Απόφαση 705 / 2016 (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 705/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ, Αλεξάνδρα Κακκαβά και Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) E. χας Q. L., του X., κατοίκου …, 2) A. συζ. E. F., του Q., κατοίκου …, για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσας την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της A. F., 3) E. F. του M., κατοίκου …, για τον εαυτό του ατομικά και ως ασκούντος την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου του A. F., 4) K. (Σ.) L. του Q., κατοίκου …, για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσας την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της Ε. – Μ. T. του Σ., 5) S. L. του Q., κατοίκου …, 6) M. L. του Q., κατοίκου … και 7) K. L. του T., κατοίκου … και προσωρινά …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Αγγελάκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Α. του Θ., κατοίκου … και 2) ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλίσεων (ΑΕΓΑ) με την επωνυμία “ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ”, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, διατηρεί υποκατάστημα στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αλκυόνη Πολυκράτη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-6-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1441/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1012/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10-12-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου διάβασε την από 13-10-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δευτέρου λόγου και την απόρριψη του πρώτου λόγου της από 10-12-2015 και με αρ. εκθ. καταθ. 1223/2015 αιτήσεως για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1012/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β’ και 914 του Α.Κ., προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι ζήτημα καθαρά πραγματικό και κρίνεται από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν από το γεγονός, ότι στο αποτέλεσμα του ατυχήματος συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται την μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή την μείωση του ποσού της (άρθρ. 300 ΑΚ). Ακόμη από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την συνδρομή ή μη συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν τα περιστατικά που το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του προαναφερόμενου πταίσματος. Αντιθέτως ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού κατά το οποίο εξ αυτού του λόγου πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας παραβιάζεται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είτε με ψευδή ερμηνεία, η οποία υπάρχει όταν αποδίδεται στον κανόνα δικαίου διαφορετική έννοια από την αληθινή, είτε, με μη ορθή εφαρμογή, η οποία συντελείται, όταν εφαρμόζεται κανόνας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν δεν εφαρμόζεται, ενώ έπρεπε να εφαρμοστεί ή όταν εφαρμόσθηκε εσφαλμένως. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση γιατί δεν έχει καθόλου ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ο από αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν, από το αιτιολογικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς και επαρκώς, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που είναι, κατά το νόμο, αναγκαία για την εφαρμογή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, όπως και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με συνέπεια να μην είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή όχι εφαρμογής του κανόνα αυτού του ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά την διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις της αποφάσεως ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση και στάθμισή τους και στην αιτιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1416/2012, ΑΠ 1208/2011, ΑΠ 44/2003, ΑΠ 1702/2001). