Προς αναθεώρηση από το κοινοβούλιο μετά 88 χρόνια η σχετική νομοθεσία
Τον Φεβρουάριο, έρευνα από κοινοπραξία ερευνητών δημοσιογράφων σχετικά με την Credit Suisse κατέδειξε πως εδώ και δεκαετίες η τράπεζα διατηρεί λογαριασμούς ανθρώπων που εμπλέκονται σε διακίνηση ναρκωτικών, «ξέπλυμα» χρήματος, διαφθορά και πολλά άλλα σοβαρότατα ποινικά αδικήματα.
Θεωρητικά θα έπρεπε να έχει ήδη καταργηθεί από το 2014, όταν οι κυβερνήσεις τουλάχιστον 50 χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελβετία, συμφώνησαν να ανταλλάσσουν πληροφορίες για τα περιουσιακά στοιχεία και τις καταθέσεις πολιτών άλλων χωρών. Ζει και βασιλεύει ακόμη, όμως, και μόνον υπό την πίεση των Ηνωμένων Εθνών ενδέχεται να τροποποιηθεί μέχρι το τέλος της εβδομάδας η νομοθεσία που διατηρεί το θέσφατο για τις ελβετικές τράπεζες. Ο λόγος για το διαβόητο τραπεζικό απόρρητο που εξακολουθεί να ισχύει στη χώρα των Αλπεων και των τραπεζών, τη χώρα που εδώ και περισσότερα από 80 χρόνια έχει ποινικοποιήσει τη δημοσιοποίηση πληροφοριών για τους πελάτες των τραπεζών.
Σήμερα η επιτροπή οικονομίας και φόρων του ελβετικού κοινοβουλίου αρχίζει να μελετά την αναθεώρηση της σχετικής νομοθεσίας, συγκεκριμένα το άρθρο 47 του ελβετικού συντάγματος που θεσμοθετεί το τραπεζικό απόρρητο και απαγορεύει κάθε ενημέρωση επί των λογαριασμών των ελβετικών τραπεζών, ακόμη και αν αυτό θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Η εν λόγω επιτροπή αναμένεται να παρουσιάσει τις προτάσεις της μέχρι την Παρασκευή. Η αλλαγή στη στάση της Ελβετίας οφείλεται στις ισχυρές πιέσεις που έχει δεχθεί από τα Ηνωμένα Εθνη. Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας The Guardian, η αρμόδια εισηγήτρια Ιρένε Καν επισημαίνει σε επιστολή της προς την κυβέρνηση της Ελβετίας πως το άρθρο 47 αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπογραμμίζει πως «αυτά είναι συνήθως προβλήματα των αυταρχικών καθεστώτων». Εχει προηγηθεί, άλλωστε, τον Φεβρουάριο, η διαρροή πληροφοριών από κοινοπραξία ερευνητών δημοσιογράφων σχετικά με τους λογαριασμούς στη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας, την Credit Suisse. Η έρευνα σε τουλάχιστον 30.000 πελάτες της κατέδειξε πως εδώ και δεκαετίες η Credit Suisse διατηρεί λογαριασμούς ανθρώπων που εμπλέκονται σε βασανιστήρια, διακίνηση ναρκωτικών, «ξέπλυμα» χρήματος, διαφθορά και πολλά άλλα σοβαρότατα ποινικά αδικήματα.
Η αλλαγή στη στάση της Ελβετίας οφείλεται στις ισχυρές πιέσεις που έχει δεχθεί από τα Ηνωμένα Εθνη.
Ως πρακτική και παράδοση της Ελβετίας, το τραπεζικό απόρρητο υφίσταται από το 1700 περίπου, αλλά θεσμοθετήθηκε με νόμο το 1934. Σε συνδυασμό με την παραδοσιακή ουδετερότητα της Ελβετίας, το τραπεζικό απόρρητο έχει ενοχοποιηθεί ως ο παράγοντας που πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο σε στελέχη των ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στελέχη των ελβετικών τραπεζών έχουν κατηγορηθεί ότι συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ και διευκόλυναν στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος να φυγαδεύσουν τα πλούτη που συγκέντρωσαν λεηλατώντας χώρες αλλά και τις περιουσίες των Εβραίων. Κι ενώ η χώρα δεσμεύθηκε το 2014 να ενημερώνει τις Αρχές άλλων χωρών για τις καταθέσεις των δικών τους πολιτών στις ελβετικές τράπεζες, στην πραγματικότητα τηρεί την ακριβώς αντίθετη τακτική. Το 2015 διεύρυνε το φάσμα εφαρμογής του νόμου για το τραπεζικό απόρρητο ώστε η απαγόρευση να ισχύει για δημοσιογράφους και φυσικά για οποιονδήποτε θα ήθελε να ενημερώσει τις φορολογικές αρχές άλλων χωρών. Εν ολίγοις οι δημοσιογράφοι που συμμετείχαν στις έρευνες και έφεραν στο φως τα επίμαχα στοιχεία τον Φεβρουάριο κινδυνεύουν να φυλακιστούν, γι’ αυτό και τα ελβετικά ΜΜΕ αποφεύγουν να εμπλακούν στο θέμα.
Ως εκ τούτου με το ζήτημα ανέλαβε να ασχοληθεί ο ΟΗΕ, καθώς, όπως υπογράμμισε στις ελβετικές Αρχές η εισηγήτρια, η νομοθεσία της Ελβετίας για το τραπεζικό απόρρητο αντιβαίνει αφενός στο άρθρο 19 της Διεθνούς Συνθήκης για τα Πολιτικά Δικαιώματα και στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η ελβετική κυβέρνηση δεν έχει άλλωστε κατορθώσει να παρουσιάσει πειστικά επιχειρήματα για να αποδείξει για ποιο λόγο και υπό ποία έννοια η δημοσιοποίηση οικονομικών εγκλημάτων μπορεί να επισείει ποινή κάθειρξης έως και τριών ετών. Μέχρι στιγμής, όσες προσπάθειες έχουν γίνει για να καταργηθεί έχουν αποτύχει παταγωδώς. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ελβετίας διεξήγαγε δημοψήφισμα ζητώντας να υποχρεωθούν οι ελβετικές τράπεζες σε συνεργασία με ξένες Αρχές με σκοπό την πάταξη της φοροδιαφυγής. Η κυβέρνηση εναντιώθηκε στην πρόταση χαρακτηρίζοντάς τη ως παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών και απειλή για το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία της χώρας.