ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 13ο
ΑΠΟΦΑΣΗ 18/2022
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αικατερίνη Λ Παπαδημητροπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείουκαι από τη Γραμματέα Νίκη Σανιδά.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 21 Ιανουαρίου του έτους 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ….., η οποία και η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Μπουρανάκου δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά η τελευταία εξ αυτών προκατέθεσε την από 20/1/2013, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωσή της και τις έγγραφες προτάσεις της εντολέως της, καθώς και το υπ’ αριθμ. …. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ….
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ: [1] ….και [2] …, οι οποίοι και η πληρεξούσια δικηγόρος τους Αγγελική Πετρούλα δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά η τελευταία εξ αυτών προκατέθεσε την από 20/1/2021, κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωσή της και τις έγγραφες προτάσεις των εντολέως της, καθώς και το υπ’ αριθμ. …. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ Αθηνών.
Η καλούσα – ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε κατά των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων την από 20/12/2013 με γεν. αριθμ. κατάθ. …/…-2014 και αριθμ. κατάθ. δικογρ. …/…-2014 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [Τακτική Διαδικασία]. Το Δικαστήριο εκείνο που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την υπόθεση, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 7054/7-9-2017 οριστική απόφασή του, η οποία δέχτηκε εν μέρει ως ουσία βάσιμη την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι άνω καθών η κλήση/ εκκαλούντες – εναγόμενοι με την από 14/11/2017 έφεσή της που κατατέθηκε στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμ. έκθ. κατάθ. δικογρ. έφεσης …/…/…-2017 και στο παρόν Δικαστήριο προς προσδιορισμό δικασίμου με την υπ’ αριθμ. έκθ. καταθ. δικογρ. …/…/…-2017 για τη δικάσιμο της 23/5/2019, πλην όμως η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας [16/5/2020 έως 31/5/2020], στα πλαίσια της αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, δυνάμει της υπ’ αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340/2020 Κοινής Υπουργικής Απόφασης [ΦΕΚ Β’ 1857/15-5-2020. Ήδη, η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 21/11/2019 με αριθμ. έκθ. κατάθ. δικογρ. …/…/2019 κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης/ ενάγουσας, με την οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι και ol πληρεξούσιες δικηγόροι τους Μαρία Μπουρανάκου και Αγγελική Πέτρου αντίστοιχα δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά οι τελευταίες εξ αυτών προκατέθεσαν τις από 20/1/2021 κατ’ άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλώσεις τους καν τις έγγραφες προτάσεις των εντολέως τους, αιτούμενες να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την από 21/11/2019 με αριθμ. έκθ. κατάθ. δικογρ. …/…/2019 κλήση της καλούσας – εφεσίβλητης/ενάγουσας, η κρινόμενη από 14/11/2017 έφεση των εκκαλούντων- καθ’ ων η κλήση που κατατέθηκε στην Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμ. έκθ. κατάθ. δικογρ. έφεσης …/…/…-2017 και προσδιορίστηκε στο παρόν Δικαστήριο με αριθμ. κατάθ. δικογρ. προσδ. …/…/…-2017 κατά της υπ’ αριθμ. 7054/7-9-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η από 20/12/2013 με αριθμ. κατάθ. δικογρ. …/…/…-2014 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης. Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, καθόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε επιμελεία της εν μέρει νικήσασας ενάγουσας [ήδη εφεσίβλητης] στους εναγομένους και ήδη εκκαλούντες, στις 18/10/2017 [βλ. σχετικά τις υπ’ αριθμ. …. εκθέσεις επίδοσης, το δικόγραφο δε αυτής [έφεσης] έχει κατατεθεί στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την …./2017, ήτοι εντός της τασσόμενης, από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 εδάφ. α’ ΚΠολΔ, προθεσμίας των τριάντα [30] ημερών [άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 εδάφ. α’ του ΚΠοΛΔ, όπως τα άρθρα 495, και 518 ισχύουν, Λόγω του χρόνου άσκησης της, μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 σε συνδ. με άρθρο 1 του ένατου άρθρου παρ. 4 του Ν. 4335/2015 ], αρμόδια δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου [άρθρο 19 ΚΠοΛΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ. 2 σε συνδ. με άρθρο 72 παρ. 13 Ν. 3994/2011, ΦΕΚ Α’ 165/25-7-2011 σε συνδ. με άρθρο 10 παρ. 3 εδάφ. Η’ & θ’ ν.δ/τος 400/1970]. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται με αυτήν [άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠοΛΔ], κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, σημειουμένου ότι για το παραδεκτό αυτής [α] έχει κατατεθεί, όπως βεβαιώνεται στην έκθεση κατάθεσής της από τη Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 στοιχ. Α’ περ. β’ ΚΠοΛΔ, μετά την ισχύ του Ν. 4446/2016 [ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016] παράβολο ποσού εκατό [100 €] ευρώ [βλ. σχετ. τα αναγραφόμενα επί της έκθεσης κατάθεσής της υπ’ αριθμ. Α …. παράβολα Δημοσίου και …./2017 παράβολο ΤΑΧΔΙΚ] και [β] προσκομίζονται τα κατ’ άρθρο 61 Ν. 4194/2013 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων [βλ. σχετ. τα υπ’ αριθμ. …. γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣ Αθηνών].