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και η επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε η εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 24/ 1992, Ολ.ΑΠ 1/1999, ΑΠ 9/2013). Το πόρισμα, δηλ. το συμπέρασμα που προκύπτει από τις αποδείξεις είναι σαφές όταν αναφέρεται στην απόφαση χωρίς ενδοιασμούς (με βεβαιότητα) ότι αποδείχθηκε συγκεκριμένο γεγονός και δεν χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο εκφράσεις που κλονίζουν το πόρισμα, ως προϊόν πλήρους δικανικής πεποιθήσεως (ΑΠ 681/2014). Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις αιτιολογίες, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 151/2014, ΑΠ 1942/2013, ΑΠ 2075/2007, ΑΠ 44/2003). Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 271/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτήν προκύπτει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ.) περί των πραγμάτων κρίση του, ως αποδειχθέντα, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σχετικά με τις συνθήκες που έλαβε χώρα το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα: “Στις 18.8.2010, ημέρα Τετάρτη και περί ώρα 16.00′ ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας την με αριθμό κυκλοφορίας … δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του, η οποία ήταν ασφαλισμένη κατ’ εκείνο το χρόνο για τις έναντι τρίτων προκαλούμενες κατά την κυκλοφορία της ζημίες και σωματικές βλάβες στην δεύτερη εναγομένη ασφαιστική εταιρία με την επωνυμία “ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ ΑΕ”, εκινείτο στη … Αττικής επί της Λεωφόρου … με κατεύθυνση από Α. προς Γ. και ειδικότερα στο αριστερό άκρο της μεσαίας λωρίδας κυκλοφορίας. Η Λεωφόρος αυτή στο ύψος του Οικοδομικού Αριθμού …, είναι μονής κατεύθυνσης, καλυμμένη με ασφαλτικό τάπητα, πλάτους οδοστρώματος 10,50 μέτρων, έχει τρεις λωρίδες κυκλοφορίας που διαχωρίζονται μεταξύ τους με διακεκομμένη διαχωριστική γραμμή, είναι ευθεία και οριζόντια σε μεγάλη απόσταση και το όριο της μέγιστης επιτρεπόμενης ταχύτητας των επ’ αυτής κινουμένων οχημάτων καθορίζεται ελλείψει σχετικής σημάνσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 20 του Κ.Ο.Κ., σε 50 χιλιόμετρα ωριαίως λόγω κατοικημένης περιοχής. Κατά τον ανωτέρω χρόνο επικρατούσε φως ημέρας, ήταν καλοκαιρία, η ορατότητα των οδηγών των οχημάτων δεν περιοριζόταν από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν καλή και ξηρά, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών ήταν κανονική, ενώ στο σημείο δεν υφίσταται διάβαση πεζών ούτε φωτεινοί σηματοδότες. Διάβαση πεζών ρυθμιζόμενη με φωτεινό σηματοδότη υφίσταται μόνο σε απόσταση 41 μέτρων από το πιο πάνω σημείο (βλ. έκθεση αυτοψίας). Κατά την ίδια χρονική στιγμή ο Λ. Κ. ευρισκόμενος πεζός στο δεξιό πεζοδρόμιο της ως άνω Λεωφόρου υπό την επήρεια αλκοόλ με ποσοστό περιεκτικότητας 2,43 gr ανά λίτρο αίματος, όπως αυτό προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 3022/10/1268δ/17.11.2010 έκθεση επανεξέτασης αίματος, και κρατώντας με λουρί ένα μικρό σκυλάκι, είχε την πρόθεση να διασχίσει καθέτως το οδόστρωμα της λεωφόρου προκειμένου να μεταβεί αντίπερα για να κατευθυνθεί στην παρακείμενη επί της οδού Η. Η. αρ. … οικία του. Ο προαναφερόμενος, μολονότι γνώριζε, ως κάτοικος της περιοχής, ότι στο σημείο εκείνο δεν υπήρχε διάβαση πεζών και ότι η ανωτέρω οδός είναι λεωφόρος με πυκνή κυκλοφορία, χωρίς να ελέγξει αν εκινούντο οχήματα και αν είχε την δυνατότητα να διασχίσει το