με τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ειδικότητάς του, να αξιολογήσει ως πιθανό ενδεχόμενο ότι η έλξη και ο ευθειασμός της μήτρας, κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης της απόξεσης, μπορούσαν ενδεχομένως, να οδηγήσουν σε μερική κένωση πύοντος από τις πυοσάλπιγγες, με περαιτέρω συνέπεια την πρόκληση οξείας περιτονίτιδας. Έτσι, μολονότι γνώριζε την απεικόνιση των υπερηχογραφημάτων που καταδείκνυε την ύπαρξη κυστικών μορφωμάτων, με μεγάλη πιθανότητα να είναι πυοσάλπιγγες, αναλαμβάνοντας το κίνδυνο, προέβη στην θεραπευτική απόξεσή, με τα επιγενόμενα αποτελέσματα. Αν και, κατά τους ισχυρισμούς, έπρεπε να προβεί σε ταυτόχρονη λαπαροσκόπηση για την ορθή αντιμετώπιση του περιστατικού, υπερεκτιμώντας τη δεξιότητά του, προέβη στην θεραπευτική απόξεση χωρίς ταυτόχρονη λαπαροσκόπηση. Ευχερώς μπορούσε να αρνηθεί μόνη την απόξεση και να προτρέψει την ασθενή να οδηγηθεί σε δημόσιο νοσοκομείο εφόσον αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες. Περαιτέρω, μετά τη χειρουργική επέμβαση, με βάση το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθεί επισταμένα τη μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, ήτοι να αξιολογεί επιμελώς τα συμπτώματα που αυτή παρουσίασε (υψηλό πυρετό, αφόρητους πόνους στην κοιλιά, γενική κακουχία), σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών εξετάσεων και κυρίως των σχετικών υπερηχογραφημάτων που είχε υπόψη του και να της χορηγήσει ή έστω να της προτείνει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή για την άμεση αντιμετώπιση της επιπλοκής, που ήταν σε εξέλιξη. Τουναντίον, αυτός παρά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε καθημερινά με την ασθενή και το σύζυγο της (από την ημέρα της απόξεσης έως και το απόγευμα της 2ας.3.2007), ακόμη και μετά τη δεύτερη επίσκεψη της ασθενούς στο ιατρείο του και την εξέτασή της, δεν αξιολόγησε ορθά την κατάστασή της. Την καθησύχασε, επιμένοντας ότι το έντονο κοιλιακό άλγος και ο πυρετός που αυτή εμφάνισε οφειλόταν σε κρυολόγημα. Μάλιστα της υπέδειξε να τον επισκεφθεί αργότερα μετά παρέλευση σχεδόν μηνός για την αφαίρεση των κυστών στις σάλπιγγες. Αν επεδείκνυε τη δέουσα επιμέλεια, μπορούσε ευχερώς να υποψιαστεί και να διαγνώσει ότι είχε εγχυθείτο πύον εντός της κοιλίας της από τα κυστικά μορφώματα των σαλπίγγων που είχε ανεύρει στο υπερηχογράφημα. Άλλωστε, τα συμπτώματα εμφανίστηκαν ευθύς αμέσως μετά τη χειρουργική επέμβαση απόξεσης στην οποία αυτός προέβη. Όφειλε να υποψιαστεί ότι τα συμπτώματα που παρουσίασε η παθούσα, καθόσον είχε υπόψη του τις απεικονίσεις των υπερηχογραφημάτων, οφειλόταν στην έλξη και τον εύθειασμό της μήτρας που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της απόξεσης. Ήτοι ότι μπορούσαν ενδεχομένως, να οδηγήσουν στη μερική κένωση πύοντος από τις πυοσάλπιγγες. Προσέτι, όφειλε, μόλις πληροφορήθηκε τα συμπτώματα της ασθενούς, να την υποβάλει άμεσα σε κλινικές και εργαστηριακές εξετάσεις, ώστε να οδηγηθεί σε ορθή διάγνωση της επιπλοκής και εν συνεχεία να εφαρμόσει την προσήκουσα θεραπεία, ή