Με την ένδικη από 20/12/2013 με αριθμ. έκθ. κατάθ. δικογρ. …/…/…-2014 αγωγή της, η ενάγουσα [ήδη εφεσίβλητη] ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει μετά των εναγομένων [ήδη εκκαλούντων], συνιδιοκτήτρια ενός οικοπέδου κειμένου στο … Ν. Αττικής, εντός του οποίου έχουν συσταθεί δύο [2] αυτοτελείς και ανεξάρτητες κάθετες ιδιοκτησίες ως αναλυτικά περιγράφονται, εντός της υπό στοιχεία Α2 κάθετης ιδιοκτησίας τόσο η ίδια, όσο και οι αυτοί [εναγόμενοι] διατηρούν στην κυριότητά τους, τις αναλυτικά περιγραφόμενες στο αγωγικό δικόγραφο ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες [ήτοι, εκείνη διαμέρισμα του Α’ πάνω από το ημιισόγειο ορόφου και οι εναγόμενοι το διαμέρισμα του ημιισογείου ορόφου καθώς και τα μελλοντικά διαμερίσματα των Β’ και Γ’ πάνω από το ημιισόγειο ορόφων με ποσοστό συν ιδιοκτησίας 14/100 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα]. Ότι με το από 26/7/1995 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων ρυθμίστηκε ο τρόπος χρήσεως του κοινόκτηκτου ακάλυπτου χώρου του με στοιχεία Α2 τμήματος του οικοπέδου στο οποίο η ίδια στάθμευε το αυτοκίνητό της, πλην όμως συνεπεία αυθαίρετων επ’ αυτού ενεργειών των εναγομένων δεν ηδύνατο να χρησιμοποιεί αυτόν ευχερώς για τη συμφωνηθείσα στάθμευση του αυτοκινήτου της. Ότι συνεπεία της συμπεριφοράς αυτής ήταν η έγερση εκατέρωθεν αγωγών, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3837/29-7-1998 οριστική και προσωρινά εκτελεστή απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σύμφωνα με το διατακτικό της οποίας αμφότερες οι ασκηθείσες ενώπιον του αγωγές έγιναν εν μέρει δεκτές ως κατ’ ουσίαν βάσιμες και συγκεκριμένα υποχρεώθηκαν αφενός μεν οι νυν εναγόμενοι να επιτρέπουν στην ενάγουσα να σταθμεύει μόνο το αυτοκίνητό της στην αναλυτικά ορισθείσα θέση του ακάλυπτου χώρου της άνω Α2 κάθετης ιδιοκτησίας, αφετέρου δε η ίδια η ενάγουσα να σταθμεύει το αυτοκίνητό της στη συγκεκριμένη θέση. Ότι επί της απόφασης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6696/2-9-2003 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η ασκηθείσα εκ μέρους των εναγομένων έφεση κατά της άνω πρωτοβάθμιας απόφασης, η οποία και κατέστη τελεσίδικη. Ότι δια της αναλυτικά περιγραφόμενης συμπεριφοράς τους και συγκεκριμένα δια της τοποθέτησης εντός του επιδίκου ακάλυπτου χώρου τριών μεγάλων ζαρντινιέρων, μίας ψησταριάς και μιας μεταλλικής κούνιας, ήτοι αντικειμένων τα οποία εμποδίζουν την ορισθείσα με την άνω τελεσίδικη απόφαση χρήση εκ μέρους της [ενάγουσας] του επίδικου ακάλυπτου χώρου, οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το διατακτικό της άνω απόφασης, με αποτέλεσμα να καταστεί πλέον ανέφικτη η χρήση του συγκεκριμένου ακάλυπτου χώρου και κατ’ επέκταση η στάθμευση σ’ αυτόν του αυτοκινήτου της. Ότι μετά ταύτα η ενάγουσα κοινοποίησε σ’ αμφότερους τους εναγόμενους τα από 4/7/2011 και 27/11/2013 ακριβή αντίγραφα του πρώτου απογράφου εκτελεστού της άνω τελεσίδικης απόφασης μετά των από 4/7/2011 και 28/11/2013 αντίστοιχα επιταγών προς εκτέλεση, επιτάσσοντας αυτούς να συμμορφωθούν με το διατακτικό της αποφάσεως, πλην όμως οι τελευταίοι, παρά την κοινοποίηση αμφοτέρων των σχετικών επιταγών από πρόθεση συνέχισαν να παραβιάζουν την άνω δικαστική απόφαση και να μη συμμορφώνονται ως προς το διατακτικό της, η οποία μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής δεν είχε εκτελεστεί. Ότι λόγω των ανωτέρω ενεργειών των εναγομένων και της εν γένει συμπεριφοράς τους που συνιστούν υπαίτια άρνηση συμμόρφωσης στο διατακτικό της άνω τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, ήτοι στο να ανεχθούν την στάθμευση του αυτοκινήτου της στον καθορισθέντα από την απόφαση ακάλυπτο χώρο, προσεβλήθη η προσωπικότητα της ενάγουσας και δη προσβλήθηκε το δικαίωμα χρήσης εκ μέρους της του προαναφερόμενου κοινόχρηστου χώρου, αφού περιορίστηκε στη στάθμευση του οχήματος σε παρακείμενες της κατοικίας της οδούς εκθέτοντας αυτό σε κινδύνους φθορών και ζημιών και παράλληλα υπονομεύθηκε η κατάσταση της σωματικής και ψυχικής της υγείας υποβάλλοντάς την λόγω και της ηλικίας της στην ταλαιπωρία να σταθμεύει αυτό μακράν της κατοικίας της αλλά και να δυσκολεύεται στην μετακίνησή της, με συνέπεια να έχει προξενηθεί σ’ αυτήν ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα αιτήθηκε, όπως το αίτημά της παραδεκτά με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της με τις έγγραφες προτάσεις της περιορίστηκε στο σύνολό του απο καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των τριάντα χιλιάδων [30.000 €] ευρώ , με το νόμιμο τόκο από την 6/7/2011 [ημερομηνία επίδοσης της σχετικής ως άνω πρώτης επιταγής προς εκτέλεση], άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής, καθώς και να καταδικαστούν αυτοί στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 7954/7-9-2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η εκκαλουμένη, με την οποία αφού κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57,59,297,298,299,330, 340, 345, 914, 926 και 932 ΑΚ, 232Α ΠΚ, 68, 70,176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί τοκοδοσίας ως προς την κύρια βάση του, ήτοι από την επίδοση της πρώτης επιταγής προς εκτέλεση, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο, καθόσον