οδόστρωμα χωρίς να παρεμποδίσει την κυκλοφορία των οχημάτων επί του οδοστρώματος που θα διέσχιζε καθέτως και χωρίς να βεβαιωθεί, έστω επαρκώς, ότι μπορούσε να προβεί στην κίνηση αυτή προκειμένου να διασχίσει ολόκληρο το οδόστρωμα δίχως κίνδυνο για τον ίδιο και τους διερχομένους οδηγούς, εντελώς αμελώς, απρόσεκτα και απερίσκεπτα και ακολουθούμενος από το σκυλάκι του κατήλθε στο οδόστρωμα και κινούμενος από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία των οχημάτων εισήλθε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας και ξεκίνησε να την διασχίζει καθέτως, αιφνιδιάζοντας με την κίνησή του αυτή τον οδηγό του κινούμενου επί της εν λόγω λωρίδας κυκλοφορίας ημιφορτηγού αυτοκινήτου τύπου ΒΑΝ, ο οποίος κατάφερε να τον αποφύγει μειώνοντας την ταχύτητά του και προβαίνοντας σε τροχοπέδηση. Την στιγμή εκείνη ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος εκινείτο, με κανονική για τις περιστάσεις ταχύτητα και όχι μεγαλύτερη των 45 χλμ/ώρα, στο άκρο αριστερό της μεσαίας λωρίδας κυκλοφορίας, τη στιγμή που αντιλήφθηκε την τροχοπέδηση του ημιφορτηγού αυτοκινήτου ΒΑΝ, το οποίο εκινείτο εκ δεξιών σε σχέση με την πορεία του, αντίκρυσε αιφνιδίως μπροστά του τον πεζό με το σκυλάκι του, ο οποίος συνέχιζε την πορεία του, με συνέπεια να μην μπορέσει να αποφύγει την πρόσκρουση επ’ αυτού και να επιπέσει με το εμπρόσθιο αριστερό μέρος της οδηγούμενης από αυτόν δίκυκλης μοτοσυκλέτας στο σώμα του πεζού, ο οποίος έπεσε στην άκρη της αριστερής λωρίδας πλησίον του πεζοδρομίου, τραυματίζοντάς τον, ενώ η οδηγούμενη από αυτόν μηχανή σύρθηκε δεξιά διαγώνια επί του οδοστρώματος και μετά από απόσταση 18 περίπου μέτρων ακινητοποιήθηκε σε παρακείμενο κολωνάκι. Αμέσως μετά το ένδικο ατύχημα ο πεζός διακομίσθηκε με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο νοσοκομείο “ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”, όπου διαγνώσθηκε ότι υπέστη ανοικτό διπολικό κάταγμα δεξιάς κνήμης και κάταγμα ηβοϊσχιακών κλάδων ΔΕ και αμέσως εισήχθη στη χειρουργική – ορθοπεδική κλινική του νοσοκομείου, όπου απεβίωσε περί ώρα 19.52 της ίδιας ημέρας με αιτία θανάτου βαριές κακώσεις λεκάνης και αριστερού κάτω άκρου. Υπό αυτά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τις συνθήκες του ατυχήματος και προκύπτουν από το σύνολο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού, το ένδικο τροχαίο οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια (συνυπαιτιότητα) τόσο του πεζού όσο και του εναγομένου οδηγού, οι οποίοι δεν προείδαν το ατύχημα, διότι αμφότεροι δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή την οποία, κατ’ αντικειμενική κρίση, μπορούσαν, αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων και ικανοτήτων τους, και όφειλαν κατά τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες και την κοινή πείρα και λογική να καταβάλουν, όπως θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις κάθε λογικός και ευσυνείδητος άνθρωπος, πεζός και οδηγός αντίστοιχα, και την οποία αν επεδείκνυαν θα μπορούσαν να προβλέψουν και να αποφύγουν το ατύχημα (άρθρο 330 εδ. β’ του Α.Κ.). Ειδικότερα, ο μεν εναγόμενος οδηγός διότι δεν οδηγούσε με την αναγκαία σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να μην εκθέτει σε κίνδυνο πρόσωπα, δεν ασκούσε τον πλήρη έλεγχο και την εποπτεία του οχήματος που οδηγούσε, ούτε ρύθμισε την ταχύτητά του, λαμβάνοντας συνεχώς υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες, ώστε να μπορεί να διακόψει την πορεία του πριν από κάθε εμπόδιο που μπορούσε να προβλεφθεί και βρισκόταν σε ορατό για αυτόν σημείο της οδού. Συγκεκριμένα, ενώ οδηγούσε το παραπάνω όχημα εντός κατοικημένης περιοχής με κανονική κυκλοφορία οχημάτων και κίνηση πεζών, η παρουσία δε των πεζών που έστω και εσφαλμένως διασχίζουν το οδόστρωμα στο πιο πάνω σημείο είναι σφόδρα πιθανή, αν και είχε την σχετική δυνατότητα ενόψει των προσωπικών ιδιοτήτων, γνώσεων και ικανοτήτων λόγω της υπηρεσιακής του απασχόλησης στην ομάδα ΔΙΑΣ της ΕΛ.