ΔΠρΑθ 4978/2022, Τμήμα 25ο Τριμελές
Πρόεδρος: Σταυρούλα Χατζοπούλου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ
Εισηγήτρια: Αναστασία Πούλου, Πρωτοδίκης ΔΔ
Αγωγή με αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλει νομιμοτόκως σε έκαστο των εναγόντων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν εξαιτίας του θανάτου της A.Z. (τέκνου του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων και αδελφής του τρίτου και του τέταρτου των εναγόντων, αντιστοίχως), ο οποίος προκλήθηκε από παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεις και παραλείψεις αστυνομικών οργάνων. Επικουρικώς, σε περίπτωση που τα όργανα του εναγομένου ενήργησαν νομίμως, το αγωγικό αίτημα θεμελιώνεται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος.
Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο, «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, συγχρόνως, διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία (βλ. ΣτΕ 3783/2014). Η διάταξη αυτή επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, που υφίσταται κάποιος χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό εκάστοτε προσδιορίζεται από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, εφ’ όσον η ζημία αυτή είναι μη αναμενόμενη, πέραν της συνήθους και υπερβαίνει τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται λοιπόν ευθέως ότι δύναται να ανακύψει ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση και ζημίας, την οποία υφίσταται κάποιος από νόμιμη, κατ’ αρχήν, ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου. Με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (βλ. ΣτΕ 622/2021, ΔΕφΑθ 1793/2021). Σε περίπτωση λοιπόν που, συνεπεία νόμιμης εκτέλεσης αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη κακοποιών, επέλθει θάνατος τρίτου, μη εμπλεκόμενου στην υπόθεση προσώπου, δηλαδή ζημία μη οφειλόμενη σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη, ανακύπτει ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών, ευθύνη του κράτους προς εύλογη χρηματική ικανοποίηση των οικείων του θανόντος λόγω ψυχικής οδύνης. Τούτο δε διότι, στις περιπτώσεις αυτές, η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση της αστυνομικής επιχείρησης βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τους ενάγοντες (προσβολή του δικαιώματος στη ζωή μέλους της οικογένειάς τους), χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (βλ. ΣτΕ 622/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, εν μέσω καταδίωξης στην επαρχιακή οδό Κορίνθου-Επιδαύρου και ένοπλης συμπλοκής αστυνομικών δυνάμεων με κακοποιούς που επέβαιναν σε κλεμμένο όχημα και, όπως εκτιμήθηκε, συγκαταλέγονταν μεταξύ των κακοποιών οι οποίοι είχαν προσφάτως τότε αποδράσει από το κατάστημα κράτησης Τρικάλων, τραυματίστηκε σοβαρά στη ράχη από βολίδα των κακοποιών η Α.Ζ., θυγατέρα και αδελφή των εναγόντων, αντιστοίχως, την ώρα που διερχόταν από το σημείο με το αυτοκίνητό της. Η τραυματίας μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου, όπου απεβίωσε κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας με αιτία θανάτου κακώσεις κοιλίας που είχαν προκληθεί από βολίδα πυροβόλου όπλου. Σύμφωνα με την έκθεση πορίσματος της Ένορκης Διοικητικής Εξετάσεως η οποία διεξήχθη στη συνέχεια με αντικείμενο τις συνθήκες τραυματισμού της θανούσας, οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Άμεσης Δράσης, που είχαν συμμετάσχει στην καταδίωξη είχαν επιδείξει ζήλο και επαγγελματισμό κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων χωρίς να υποπέσουν σε υπερβολές ή παραλείψεις, γι’ αυτό και με απόφαση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο ως προς το πειθαρχικό σκέλος της.
Το Δικαστήριο, εν πρώτοις, απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια βάση της, η οποία συνάπτεται με τη συνδρομή παράνομης συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων που οδήγησε στον θάνατο της Α.Ζ., με το σκεπτικό ότι όμοια αγωγή των εναγόντων είχε ήδη απορριφθεί, ως αβάσιμη στην ουσία της, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό (απόφαση 13708/2017 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και απόφαση 3182/2019 του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).
