Περίληψη:
Υιοθεσία ανηλίκου πριν από τον ν. 2447/96. Προϋποθέσεις αποκτήσεως κληρονομικού δικαιώματος (εξ αδιαθέτου) έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του. Μεταβατικές διατάξεις. Κληρονομικό δικαίωμα υιοθετηθέντος προ του ν. 2447/96 στην κληρονομιά του θετού του γονέα που απεβίωσε μετά τον ν. 2447/96. Αναιρετικός λόγος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., βάσιμος (αναιρεί την Εφ.Αθ. 4906/2010)
Αριθμός 2197/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Η. Σ. του Ε., κατοίκου …, 2)Α. Δ. του Δ., κατοίκου … και 3)Μ. Δ. του Δ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Χολέβα.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. – Κ. Σ. του Ι., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Πανάγο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/1/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3960/2004, 1462/2007 μη οριστικές, 6356/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4906/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/11/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 28/12/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε ν’ απορριφθεί η από 15/11/2010 αίτηση για αναίρεση της 4906/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1561 παρ.1 του Α.Κ., όπως ισχύει μετά τον ν.2447/1996, με τον οποίο και από την έναρξη της ισχύος του (30-12-1996) καταργήθηκε το κεφάλαιο του Α.Κ. για την υιοθεσία και στη θέση του τέθηκε νέο, δέκατο τρίτο, κεφάλαιο (άρθρα 1542-1588). “Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια (…) και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του. Έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του ο ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο. Το ίδιο ισχύει και για τους κατιόντες του θετού τέκνου (…)”. Με τη διάταξη αυτή, με την οποία, όπως και στην Εισηγητική Έκθεση του κυρωθέντος σχεδίου νόμου αναφέρεται, επέρχεται διακοπή κάθε δεσμού του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια και πλήρης ένταξή του στην οικογένεια των θετών γονέων, δημιουργείται σχέση τεχνητής συγγένειας μεταξύ του υιοθετούντος και των συγγενών του αφενός και του υιοθετουμένου αφετέρου, και αναγνωρίζεται βάσει της σχέσεως αυτής αμοιβαίο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα μεταξύ τους (Α.Π. 2035/2009, 391/2013), το οποίο δεν υπήρχε υπό το προϊσχύον δίκαιο της υιοθεσίας (παλαιά άρθρα 1579, 1583 του Α.Κ., αρθρ. 1 εδ. α’ και 13 παρ. 1 ν.δ. 610/1970), κατ’ αποκλεισμόν δε του προϋφισταμένου (ίδιες διατάξεις 1579, 1583 του Α.Κ.) κληρονομικού δικαιώματος του ανηλίκου έναντι της φυσικής του οικογένειας. Εξάλλου κατά το άρθρο 57 παρ. 1 του ίδιου ν.2447/1996, που αποτελεί μεταβατική διάταξη, παρόμοια με εκείνη του άρθρου 88 παρ. 1 του Εισ.Ν Α.Κ., “Με εξαίρεση τις ρυθμίσεις που ακολουθούν, υιοθεσίες που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου διέπονται ως προς το κύρος τους και τα έννομα αποτελέσματα από το έως τώρα δίκαιο (…)”, κατά δε το ίδιο άρθρο 57 παρ. 3 του ν.2447/1996 “Στις περιπτώσεις υιοθεσιών ανηλίκων που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, ο θετός γονέας έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο, με αίτησή του που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πλήρη ένταξη του τέκνου στην οικογένειά του, σύμφωνα με τα άρθρα 1561 έως 1566 του Α.Κ. (…)”. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι επί υιοθεσιών ανηλίκων που τελέστηκαν πριν από τον ν.2447/1996 η πλήρης ένταξη του υιοθετημένου στην οικογένεια του υιοθετήσαντος αφέθηκε, ενόψει και των συνεπειών της, στην βούληση (πρωτοβουλία) του τελευταίου, συντελείται δε με την υποβολή από αυτόν της σχετικής ως άνω αίτησης και την έκδοση επ’ αυτής αποφάσεως του δικαστηρίου, από την οποία και γεννάται το προαναφερθέν αμοιβαίο, μεταξύ θετού τέκνου και υιοθετήσαντος, κληρονομικό δικαίωμα, με αντίστοιχη κατάργηση του (προϋφισταμένου) κληρονομικού δικαιώματος του ανηλίκου έναντι της φυσικής του οικογένειας. Επομένως πριν (χωρίς) την ένταξη αυτή δεν καταλύεται το κληρονομικό δικαίωμα του υιοθετηθέντος προ της ισχύος του ν.2447/1996 ανηλίκου έναντι των φυσικών συγγενών του που απεβίωσαν μετά την έναρξη της ισχύος του ν.2447/1996 (Α.Π. 451/2011, 391/2013) και αντιστοίχως δεν γεννάται το ανωτέρω αμοιβαίο κληρονομικό δικαίωμα μεταξύ του θετού τέκνου και του υιοθετήσαντος (και των μελών της οικογενείας του). Η προρρηθείσα μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν.2447/1996, ως ειδική, σχετικά με τις δημιουργούμενες ως άνω