ΑΣ, η οποία του επέτρεπε να προβεί σε αποφευκτικούς ενδεχομένων ατυχημάτων ελιγμούς, και η προσοχή του έπρεπε να είναι ιδιαίτερα τεταμένη, ούτε ήλεγχε συνεχώς το όχημά του και το χώρο γύρω και μπροστά από αυτό και δη μπροστά και δεξιά του, ούτε ρύθμισε αναλόγως των ως άνω επικρατουσών συνθηκών την ταχύτητά του, η οποία δεν υπερέβαινε μεν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο των 50 χιλιομέτρων την ώρα αλλά δεν ήταν η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω περιστάσεις, ώστε να ασκεί επί του οχήματος που οδηγούσε τον επιβαλλόμενο έλεγχο και να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του μπροστά στο εμπόδιο που παρουσιάστηκε, όπως όφειλε και μπορούσε. Αποτέλεσμα της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του, ήταν να μην αντιληφθεί την κίνηση του πεζού, όταν ο τελευταίος κατήλθε από το πεζοδρόμιο στο οδόστρωμα και άρχισε να το διασχίζει κινούμενος από τα δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του, αλλά τον αντιλήφθηκε όταν ο πεζός βρέθηκε στη πορεία του όταν είχε ήδη διασχίσει τη δεξιά λωρίδα και σχεδόν ολόκληρη τη μεσαία, οπότε δεν πρόλαβε να τροχοπεδήσει και να ακινητοποιήσει το όχημά του και προσέκρουσε επί του σώματος του πεζού, ενώ αν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, όπως όφειλε και μπορούσε με βάση τις προπεριγραφείσες περιστάσεις και τις προσωπικές του ικανότητες, θα είχε την δυνατότητα πραγματοποίησης έγκαιρου και αποφευκτικού ελιγμού ή πεδήσεως, κατά παράβαση των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2696/1999 “Περί Κυρώσεως του Κ.Ο.Κ.”. Ο δε πεζός διότι, αν και επιχείρησε να διασχίσει κεντρική λεωφόρο μεγάλης κυκλοφορίας και υπό τις άνω επικρατούσες κυκλοφοριακές και οδικές συνθήκες, σε σημείο που γνώριζε, ως κάτοικος της περιοχής, ότι δεν υπήρχε διάβαση πεζών, εντελώς αμελώς, απρόσεκτα και απερίσκεπτα κατήλθε στο οδόστρωμα και επεχείρησε να το διασχίσει, χωρίς προηγουμένως να ελέγξει, όπως όφειλε και μπορούσε, δεδομένου ότι η ορατότητά του δεν περιοριζόταν αφού η λεωφόρος στο πιο πάνω σημείο είναι ευθεία, ότι δύναται να πράξει τούτο χωρίς να παρεμποδίσει την κυκλοφορία των οχημάτων επί του οδοστρώματος που διέσχιζε καθέτως, ώστε να αντιληφθεί εγκαίρως το όχημα που οδηγούσε ο εναγόμενος οδηγός και να αναμείνει τη διέλευσή του. Επίσης χωρίς να βεβαιωθεί, έστω επαρκώς, ότι μπορούσε να προβεί στην κίνηση αυτή προκειμένου να διασχίσει ολόκληρο το οδόστρωμα δίχως κίνδυνο για τον ίδιο και τους διερχομένους οδηγούς, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση, την απόσταση που υπήρχε μεταξύ τους και την ταχύτητά τους, ιδίως δε τις φυσικές του δυνάμεις (ηλικίας 63 ετών) και την κατάστασή του δεδομένου ότι ήταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος με συνέπεια να μην μπορεί να αντιληφθεί πλήρως την απόσταση και την ταχύτητα των κινούμενων επί του οδοστρώματος οχημάτων και ως εκ τούτου τον κίνδυνο που εγκυμονούσε η κάθοδος επ’ αυτού και η διάσχιση της λεωφόρου, και ότι δεν θα παρεμβληθεί, όπως τελικώς συνέβη, στην πορεία τους και συγκεκριμένα στην πορεία του ζημιογόνου οχήματος, το οποίο ήταν ορατό σε αυτόν από ικανή απόσταση. Η συμπεριφορά του αυτή, όντως ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να προκαλέσει τροχαίο ατύχημα, το προκάλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση, έστω και αν αυτό συνέβη και από υπαιτιότητα του εναγομένου οδηγού, και έτσι συνδέεται αιτιωδώς προς την αμέλεια αυτή του παθόντος (άρθρα 12 παρ. 1 και 38 του ν. 2696/1999 “Περί κυρώσεως του Κ.