Απόφαση 1025 / 2016 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1025/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη – Λεοναρδοπούλου (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου – Κατσαβριά) – Εισηγήτρια, Αγγελική Αλειφεροπούλου και Δημήτριο Χονδρογιάννη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Μαΐου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου – Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Γερασίμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. Γ. Γ. του Ε., κατοίκου … και 2. Σ. Θ. του Β., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Γιαννίδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 530, 1857/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Mε πολιτικώς ενάγοντα τον Β. Ο., κάτοικο …, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 33/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ “Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απλής δυσφημήσεως, απαιτούνται, αντικειμενικώς, ισχυρισμός ενώπιον τρίτου ή διάδοση για κάποιον άλλον γεγονότος, το οποίο είναι πρόσφορο (κατάλληλο) κατ’ αντικειμενική κρίση, (την κοινή αντίληψη), να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου υποκειμενικούς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ” ενός μεν τη γνώση, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί σε αυτά (ισχυρισμό ή διάδοση). Δεν απαιτείται γνώση της αναληθείας, όπως επί συκοφαντικής δυσφημήσεως και η πεποίθηση του δράστη για την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος, δεν αποκλείει το δόλο αυτού. Η διαφορά δε μεταξύ ισχυρισμού και διαδόσεως του δυσφημιστικού γεγονότος, συνίσταται στο ότι, στην μεν πρώτη περίπτωση, ο δράστης ανακοινώνει το γεγονός αυτό ως δική του πεποίθηση, ανεξαρτήτως του τρόπου που δημιουργήθηκε αυτή, στη δε δεύτερη περίπτωση, ο δράστης μεταδίδει περαιτέρω ισχυρισμό άλλου ανακοίνωση) περί γεγονότος, χωρίς να υιοθετεί τον εν λόγω ισχυρισμό. Γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου, είναι, υπό την έννοια του άρθρου 362 ΠΚ, κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, αλλά και κάθε συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφορά αναγόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, η οποία υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, αντίκειται δε στο νόμο, την ηθική και την ευπρέπεια, ακόμη δε και κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά ή σχέση προσώπου, εφόσον συνάπτεται άμεσα με κάτι που έχει συμβεί. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης, αξιολογικής κρίσεως και χαρακτηρισμοί, όταν συνδέονται και σχετίζονται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία συνιστούν γεγονός, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα και στη συγκεκριμένη περίπτωση να συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του θιγομένου. Μπορεί τα γεγονότα να μην αναφέρονται στον εξωτερικό κόσμο, αλλά να συνιστούν ενεργήματα του εσωτερικού κόσμου όπως λ.χ. κίνητρα, σκοποί ιδιότητες, χαρακτήρα, όταν τίθενται για να καθορίσουν εξωτερικά συμβάντα σε μία αναγνωρίσιμη σχέση. Ως γεγονός κυρίως χαρακτηρίζεται κάτι το συγκεκριμένο ή εξατομικευμένο ή κάτι το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις ή κάτι που μπορεί να αποδειχθεί. Απλές όμως κρίσεις, γνώμες και χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού (χωρίς να συνδέονται με συγκεκριμένο γεγονός), είναι δυνατό να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξυβρίσεως όχι όμως και εκείνο της δυσφημίσεως. Περαιτέρω “Τιμή” είναι το αγαθό όνομα ή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως από αυτό ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ “υπόληψη” είναι το αγαθό όνομα, ή εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του.
Σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ “αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του πραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί (συμμέτοχοι) πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης, μπορεί να συνίσταται στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πρήξεις ιών συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαία να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (Ολ ΑΠ 50/1990).
