ΑΠΟΦΑΣΗ
X. κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 12.05.2022 (αρ. προσφ. 64886/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα Χ., είναι υπήκοος της Τσεχίας η οποία γεννήθηκε το 1980 και ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η υπόθεση αφορά ουσιαστικά την εκτέλεση από τα τσεχικά δικαστήρια της απόφασής τους να επιστρέψει η κόρη της προσφεύγουσας στις ΗΠΑ στον πατέρα βάσει της Σύμβασης της Χάγης για τις αστικές πτυχές της διεθνούς απαγωγής παιδιών.
Ο σύζυγος της προσφεύγουσας και πατέρας του παιδιού είχε κινήσει τη διαδικασία βάσει της Σύμβασης της Χάγης επειδή δεν είχε επιστρέψει μαζί του στις ΗΠΑ με την κόρη τους αφού προηγουμένως ταξίδεψαν στην Τσεχία τον Ιούνιο 2016. Υποστήριξε ότι η επίσκεψη ήταν μόνο προσωρινή, ενώ η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι είχαν σκοπό να εγκατασταθούν στην Τσεχία, λόγω των προβλημάτων υγείας της κόρης τους και των δυσκολιών απόκτησης ιατρικής ασφάλισης στις ΗΠΑ. Ο πατέρας και η κόρη τελικά επέστρεψαν στις ΗΠΑ το 2019, ενώ λίγο αργότερα ακολούθησε η προσφεύγουσα.
Επικαλούμενη το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής), η προσφεύγουσα κατήγγειλε την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής της κόρης της στις ΗΠΑ. Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι ο πατέρας χρειάστηκε περισσότερους από 11 μήνες για να ζητήσει την επιστροφή του παιδιού και τα εν λόγω δικαστήρια είχαν υιοθετήσει μια απλοϊκή προσέγγιση σύμφωνα με την οποία κάθε αίτηση που κατατίθεται εντός την ετήσιας προθεσμίας γινόταν δεκτή, χωρίς να ληφθεί υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και η συνολική συμπεριφορά του πατέρα έως τότε.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι διαπιστώθηκε κατά τη διαδικασία επιστροφής ότι η προσφεύγουσα είχε ενεργήσει «αθέμιτα» κατά την έννοια της Σύμβασης της Χάγης όταν κράτησε την κόρη της στην Τσεχία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα. Το ΕΔΔΑ συμφώνησε με την προσφεύγουσα ότι το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού πρέπει να είναι πρωταρχικής σημασίας στις διαδικασίες που θεσπίζει η Σύμβαση της Χάγης. Ωστόσο, δεν έπρεπε να παραβλεφθεί ότι μεταξύ των συστατικών στοιχείων της έννοιας αυτής είναι επίσης το γεγονός ότι το παιδί δεν απομακρύνεται από τον έναν από τους γονείς.
Κατά το ΕΔΔΑ ο τρόπος με τον οποίο εκτελέστηκε η απόφαση, ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της συνεχούς άρνησης της προσφεύγουσας να παραδώσει το παιδί στον πατέρα οικειοθελώς, παρά τη δικαστική απόφαση που ήταν εκτελεστή για περισσότερο από έξι μήνες, και της συμπεριφοράς της προς τον πατέρα.
Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξέταση από τα εθνικά δικαστήρια των αξιώσεων της προσφεύγουσας στη διαδικασία εκτέλεσης πληρούσε τις διαδικαστικές απαιτήσεις που επιβάλλονται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογένειας.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Το 2007 η προσφεύγουσα παντρεύτηκε με τον σύζυγό της, υπήκοο των Ηνωμένων Πολιτειών, στις ΗΠΑ όπου και γεννήθηκε η κόρη τους τον Μάρτιο του 2014. Ως συνέπεια του γάμου τους αυτή απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα και πλέον η ίδια και η κόρη της είχαν διπλή υπηκοότητα. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, αυτή ήταν το μοναδικό πρόσωπο που φρόντιζε το παιδί καθώς ο πατέρας, ο οποίος ήταν και άνεργος, της είχε επιτεθεί σωματικά τον Νοέμβριο του 2014, στη συνέχεια συνελήφθη και του απαγορεύτηκε να πλησιάσει τόσο την ίδια όσο και το παιδί. Ωστόσο δεν κινήθηκε καμία ποινική διαδικασία καθώς η προσφεύγουσα αρνήθηκε τελικά να καταθέσει εναντίον του.