Ο.Κ.”). Άλλωστε, η παράβαση εκ μέρους του πεζού των πιο πάνω διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραβάσεως αυτής και του ατυχήματος δεν αναιρεί την υπαιτιότητα στην πρόκληση και την έκταση αυτού του οδηγού της μοτοσικλέτας, καθόσον μάλιστα μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο παραπάνω Κώδικας στους οδηγούς οχημάτων κατά την οδήγησή τους δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων αυτών, όταν ιδίως οι περιστάσεις το επιβάλλουν προς αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος, ή τη μείωση των εξ αυτού επιζήμιων συνεπειών… Αντιθέτως, υποχρέωση κάθε οδηγού, όπως και του προαναφερθέντος εναγομένου, είναι να επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή στους πεζούς και να μειώνει την ταχύτητα του οχήματος που οδηγεί όταν ιδίως βρίσκονται, έστω και παρανόμως, πεζοί στην τροχιά του, επιτρέποντας στους τελευταίους να απομακρυνθούν. Άλλωστε, εκ της κοινής πείρας είναι γνωστό ότι κατά την κυκλοφορία των οχημάτων στην οδό παρουσιάζονται πάντοτε απρόοπτες καταστάσεις, που επιβάλλουν την επιχείρηση άμεσης τροχοπεδήσεως ή και άλλων αποφευκτικών ελιγμών, χωρίς να είναι απαραίτητη η επέλευση τροχαίου ατυχήματος, αν και εφόσον ο οδηγός κινείται με την αναγκαία σύνεση και προσοχή και με την επιβαλλόμενη κατά τις περιστάσεις ταχύτητα. Τα ίδια εξ άλλου έγιναν δεκτά και με τις υπ’ αριθμ. 40612/27.6.2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και υπ’ αριθ. 6924/17.10. 2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, οι οποίες συνεκτιμώνται ελευθέρως από το Δικαστήριο τούτο ως δικαστικά τεκμήρια, μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, δυνάμει των οποίων ο οδηγός της μοτοσικλέτας (“ανεξαρτήτως συνυπαιτιότητας του πεζού”, όπως επί λέξει αναφέρεται σε αυτήν), κρίθηκε υπαίτιος για την επέλευση του ατυχήματος και κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια εις βάρος του θανατωθέντος, ενώ του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών πρωτοδίκως, η οποία μειώθηκε από το Εφετείο σε έξι (6) μηνών. Ενόψει τούτων, εκτιμώντας το Δικαστήριο, κατά τα άνω εκτεθέντα, τη βαρύτητα υπαιτιότητας καθενός των εμπλακέντων, οδηγείται στην κρίση ότι το ένδικο ατύχημα οφειλόταν σε αμέλεια μεν κατά ποσοστό 40% του πεζού, σε αμέλεια δε κατά ποσοστό 60% του εναγομένου ασφαλισμένου οδηγού, κατά τη νόμιμη και εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν ένσταση εκ της διατάξεως του άρθρου 300 του Α.Κ. περί συνυπαιτιότητας του πεζού στην επέλευση του ατυχήματος, την οποία παραδεκτώς προέβαλαν οι εναγόμενοι με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επαναφέρουν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με το σχετικό λόγο των εφέσεών τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι συνυπαίτιοι του ατυχήματος και του επελθόντος αποτελέσματος αυτού είναι ο πεζός και ο οδηγός της μοτοσικλέτας, και καθόρισε το ποσοστό συνυπαιτιότητας του πεζού σε 30% και του οδηγού σε 70%, αντί του ορθού ποσοστού συνυπαιτιότητας 40% για τον πεζό και 60% για τον οδηγό του ζημιογόνου οχήματος, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός λόγος των υπό κρίση εφέσεων των εναγομένων – εκκαλούντων οδηγού και ιδιοκτήτη και ασφαλιστικής εταιρίας και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο σχετικός λόγος περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγομένου ασφαλισμένου οδηγού της εφέσεως των εναγόντων”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Α.Κ., αλλά και των άρθρων 12 § 1, 19 §§ 1, 2 και 3 και 38 του Κ.Ο.