επί αξίωσης πηγάζουσας από αδικοπραξία, όπως η ένδικη δεν υφίσταται υπερημερία οφειλέτη χωρίς προηγούμενη όχληση, έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη αναγνωρίζοντας την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα εις ολόκληρον ο καθένα το ποσό των πέντε χιλιάδων [5.000 €] ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και καταδικάζοντας εις ολόκληρον τον καθένα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας ποσού τετρακοσίων πενήντα πέντε [455 €] ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, για τους αναλυτικά αναφερόμενους στο δικόγραφό τους λόγους εφέσεως, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη ασκηθείσα σε βάρος τους αγωγή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική τους δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
[α] Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Με τη διάταξη αυτή προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις [πλευρές] του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρο 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα [βλ. σχετ ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 532/2011, ΑΠ 356/2010, ΑΠ 1007/2010, ΜΕφΠατρών 99/2021 και ΤρΕφΠατρών 57/2020 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Στην έννοια της προσωπικότητας εξάλλου, περιέχονται όλες εκείνες οι αστάθμητες αξίες, που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου και προστατεύονται όλα τα αγαθά που τη συγκροτούν, ήτοι, μεταξύ άλλων, α) στοιχεία αναφορικά με τη ζωή, σωματική ακεραιότητα και την υγεία του προσώπου [σωματικά αγαθά], β) στοιχεία αναγόμενα στον ψυχικό και συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου [ψυχικά αγαθά], γ) στοιχεία σχετικά με την ελευθερία προς ανάπτυξη της προσωπικότητας, δ) στοιχεία συνδεόμενα με την τιμή του προσώπου, ε) στοιχεία του ιδιωτικού βίου και της σφαίρας του απορρήτου [βλ. σχετ. ΑΠ 543/2009, ΑΠ 1095/2009, ΑΠ 261/2008, ΜΕφΠατρών 99/2021 και ΤρΕφΠατρών 57/2020 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Στην έννοια δε του δικαιώματος επί της προσωπικότητας περιλαμβάνονται όλα τα άυλα αγαθά, το οποία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με το πρόσωπο και ανήκουν σε αυτό, προσδιορίζεται δε αυτό εννοιολογικά και με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 2 και 5 του ισχύοντος Συντάγματος, ενώ η συμπεριφορά με την οποία διαταράσσεται από τρίτους τέτοιο αγαθό κατά τρόπο, ώστε είτε να αλλοιώνεται ή να καταργείται η απορρέουσα από αυτό ωφέλεια, είτε να καθίσταται αδύνατη η απόλαυση του, συνιστά παράνομη προσβολή κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 του ΑΚ, όπως αυτές εμπλουτίζονται από το άρθρο 24 του Συντάγματος. Τέτοια προσβολή δημιουργείται και όταν παρακωλυθεί η χρήση κοινόχρηστου χώρου. Από το συνδυασμό του άνω άρθρου και των άρθρων 966, 967 και 59 του ΑΚ συνάγεται ότι, με την καθιέρωση κάποιου πράγματος ως κοινόχρηστου, το άτομο αποκτά εξουσία χρήσεως αυτού, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως άμεση εξουσία επί του πράγματος [νομή, οιονεί νομή ή κατοχή], είναι, όμως, απόρροια του επί της ιδίας προσωπικότητας ιδιωτικού δικαιώματος, η οποία [εξουσία χρήσεως] προσβάλλεται εξωτερικώς σε περίπτωση παρακωλύσεως της κοινής χρήσεως και η οποία, ως έκφανση της προσωπικότητας του πολίτη, περικλείει την ικανότητα για ακώλυτη ανάπτυξη της ανθρώπινης ενέργειας και προστατεύεται από το άρθρο 57 ΑΚ, που επιβάλλει, όπως αναλύεται κατωτέρω, την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, του προσβληθέντος δικαιουμένου να απαιτήσει, επιπλέον, κατ’ άρθρο 59 ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση για την εκ της προσβολής ηθική βλάβη του. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ το άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγματος, και γ) για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και υπαιτιότητα του προσβολέως [βλ. σχετ. ΑΠ 158/2019 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Η αξίωση που απορρέει από την προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας συνίσταται, εκτός των άλλων, στην άρση της τελευταίας και την παράλειψή της στο μέλλον, εφόσον υπάρχει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής [προληπτική αξίωση για παράλειψη]. Για την άσκηση των παραπάνω αξιώσεων νομιμοποιείται ο χρήστης του συγκεκριμένου πράγματος ή το πρόσωπο [ως προς τα σωματικά ή ψυχικά αγαθά] που υπέστη την προσβολή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του ΑΚ συνάγεται ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος αποτελεί δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή δε υπαιτιότητας είναι ο δόλος και η αμέλεια [άρθρο 330 ΑΚ], Υπαίτια δε είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Πρόσφορη δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υφίσταται, όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως την αντίστοιχη ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως από παραβίαση δικαστικής απόφασης, που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 232Α παρ. 1 του ΠΚ, ως αυτή ίσχυε, λόγω του επιδίκου χρονικού διαστήματος, πριν την κατάργησή της βάσει των άρθρων 460 και 641 του νέου ΠΚ, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 [ΦΕΚ Α’ 95/11-6-2019] και σύμφωνα με την οποία «όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του…, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι [6] μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη» [βλ. σχετ. ΑΠ 1341/2017 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας αποκαθίσταται, εκτός από την περιουσιακή ζημία και η μη περιουσιακή ή ηθική βλάβη, με την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης [βλ. σχετ. ΑΠ 532/2011, ΜΕφΠατρών 99/2021 και ΤρΕφΠατρών 57/2020 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]