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται ή αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν, ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη, περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αρ.1857, 530/2014 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες για την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης από κοινού και καταδίκασε έκαστο, σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα, μετά από συνεκτίμηση των κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης , που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του, την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, δέχθηκε, σε συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά – κατά πιστή μεταφορά: “Οι κατηγορούμενοι στην Αθήνα την 16-6-2006 και την 29-5-2007, από κοινού ενεργούντες, ισχυρίσθηκαν ενώπιον τρίτου για τον εγκαλούντα – πολιτικώς ενάγοντα, γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, των ανωτέρω δε πράξεων έλαβε το πρώτον γνώση στις 29-5-2007, συγκεκριμένα δε ως Πρόεδροι και Διευθύνοντες Σύμβουλοι (διαδοχικά) της εταιρείας … και ήδη …. αντιστοίχως, συνέταξαν (ο πρώτος τούτων Γ. Γ..) και υπέβαλαν (ο δεύτερος τούτων Θ. Σ.), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην δικάσιμο της 29-5-2007, την από 16-6-2006 αναφορά της προαναφερόμενης εταιρείας απευθυνόμενης στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης, δια του περιεχομένου της οποίας ισχυρίσθηκαν σε βάρος του ανωτέρω μηνυτή Β. Ο., παίκτη του ΚΑΖΙΝΟ της εταιρείας …. και ήδη …. τα κατωτέρω γεγονότα, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του: Ι) ότι οι καταγγελίες του ως άνω μηνυτή απέβλεπαν στην δημιουργία αποδεικτικών στοιχείων για την θεμελίωση χρηματικών αξιώσεων και
ΙΙ) ότι ο μηνυτής επεδείκνυε ανάρμοστη συμπεριφορά, πρόθεση συστηματικής παρακωλύσεως της ομαλής διεξαγωγής των παιχνιδιών, πρόθεση διατάραξης της ησυχίας των χώρων και πρόθεση αμφισβήτησης του ασκουμένου από τη διεύθυνση του ως άνω ΚΑΖΙΝΟ ελέγχου του ΚΑΖΙΝΟ. Ενισχυτική των προαναφερθέντων, είναι ιδία η αναγνωσθείσα από το Δικαστήριο αίτηση – υπόμνημα της ως άνω εταιρείας, της οποίας οι κατηγορούμενοι δεν αρνούνται ότι ήσαν νόμιμοι εκπρόσωποι (ορ. και τον συνημμένο στην παρούσα απόφαση και κατωτέρω αναφερόμενο αυτοτελή ισχυρισμό τους). Εξ άλλου, ως προς τον αυτοτελή ισχυρισμό των κατηγορουμένων ότι προέβησαν στην πράξη τους αυτή , ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ως άνω εταιρείας εκ δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και δη προς διαφύλαξη των νομίμων δικαιωμάτων της άνω εταιρείας και από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, χωρίς σκοπό εξυβρίσεως και χωρίς υπέρβαση του μέτρου της έκφρασης, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον τα αναφερόμενα στην από 16-6-2006 αίτηση – υπόμνημα της άνω εταιρείας, αντικειμενικά υπονοούν γεγονότα βλαπτικά της τιμής και της υπόληψης του ως άνω μηνυτή, καθόσον δημιουργούν την εντύπωση ότι ο προαναφερόμενος μηνυτής ενεργούσε ιδιοτελώς, αποβλέποντας στη δημιουργία αποδεικτικών στοιχείων προς θεμελίωση χρηματικών αξιώσεων και εμφανίζουν τον μηνυτή ως άτομο που επιδεικνύει ανάρμοστη συμπεριφορά, έχει πρόθεση συστηματικής παρακώλυσης της ομαλής διεξαγωγής των παιχνιδιών και της διαταράξεως της ησυχίας των χώρων του Καζίνο της ως άνω εταιρείας καθώς και πρόθεση αμφισβητήσεως του ασκουμένου από τη διεύθυνση του ως άνω Καζίνο ελέγχου, υπερβαίνουν δε κατ’ αντικειμενική κρίση το αναγκαίο μέτρο και το δικαιολογημένο ενδιαφέρον των ανωτέρω κατηγορουμένων, ως διαδοχικά νόμιμων εκπροσώπων της ως άνω εταιρείας, για τη διαφύλαξη των νόμιμων δικαιωμάτων αυτής, (εταιρείας της οποίας οι κατηγορούμενοι ήσαν νόμιμοι εκπρόσωποι), ενέχουν δε υπέρβαση του μέτρου της έκφρασης σκοπό εξυβρίσεως του μηνυτή, ιδία εν όψει και του ότι υπονοούν τα προαναφερθέντα γεγονότα τα οποία αντικειμενικά συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντα και υπερβαίνουν κατ’ αντικειμενική κρίση το αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων υπό την προεκτεθείσαν ιδιότητά τους. Με βάση τα ανωτέρω δεν αίρεται κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, ως προς τις περιεχόμενες σ’ αυτό εξυβριστικές εκφράσεις, ο άδικος χαρακτήρας των προαναφερομένων ισχυρισμών, δυναμένων να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του πολιτικώς ενάγοντα που περιέχονται στην από 16-6-2006, απευθυνόμενη στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης, αναφορά της άνω εταιρείας την οποία υπό τις άνω ιδιότητες συνέταξαν (ο πρώτος των κατηγορουμένων Γ. Γ.. και υπέβαλαν (ο δεύτερος τούτων Θ. Σ.) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην δικάσιμο της 29-5-2007. Πρέπει λοιπόν να κηρυχθούν ένοχοι…” Με βάση τις παραδοχές αυτές κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες -κατηγορουμένους, κατά το διατακτικό του, του ότι: “Στην Αθήνα την 16-6-2006 και την 29-5-2007 από κοινού ενεργούντες με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκαν για κάποιον άλλο γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του και συγκεκριμένα ως Πρόεδροι και Διευθύνοντες Σύμβουλοι (διαδοχικά) της εταιρείας … και ήδη …. συνέταξαν (1ος Γ. Γ.) και υπέβαλαν (2ος Σ. Θ.), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 29-5-2007 την από 16-6-2006 αναφορά της εταιρείας προς το Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης δια του περιεχομένου της οποίας ισχυρίσθηκαν τα κάτωθι γεγονότα σε βάρος του μηνυτή Β. Ο., παίκτη του άνω Καζίνο ήτοι: Α) ότι οι καταγγελίες του μηνυτή απέβλεπαν στη δημιουργία αποδεικτικών στοιχείων για τη θεμελίωση χρηματικών αξιώσεων Β) ότι ο μηνυτής επεδείκνυε ανάρμοστη συμπεριφορά, πρόθεση συστηματικής παρακώλυσης της ομαλής διεξαγωγής των παιχνιδιών, πρόθεση διαταράξεως της ησυχίας του χώρου και πρόθεση αμφισβήτησης του ασκούμενου από τη διεύθυνση του Καζίνο Ελέγχου όψει και του ότι υπονοούν τα προαναφερθέντα γεγονότα, τα οποία συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και υπερβαίνουν κατ’ αντικειμενική κρίση το αναγκαίο μέτρο προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων του”.
Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45, 362, ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, από τις παραδοχές της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο αιτιολογεί με πληρότητα τη συνδρομή όλων των υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξης της δυσφήμησης, για την οποία κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους, χωρίς να χρειάζεται ειδική αιτιολογία για το δόλο τους, αφού η στοιχειοθέτηση της ανωτέρω πράξης, κατά τα προαναφερθέντα, δεν απαιτεί ύπαρξη άμεσου δόλου. Συγκεκριμένα, από τις παραδοχές της, (είναι σαφές ότι) η τέλεση του αδικήματος έλαβε χώρα κατόπιν συναπόφασης και συνεκτέλεσης από τους αναιρεσείοντες -κατηγορουμένους, οι οποίοι ενήργησαν από κοινού με διακριτούς ρόλους, που συνίστανται: α) στην από τον αναιρεσείοντα Γ. Γ., σύνταξη της από 16-6-2006 αναφοράς προς το Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης, με την οποία ισχυρίσθηκαν τα αναφερόμενα στο σκεπτικό και διατακτικό της προσβαλλόμενης γεγονότα για τον πολιτικώς ενάγοντα, που μπορούσαν να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψή του, και β) με την προσκόμιση της αναφοράς αυτής από τον αναιρεσείοντα Σ. Θ., ενώπιον ‘ του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 29-5-2007,ημεροχρονολογία κατά την οποία έλαβε χώρα το αδίκημα της απλής δυσφήμησης σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντα, αφού ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσκομίζοντας ως σχετικό της δίκης την ως άνω αναφορά τον εμφάνισαν, ως άτομο που ενεργούσε ιδιοτελώς, αποβλέποντας στην δημιουργία αποδεικτικών μέσων προς θεμελίωση χρηματικών αξιώσεων, που επιδεικνύει ανάρμοστη συμπεριφορά, έχει πρόθεση συστηματικής παρακώλυσης της ομαλής διεξαγωγής των παιχνιδιών κατ της διαταράξεως της ησυχίας των χώρων του Καζίνο της εταιρείας με την επωνυμία … (…) … και ήδη ….. Ήτοι ισχυρίσθηκαν ενώπιον τρίτου, (του ως άνω δικαστή), για τον πολιτικώς ενάγοντα γεγονότα τα οποία υποπίπτουν, στην κοινή αντίληψη καν είναι δεκτικά αποδείξεως. Αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων αυτές πρέπει να απορριφθούν για τους ως ανωτέρω λόγους σχετικώς 1) Η αιτίασή τους ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως διότι, η παραδοχή ότι οι αναιρεσείοντες από κοινού ενεργούντες διαδοχικά, την 16-6-2006 και την 29-5-2007, τελεί σε αντίφαση με την παραδοχή της ότι, ο πρώτος συνέταξε την από 16-6-2006 αναφορά της υπ’ αυτού εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία … …., την οποία απηύθυνε στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης, και ο δεύτερος την υπέβαλλε ως σχετικό ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 29-5-2007, υπό την ιδιότητα του τότε προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της ίδιας εταιρείας και ειδικότερα ότι η παραδοχή αυτή περί διαδοχής στη θέση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου των αναιρεσειόντων, αποκλείει την συναπόφαση των κατηγορουμένων, εφόσον δεν συνέπεσαν στην εκπροσώπηση της ανωτέρω εταιρείας στον ίδιο χρόνο, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη ,διότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ενήργησαν από κοινού, ήτοι με κοινό δόλο κατά την απόφαση και την εκτέλεση της αξιοποίνου πράξεως τους , με διαδοχικές συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις αυτών, που διαχωρίζονται για τον πρώτο ότι συνέταξε την αναφορά που περιείχε τα δυσφημιστικά γεγονότα κατά τον χρόνο που ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας και για τον δεύτερο ότι προσκόμισε αυτή ως σχετικό σε δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τον χρόνο που διαδέχθηκε τον πρώτο στην ανωτέρω θέση. Για την συναπόφαση και την συνεκτέλεση της αξιοποίνου πράξεως, δεν ήταν αναγκαία προϋπόθεση να τελούσαν κατά τον ίδιο χρόνο στην εκπροσώπηση της εταιρείας αυτής. 2) Η αιτίαση τους ότι, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης ότι, ο πρώτος αναιρεσείων συνέταξε την από 16-6-2006 αναφορά απευθυνόμενη στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης και ο δεύτερος προσκόμισε αυτήν ως σχετικό σε δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ,καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 45 ΠΚ, δηλαδή αν με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν για μία πράξη τελεσθείσα από κοινού ή αν ο καθένας καταδικάσθηκε αυτοτελώς ως αυτουργός ισχυριζόμενος τα ίδια δυσφημιστικά γεγονότα, ο πρώτος με την προσκόμιση της αναφοράς στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης και ο δεύτερος με την προσκόμιση της στην προαναφερθείσα δίκη, είναι αβάσιμη επίσης. Τούτο διότι με σαφήνεια προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ότι καταδικάσθηκαν από κοινού για απλή δυσφήμηση του πολιτικώς ενάγοντος Β. Ο., παίκτη του Καζίνο της προαναφερθείσας εταιρείας, που έλαβε χώρα την 29-5-2007ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η παραδοχή αυτή αιτιολογείται και από τον αναφερόμενο στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης χρόνο που περιήλθαν σε γνώση του πολιτικώς ενάγοντος, τα δυσφημιστικά γεγονότα σε βάρος του που διαλαμβάνεται ότι ήταν η 29-5-2007,και τέθηκε για να κριθεί το παραδεκτό της εγκλήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, η οποία επισκοπούμενη προκύπτει ότι υποβλήθηκε την 29-8-2007 δηλαδή εντός τριμήνου προθεσμίας από τη γνώση της πράξεως, ενώ η σύνταξη της αναφοράς (επί μέρους συγκλίνουσα πράξη) έλαβε χώρα την 16-6-2006. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ ,λόγοι αναιρέσεως, ενσωματωμένοι στον τρίτο λόγο αυτής, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως r με τη μορφή της ελλείψεως νομίμου βάσεως είναι αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι οι αναιρεσείοντες υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας βάλλουν κατά της ουσιαστικής περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 171 §2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το 510 §1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα, επιφέρει η παρά τον νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υφίσταται όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης, ή όταν παραβιάστηκε η διαδικασία η οποία έπρεπε να τηρηθεί, αναφορικά με τον τρόπο και τον χρόνο άσκησης της. Δεν ασκεί δε καμία επιρροή οποιαδήποτε έλλειψη ή πλημμέλεια της δήλωσης παράστασης της πολιτικής