Κατά δεύτερον, ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, δηλαδή την υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει αποζημίωση κατ’ ευθεία εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως της συνδρομής παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο θάνατος της συγγενούς των εναγόντων είχε επέλθει κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ αστυνομικών και καταδιωκόμενων υπόπτων στα πλαίσια αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψή τους, ήτοι κατά την εξέλιξη της νόμιμης και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας διοικητικής δράσης των αστυνομικών οργάνων προς εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και προστασίας των πολιτών. Και ναι μεν, από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυπτε ότι η θανούσα είχε τραυματιστεί από βολίδα προερχόμενη από το όπλο ενός εκ των καταδιωκόμενων δραστών, η οποία είχε εξοστρακιστεί στο οδόστρωμα, ωστόσο, το συμβάν αυτό δεν ήταν άσχετο με την καθ’ όλα νόμιμη επιχειρησιακή απόφαση των αστυνομικών οργάνων να καταδιώξουν το όχημα των υπόπτων, γνωρίζοντας ότι αυτοί έφεραν βαρύ οπλισμό, αλλά εγγραφόταν στην αιτιώδη τροχιά που αυτή είχε προδιαγράψει (πρβλ. ΣτΕ 1704/2019 σκ.12, 484/2018 σκ. 9), ενώ τελούσε σε άμεση χρονική και τοπική εγγύτητα με την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ αστυνομικών και υπόπτων που ακολούθησε (πρβλ. ΣτΕ 774/2019, 322/2009). Περαιτέρω, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης της ως άνω νόμιμης δράσης των οργάνων του εναγομένου, οι ενάγοντες υπέστησαν βαθύτατη ψυχική οδύνη από τον αιφνίδιο θάνατο της συγγενούς τους, με την οποία συνδέονταν με δεσμούς αγάπης. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ως άνω βλάβη των εναγόντων, υπό την ειδικότερη μορφή της ψυχικής οδύνης λόγω της προσβολής του υπέρτατου εννόμου αγαθού της ζωής της συγγενούς τους, ήταν μη αναμενόμενη, έβαινε πέραν του συνήθους μέτρου και συνιστούσε υπέρμετρη θυσία την οποία είχαν υποστεί χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και δη προς διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και της ασφάλειας από τη σύλληψη των κακοποιών, με αποτέλεσμα, εν προκειμένω, να συντρέχει ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος προς αποκατάσταση αυτής, μέσω της καταβολής εύλογης χρηματικής ικανοποίησης.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο, κατά μερική αποδοχή της αγωγής, επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες θανάτου της συγγενούς των εναγόντων, η οποία είχε αποβιώσει στο δρόμο της επιστροφής από την εργασία της συνεπεία εποστρακισμού σφαίρας κακοποιού, από τον εξοστρακισμό σφαίρας κακοποιού, β) την ηλικία αυτής κατά το χρόνο του θανάτου της (25 ετών), γ) το βαθμό συγγένειας των δύο πρώτων (γονείς) και των τρίτου και τετάρτου (αδελφών) των εναγόντων με το θύμα, δ) την ηλικία των εναγόντων κατά τον κρίσιμο χρόνο (55 ετών ο πρώτος, 52 ετών η δεύτερη, 27 ετών ο τρίτος και 15 ετών ο τέταρτος), ε) τους δεσμούς αγάπης που συνέδεαν άπαντες των εναγόντων με τη θανούσα, στ) τις σύμφυτες με την καταδίωξη ομάδας οπλισμένων κακοποιών δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αστυνομία κατά την άσκηση των καθηκόντων, ζ) το γεγονός ότι ο θάνατος της συγγενούς των εναγόντων είχε προέλθει από τον εποστρακισμό στο οδόστρωμα σφαίρας καταδιωκόμενου κακοποιού κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ αυτού και των αστυνομικών και τέλος, η) το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη αποσκοπεί στην ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφιση των συγγενών και δεν πρέπει να οδηγεί σε υπέρμετρο πλουτισμό αυτών, κρίνει ότι οι ενάγοντες υπέστησαν βαθύτατη ψυχική οδύνη από το θάνατο της συγγενούς τους.