κληρονομικές σχέσεις, κατισχύει εκείνης του άρθρου 92 εδ. α’ του Εισ.Ν.Α.Κ., κατά την οποία “οι σχέσεις του κληρονομικού δικαίου, αν ο κληρονομούμενος πέθανε πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνονται και στο εξής κατά το έως τώρα δίκαιο” και από την οποία εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι οι σχέσεις του κληρονομικού δικαίου, αν ο κληρονομούμενος πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνονται κατά τον κώδικα αυτόν, και αποκλείει (η μεταβατική διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν.2447/1996) την αναλογική εφαρμογή της ειρημένης διάταξης του άρθρου 92 εδ. α’ του Εισ.Ν Α.Κ. στις ανωτέρω περιπτώσεις (υιοθεσία προ του ν.2447/1996 και θάνατος κληρονομουμένου φυσικού συγγενούς μετά τον νόμο αυτό). Υπό την αντίθετη εκδοχή θα εδημιουργείτο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα μεταξύ προσώπων που δεν έχουν την κατά νόμον, ως προϋπόθεση (θεμέλιο) τεθειμένη για το δικαίωμα αυτό, συγγένεια (άρθρα 1813 επ. (Α.Κ), την οποία άλλωστε (συγγένεια) προϋποθέτει υπάρχουσα (δεδομένη) και η προρρηθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 92 εδ. α’ του Εισ.Ν. Α.Κ. και η οποία δεν υφίσταται στην εξεταζόμενη περίπτωση υιοθεσίας χωρίς την κατά τα προεκτεθέντα πλήρη ένταξη του υιοθετημένου στην οικογένεια του υιοθετήσαντος (αρθρ. 57 παρ. 3 ν. 2447/1996). Τα ανωτέρω ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν ο θετός γονέας απεβίωσε προ της ισχύος του ν. 2447/1996 και επομένως δεν ήταν δυνατή η εκ μέρους του υποβολή αιτήσεως για την πλήρη ένταξη του υιοθετηθέντος ανηλίκου στην οικογένειά του (θετού γονέα) κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2447/1996, αφού κρίσιμο εν προκειμένω είναι η κατά τη διάταξη αυτή ένταξη του ανηλίκου στη θετή του οικογένεια και όχι ο λόγος της μη εντάξεώς του (ΑΠ 391/2013). Τέλος, ο κατά τα άρθρα 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δημιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας δεν εφήρμοσε τέτοιον κανόνα ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφήρμοσε τον κανόνα ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή (ΑΠ 635/2011, 391/2013).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη, θετό τέκνο του Ι. Σ. από υιοθεσία που τελέστηκε το έτος 1956 (υπ’ αριθμ. 9128/56 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου της κληρονομίας του Δ. Σ., που απεβίωσε χωρίς διαθήκη την 17-6-2001 και του οποίου η σύζυγος Ε. Σ., με την οποία δεν είχε αποκτήσει τέκνα και η οποία είχε προαποβιώσει την 29-5-2000, ήταν αδελφή του ανωτέρω θετού πατέρα της αναιρεσίβλητης, ο οποίος και αυτός είχε προαποβιώσει την 3-6-1998 (άρθρα 1814 και 1820 του ΑΚ). Δέχθηκε δηλαδή το Εφετείο ότι η αναιρεσίβλητη, που είχε υιοθετηθεί προ του ν.2447/1996, είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος του κληρονομουμένου Δ. Σ., ο οποίος απεβίωσε μετά τον ν.2447/96, στη θέση των προαποβιωσάντων ως άνω θετού πατέρα της (αναιρεσίβλητης) και της αδελφής του τελευταίου Ε. Σ., συζύγου εν ζωή του κληρονομουμένου. Στην αναιρεσιβαλλομένη δεν υπάρχει παραδοχή, ούτε είχε προβληθεί τέτοιος ισχυρισμός, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ότι η αναιρεσίβλητη είχε ενταχθεί πλήρως στη θετή της οικογένεια με αίτηση του θετού της πατέρα και έκδοση σχετικής δικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με την προρρηθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν.2447/1996. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η αναιρεσίβλητη δεν είχε ενταχθεί πλήρως στη θετή της οικογένεια, με αποτέλεσμα να μην έχει αποκτήσει έναντι της οικογένειας αυτής αμοιβαίο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα κατά τις ισχύουσες ήδη ως ανωτέρω (νέες) διατάξεις των άρθρων 1561 επ. του ΑΚ, εν συνδυασμώ με εκείνες των άρθρων 1814 και 1820, και 57 παρ.1 του ν.2447/1996, 88 παρ.1 και 92 εδ. α’του Εισ. ΝΑΚ, τις οποίες εφήρμοσε το Εφετείο αν και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. ‘Ετσι το Εφετείο, που βάσει των παραδοχών αυτών απέρριψε κατά το ανωτέρω ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομίας του θανόντος Δ. Σ. την ένδικη αγωγή περί κλήρου των αναιρεσειόντων, με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό τους δικαίωμα ως μόνων κληρονόμων, επί όλης της κληρονομίας αυτής και να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να τους αποδώσει, τα αναφερόμενα κληρονομιαία ακίνητα, παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις, οι οποίες και δεν ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο, από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Και πρέπει, κατά παραδοχήν αυτού του λόγου, μετά την οποία και παρέλκει η έρευνα των λοιπών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 4906/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