Από τον φάκελο της υπόθεσης προέκυψε ότι τον Μάρτιο του 2015 αμερικανικό δικαστήριο ενέκρινε την συμφωνία των γονέων με βάση την οποία η επιμέλεια του παιδιού ανατέθηκε στη μητέρα και ο πατέρας είχε τα δικαιώματα επικοινωνίας. Ακόμη καθόρισε τους όρους με τους οποίους η προσφεύγουσα μπορούσε να ταξιδέψει εκτός Αμερικής. Αργότερα μητέρα και παιδί επέστρεψαν για να ζήσουν όλοι μαζί και να ασκήσουν από κοινού την επιμέλεια του παιδιού.
Στις 19 Ιουνίου 2016 η οικογένεια ταξίδεψε στην Τσεχία. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι σκόπευαν να εγκατασταθούν εκεί μακροπρόθεσμα, δεδομένων των προβλημάτων υγείας του παιδιού και των δυσκολιών να λάβει επαρκή ιατρική ασφάλιση στις ΗΠΑ. Αντίθετα ο πατέρας υποστήριξε ότι επρόκειτο για μια απλή σύντομη επίσκεψη, καθώς είχαν τα εισιτήρια της επιστροφής που έκλεισαν για τον Σεπτέμβριο του 2016. Τελικά ο πατέρας έφυγε μόνος και επέστρεψε στις ΗΠΑ. Ωστόσο λίγο καιρό αργότερα ξαναγύρισε στην Τσεχία ζητώντας από το Τσεχικό Γραφείο για τη Διεθνή Νομική Προστασία των Παιδιών να διευκολύνει την επαφή με την κόρη του.
Στις 25 Αυγούστου 2017 ο πατέρας κίνησε τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου για την επιστροφή της κόρης του στις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι είχε απομακρυνθεί παράνομα κατά τη Σύμβαση της Χάγης για τις αστικές πτυχές διεθνούς απαγωγής παιδιών. Μετά από δικαστικές διαμάχες, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Μπρνο διέταξε την προσφεύγουσα να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου το παιδί να επιστρέψει στις ΗΠΑ, με την προϋπόθεση ότι ο πατέρας παρείχε διασφαλίσεις για την ομαλή ενσωμάτωση του παιδιού στο νέο περιβάλλον. Όσον αφορά το άρθρο 13 (β) της Σύμβασης της Χάγης, το δικαστήριο έκρινε ότι η επιστροφή του παιδιού δε θα το έθετε σε σωματικό ή ψυχολογικό κίνδυνο ούτε θα συνέβαλλε με άλλο τρόπο στην επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του. Στο μεταξύ, άλλωστε, ο πατέρας είχε αποδείξει ότι το παιδί θα είχε ιατρική ασφάλιση στις ΗΠΑ που θα κάλυπτε την απαραίτητη φροντίδα.
Επικαλούμενη το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) της Σύμβασης, η προσφεύγουσα κατήγγειλε την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής της κόρης της στις ΗΠΑ. Ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ότι ο πατέρας χρειάστηκε περισσότερους από 11 μήνες για να ζητήσει την επιστροφή του παιδιού και τα εν λόγω δικαστήρια είχαν υιοθετήσει μια απλοϊκή προσέγγιση σύμφωνα με την οποία κάθε αίτηση που κατατίθεται εντός την ετήσιας προθεσμίας γινόταν δεκτή, χωρίς να ληφθεί υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και η συνολική συμπεριφορά του πατέρα έως τότε.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Στις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν καλείται να επανεξετάσει τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση του απόφασης περί επιστροφής, αλλά μάλλον τις επακόλουθες εκτελεστικές διαδικασίες στις οποίες τα εθνικά δικαστήρια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαταγή μπορούσε να εκτελεστεί.