Κ. και διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και, συνεπώς, η προσβαλλομένη απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα το Εφετείο διέλαβε πλήρη αιτιολογία ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του οδηγού της δίκυκλης μοτοσυκλέτας και του θανασίμως τραυματισθέντος πεζού και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος και την συνυπαιτιότητα αυτών, διαλαμβάνοντας ειδικότερα τα συγκροτούντα την έννοια της αμελείας περιστατικά που επέδειξε έκαστος τούτων για την πρόκληση του εν λόγω τροχαίου ατυχήματος, σε συνδυασμό με τις παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Ο.Κ., οι οποίες βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα. Δεν συντρέχει δε η επικαλούμενη από τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες πλημμέλεια της παραθέσεως ανεπαρκούς και ασαφούς αιτιολογίας στην προσβαλλομένη απόφαση, επειδή, όπως αυτοί (αναιρεσείοντες) διατείνονται, δεν διευκρινίζεται: α) ο χρόνος που διέθετε ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας για να αντιδράσει και αν ο χρόνος αυτός ήταν επαρκής, ώστε η “οποιαδήποτε τυχόν αντίδραση τροχοπέδησης να στεφθεί από επιτυχία”, β) η κατεύθυνση του τυχόν αποφευκτικού ελιγμού, στον οποίο θα μπορούσε και έπρεπε να προβεί ο οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας και γ) ποια θα ήταν η ταχύτητα που θα επέτρεπε στον οδηγό να προβεί σε επιτυχημένη αντίδραση τροχοπεδήσεως για την αποφυγή του ατυχήματος με βάση την απόσταση του πεζού από την μοτοσυκλέτα. Τούτο δε διότι οι επικαλούμενες από τους αναιρεσείοντες ως ελλείψεις και ασάφειες, πέραν του ότι, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν συνιστούν τέτοιες, συνέχονται με την αξιολόγηση, στάθμιση και εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση δε της προβαλλόμενης πλημμέλειας της παραβάσεως εκ πλαγίου των άνω ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το σαφώς εκτιθέμενο πόρισμα και, συνεπώς, απαραδέκτως προβάλλονται. Περαιτέρω οι αναιρεσείοντες διατείνονται, κατ’ εκτίμηση, ότι δεν διευκρινίζεται πόση απόσταση είχε διανύσει ο πεζός επί του οδοστρώματος και πόση απόσταση υπολειπόταν μέχρι να ανέλθει επί του πεζοδρομίου. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρεται σ’ αυτήν (βλ. δεύτερη σελίδα εβδόμου φύλλου αυτής) η απόσταση που ο πεζός είχε διανύσει επί του οδοστρώματος κατά τον κρίσιμο χρόνο. Κατ’ ακολουθίαν, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και “στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει”, και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο, σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας.
Περαιτέρω, από το άρθρο 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του Α.Κ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του Α.Κ. και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δικ. αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση των επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: “Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο αποβιώσας, Λ. Κ., ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1947 στην Αλβανία, αλβανικής υπηκοότητας, που κατοικούσε στην Ελλάδα, ήταν υγιής και αρτιμελής, και διατηρούσε στενούς συγγενικούς δεσμούς αγάπης τόσο με τη σύζυγό του (πρώτη ενάγουσα) E. L., τα τέκνα του A. σύζυγος E. F. το γένος L., K. (Σ.) L., S. L., M. L., τον γαμπρό του E. F., την μητέρα του K. L. και τα εγγόνια του A. F. και Ε. – Μ. Τ., όπως νόμιμα αυτά εκπροσωπούνται (γεν. 7.6.1956, 7.2.1977, 28.10.1978, 8.3.1981, 12.2.1984, 30.1.1980, 10.9.1922, 19.7.2009 και 22.5.1998, αντίστοιχα), οι οποίοι είναι όλοι αλβανικής υπηκοότητας, πλην της εγγονής του Ε. – Μ. Τ., και διαμένουν όλοι μόνιμα στην Ελλάδα πλην του M. L. και της K. L., οι οποίοι είναι μόνιμοι κάτοικοι … Αλβανίας. Ειδικότερα όλοι οι ενάγοντες συνδέονταν μαζί