[β] Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των Θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, και πριν από τη ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και «στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει», και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα [κατάλληλα] για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο, σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σε αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιική αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές [αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.]. Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προ βλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 του ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη [στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης], η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτό πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 του ΑΚ εύλογη κρίση του [όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις αλλά], κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 του ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται [κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα], με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, [όσον αφορά τον παθόντα], το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, [όσον αφορά τον υπόχρεο], το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του «ευλόγου» και συνακόλουθα το «εύλογο» εμπεριέχεται αναγκαίως στο «ανάλογο». Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του [βλ. σχετ. ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 1999/2017, ΑΠ 1749/2017, ΑΠ 1335/2017, ΑΠ 1051/2017, ΑΠ 211/2017, ΑΠ 209/2017, ΑΠ 705/2016 και ΕφΔωδ 68/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. [II] Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 ΚΠοΛΔ προβλέπονται ως μέσα [έμμεσης] αναγκαστικής εκτέλεσης προς εξαναγκασμό του οφειλέτη σε εκπλήρωση της υποχρέωσής του για παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης, η χρηματική ποινή και η προσωπική κράτηση. Ως παράλειψη θεωρείται η υποχρέωση του οφειλέτη να απόσχει από ορισμένη ενέργεια, στην οποία άλλως θα προέβαινε, εφόσον δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος περιορισμός, ενώ ως ανοχή νοείται η υποχρέωση του οφειλέτη να υποστεί μια συγκεκριμένη ενέργεια, η οποία πηγάζει από το δανειστή και συνίστά ενεργοποιούμενο και υλοποιούμενο δικαίωμα αυτού. Η παράβαση τελείται είτε θετικώς με άμεση ενέργεια, είτε με απείθεια, ήτοι μέσω της μη συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της οικείας απόφασης. Η διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ έχει εφαρμογή μόνο όταν το περιεχόμενο της παράλειψης ή ανοχής αφορά στο μέλλον και όταν η υποχρέωση για παράλειψη ή ανοχή θεμελιούται σε δικαστική απόφαση. Θέμα ωστόσο, παράβασης του διατακτικού της δικαστικής απόφασης, η οποία άλλωστε αποτελεί και τον εκτελεστό τίτλο για την παράλειψη ή ανοχή, ανακύπτει μόνο αν προηγήθηκε κοινοποίηση αντιγράφου του απογράφου της με επιταγή προς εκτέλεση, κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ προς τον υπόχρεο οφειλέτη, με την οποία αρχίζει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, απλή επίδοση αντιγράφου της απόφασης προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες δεν αρκεί [βλ. σχετ. ΑΠ 1116/1988, ΕλλΔνη 31, 76, ΕφΘεσ/κης 1807/2005, ΕφΑΘ 1779/2001 και ΕφΑΘ 1179/2001 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» και Β. Βαθρακοκοίλη «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος Ε1, υπό ερμηνεία άρθρου 947, σελ. 586].
Με τον τρίτο λόγο [σελ. 4-7] της ένδικης ως άνω εφέσεώς τους, οι εκκαλούντες μέμφονται το πρωτόδικο Δικαστήριο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθόσον έκρινε, ως επαρκώς ορισμένη την ένδικη αγωγή της ενάγουσας, ενώ όφειλε να την απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, και τούτο διότι, δεν εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο ουσιώδη και κρίσιμα για το ορισμένο της στοιχεία αναφορικά με το [ι] αν επιχειρήθηκε από την ενάγουσα να σταθμεύσει το αυτοκίνητό της στον επίδικο χώρο και με ποιες συγκεκριμένες ενέργειες δεν της επετράπη από τους εναγομένους και [ll] αν επιχειρήθηκε αναγκαστική εκτέλεση της τελεσίδικης υπ’ αριθμ. 