έστω να την παραπέμψει άμεσα σε νοσοκομείο για την αντιμετώπισή της. Τουναντίον αυτός της χορήγησε κοινή αναλγητική και αντιφλεγμονώδη φαρμακευτική αγωγή. Αποτέλεσμα της αμελούς συμπεριφοράς του ήταν να απωλεστεί πολύτιμος χρόνος, να εκχυθεί το πύον στην πύελο και η ασθενής (πρώτη ενάγουσα) να υποστεί οξεία πυελοπεριτονίτιδα, να απωλέσει τις αισθήσεις της, να κινδυνέψει από σηψαιμικό σοκ και να ανακύψει σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή της. Ο ισχυρισμός του ιατρού ότι ενημέρωσε τους ενάγοντες συζύγους πως έπρεπε άμεσα να προβούν κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης της απόξεσης ή μετά σε λαπαροσκόπηση για τη διάγνωση του είδους των κυστικών μορφωμάτων και την αφαίρεση τους και ότι οι τελευταίοι αρνήθηκαν λόγω οικονομικού κόστους, πέραν του ότι δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, τουναντίον επιβεβαιώνει τα προεκτεθέντα.
Συνεπώς, ο εναγόμενος ιατρός ευθύνεται κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις περί αδικοπραξιών, ενώ ο ισχυρισμός του περί συνυπαιτιότητας της παθούσης, ενόψει των προεκτεθέντων είναι αβάσιμος….
Εν προκειμένω, όπως προεκτίθεται, η απόξεση έλαβε χώρα στις εγκαταστάσεις (σε χειρουργείο) της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…” (ήδη εκκαλούσης και εφεσιβλήτου) κατά τους κανόνες και τις ισχύουσες γενικές οδηγίες λειτουργίας της κλινικής ως προς τον τρόπο τον τόπο και το χρόνο. Για τη διενέργειά της χρησιμοποιήθηκε ο ιατρικός εξοπλισμός (εξοπλισμένο χειρουργείο με χειρουργικά εργαλεία, θάλαμος νοσηλείας κ.λ.π.) και συνέδραμαν τρίτος ιατρός αναισθησιολόγος, καθώς και το νοσηλευτικό προσωπικό της.
Συνεπώς, έχοντας υπόψη τις άνω αιτιολογίες, η χαλαρή έστω εξάρτηση του προμνησθέντος ιατρού από την κλινική και χωρίς την παροχή ειδικών οδηγιών προς, αυτόν για την άσκηση του έργου του, αφού αυτός ήταν υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων να ενεργεί όχι σύμφωνα με ενδεχόμενες οδηγίες του κλινικάρχη, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης θεμελιώνει ευθύνη από πρόστηση του επιχειρηματία της κλινικής (της ΑΕ). Επομένως η εναγομένη ανώνυμη εταιρία συνευθύνεται με τον προστηθέντα ιατρό κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (αρθρ 914922 ΑΚ) όπου και θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη της”. Με τις παραπάνω παραδοχές το εφετείο ορθώς ερμήνευε και εφάρμοσε τις διατάξεις του ουσιαστικού νόμου περί πρόστησης, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο. Ομοίως, δεν έλαβε υπόψη του μη εκτιθέμενους στην αγωγή ουσιώδεις και θεμελιωτικούς αυτής πραγματικούς ισχυρισμούς, Κατόπιν τούτων οι εκ του άρθρου 559 αρ.1, 14 και 8 λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσειων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟΛ ΑΠ 2/2008).
Με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση για παράβαση του άρθρου 559 αρ.20 ΚΠολΔ ως προς το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου αρ …1 ισχύος από 1-9-2006 έως 1-3-2007 και ειδικότερα ως προς το άρθρο 1 παρ 1.2 αυτού.
Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι αυτή, κατά την ανέλεγκτη κρίση της, δέχθηκε τα ακόλουθα: “Η δεύτερη εναγόμενη και παρεμπιπτόντως ενάγουσα, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “…” (ήδη επικουρικός εκκαλούσα και εφεσίβλητη) προέβη, με βάση το με αριθμό …1 ασφαλιστήριο συμβόλαιο στην κατάρτιση, με την παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “…” (ήδη επικουρικός εφεσίβλητη) σύμβασης ασφάλισης, σύμφωνα με την οποία η δεύτερη (εναγόμενη) ανέλαβε την ασφάλιση για το χρονικό διάστημα από 1.9.2006 μέχρι 1.3.2007 της αστικής ευθύνης της πρώτης (ενάγουσας) από απαιτήσεις για σωματικές βλάβες (συμπεριλαμβανομένου και του θανάτου) σε βάρος τρίτων (συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης) προερχόμενες από συμβάντα (πράξεις ή παραλείψεις) που θα ελάμβαναν χώρα κατά τη χρονική περίοδο ισχύος του εν λόγω ασφαλιστηρίου συμβολαίου και τα οποία θα δηλώνονταν “α. κατά την διάρκεια της περιόδου ασφάλισης και μη ανανέωσης αυτής, β., εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήξης της περιόδου ασφάλισης, γ. κατά την διάρκεια της περιόδου αναδρομικής ισχύος του ασφαλιστηρίου που ορίσθηκε η 26η.11.2004”. (βλ. σελ. 3 επ. ασφαλιστηρίου Περιγραφή Ασφαλισμένου Κινδύνου – Ειδικές Συμφωνίες περ.1, 5). Η κάλυψη αφορούσε, την επαγγελματική ευθύνη της ασφαλιζομένης και την επαγγελματική ευθύνη των ιατρών που ήταν προσωπικό της, μέτοχοι και μέλη του Δ.Σ. της κλινικής και των λοιπών συνεργαζομένων με τον όμιλο … ιατρών, τεχνολόγων, επαγγελμάτων υγείας και νοσηλευτών, οι οποίοι δεν αποτελούν μόνιμο για τις δραστηριότητες τους αποκλειστικά και μόνο εντός της κλινικής, καθώς και την επαγγελματική ευθύνη κατά τη μεταφορά ασθενών με ασθενοφόρα κατάλληλα εξοπλισμένα και επανδρωμένα με το απαιτούμενο εξειδικευμένο προσωπικό, σύμφωνα με τους Γενικούς και Ειδικούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Τα όρια ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρείας ορίσθηκαν για σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές μέχρι του ποσού των 450.000 ευρώ, για κάθε ζημιογόνο γεγονός, με ανώτατο όριο ευθύνης αθροιστικά, για όλη την διάρκεια της ασφάλισης μέχρι του ποσού των 2.000.000 ευρώ και με αφαιρετέα απαλλαγή υπέρ της εναγόμενης σε ποσοστό 5% για κάθε απαίτηση. Έχοντας υπόψη τις προεκτεθείσες αιτιολογίες, σύμφωνα με την παραπάνω ρήτρα ανακάλυψης και δήλωσης, δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του ασφαλιστή και τη γέννηση του ασφαλιστικού κινδύνου μόνο να λάβει χώρα η ζημία μέσα στη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου, αλλά και να ανακαλυφθεί και να δηλωθεί εντός αυτής από την ασφαλισμένη κλινική. Έτσι λόγω των ρητρών αυτών το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι τύπου “claims made basis”.