Ως προς αυτό, το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι ορισμένα ζητήματα που έθεσε η προσφεύγουσα κατά τη διαδικασία εκτέλεσης ενώπιον του Δημοτικού Δικαστηρίου είχαν ήδη τεθεί, ή θα μπορούσαν να είχαν τεθεί, κατά τη διαδικασία επιστροφής, με αποκορύφωμα την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018. Αυτό ισχύει ιδίως όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την εφαρμογή των εξαιρέσεων βάσει των άρθρων 12 και 13 της Σύμβασης της Χάγης. Πράγματι, κατ’ εξαίρεση, μια αλλαγή στα σχετικά γεγονότα μεταξύ της απόφασης της επιστροφής και της εκτέλεσής της μπορούσε να δικαιολογήσει επανεξέταση. Ωστόσο, το γεγονός και μόνο ότι το εθνικό δικονομικό δίκαιο, εντός του ειδικού πλαισίου της Σύμβασης της Χάγης, απαγόρευσε στην προσφεύγουσα να λάβει την απόφαση του Δημοτικού Δικαστηρίου σχετικά με αυτά τα ζητήματα κατά την επανεξέταση της διαδικασίας επιστροφής στην επακόλουθη εκτελεστική διαδικασία, δεν εγείρει αυτό καθαυτό ζήτημα βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι διαπιστώθηκε στη διαδικασία επιστροφής ότι η προσφεύγουσα είχε ενεργήσει «αθέμιτα» κατά την έννοια της Σύμβασης της Χάγης όταν κράτησε την κόρη της στην Τσεχική Δημοκρατία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα. Επιπλέον, συνήχθη το συμπέρασμα ότι καμία από τις εξαιρέσεις που ορίζονται στα άρθρα 12 και 13 της Σύμβασης της Χάγης δεν είχε εφαρμογή. Έτσι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν συμμορφώθηκε με την οικειοθελή επιστροφή, ο πατέρας κίνησε τη διαδικασία για εκτέλεση της απόφασης, οι αρμόδιες αρχές είχαν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, όπως προβλέπει η εθνική νομοθεσία.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε περαιτέρω στο ότι, όταν διέταξε την επιστροφή του παιδιού στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Μπρνο προχώρησε στη βάση ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των μερών, η προσφεύγουσα θα συνόδευε την κόρη της. Δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι μια επιστροφή υπό τέτοιες συνθήκες θα εξέθετε το παιδί σε σωματική ή ψυχολογική βλάβη ή θα το έθετε σε μια αφόρητη κατάσταση. Προκειμένου να διευθετηθούν οι ανησυχίες της προσφεύγουσας σχετικά με την κατάσταση στέγασης και την προηγούμενη συμπεριφορά του πατέρα, το δικαστήριο διέταξε τον πατέρα να παράσχει στην προσφεύγουσα και στην κόρη της κατάλληλη χωριστή στέγαση, για την ομαλότερη προσαρμογή του παιδιού στο νέο περιβάλλον.
Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυπτε ότι στη μεταγενέστερη εκτελεστική διαδικασία η προσφεύγουσα παρείχε συναφείς αντικειμενικούς λόγους για να δικαιολογήσει τη νέα προτίμησή της, που εκδηλώθηκε μόνο μετά τη διαδικασία επιστροφής, να μην επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μαζί με την κόρη της. Εξήγησε τη θέση της απλώς υποστηρίζοντας ότι ο πατέρας δεν είχε συμμορφωθεί με τη διασφάλιση στέγασης, την οποία το Περιφερειακό Δικαστήριο δεν δέχθηκε αφού εξέτασε τα στοιχεία. Εν προκειμένω, θεώρησε αρκετό ότι ο πατέρας είχε υποβάλει σύμβαση μίσθωσης που είχε συναφθεί στο όνομά του, θεωρώντας ότι σε περίπτωση όπου η προσφεύγουσα αρνούνταν να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και να συνεργαστεί με τον πατέρα, ήταν κατανοητό ότι ο τελευταίος δεν την είχε συμπεριλάβει στη μίσθωση. Το Δικαστήριο τόνισε σε αυτό το πλαίσιο ότι η προσφεύγουσα όχι μόνο είχε ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για αρκετά χρόνια αλλά είχε επίσης αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα.