3837/9- 7-1998 δικαστικής απόφασης από δικαστικό επιμελητή και ποιόν, με ποιες ενέργειές του αρνήθηκαν την εκτέλεση αυτής παρεμποδίζοντας τον επιμελητή να προβεί σ’ αυτήν και σε ποια έκθεσή του βεβαιώνεται η σχετική άρνησή τους. Εν προκειμένω, με το ως άνω περιεχόμενό της, η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων ΑΚ, 118 και 216 ΚΠολΔ, αφού περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο [άρθρα 57,59,297,298,299, 914 και 932 ΑΚ σε συνδ. με άρθρο 232Α ΠΚ] και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από την ενάγουσα κατά των εναγομένων και συγκεκριμένα, σύμφωνα μ’ όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο [I] μείζονα σκέψη της παρούσας, για το ορισμένο αυτής μνημονεύεται η προκληθείσα, έκτης ποινικά κολάσιμης πράξης, της υπαίτιας παραβίασης του διατακτικού της υπ’ αριθμ. 3837/1998 τελεσίδικης δικαστικής απόφασης [άρθρο 232Α παρ. 1 ΠΚ] η οποία συνιστά τον εκτελεστό τίτλο, προσβολή της προσωπικότητάς της και η συνεπαγόμενη αυτής ηθική της βλάβη, Θέμα ωστόσο, παράβασης του διατακτικού της δικαστικής απόφασης, καθώς και η απαιτούμενη σύμφωνα με την υπό στοιχείο [II] μείζονα σκέψη κοινοποίηση, και μάλιστα δις, αντιγράφου του απογράφου της [απόφασης] με επιταγή προς εκτέλεση, κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ προς τους υπόχρεους εναγόμενους οφειλέτες, τα δε επιπρόσθετα πραγματικά περιστατικά που κατ’ επίκληση των εναγομένων – νυν εκκαλούντων αναφέρονται ως ελλείποντα του ορισμένου της στοιχεία δεν αποτελούν τέτοια στοιχεία. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε όμοια και απέρριψε σιγή χωρίς αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης [άρθρο 534 ΚΠοΛΔ], τη σχετική ένσταση, ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και συνεπώς, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με το σχετικό τρίτο ως άνω λόγο έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης … … [της ενάγουσας] κας … … του …, που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επιμέλεια των διαδίκων και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκτιμώνται δε καθεμία χωριστά αλλά και μεταξύ τους καθώς και σε σχέση προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας καθενός εκ των μαρτύρων και όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, από την επισκόπηση των προσκομιζομένων μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε [άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ], σε συνδυασμό με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη [άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ], αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. …. συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβ/φου Αθηνών …., νομίμως μεταγραμμένου [τόμος …., αριθμ. …. βιβλία μεταγραφών υποθηκοφυλακείου …] οι εναγόμενοι … … του … και … συζ. … … κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας των κάτωθι ιδιοκτησιών, ήτοι: [l] μιας οριζοντίου ιδιοκτησίας [διαμερίσματος] που βρίσκεται πάνω από το ημισόγείο όροφο του υπό στοιχ. α2 τμήματος ενός ενιαίου οικοπέδου, αποτελούμενου από δύο τμήματα συνολικού εμβαδού 428 τ.μ, κείμενο στο … Ν. Αττικής και επί της διασταυρώσεως των οδών … αριθμ. 12 και … το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929, 1002 και 1117 ΑΚ στις οποίες υπήχθη με την υπ’ αριθμ. … πράξη συστάσεως καθέτου ιδιοκτησίας της συμβ/φου Πειραιώς …., νομίμως μεταγραμμένης και [ιι] του μελλοντικού δικαιώματος ανεγέρσεως του δευτέρου πάνω από το ημιισόγειο όροφου επί του άνω α2 τμήματος του ιδίου άνω οικοπέδου, ενώ με τα υπ’ αριθμ. …. και …. συμβόλαια της ιδίας ως άνω συμβ/φου, που μεταγράφηκαν νόμιμα [τόμος …., αριθμ. …. αντίστοιχα βιβλία μεταγραφών υποθηκοφυλακείου …] αγόρασαν επίσης κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας το δικαίωμα ανεγέρσεως του τρίτου πάνω από τον ημιισόγειο ορόφου, ομοίως του α2 τμήματος του οικοπέδου. Η δε ενάγουσα … …, μετά το θάνατο της μητέρας της … χας …., δυνάμει της υπ΄ αριθμ. …. αποδοχής κληρονομιάς του συμβ/φου Αθηνών …., νομίμως μεταγραμμένης κατέστη αποκλειστική κυρία της οριζόντιας ιδιοκτησίας [διαμερίσματος] συνολικής επιφάνειας 60 τ.μ., που βρίσκεται στον πρώτο [Α] πάνω από το ημιισόγειο όροφο επίσης του α2 τμήματος του ιδίου άνω οικοπέδου. Όπως έχει ήδη κριθεί δυνάμει της υπ’ αριθμ. 6696//2-9-2003 οριστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας κατέστη τελεσίδικη η υπ’ αριθμ. 3837/29-7-1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [η οποία εκδόθηκε επί εκατέρωθεν αντίθετων αγωγών των νυν διαδίκων], βάσει του από 26/7/1995 ιδιωτικού συμφωνητικού των διαδίκων, ρυθμίστηκαν από αυτούς διάφορα θέματα αναγόμενα στη χρήση κοινόκτητων πραγμάτων της οικοδομής μεταξύ των οποίων και η χρήση από την ενάγουσα … … τμήματος του ακάλυπτου χώρου διαστάσεων 2,50 επί 5,50 μέτρων που κείται στην είσοδο της οικοδομής από την πλευρά της οδού …, προκειμένου να χρησιμοποιείται αυτό για τη στάθμευση του αυτοκινήτου της τελευταίας για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, συμφωνία, η οποία δεδομένου ότι για την κατάρτισή της δεν τηρήθηκε ο συμβολαιογραφικός τύπος και δεν επακολούθησε μεταγραφή, δεν απέκτησε εμπράγματη ενέργεια και δεν ισχύει έναντι τρίτων, ούτε δεσμεύει τους ειδικούς διαδόχους αυτών ισχύει όμως αυτή [συμφωνία] μεταξύ των συμβληθέντων, ως ενοχική δικαιοπραξία κατά τις γενικές διατάξεις και παράγει τις σχετικές έννομες συνέπειες, ήτοι ενοχικό δικαίωμα προς αποκλειστική χρήση του ανωτέρω