αγωγής στην προδικασία, όπως στην περίπτωση μη διορισμού αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, σε περίπτωση της μη μονίμου διαμονής του δηλούντος σ’ αυτή η οποία συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτής άρθρο 84 ΚΠΔ διότι από την έλλειψη αυτή δεν αποκτάται η ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος από εκείνον που την υπέβαλε, αφού κατά το άρθρο 83 §2 του ΚΠΔ η παράλειψη του νομιμοποιουμένου να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στο στάδιο της προδικασίας είτε με την έγκληση, είτε με άλλο έγγραφο δεν επηρεάζει το δικαίωμα του να εγείρει πολιτική αγωγή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. Η άνω ακυρότητα επέρχεται μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες (Ολ. ΑΠ 762/1992), μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα έχει υποπέσει σε παραγραφή, εκτός αν ο κατηγορούμενος πρότεινε την σχετική ένσταση. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 παρ. 2 ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τον δικαιούμενο κατά τις διατάξεις του Α.Κ (άρθρο 932 ΑΚ), μέχρι να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Εξάλλου, στο άρθρο 937 του Α.Κ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση, εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ’ άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΠΚ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ. 1 ΑΚ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ.3 του άρθρου 113 του Π.Κ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Πολ. Ολ. ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής, η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, κατά δε το άρθρο 270 ΑΚ, αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εφόσον όμως, η ένσταση της παραγραφής, διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ), το, δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ’ αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητα της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί ο πολιτικός ενάγων στο ποινικό δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεων του Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτόδικο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το αστικό δίκαιο (937 ΑΚ), πρέπει να προβάλλεται, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν μπορεί να προβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, στο ακροατήριο, το πρώτον, κατά τη συζήτηση στο εφετείο της υποθέσεως, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού-αποτελέσματος της εφέσεως που ασκήθηκε, από τον κατηγορούμενο, εφόσον δεν προβλήθηκε με λόγο της εφέσεως αυτού, αφού, κατά το άρθρο 502 παρ.2 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνο των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τις ανάγκες ελέγχου του πρώτου αναιρετικού λόγου, προκύπτουν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά: Ο πολιτικώς ενάγων, Β. Ο., κάτοικος …, υπέβαλλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, την από 29-8-2007 έγκληση του κατά των αναιρεσειόντων, με την οποία ζητούσε την ποινική τους δίωξη για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού σε βάρος του. Στην έγκληση του αυτή, δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που επικαλείτο ότι υπέστη, από τη φερομένη σε βάρος του αδικοπραξία, για το ποσό των πενήντα (50) Ευρώ, από έκαστο των κατηγορουμένων με επιφύλαξη. Κατά τη δήλωση του αυτή, δεν διόρισε αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου στο οποίο απηύθυνε την πολιτική αγωγή του, που ήταν το κατά το άρθρο 122 παρ. 1 ΚΠΔ αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο, των Αθηνών. Η έλλειψη αυτή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω καθιστούσε την άσκηση της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου απαράδεκτη, με συνέπεια τη μη διακοπή της παραγραφής της αστικής αξίωσής του στο στάδιο της προδικασίας. Στη συνέχεια, κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, (πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) κατά τη δικάσιμο της 31-5-2013, προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας εμφανίσθηκε ο εγκαλών, μετά