Ως προς αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε επιπλέον την απόφασή του στην υπόθεση Maumousseau και Washington κατά Γαλλίας (αρ. προσφ. 39388/05, § 69, 6 Δεκεμβρίου 2007), στην οποία ανέφερε ότι στόχος της Σύμβασης της Χάγης ήταν να αποτρέψει τον «απαγωγέα» γονέα από το να κατορθώσει να νομιμοποιήσει, με το πέρασμα του χρόνου λειτουργώντας υπέρ του, μια de facto κατάσταση που είχε δημιουργήσει μονομερώς. Στην υπόθεση εκείνη, οι εθνικές αρχές είχαν τονίσει ειδικότερα ότι η μητέρα, αντίθετα με ό,τι υποστήριξε, μπορούσε να συνοδεύσει την κόρη της στο κράτος στο οποίο είχε τη συνήθη διαμονή της προκειμένου να διεκδικήσει εκεί τα δικαιώματά της. Αυτός ο παράγοντας θεωρήθηκε ουσιώδης από το Δικαστήριο, καθώς η μητέρα είχε απεριόριστη πρόσβαση στην επικράτεια του εν λόγω κράτους και μπορούσε να προσφύγει στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια.
Το Δικαστήριο συμφώνησε με την προσφεύγουσα ότι η έννοια του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού πρέπει να είναι πρωταρχικής σημασίας στις διαδικασίες που θεσπίζει η Σύμβαση της Χάγης. Ωστόσο, δεν έπρεπε να παραβλεφθεί ότι μεταξύ των συστατικών στοιχείων αυτής της έννοιας είναι επίσης το γεγονός ότι το παιδί δεν απομακρύνεται από τον έναν από τους γονείς του και δεν κρατείται από τον άλλο, ο οποίος ορθώς ή αδίκως θεωρεί ότι το δικαίωμά του πάνω στο πρόσωπο του παιδιού είναι εξίσου σημαντικό με του άλλου γονέα.
Στην παρούσα υπόθεση, το Περιφερειακό Δικαστήριο στη διαδικασία εκτέλεσης κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού απαιτούσε να επιστρέψει αμέσως στις ΗΠΑ. Ομολογουμένως, παρατήρησε ότι, εφόσον η απόφαση επιστροφής ήταν οριστική, δεν υπήρχε περιθώριο να εξεταστεί αν η απόφαση αυτή ήταν ορθή από ουσιαστική άποψη ή να επανεξεταστούν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έκδοσή της. Ωστόσο, σημειώνοντας επίσης το εύρος της υπόθεσης και την εξέταση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να λεχθεί ότι το Περιφερειακό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις εξελίξεις που είχαν σημειωθεί μετά την απόφαση που διέταξε την επιστροφή του παιδιού. Πράγματι, από την απόφασή του της 4ης Ιουνίου 2019 προέκυψε ότι είχε εξετάσει αρκετές νέες ιατρικές και ψυχολογικές εκθέσεις που υποβλήθηκαν από την προσφεύγουσα, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα, αν και συνοπτικά, ότι δεν έδειχναν καμία αλλαγή στην κατάσταση του παιδιού σε σύγκριση με την περίοδο που είχε εξεταστεί η διαδικασία επιστροφής.
Το Δικαστήριο σχολίασε, τέλος, ότι ο τρόπος με τον οποίο εκτελέστηκε η απόφαση, εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την συνεχή άρνηση της προσφεύγουσας να παραδώσει το παιδί στον πατέρα οικειοθελώς, παρά τη δικαστική απόφαση που ήταν εκτελεστή για περισσότερο από έξι μήνες, και της συμπεριφοράς της προς τον πατέρα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τσεχίας στην απόφασή του της 16 Ιουλίου 2019 επισήμανε την αδυναμία της προσφεύγουσας και του συζύγου της να καταλήξουν σε συμφωνία και απαιτούσε σταθεροποίηση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξέταση από τα εθνικά δικαστήρια των αξιώσεων της προσφεύγουσας στη διαδικασία εκτέλεσης πληρούσε τις διαδικαστικές απαιτήσεις που επιβάλλονται από το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ δε διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης (επιμέλεια: echrcaselaw.com)