τμήματος του ακαλύπτου χώρου από την ενάγουσα. Βέβαια, η ίδια ούσα κυρία του προπεριγραφέντος διαμερίσματος τυγχάνει αναγκαστικά συγκύρια κατ’ ανάλογη μερίδα των μερών του ακινήτου που χρησιμεύουν σε κοινή χρήση από μέρους όλων των οροφοκτητών και συνεπώς έχει δικαίωμα σύγχρησης του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου της ένδικης οικοδομής επί του άνω συμφωνηθείσας έκτασης τμήματος [2,50 επί 5,50 μέτρων], που κείται στο μέσο περίπου του εν ακάλυπτου χώρου στο όριο με την ιδιοκτησία της… και ειδικότερα σε απόσταση επτά [7,00 μ.] περίπου μέτρων από το όριο του οικοπέδου επί της οδού …. Βάσει των ανωτέρω, οι εναγόμενοι υποχρεώθηκαν δια τελεσίδικης δικαστικής απόφασης να επιτρέπουν στην και νυν εφεσίβλητη τη στάθμευση του αυτοκινήτου της και μόνο στην άνω περιγραφείσα θέση του ακάλυπτου χώρου. Ακολούθως, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την ως άνω απόφαση, αντίθετα προέβησαν στην τοποθέτηση εντός του επίδικου τμήματος του ακάλυπτου χώρου τριών [3] μεγάλων ζαρντινιέρων, μίας [1] ψησταριάς και μίας [1] μεταλλικής κούνιας, καθιστώντας ουσιαστικά ανέφικτη τη χρήση του συγκεκριμένου χώρου για το σκοπό που υποχρεώθηκαν από την απόφαση, ήτοι δεν επέτρεπαν – ανέχονταν τη στάθμευση του αυτοκινήτου της σ’ αυτόν, η ενάγουσα προχώρησε το πρώτον στις 6/7/2011 στην επίδοση ακριβούς φωτοτυπικού αντιγράφου του πρώτου απογράφου εκτελεστού της άνω τελεσίδικης απόφασης προς αμφότερους τους εναγόμενους και συγχρόνως με την από 4/7/2011 επιταγή επέτασσε αυτούς καθώς και κάθε τρίτο που έλκει εξ αυτών δικαιώματα, όπως συμμορφωθεί με το διατακτικό της σχετικής απόφασης, υποχρεούμενοι να της επιτρέπουν τη στάθμευση του οχήματος της [βλ. σχετ. τις υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης αντίστοιχα της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ….]. Πλην όμως, ούτε δια του τρόπου αυτού κάμφθηκε η εμμονή των εναγομένων να μην συμμορφώνονται με το διατακτικό της άνω απόφασης με συνέπεια η ενάγουσα να προβεί στις 28/11/2013 για δεύτερη φορά στην επίδοση ακριβούς φωτοτυπικού αντιγράφου του πρώτου απογράφου εκτελεστού της άνω τελεσίδικης απόφασης προς αμφότερους τους εναγόμενους και συγχρόνως με την από 27/11/2013 επιταγή επέτασσε αυτούς καθώς και κάθε τρίτο που έλκει εξ αυτών δικαιώματα, όπως συμμορφωθεί με το διατακτικό της σχετικής απόφασης. Ωστόσο, οι εναγόμενοι μέχρι σήμερα, ουδόλως έχουν συμμορφωθεί με την ως άνω τελεσίδικη απόφαση, καθόσον διατηρούν στο επίδικο τμήμα του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, όπου έχει την ιδιοκτησία της, τα τοποθετημένα ως άνω αντικείμενα, συνεχίζοντας έτσι να μην της επιτρέπουν τη στάθμευση του ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτου της. Η συμπεριφορά δε αυτή αμφοτέρων των εναγομένων παρεμποδίζει το δικαίωμα [συγ]χρήσης εκ μέρους της του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου, προσβάλλοντας την προσωπικότητα της ενάγουσας, διότι ως ήδη έχει κριθεί με την άνω τελεσίδικη απόφαση, αυτή τόσο δια του μεταξύ τους ιδιωτικού συμφωνητικού, όσο και ως κυρία του προπεριγραφέντος διαμερίσματος ούσα αναγκαστικά συγκύρια κατ’ ανάλογη μερίδα των μερών του ακινήτου που χρησιμεύουν σε κοινή χρήση από μέρους όλων των οροφοκτητών, απέκτησε εξουσία [συγ]χρήσεως αυτής, ως απόρροια του επί της ιδίας προσωπικότητας ιδιωτικού δικαιώματος, η οποία [εξουσία (συγ)χρήσεως] προσβάλλεται εξωτερικώς στην προκειμένη περίπτωση δια της παρακωλύσεως της κοινής χρήσεως, μέσω της μη συμμόρφωσης της σχετικής απόφασης. Η δε προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας της ενάγουσας είναι παράνομη, διότι έγινε χωρίς δικαίωμα, αφού οι εναγόμενοι πραγματοποίησαν τις ανωτέρω αυθαίρετες τοποθετήσεις αντικειμένων στο επίμαχο τμήμα του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου χωρίς μεν δικαίωμα και κατά παράβαση του διατακτικού της υπ’ αριθμ. 3837/29-7-1998 τελεσίδικης απόφασης, ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 232Α ΠΚ, δια της οποίας προστατεύθηκε το ως άνω ιδιωτικό συμφέρον της ενάγουσας. Επισημαίνεται, εν προκειμένω ότι δια του πρώτου [σελ. 1-3] λόγου της έφεσής τους, οι εκκαλούντες – εναγόμενοι αποδίδουν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνεία και εφαρμογής του νόμου, καθόσον στα πλαίσια της κατ’ άρθρο 943 ΚΠολΔ αναγκαστικής εκτέλεσης τα άνω τοποθετηθέντα στο επίδικο τμήμα του ακάλυπτου χώρου αντικείμενα [ζαρντινιέρες, ψησταριά και μεταλλική κούνια], ηδύνατο να απομακρυνθούν από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή. Πλην όμως ο σχετικός λόγος έφεσης απορριπτέος τυγχάνει ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι εν προκειμένω δε συντρέχει περίπτωση άμεσης κατ’ άρθρο 943 ΚΠολΔ εκτέλεσης, αλλά εκείνη της έμμεσης κατ’ άρθρο 947 ΚΠολΔ. Επιπροσθέτως ομοίως επί εσφαλμένης προϋπόθεσης ερείδεται και ο δεύτερος λόγος [σελ. 3-4 ΚΠολΔ] έφεσης κακής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 232Α ΠΚ, καθόσον, κατ’ ακριβή προς τούτου μεταφορά: «…θεώρησε παραδόξως ότι η στάθμευση στον επίδικο χώρο αποτελεί ενέργεια που δεν μπορεί να γίνει από την ίδια και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη δική μας βούληση… ενώ η αντίδικος μπορούσε ακόμη και χωρίς τη δική μας βούληση να σταθμεύσει