του με αμοιβαίους και στενούς δεσμούς στοργής και αγάπης, άρρηκτη στενή συγγένεια, ακατάλυτους οικογενειακούς δεσμούς και στενό ψυχικό δεσμό. Ο βίαιος, απροσδόκητος και αιφνίδιος θάνατός του, ο οποίος επήλθε εξ αιτίας του ενδίκου ατυχήματος, προξένησε στους προαναφερθέντες σύζυγο, τέκνα, γαμβρό, μητέρα και εγγόνια του, βαθύ πένθος, αβάσταχτο πόνο και θλίψη και δημιούργησε έντονα αισθήματα λύπης και απογοητεύσεως, που έχασαν τον σύζυγο, πατέρα, πεθερό, υιό και παππού τους, αντίστοιχα, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν στο μέλλον, οι οποίοι στερήθηκαν τη συντροφιά, τις συμβουλές και την αγάπη που τους χάριζε. Ενόψει τούτων, ο θάνατός του προξένησε σε όλους τους πιο πάνω ενάγοντες και μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά τους, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται, για την αιτία αυτή, εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ., προς απάμβλυνση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν και για ηθική παρηγοριά και ψυχική τους ανακούφιση. Η έκταση αυτής, ενόψει όλων των προαναφερθέντων περιστάσεων και αφού ληφθούν υπ’ όψιν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η βίαιη και αιφνίδια θανάτωση του συγγενούς τους, ο βαθμός υπαιτιότητας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, αλλά και του συντρέξαντος πταίσματος του ίδιου του θανατωθέντος στην επέλευση του ατυχήματος, η ηλικία αυτού κατά το χρόνο του θανάτου του (63 ετών) και η ηλικία και η ευαισθησία των άνω δικαιούχων, σε συνδυασμό με το βαθμό του συναισθηματικού συνδέσμου καθενός με το θανατωθέντα που ήταν ανάλογος και με τη συγγένειά τους, ο πόνος και η οδύνη που δοκίμασε ο καθένας από αυτούς, η μέχρι το ατύχημα καλή κατάσταση της υγείας του και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων (οι ενάγοντες οικονομικοί μετανάστες από την Αλβανία, χωρίς να προκύπτει η επαγγελματική τους ενασχόληση, ο δε πρώτος εναγόμενος είναι δημόσιος υπάλληλος – αστυνομικός υπηρετών στην ομάδα ΔΙΑΣ, χωρίς ωστόσο όλοι να έχουν ιδιαίτερα εισοδήματα ή περιουσία), ενώ η ευθύνη της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας είναι μόνον εγγυητική…, πρέπει να καθορισθεί, σταθμίζοντας το είδος της προσβολής και της βλάβης που επήλθε και εκτιμώντας τα προαναφερθέντα στοιχεία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τον ορθό λόγο και τους κανόνες της λογικής, στα ακόλουθα ποσά: σε δώδεκα (12.000) χιλιάδες για την (πρώτη ενάγουσα) σύζυγο του θανόντος E. L., σε επτά χιλιάδες (7.000) ευρώ για καθένα από τα τέκνα του A. σύζ. E. F. το γένος L., K. (Σ.) L., S. L. και M. L., σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για τον γαμπρό του E. F., σε οκτώ χιλιάδες (8.000) για την μητέρα του K. L. και σε δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για τον εγγονό του A. F., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, και σε τέσσερις χιλιάδες (4.000) ευρώ για την εγγονή του Ε. – Μ. Τ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται. Στο ποσό των 12.000 ευρώ που επιδικάζεται στην ενάγουσα σύζυγο του αποβιώσαντος δεν περιλαμβάνεται το ποσό των 44 ευρώ, για το οποίο με την αγωγή επιφυλάχθηκε να ασκήσει την αξίωσή της ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων. Τα ανωτέρω ποσά είναι εύλογα (άρθρο 932 του Α.