του συνηγόρου του ,και δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής, για χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη σε βάρος του φερομένη ως τελεσθείσα αδικοπραξία για το ποσό των πενήντα (50) €. από έκαστο των κατηγορουμένων, για την οποία κατέβαλε και τα σχετικά παράβολα. Η δήλωσή του αυτή ήταν παραδεκτή και νόμιμη, καθόσον στο ακροατήριο δεν απαιτείται διορισμός αντικλήτου, δεδομένου ότι ο διορισθείς συνήγορος είναι εκ του νόμου και αντίκλητος. Κατά της παραστάσεως αυτής, αντέλεξε ο εκπροσωπών τους κατηγορουμένους συνήγορος, που πρόβαλλε ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής χωρίς ειδικότερη ξαναφορά του λόγου αποβολής της, (πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης σελ.4.). Το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αυτή ως ακολούθως: “Η παράσταση πολιτικής αγωγής πρέπει να γίνει δεκτή και να διατηρηθεί καθότι ασκήθηκε εμπροθέσμως και υπάρχει έννομο συμφέρον προς άσκησή της”. Εν συνεχεία με τη με αρ. 33684/2013 απόφασή του το άνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο καταδίκασε τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους για την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης από κοινού κατά μεταβολή της κατηγορίας σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, έκαστο, επιδίκασε δε τo αιτούμενο από τον πολιτικώς ενάγοντα χρηματικό ποσό, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη. Κατά της αποφάσεως αυτής, οι κατηγορούμενοι άσκησαν τις υπ’ αρ. 3055/2013 και 33684/2013 εφέσεις, στις οποίες ως ειδικό λόγο εφέσεως διέλαβαν και το ότι “παρανόμως παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγων ο Β. Ο. κατά παράβαση του άρθρου 84 ΚΠΔ, καθόσον δεν είχε διορίσει αντίκλητο παρά το ότι είναι μόνιμος κάτοικος … κακώς απορριφθείσας της ενστάσεως αποβολής της πολιτικής αγωγής”. Κατά την εκδίκαση των εφέσεών τους, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων, κατά τη δικάσιμο της 27-2-2014, ο εγκαλών παριστάμενος μετά του συνηγόρου του Δ. Ν., δήλωσε την αυτή παράσταση πολιτικής αγωγής κατά της οποίας οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι δια των συνηγόρων τους, πρόβαλαν αντιρρήσεις υποβάλλοντας γραπτώς ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, την οποία ανέπτυξαν και προφορικά, με το ακόλουθο περιεχόμενο: “Σύμφωνα με το άρθρο 84 ΚΠΔ για το περιεχόμενο της δήλωσης της πολιτικής αγωγής η δήλωση είναι απαράδεκτη… εάν δεν περιέχει διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, εάν αυτός που κάνει τη δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Επειδή κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής από τον Β. Ο., μόνιμο κάτοικο …, δεν διορίσθηκε αντίκλητος στην έδρα του δικαστηρίου, ούτε είχε διορισθεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος και επειδή παρήλθε πενταετία εντός της οποίας για τους ως άνω λόγους δεν έγινε νόμιμη παράσταση πολιτικής αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του Β. Ο.”. Το δικαστήριο, την ως άνω ένσταση, απέρριψε με την παρακάτω αιτιολογία κατά τα εν προκειμένω ενδιαφέροντα σημεία της: “Η αιτίαση των εκκαλούντων – κατηγορουμένων, περί παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής στο ακροατήριο, γιατί δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 84 του ΚΠΔ και ειδικότερα γιατί ο πολιτικώς ενάγων, δεν διόρισε αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου, καίτοι αυτός διέμενε εκτός της έδρας αυτού είναι αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, έχει ο αδικηθείς που δεν διαμένει μόνιμα εκεί, μόνο όταν προβαίνει στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία και όχι όταν την υποβάλλει προφορικά με το συνήγορο του στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου… αφού στην τελευταία περίπτωση ο διοριζόμενος στο ακροατήριο δικηγόρος ως εν προκειμένω είναι και αντίκλητος από το νόμο… Επίσης ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων περί αποβολής της πολιτικής αγωγής λόγω πενταετούς παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του μηνυτή είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον εντός της πενταετίας από την φερομένη τέλεση των αποδιδόμενων στους κατηγορουμένους (αντιστοίχως) αξιόποινων πράξεων ασκήθηκε δια καταθέσεως και επιδόσεως σε σχέση με την από τον μηνυτή ως ενάγοντα η προσκομιζόμενη από 10-6-2011 φέρουσα αρ. εκθ. κατ. …/15-6-2011 αγωγή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, αφορώσα και τις τώρα επίδικες αξιόποινες πράξεις ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών”. Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, καταδίκασε τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους για την αξιόποινη πράξη της απλής δυσφήμησης από κοινού σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) φτηνών έκαστο και επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση στον πολιτικώς ενάγοντα το ποσό των πενήντα (50) €. Από έκαστο των κατηγορουμένων. Με την ως άνω απόφαση του (προσβαλλόμενη), το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 171 παρ.2 ΚΠΔ, ως αβάσιμα διατείνονται, με τον πρώτο λόγο της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως τους, οι αναιρεσείοντες, που υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ένσταση τους περί αποβολής της πολιτικής αγωγής λόγω παραγραφής της αστικής αξιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος, διότι από τη γνώση της ζημίας και των υπόχρεων προς αποζημίωση, από τον δικαιούμενο αυτής μέχρι την άσκηση της αξιώσεώς του στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον της πενταετίας, χωρίς να συντρέξει λόγος διακοπής ή αναστολής αυτής. Τούτο διότι ανεξαρτήτως από την πληρότητα της αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με την οποία απορρίφθηκε η περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ένστασή τους λόγω παραγραφής, η ένσταση αυτή ήταν απαράδεκτη, διότι το πρώτον προβλήθηκε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ενώ έπρεπε για το παραδεκτό αυτής να προβληθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και σε περίπτωση απόρριψής της με ειδικό λόγο των ασκηθεισών κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως εφέσεων, για να μεταβιβασθεί προς κρίση και κατά το κεφάλαιο αυτό ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, γεγονός που δεν συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση.
Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το σκέλος της, που απέρριψε την ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής ,δεχόμενο ότι επήλθε διακοπή της αστικής αξιώσεως του εγκαλούντος με την άσκηση της υπ’ αρ. …/15-6-2011 αγωγής που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος των αναιρεσειόντων, με την οποία ζητούσε αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπραξία, διότι η ως άνω αγωγή δεν στρέφεται κατ’ αμφοτέρων των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων αλλά κατά του πρώτου από αυτούς (Γ. Γ.) και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…”. Η αιτίαση αυτή όμως προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, ήτοι της πληρότητας της αιτιολογίας αυτής, ενώ η ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής ήταν απαράδεκτη για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (μη ειδική προβολή της ενστάσεως αποβολής αυτής λόγω παραγραφής της αστικής αξίωσης του εγκαλούντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στο δευτεροβάθμιο με ειδικό λόγο των εφέσεων των αναιρεσειόντων).
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ σε συνδ. με το αρθρ. 171 παρ. 2 ΚΠΔ ,πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης περί απολύτου ακυρότητας, της διαδικασίας, στο ακροατήριο λόγω κακής παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, είναι αβάσιμοι.
Μετά ταύτα, αφού δεν προβάλλεται άλλος λόγος της κρινόμενης κοινής αίτησης αναίρεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί και να επιβληθούν σε έκαστο των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Απορρίπτει την υπ’ αρ…./23-12-2014 κοινή αίτηση- δήλωση των αναιρεσειόντων, Γ. Γ. Γ. του Ε., κατοίκου …, και Σ. Θ. του Β., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αρ. 1857,530/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ, για έκαστο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