το αυτοκίνητό της στον επίδικο χώρο με την απλή και απολύτως νόμιμη μετακίνηση των εντός αυτής ευρισκομένων κινητών πραγμάτων και μάλιστα είτε αυτοδύναμα είτε με δικαστικό επιμελητή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 943 παρ. 1 και 2 και 945 ΚΠολΔ…». Πέραν του ότι ο σχετικός λόγος ως ήδη προαναφέρθηκε ερείδεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση της εφαρμογής του άρθρου 943 ΚΠολΔ, αυτός βασίζεται και σε εσφαλμένη ερμηνεία της προς εκτέλεση και ήδη ως κρίθηκε παραβιασθείσας απόφασης. Και τούτου διότι ότι ως αποδείχθηκε οι εναγόμενοι δια της άνω συμπεριφοράς τους, ήτοι έχοντας αποκλείσει το επίδικο τμήμα του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου που περιγράφεται στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης, δια της τοποθέτησης των άνω συγκεκριμένων αντικειμένων, κατέστησαν ανέφικτη τη χρήση του ως χώρου στάθμευσης του οχήματος της ενάγουσας, δεν επέτρεψαν – ανέχθηκαν τη χρήση του για το σκοπό που όριζε η εκτελεστέα απόφαση, η παραβίαση δε αυτής, συντελέστηκε κατ’ άρθρο 947 ΚΠολΔ με την κοινοποίηση και μόνο αντιγράφου του απογράφου της με επιταγή προς εκτέλεση, κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ προς τον υπόχρεο οφειλέτη, εν προκειμένω εναγόμενους, με την οποία αρχίζει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία στην κρινόμενη περίπτωση έλαβε χώρα δύο [2] φορές προς αμφότερους τους εναγόμενους, χωρίς εκείνοι ουδέποτε μέχρι σήμερα να συμμορφωθούν προς της επιταγή προς εκτέλεση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια με την παρούσα απόφαση, ορθά κατ’ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 947 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 232Α ΠΚ ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγομένων, που συνιστά τον σχετικό δεύτερο [σελ. 3-4] λόγο της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, πρέπει ν’ αναφερθεί ότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες καταρχήν με τον τέταρτο [σελ. 7-8] λόγο της ένδικης έφεσής τους επαναφέρουν τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό τους, ότι η τοποθέτηση των άνω αντικειμένων στον επίδικο χώρο στάθμευσης έλαβε χώρα το έτος 2004, όχι από τους ίδιους, αλλά για την ενέργεια αυτή υπεύθυνη τυγχάνει η μη διαμένουσα στο οικόπεδο θυγατέρα τους … …, συνιδιοκτήτρια κατά ποσοστό 14/100 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου, τα οποία αντιστοιχούν στο δικαίωμα ανέγερσης μελλοντικά του Α2 εξ αδιαιρέτου του δευτέρου [Β] υπέρ το ημιισόγειο ορόφου επί του υπό στοιχεία α2 τμήματος [βάσει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου γονικής παροχής της συμβ/φου Αθηνών …., νομίμως μεταγραμμένου] -μη δεσμευόμενη από την κρίσιμη τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ούτε από τη μεταξύ των διαδίκων ιδιωτική συμφωνία, η οποία και εναντιωνόταν στη χρήση του συγκεκριμένου τμήματος ακάλυπτου χώρου ως χώρου στάθμευσης του οχήματος της ενάγουσας, προκειμένου να έχουν ελεύθερη πρόσβαση και να το χρησιμοποιούν ως χώρο παιχνιδιού τα παιδιά της [αλλά και εκείνα της αδερφής της … …] που μεγάλωναν υπό τη φροντίδα των γονιών της εναγομένων, γεγονός που τελούσε σε γνώση της ενάγουσας, η οποία γι’ αυτό και κοινοποίησε μεταξύ άλλων και προς το συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο την από 4/7/2011 επιταγή προς εκτέλεση της άνω τελεσίδικης απόφασης. Ως προς τον ισχυρισμό αυτό λεκτέα τυγχάνουν τα ακόλουθα: Όπως έχει ήδη αναφερθεί υπόχρεοι συμμόρφωσης του διατακτικού της υπ’ αριθμ. 3837/1198 επίμαχης απόφασης κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσής της [29/7/1998] και εφεξής, η οποία σημειωτέον ήταν προσωρινά εκτελεστή, χωρίς να προκύπτει ότι είχε ζητηθεί εκ μέρους του υπόχρεων εναγομένων, η αναστολή εκτέλεσής της ενόψει εκκρεμούς εφέσεως επ’ αυτής, τυγχάνουν αποκλειστικά και μόνο, ως δεσμευόμενοι από αυτήν oι νυν εναγόμενοι. Συνεπώς, η τήρηση του διατακτικού αυτής επαφίεται σ’ αυτούς και μόνο, οι οποίοι και τυγχάνουν υπεύθυνοι ακόμη και σε περίπτωση που ενεργεί στον επίμαχο χώρο τρίτο πρόσωπο, ανεχόμενοι μια τέτοια ενέργεια και μη επεμβαίνοντας προς την αποτροπή της, άλλως την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη [νόμιμη] κατάσταση. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός τους και αληθής υποτιθέμενος, ουδεμία έννομη συνέπεια έχει καθόσον δεν απαλλάσσει τους εναγόμενους από την απορρέουσα από το διατακτικό της τελεσίδικης ως άνω απόφασης υποχρέωσή τους περί τήρησης αυτού. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια απορρίπτοντας σιωπηρά τον σχετικό ισχυρισμό, η αιτιολογία του οποίου συμπληρώνεται από αυτήν της παρούσας, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα εκτίμησε τις αποδείξεις, συνεπώς ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγόμενων, που συνιστά τον σχετικό τέταρτο [σεΛ. 7-8] Λόγο της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ομοίως, δια της αυτής αιτιολογίας αβάσιμος τυγχάνει ο επαναφερόμενος με τον πέμπτο [σελ. 8-9] Λόγο της εφέσεώς τους, ο πρωτοδίκως υποβληθείς ισχυρισμός των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντων ότι τελικά η τοποθέτηση των άνω αντικειμένων στον επίδικο χώρο στάθμευσης έλαβε χώρα από τον πρώτον εξ αυτών…, όχι δε και από τη δεύτερη … …, όπως άλλωστε κατέθεσε επ’ ακροατηρίου ο μάρτυρας της ενάγουσας – σύζυγός της. Εν προκείμένω αληθές τυγχάνει ότι ο σύζυγός της ενάγουσας … …ς, εξεταζόμενος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατέθεσε ερωτηθείς για το ποιος τοποθέτησε στον επίμαχο χώρο στάθμευσης τις ζαρντινιέρες και μόνο, κατέθεσε κατ’ ακριβή προς τούτο μεταφορά: «Ο κ. …» [βλ. σχετ. σελ. 5 γραμμές 18-19 ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης]. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα ήδη έχουν αναπτυχθεί, από το διατακτικό της άνω απόφασης απορρέει ρητή υποχρέωση και της δεύτερης εναγόμενης να ανεχτεί στο επίδικο τμήμα του κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου, τη στάθμευση του οχήματος της ενάγουσας και η παράβαση της σχετικής διάταξης τελείται από αυτήν είτε θετικώς με ίδια άμεση ενέργεια, είτε με οιασδήποτε μορφής απείθεια, ως προς τη συμμόρφωσή της προς το περιεχόμενο της οικείας απόφασης, η οποία εν προκειμένω τελείται ως προς την τοποθέτηση των συγκεκριμένων και μόνο αντικειμένων δια της αποδοχής της πράξης του συνεναγόμενου συζύγου της και μη αποτροπής της. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και θεώρησε αυτήν ως παραβιάζουσα το διατακτικό της κρίσιμης δικαστικής απόφασης και κατ’ επέκταση προσβάλλουσα την προσωπικότητα της ενάγουσας, απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από αυτήν της παρούσας, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα εκτίμησε τις αποδείξεις, συνεπώς ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός των εναγόμενων, που συνιστά τον σχετικό πέμπτο [σελ. 8-9] Λόγο της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναπτύχθηκαν, εκ της ως άνω προσβολής, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη από την ψυχική στενοχώρια και της ταλαιπωρίας που βίωσε υποχρεούμενη να σταθμεύει το αυτοκίνητό της σε παρακείμενες της κατοικίας της οδούς και δη εκτός του προστατευμένου κοινόχρηστου ακάλυπτου χώρου, όπως όριζε η απόφαση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται εκ των υπαρκτών, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κινδύνων φθορών και ζημιών αυτού, λόγω της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητά της, υπέστη και ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλεται υπέρ αυτής ανάλογη χρηματική ικανοποίηση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων και του μακρού χρόνου επίμονης αδικαιολόγητης διατήρησης αυτής, ήδη τουλάχιστον δεκαετίας από την πρώτη επιταγή προς εκτέλεση [6/7/2011], το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, το βαθμό του πταίσματος των εναγομένων, τις ιδιότητες και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας ως χρηματική ικανοποίηση Λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των πέντε [5.000 €] ευρώ. Το ποσό αυτό κρίνεται ως δίκαιο και εύλογο δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας [άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ], όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναπτύχθηκαν στην υπό στοιχείο [I] μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατά αποτέλεσμα έκρινε ότι η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη και έκρινε ότι το ύψος αυτής ανέρχεται στο αυτό με την παρούσα κρίση ποσό, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που αντικαθίσταται από αυτήν της παρούσας [άρθρο 534 ΚΠολΔ], ορθώς κατ’ αποτέλεσμα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, συνεπώς οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων, που συνιστούν τον σχετικό έκτο [σελ. 9] λόγο της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση ν’ απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 προτελευτ. εδάφ. ΚΠολΔ, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παράβολου της έφεσης ποσού εκατό [100 €] ευρώ, βάσει των αναγραφόμενων επί της έκθεσης κατάθεσής της υπ’ αριθμ. A …. παραβολών Δημοσίου και …./2017 παράβολου ΤΑΧΔΙΚ, συνεπεία της ήττας τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος της, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, που νικήθηκαν, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας [άρθρα 178 παρ. 2, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 1 στοιχ. i περ. α’, 68 παρ. 1 και 69 παρ. εδάφ. α’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Περί Δικηγόρων»].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 14/11/2017 υπ’ αριθ. εκθ. κατάθ. ενδίκου μέσου …/…/…-2017 και έκθ. κατάθ. δικογρ. προσδ. …/…/…-2017 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 7954/7-9-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [Τακτική Διαδικασία].
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου της έφεσης ποσού εκατό [100 €] ευρώ, που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση, δυνάμει των υπ’ αριθμ. A …. παραβολών Δημοσίου και …./2017 παραβόλου ΤΑΧΔΙΚ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τη οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων [600 €] ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου του έτους 2022, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοί και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