Κ.), δηλαδή ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινομένης υποθέσεως, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως… Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επομένως, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, καθόρισε το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης για καθένα των εναγόντων γαμβρού και εγγονών στο ποσό των 20.000 ευρώ και για καθένα των λοιπών εναγόντων στο ποσό των 80.000 ευρώ και ακολούθως τα επιδίκασε σε αυτούς για την προαναφερθείσα αιτία, αντί των ως άνω ορθών ποσών των δώδεκα (12.000) χιλιάδων για την (πρώτη ενάγουσα) σύζυγο του θανόντος E. L., των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ για καθένα από τα τέκνα του A. σύζ. E. F. το γένος L., K. (Σ.) L., S. L. και M. L., των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για τον γαμπρό του E. F., των οκτώ χιλιάδων (8.000) για την μητέρα του K. L., των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ για τον εγγονό του A. F., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, και των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ για την εγγονή του Ε. – Μ. Τ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, τα οποία πρέπει να τους επιδικασθούν, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, ιδία δε περί την εκτίμηση των προσδιοριστικών της ηθικής βλάβης στοιχείων και επομένως ο συναφής λόγος των εφέσεων των εκκαλούντων – εναγομένων, με τον οποίο αποδίδεται στην εκκαλουμένη η πλημμέλεια αυτή, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος και ο σχετικός λόγος της έφεσης των εναγόντων – εκκαλούντων, με τον οποίο ζητείται η επιδίκαση σε καθένα μεγαλυτέρου ποσού για την πιο πάνω αιτία, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος”. Με τις κρίσεις και τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, καθορίζοντας την χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης των αναιρεσειόντων στα ποσά των 12.000 ευρώ για την σύζυγο του θανόντος, 7.000 ευρώ για το κάθε τέκνο, 8.000 ευρώ για την μητέρα, 2.000 ευρώ για τον γαμπρό, 2.000 ευρώ για τον εγγονό και 4.000 ευρώ για την εγγονή, υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού τα εν λόγω ποσά, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, υπολείπονται των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις. Κατ’ ακολουθίαν ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ. προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο επιδικάζοντας σ’ αυτούς τα προαναφερόμενα ποσά ως χρηματική τους ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, αντί των αιτουμένων μεγαλυτέρων ποσών (των 100.000 ευρώ για την σύζυγο, για κάθε τέκνο και για την μητέρα του θανόντος, 20.000 ευρώ για τον γαμπρό του και 40.000 ευρώ για κάθε εγγονό του), παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 932 του Α.Κ., καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, κρίνεται βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το κεφάλαιο αυτής στο οποίο αναφέρεται ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, όσον αφορά στο ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης, να παραπεμφθεί δε αντιστοίχως η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση και το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον, εκείνου που δίκασε προηγουμένως, προκειμένου να ερευνηθεί ως προς το προεκτεθέν κεφάλαιο, εκ νέου (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ.). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.), οι οποίοι δεν κατέθεσαν προτάσεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους αναιρεσείοντες του καταβληθέντος εκ μέρους τους παραβόλου, ενόψει της νίκης τους (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του Κ.Πολ.Δικ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1012/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκασή της στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο Δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλίων (2.000) ευρώ. Και Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στους καταθέσαντες τούτο αναιρεσείοντες.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