Συνεπώς, κατά τους όρους του ασφαλιστηρίου, οι οποίοι ρητά συμφωνήθηκαν ως προϋπόθεση παραγωγής της αξίωσης της ασφαλισμένης κατά της ασφαλίστριας, αλλά και του είδους της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης, θεσπίζεται υποχρέωση της ασφαλισμένης για ανακάλυψη της ζημίας και ανακοίνωση αυτής στην ασφαλίστρια εντός της ουσιαστικής διάρκειας της ασφάλισης. Επομένως, η παραπάνω υποχρέωση της ασφαλισμένης ενάγουσας δεν συνιστά επιπλέον ασφαλιστικό βάρος αυτής, αλλά όρο γέννησης της απαίτησής της για αποζημίωση. Παρόλα αυτά η ενάγουσα, όπως η ίδια εκθέτει και ομολογεί στην κρινόμενη ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση παρεμπίπτουσα αγωγή, η ζημία δεν διαπιστώθηκε ούτε γνωστοποιήθηκε στην εναγόμενη ασφαλίστρια εντός του χρόνου της διάρκειας της ασφάλισης, δηλαδή από 1.5.2006 μέχρι 1.3.2007, αλλά πολύ μεταγενέστερα, ήτοι την 15η.7.2010, οπότε και για πρώτη φορά με την αγωγή της γνωστοποίησε στην εναγόμενη την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, καλώντας την να της καταβάλει την τυχόν επιδικασθησομένη ασφαλιστική αποζημίωση”. Όμως από την επισκόπηση του άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου προκύπτουν τα εξής: “1) ΠΡΟΪΟΝ….ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ Με το παρόν ασφαλιστήριο συμβόλαιο καλύπτονται οι απαιτήσεις για Σωματική βλάβη (συμπεριλαμβανομένου θανάτου) σε βάρος Τρίτων (συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης) που προέρχονται από συμβάντα (πράξεις ή παραλείψεις) και που έλαβαν χώρα κατά τη χρονική περίοδο ισχύος του παρόντος ασφαλιστηρίου που θα δηλωθούν: Κατά τη διάρκεια της περιόδου ασφάλισης, 2.εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήξης της περιόδου ασφάλισης, 3.κατά τη διάρκεια της περιόδου αναδρομικής ισχύος”, περαιτέρω στον όρο 5 του άρθρου 1 ορίζεται ότι: “ΚΑΤΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1.2 ΠΡΟΣΤΙΘΕΤΑΙ Η ΦΡΑΣΗ “ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΑΥΤΗΣ” ΜΕΤΑ ΤΗ ΦΡΑΣΗ “ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ”. Από τα παραπάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι η φράση “και μη ανανέωση αυτής” δεν προστίθεται στην παράγραφο 1.1 ως έκρινε η προσβαλλομένη απόφαση κατά τη λήψη υπόψη του άνω εγγράφου, στο οποίο στήριξε αποκλειστικά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, αλλά στην παράγραφο 1.2, η οποία συμπληρώνεται ως εξής: “2.εντός έξι μηνών από την ημερομηνία λήξης της περιόδου ασφάλισης και μη ανανέωση αυτής.” Επομένως το εφετείο εσφαλμένα ανέγνωσε το άνω έγγραφο, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πραγματικά περιέχει .Κατόπιν τούτου, ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει παρελκούσης της ερεύνης του τελευταίου λόγου της ένδικης αίτησης περί παράβασης του άρθρου 559 αρ 8 ΚΠοΛΔ (περί μη λήψης υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στη δίκης και δη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι η ασφαλιστική σύμβαση ίσχυσε μέχρι την 1-3-2010,,οπότε και έληξε χωρίς να ανανεωθεί), κατά παραδοχή του να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος που αφορά την επικουρική έφεση της αναιρεσείουσας κατά της δεύτερης αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το άνω μέρος, που χρειάζεται διευκρίνιση ,για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα (άρθ 495 ΚΠΟΛΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθ 176, 183, 191 ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας σε βάρος της δεύτερης αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθρ176, 183, 191 ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-6-2016 αίτηση αναίρεσης κατά της 2165/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ως προς την αναιρεσίβλητη Σ. Τ. και δέχεται αυτήν ως προς την αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία “…”. Επιβάλλει σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα της Σ. Τ., που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Αναιρεί εν μέρει και δη ως προς την αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία “…” την άνω απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στην αναιρεσείουσα.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Καταδικάζει την άνω αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας που ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